Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2016

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ



ΜΕΡΟΣ 25ο


ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ  Ή  ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
8. ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ
Η Ιστορία με αμέτρητα παραδείγματα αποδεικνύει ότι η ορθή και δί­καιη κρίση δεν είναι προνόμιο της πλειοψηφίας. Απεναντίας, μεγάλα εγκλή­ματα πολιτικά, θρησκευτικά και Εθνικά έγιναν στο όνομα της πλειοψηφίας.
Ο Σωκράτης κατεδικάσθη σε θάνατο με πλειοψηφία 60 ψή­φων, αλλά μετά τον θάνατόν του, αυτοί που τον κατεδίκασαν ανεγνώρισαν το έγκλημά τους και του ανήγειραν ανδριάντα.
Ο Φωκίων υπεχρεώθη σε θάνατο δια κώνειου μετά από την από­φαση μιας τεχνητής πλειοψηφίας, που κατεσκευάσθη από τους Αθηναίους αντιμακεδονίζοντες δημοκράτες, με παράνομη συμμετοχή μη Αθηναίων πολιτών.
Το Ιουδαϊκό Συνέδριο (Σανχέντριν) απεφάσισε την καταδίκη του Χριστού, με συντριπτική πλειοψηφία, μετά από απίστευτες πλεκτάνες και άνομες αιτιο­λογίες, μειοψηφισάντων δύο (2) μόνον γενναίων μελών (Ιωσήφ και Νικο­δήμου).
Το αλαλάζον Εβραϊκό πλήθος, έσυρε τον Ιησού στον Σταυρό ενώ μερικές ημέρες ενωρίτερα τον είχε υποδεχθεί σαν Μεσσία, ανακράζον «Ωσαννά ο εν τοις Υψίστοις».
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία, που κατά την Δ. αντιπροσωπεύει την λαϊκή βούληση (!!!), κατεδίκασε σε θάνατο τους πρωταιτίους της 21ης Απριλίου 1967, ενώ κατά την διάρκεια της Απριλιανής επταετίας, ο λαός έ­ραινε με άνθη και απεθέωνε τους ηγέτες της.
Γιατί άραγε η απόφαση των περισσοτέρων να καθορίζεται δογματι­κώς ως η ορθώτερη και υποχρεωτικώς αποδεκτή; Υπάρχουν άραγε ιστορικές και επιστημονικές αποδείξεις αυτής της θέσεως;
Η Δ. με διάφορα τεχνάσματα κατορθώνει να διατηρεί τις ευρείες λαϊκές μάζες στο τέλμα της αδιαφορίας και του ωχαδελφισμού. Δίδοντας λοιπόν σε κάθε αδιάφορη μονάδα την ισοδυναμία της ψήφου, επιτυγχάνει την δημιουργία πλαστών/τεχνητών πλειοψηφιών, χωρίς κρίση, που αποφασίζουν μηχανικά, υπνωτισμένες, υποβαλλό­μενες στην δαμασίφρονα και δαμασίμβροτον συνθηματολογία (αιχμαλωτίζουσα τους ανθρωπίνους νόες) και τον ψυχολογικό βομβαρδι­σμό εντοπίων και διεθνών κέντρων του πολυκέφαλου κατεστημένου.
«Για να δικαιολογηθεί η αρχή της πλειοψηφίας προβάλλεται ότι μό­νο χάρις σε αυτήν η πολιτεία πλησιάζει στην ιδεατή πολιτική κοινωνία....Η σκέψη αυτή μπορεί να είναι παρηγορητική για ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, που καθένας μπορεί να υποθέσει μόνος του, αλλά δεν κλονί­ζουν καθόλου την κρίση μας για την συμβατικότητα της αρχής της πλειοψηφίας. Η αρχή της πλειοψηφίας είναι η αριθμητική απόδειξη της απόστα­σης κάθε ιστορικής δημοκρατίας από την ιδεατή της μορφή...
Η πλειοψηφία άλλωστε αυτή καθ’ εαυτήν είναι ένα τεχνητό κατασκεύασμα. Δεν την συνέθεσε η κοινή συναίνεση αυτών που την απαρ­τίζουν αλλά η δυναμική επιβολή ενός ή ολίγων ή περισσοτέρων» (Πολιτική, Θεωρία πολιτικής δεοντολογίας, Κων. Τσάτσος, Εκδόσεις Φίλων, 1975, Αθήναι σ. 168).
Γιατί άραγε υλακτεί η Δ. ότι πρέπει να σεβώμαστε τις α­ποφάσεις της πλειοψηφίας όταν ο αποθανών τέως πρόεδρος Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος, την χα­ρακτηρίζει δημοσίως και εγγράφως σαν τεχνητό κατασκεύασμα και προϊ­όν της θελήσεως μιας δημοκρατικής ολιγαρχίας;                                              
α. Αρχή της πλειοψηφίας: Νόμιμη, παράνομη ή ουτοπική;
Η αξία και η βαρύτης μιας αποφάσεως δεν μπορεί να κρίνεται από τον αριθμό των ψήφων που εδόθησαν υπέρ αυτής, αλλά από την ωριμότητα και ποιότητα αυτών που εψήφισαν και έλαβαν την απόφαση. Με διαφορετικά λόγια, «τις ψήφους δεν πρέπει να τις μετράμε αλλά να τις ζυγίζουμε».1
Όταν η Δ. καθορίζει την ορθότητα των αποφάσεων με βάση την α­ριθμητική και όχι την ποιότητα αυτών που την λαμβάνουν, τότε η κοινωνία θεωρείται σαν μαζοποιημένη και άναρχη αριθμοκρατορία, ψεύτικη ισοκρατία όπου εκτός των άλλων, έχουν καταργηθεί οι αρχές και έχουν ισοπεδωθεί οι αξίες.
«Η ισοπέδωση προς τα κάτω ευνουχίζει και κατασυντρίβει την υψι­πετή και δημιουργική δράση των χαρισματικών ατόμων. Έτσι που επιβάλλε­ται η ισότητα τότε αναπόφευκτα έρχεται η ποσότητα και να επιβληθεί της ποιότητας»2  
Ποίος ανόητος μπορεί να ισχυρισθεί ότι η γνώμη πενήντα στρατιωτών, για ένα στρατιωτικό θέμα, είναι ορθώτερη από εκείνη του διοικητού τους;
Ποιος τρελλός θα υποστηρίξει ότι η γνώμη δέκα αναλφαβήτων για θέματα Παιδείας και εκπαιδεύσεως, είναι ορθώτερη από αυτήν ενός Πρυτάνεως ανωτάτης σχολής;
Εκτός από τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, όλα σχεδόν τα κύτταρα του δημοκρατικού βίου (δημοσίου και ιδιωτικού), λειτουργούν και συντη­ρούνται με οποιεσδήποτε άλλες αρχές, πλην της πλειοψηφικής τοιαύτης.
Ουδείς διευθυντής επιχειρήσεως επιλέγει τους συνεργάτες του με πλειοψηφικές διαδικασίες και κανένας διευθυντής, προσωπάρχης, τμηματάρχης δεν επιλέγεται από τους υπαλλήλους, εργάτες ή στελέχη, με τις γνω­στές δημοκρατικές μεθόδους.
Ουδείς διοικητής στρατιωτικού τμήματος ή Μονάδος επιλέγει τους Αξιωματικούς και επιτελείς του μετά από καθολική ψηφοφορία μεταξύ των ανδρών του και κανένας δεν κρίνεται κατάλληλος για την θέση του Διοικητού, με δημοκρατικές διαδικασίες (εκλογές μεταξύ των υφισταμένων στελε­χών και οπλιτών) και πλειοψηφικά συστήματα.
Σε καμμία δημόσια υπηρεσία, ο προϊστάμενος, ο λογιστής, ο επιστά­της επιλέγει τους συνεργάτες του μετά από ψηφοφορία και κανένας από τους παραπάνω καταλαμβάνει ή στηρίζει την θέση του στις απόψεις της πλειοψηφίας των υπαλλήλων ή των εργατών. Όλοι επιλέγονται προσωπικά από ΕΝΑ (τον εργοδότη) και εκτελούν τις εντολές του είτε είναι αρεστές στην πλεοψηφία είτε όχι.
Εδώ πιθανώς να υποβληθεί η εξής ένσταση: Τα Διευθυντικά στελέχη και οι προϊστάμενοι των υπηρεσιών στις Αυτοδιοικήσεις και σε άλλες δημόσιες υπηρεσίες εκλέγονται, κατά πλειοψηφία, από τα νόμιμα υπηρεσιακά Συμβούλια και όσοι νομίζουν ότι αδικούνται έχουν το δικαίωμα να προσφεύγουν στην Δικαιοσύνη και στα ανώτερα υπηρεσιακά συμβούλια.
Μα για αφελείς μας περνάνε; Υπάρχει κανένας που να μην γνωρίζει ότι όλοι αυτοί επιλέγονται από την νομίμως εκλεγμένη κομματική πλειοψηφία; Υπάρχει κανείς που να αγνοεί τον κανόνα των «κριτηρίων» επιλογής τους;
«Από πότε και διατί εκείνο το οποίον οι πολλοί και όχι οι ολίγοι, πι­στεύουν ότι είναι το καλόν; Από πότε ο αριθμός είναι κριτήριον αλάνθαστο;
Τυφλός και άψυχος επειδή είναι ο αριθμός, ή μπορεί μεν να έχει δί­καιον ημπορεί όμως να έχει άδικον. Μάλιστα υπάρχουν περισσότεραι πιθα­νότητες ότι θα συμβαίνει το δεύτερον παρά το πρώτον.
«Πολλάκις, λέγει επί παραδείγματι ο Σωκράτης εις τον Γοργίαν, είς ορθοφρονών είναι κρείττων απειραρίθμων μη ορθοφρονούντων και ούτος πρέπει να άρχει, εκείνοι δε να άρχωνται και πρέπει να έχει περισσότερα ο άρχων από τους αρχομένους, εάν ο εις είναι κρείττων των απειραρίθμων».
Τούτο το αναγνωρίζομεν και ημείς πάντες και το εφαρμόζομεν πά­ντοτε εις τας ατομικάς μας υποθέσεις. Ουδείς δηλαδή θα εγκαταστήσει ποτέ εις την τράπεζάν του καθεστώς κοινοβουλευτικόν...Ουδείς θα λαμβάνει κα­τά πλειοψηφίαν των μελών της οικογένειας του τας αποφάσεις τας αφορώσας τα οικογενειακά του πράγματα. Όλοι όμως θέλουν να καθιερώσουν το σύστημα τούτο, προκειμένου περί κράτους της πολυπλοκωτέρας δηλαδή και πολυσχιδεστέρας μηχανής. Διατί;
Διότι ο ηλίθιος και ο αλήτης, ο ξυλοσχίστης και ο εκκενωτής βό­θρων, ο αχθοφόρος και ο σπογγαλιεύς θέλουν κάθε τόσον να δίδουν την γνώμην των επί των γενικών ζητημάτων της χώρας και επί των προσώ­πων τα οποία θα την κυβερνήσουν. Θέλουν λοιπόν όλοι αυτοί να έχουν γνώμην και θέλουν η γνώμη τους να βαρύνει όσο και η γνώμη παντός καθηγητού, επί παραδείγματι, του Πανεπιστημίου...».
Ποιος τα έλεγε όλα αυτά;
Ο Γεώργιος Δρόσος, ο επίσημος σχολιαστής της κρατικής τηλεοράσεως της Δημοκρατικής/μεταπολιτευτικής Ελλάδος από το 1974 μέχρι του θανάτου του (1980).
Πότε τα έλεγε;
Τον Μάϊον του 1936 προ της κηρύξεως της δικτατορίας του Ιωάννου Μεταξά.3
Πόσοι γνωρίζουν όμως ότι εκείνος ο υμνητής της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας του 1974, υπήρξε φλογερός θιασώτης της αντιδημοκρατίας, σφοδρός πολέμιος του κοινοβουλευτισμού και της αρχής της πλειοψηφίας, όπως προκύπτει και από το παραπάνω κείμενό του;
Πόσοι γνωρίζουν επίσης, ότι ο εκείνος ο σφοδρός κατήγορος της δημοκρατίας και του κοινοβουλευτισμού προπολεμικώς, μετά την «μεταστροφήν» του συνέγραψε και βιβλίο με τίτλον: «Το δόγμα της λαϊκής κυριαρχίας»; 
«Έξεστιν ψευδοδημοκράταις ασχημονείν»
Ο θεσμός της πλειοψηφίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία από τις πολλές και ωραιοποιημένες δημοκρατικές χοιρολογίες, λαϊκισμός απατεώνων φραστήρων (πληροφορητών της εξουσίας), οι οποίες δίδονται στον λαό σαν δόγματα υποχρεωτικής απο­δοχής, για την συντήρηση του δημοκρατικού μύθου.
«Όπισθεν του θεσμού της πλειοψηφίας υπάρχει μυστήριον. Το μυστήριον τούτο είναι, εξωτερικώς συλλαμβανόμενον, ο αριθμός. Το ότι ανήχθη ούτος εις το μόνον κριτήριον περί του αλανθάστου και ορθού, α­ποτελεί εν εκ των βαρύτερων χαρακτηριστικών της εποχης μας. Η ποιότης μετατρέπεται εις ποσότητα. Η μετατροπή αύτη εις την πολιτικήν ζωήν δεν είναι δυνατόν να γίνεται ει μη δια μέσων αθεμίτων ή εν πάση περιπτώσει μυστηριωδώς    
Ο θεσμός της πλειοψηφίας, ο οποίος είναι αναγκαίον στοιχείον της πολιτικής ελευθερίας, οφείλεται εις μίαν των μεγαλύτερων ουτοπιών της νεωτέρας εποχής. Πως είναι δυνατόν να στηριχθεί ιδεολογικώς και να τύχη δικαιώσεως η επί τη βάσει της αρχής της πλειοψηφίας, σχηματιζομένη βούλησις της πολιτείας και κατ’ ακολουθίαν η επί της αρχής ταύτης βασιζομένη εξουσία;» (Η κοινωνία της εποχής μας, Παν. Κανελλόπουλος, Εκδ. Παπαδογιάννη, 1932, σ.37-38,67).
Ποίος τα λεει αυτά;
Ένας από τους κορυφαίους πολιτικούς της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος!!!
Με ποίαν ηθική και λογική βάση, λοιπόν, η απόφαση του 50,1% είναι δίκαιη η δικαιότερη σε σχέση με την απόφαση του 49,9%;
Μπορεί να είναι «νόμιμη» σύμφωνα με τους κανόνες του δημοκρα­τικού παιγνιδιού, αλλά όχι κατ’ ανάγκη ορθή και δίκαιη. Τουλάχιστον ενδέχε­ται να είναι άδικη. Και αυτό το ενδεχόμενο, που στις σύγχρονες δημοκρατί­ες αποτελεί κανόνα και όχι εξαίρεση, συνιστά το τραγικό στοιχείο της αρ­χής της πλειοψηφίας.
Εξ άλλου, οποιαδήποτε απόφαση της δημοκρατικής πλειοψηφίας ε­λέγχεται και ως παράνομη, της παρανομίας αυτής καλυπτομένης πλήρως α­πό τα δημοκρατικά νομοτερατουργήματα. Και τούτο διότι, αν οι ψήφοι δεν εί­ναι ομοιογενείς, ήτοι οι ψηφοφόροι:
Δεν ανήκουν στην ίδια φυλετική κοινότητα.
Δεν αντιπροσωπεύουν το ίδιο έθνος.
Δεν έχουν την ίδια θρησκεία.
Δεν τηρούν τις ίδιες παραδόσεις.
Δεν επιδιώκουν τους ίδιους Εθνικούς στόχους.
Δεν υπηρετούν την ίδια κυβέρνηση ή Διοίκηση (πολιτική, θρησκευτική), απεργαζόμενοι φανερώς ή αφανώς την ανατροπήν της.
Δεν διαπνέονται από τα ίδια ιδανικά.
Δεν κέκτηνται των ιδίων ψυχοπνευματικών χαρισμάτων.
Δεν εξυπηρετούνται από τα ίδια συμφέροντα.
Γενικά δεν έχουν ενιαία συνείδηση ότι ανήκουν σε ομογάλακτη και ομοιογενή κοινότητα, με κοινά συμφέροντα, κοινούς εχθρούς και ταυτόσημες επιδιώ­ξεις, και
Επειδή ο νόμος εξ ορισμού είναι «χρήσις, πατροπαράδοτος συνήθεια, θεσμός, σύμβασις, θέσπισμα κατά συνθήκην και κοινήν συναίνεσιν» (Λεξ. Σταματάκου, σ. 658),
Υπό αυτήν την έννοιαν, η αρχή της δημοκρατικής πλειοψηφίας, είναι παράνομη.
Είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να υποταγεί ο Έλλην, κατά την ψυχήν και το πνεύμα, στην απόφαση μίας πλειοψηφίας που έχει προέλθει από προσθέσεις ψήφων Ιουδαίων, Τούρκων, Αλβανών, Πολωνών, Ουκρα­νών, Ισλαμιστών, αλλοθρήσκων, αιρετικών και πρακτόρων της Δ. και του Συστήματος;
Την απάντηση μας δίδει και πάλιν ο εκ των κορυφαίων κοινοβουλευτικών ανδρών, Παναγιώτης Κανελλόπουλος.
«Η αρχή της πλειοψηφίας δεν νοείται ει μη μόνον υπό την προϋπόθεσιν της υπάρξεως ομοιογενούς ολότητος. Μόνον όταν υπάρχει η ομοιο­γένεια του έθνους, δέχεται τις εν ανάγκη (ή πάντως υποτίθεται, ότι δέχεται αφ’ εαυτού) να θυσιάσει την ιδίαν αυτού θέλησιν και να υποταγή εις την θέλησιν της πλειονότητος δια να μη κλονισθεί η αδιάσπαστος ύπαρξις της ε­θνικής ολότητος....Είδομεν, ότι η επί τη βάσει της αρχής της πλειονοψηφίας σχηματιζομένη και εκδηλουμένη βούλησις ούτε καν προς την βούλησιν εκάστου των απαρτιζόντων αυτήν ταύτην την πλειονότητα είναι δυνατόν να ταυτισθεί» (Η κοινωνία της εποχής μας, Παν. Κανελλόπουλος, 1932, σ. 67).
Αντιθέτως, η γνώμη της μειοψηφίας ή ακόμη και του ενός, είναι δυνα­τόν να είναι ορθώτερη, δικαιότερη και ωφελιμώτερη από την γνώμη χιλίων άλλων, αρ­κεί ο ένας να είναι ο σώφρων, ο επαΐων, ο κατ’ αρετήν καλύτερος, ο κατάλλη­λος ηγέτης.
«Όπως γλαφυρώς διετύπωσε ο Γούδροου Ουΐλσων, ο ηγέτης τον ο­ποίον εμπιστεύεται η χώρα όχι μόνον την οδηγεί αλλά και την διαμορφώνει κατά τας ιδέας του. Και συνεπλήρωσε ο Χάρυ Τρούμαν: Δεν βαρύνουν εις τίποτε οι σφυγμομετρήσεις και η κοινή γνώμη. Ό,τι βαρύνει είναι ο ηγέτης και το ορθόν ή άδικον»4
Αυτούς τους ανθρώπους-ηγέτες, οι οποίοι ξεχωρίζουν από το πλήθος, έχουν απόλυτη και φυσική ανάγκη οι κοινωνίες και όχι τους ακροβάτες της πολι­τικής και τους ταχυδακτυλουργούς των δημοκρατικών πλειοψηφιών.
Η ιστορία των Εθνών μαρτυρεί ότι όλα τα μεγάλα γεγονότα, οι ιστο­ρικοί σταθμοί ήσαν αποκλειστικό έργο ΕΝΟΣ Ηγέτου, εκφράσαντος στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο, την απόφαση του συνόλου των διαχρονι­κών κοινωνικών ομάδων, όλων μαζί, παρελθουσών, παρουσών και μελλουσών-αγέννητων, καθ’ όσον:
Αρχηγός και Πολιτεία υπάρχουν και λαμβάνεται ΟΡΘΗ απόφαση μόνον όταν, «όλοι μαζί και εν ολομέλεια συνερχόμενος πεθαμένοι και ζω­ντανοί, συναποφασίζουν αλληλέγγυα και συνυπεύθυνα».
Τότε και μόνον τότε, ο ΕΝΑΣ Ηγέτης θεωρείται ότι εκπροσωπεί γνήσια το αληθινό πνεύμα του λαού υπέρ του οποίου ενεργεί, καθοδηγών με την εξουσιοδότηση του αθανάτου Γένους και όχι καθοδηγούμενος από τον θνησιμαίο/αγελαίο λαό.
β. Αρχή της πλειοψηφίας και Κοινοβουλευτικές ή διοικητικές αποφάσεις
Πέραν της άτοπης, αυθαίρετης και παράλογης αρχής της πλειοψηφίας, η ίδια η Δ. περιπίπτει σε έμπρακτες αντιφάσεις, σε πλείστες «δημοκρατικές» διαδικασίες εντός και εκτός του κοινοβουλίου.
Οι παλαιότεροι ενθυμούνται τον σάλο που είχε δημιουργηθεί για το περί­φημο νομοσχέδιο περί «κοινωνικοποιήσεως» (Ουσιαστικά περί καταργήσεως του δικαιώματος της απεργίας) του 1983.
Εκείνο το νομοσχέδιο εψηφίσθη από 117 βουλευτές, επί συνόλου 300, δηλαδή ποσοστό 39%. Και όμως η Κυβέρνησις την επομένη θριαμβο­λογούσε για την απόφαση του λαού προς «δόξα» φυσικά του κοινοβουλευ­τισμού και της αρχής της πλειοψηφίας.
«Με μία ονομαστική ψηφοφορία που κονιορτοποίησε την κυβερνη­τική φιλοσοφία για την αρχή της πλειοψηφίας του 50 συν ένα, ψηφίστηκε σήμερα και στο σύνολό του το απεργοκτόνο ή τραβεστί όπως αποκλήθηκε, νομοσχέδιο για τις κοινωνικοποιήσεις».5
Ποιος θα λησμονήσει την νύκτα (11/12-6-1997) της μεγάλης πραξικοπηματικής καταργήσεως του θείου χαρίσματος/ελευθερίας του ατόμου, κατά την οποίαν μετά α­πό εντολή του Συστήματος και περίεργες μεθοδεύσεις του τότε προέδρου της βουλής6 η επαίσχυντη συμφωνία Ομηρείας (Σένγκεν) του Ελληνικού λαού στο Ισραήλ/ΗΠΑ, έγινε εσω­τερικό δίκαιο (!!!) της χώρας αφού εψηφίσθη μόλις από 142 βουλευτές του Κοινοβουλίου (80 ΟΧΙ και 78 απόντες), ήτοι ποσοστό 42,6%;
Αλλά μήπως δεν είναι καθολικό σχεδόν το φαινόμενο στις δημο­κρατίες, να αναδεικνύωνται κυβερνήσεις λαϊκής μειοψηφίας; Αυτό συμβαίνει εξ αιτίας των αλχημικών μεθόδων και των δαιδαλοειδών εκλογικών συστη­μάτων της Δ.
Αναφέρουμε δύο παραδείγματα:
1ο/ Στις Γερμανικές εκλογές (Οκτ. 1976) το Χριστιανοδημοκρατικό κόμ­μα έλαβε το 44,5% των ψήφων και το Σοσιαλδημοκρατικό το 42%, αλλά κυβέρνηση εσχημάτισαν οι Σοσιαλδημοκράτες διότι μετεκλογικά συνέπραξαν με τους Φιλελευθέρους που είχαν λάβει 8% των ψήφων.
2ο/ Στις Ελληνικές εκλογές (1977,1981,1985,1990,1993,1996, 2000, 2004) τα κόμματα που εσχημάτισαν κυβέρνηση έλαβαν 41%, 48%, 46%, 47%, και 41,5-45,4% επί των εγκύρων ψηφοδελτίων, χωρίς να υπολογίζονται τα ποσοστά αποχής που κυμαίνονταν από 16% μέχρι 36%.
Σε άλλες χώρες εσχηματίσθησαν κυβερνήσεις με πολύ μικρότερα ποσοστά ψήφων, με το ρεκόρ να κατέχει ο Νέστωρ Κίρχνερ ο οποίος το 2003 εξελέγη πρόεδρος της Αργεντινής με ποσοστόν 22% !!!7
Στην πρώτη περίπτωση (Γερμανικές εκλογές) έχομεν κυβέρνηση τε­χνητής πλειοψηφίας, διότι εκυβέρνησε ένα κόμμα λαϊκής μειοψηφίας με την μετεκλογική υποστήριξη ενός άλλου κόμματος που εξέφραζε διαφορετικές πολιτικές θέσεις.
Ποτέ η μετεκλογική συμμαχία δύο κομμάτων, έστω και εάν συγκε­ντρώνουν το 50,1% των ψήφων, δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν πλειοψηφία, διότι τα κόμματα που συνέπραξαν εξέφραζαν διαφορετικά πολιτικά προ­γράμματα για την αντιμετώπιση των πολιτικοκοινωνικών προβλημάτων.
Αν συνέβαινε το αντίθετο γιατί δεν εδημιουργούσαν ενιαίο πολιτικό μέτωπο ή συμμαχία προ των εκλογών; Ασφαλώς, διότι δεν θα ελάμβαναν το ίδιο ποσοστό ψήφων. Γι’ αυτό άλλωστε κατήλθαν στις εκλογές σαν αντίπαλα κόμματα με διαφορετικά προγράμματα.
Δηλαδή η μετεκλογική σύμπραξη δύο ή περισσοτέρων κομμάτων συνιστά, εκτός των άλλων, και το αδίκημα της εξαπατήσεως των ψηφοφό­ρων των συμμαχούντων κομμάτων διότι σύμφωνα με την αρχή της πλειο­ψηφίας, η καλύτερη γνώμη (μία) είναι εκείνη που επιλέγει η λαϊκή πλειοψηφία του εκλογικού σώματος και όχι εκείνη που κατασκευάζεται (ερήμην του λαού) σε παρασυναγωγές και «νομιμοποιείται» από την κοινοβουλευτι­κή πλειοψηφία. Αντίστοιχη περίπτωση στην Ελλάδα έχουμε με την σημερινή «τραβεστί» συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, μεταλλαγμένων νεομπολσεβίκων και πατριδοκάπηλων «εθνικοφρόνων».
Στην δεύτερη περίπτωση (Ελληνικές εκλογές), έχομεν τυπικώς και ου­σιαστικώς κυβέρνηση λαϊκής μειοψηφίας.
*
Οι υπέρμαχοι της Δ. λιβανίζουν την αρχή της πλειοψηφίας διότι είναι ανίκανοι να προσφέρουν παραγωγικό έργο προς όφελος του συνό­λου. Χωρίς αυτήν και τις άλλες συναφείς αρχές της Δ. είναι καταδικασμένοι να ζουν στο περιθώριο και στον χώρο για τον οποίον είναι κατάλληλοι.
Όντες παχύδερμοι, αυτάρεσκοι, σαδιστές και ουτιδανοί, θεοποιούν την πλειοψηφία και υποκρίνονται ότι την υπηρετούν, ενώ ουσιαστικά είναι υπηρέτες και τρόφιμοι ομίλων ή εταιρειών (γνωστών ή αποκρύφων) για τα συμφέ­ροντα των οποίων και μόνον, εφευρέθη η κοινοβουλευτική Δημοκρατία των αστρολόγων, εθνομηδενιστών, σατανιστών, φρενοβλαβών, κιναίδων, ψευδολόγων και της διεθνούς αδελφότητος των άβουλων διαχειριστών της Εξουσίας του Συστήματος.
Τα κυριώτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία υποχρεώνουν τα κοινωνικά ιζήματα και εθνοκτόνα μικρόβια να συσπειρώνωνται γύ­ρω από την πανίσχυρη εξουσιαστική αδελφότητα και να σχηματίζουν τους «ζυμομύκητες» των πλειοψηφιών, είναι: Προσωπικά μίση, έμφυτα διαλυτικά πάθη, ατελεύτητα ιδιοτελή συμ­φέροντα, ηθική παχυδερμία, φυλετική αναλγησία, αυτογνωστική τύφλω­ση.
Όλοι αυτοί εισέρχονται στις άναρχες, αζύμωτες και απαίδευτες μάζες οι οποίες αφού βομβαρδισθούν ανηλεώς από τους ίδιους και όλα τα ΜΜΕ της αδελφότητος, με ψευδεπίγραφα συνθήματα και διεστραμμένες ιδέες, διογκούνται τεχνητά και μετατρέπονται σε πλειοψηφίες.
Όταν όμως αυτοί οι ψευτο-Ηρακλείς της Δ. αποκτήσουν την εξου­σιαστική δύναμη, δια των δημοκρατικών διαδικασιών, λησμονούν κάθε στοιχείο πολιτικής δεοντολογίας. Τότε στην προσπάθεια διαιωνίσεως της τυραννίας τους:
.Διατηρούν τους τύπους και όχι την ουσία των δημοκρατικών θεω­ριών, παρέχοντες το δικαίωμα δημοκρατικής επιλογής (με βάση την αρχή της πλειοψηφίας) ΜΟΝΟ σε φορείς (διοικουμένους από δικά τους κομματόσκυλα), αδύνατους και ανίκανους από την φύση τους να επηρεάσουν, βλάψουν ή ανατρέψουν το δημοκρατικό κατεστημένο (Περιφερειακοί-Νομαρχιακοί-δημοτικοί-κοινοτικοί άρχοντες, προεδρεία επαγγελματικών -συνδικαλιστι­κών οργανώσεων, κλπ.).
.Δίδουν στους ανωτέρω φορείς από μία Διοικητική σφραγίδα Παποκαισαρικής ματαιοδοξίας με αντάλλαγμα, κατά κανόνα την άνευ όρων υποταγή τους στις εντολές των θεσιδοτήρων τους.
.Ανοίγουν διάπλατα τα φαντασμαγορικά παράθυρα παχυλών αργομισθιών ή τραπεζικών «δανείων» και έτσι αντί η πλειοψηφία να κατευθύνει και συμβουλεύει θετικώς την εξουσία, η τελευταία (εξουσία) υπηρετείται φανατικώτερα και από αυ­τούς ακόμη τους πιστότερους εκφραστές της.
γ. Πλειοψηφία και Πολιτική Εξουσία
Η αρχή της πλειοψηφίας, με την δημοκρατική ερμηνεία, δεν θεμελιώνει την έννοια της πολιτικής εξουσίας ούτε ηθικώς, ούτε επιστημο­νικώς, διότι:
-Εισάγει ως κυριαρχικό στοιχείο την ποσότητα και τους αριθμούς που αντικαθιστούν την ποιότητα και την κατ’ αρετή προσωπικότητα.
Έτσι εισβάλει στο πολιτικό προσκήνιο η αριθμομάζα, ήτοι «πλήθος «ομοίων» ατόμων, πνευματικώς και ψυχικώς, περασμένων στο σκοινί στανταρισμένων ιδεολογιών, χωρίς ιδιαίτερους παλμούς, χωρίς φιλοδοξίες, χωρίς ευθύνες, χωρίς νόηση, χωρίς ατομικούς σκοπούς, χωρίς ανώτερες ανησυχί­ες, ζωντανό ανθρώπινο κρέας».8
-Ο μαζάνθρωπος που «νομιμοποιεί» την εξουσία δια της ψήφου του, δεν αναγνωρίζει παρά μόνο δικαιώματα. Διεκδικεί πάντοτε προσωπικά κέρδη που δεν έχουν τέλος. Ζητεί ασταμάτητα. Απαιτεί προκλητικά. Διαμαρ­τύρεται υποστηρίζοντας ότι πάντοτε έχει δίκαιο. Δεν παραδέχεται οφειλές και δεν αποδέχεται υποχρεώσεις. Είναι αχάριστος, άπληστος, βίαιος, υπερφί­αλος.
Αυτής της ανθρωπομάζας, είναι πιστή εικόνα και εκπρόσωπος, η δη­μοκρατική εξουσία.
-«Στις προθέσεις της μάζας δεν είναι η επιβολή και ο σεβασμός κά­ποιας ιεραρχίας αλλά αντίθετα η κατάργησίς της. Η μάζα ποτέ δεν μπορεί να γίνει όργανο για επικράτηση της ποιότητος».9
-Η εξουσία μεθυσκομένη από την αριθμητική υπεροχή της (η οποία -υπεροχή- τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται σαν μετασχηματιστής της εξουσίας σε αλαζονική κομματική τυραννίδα), λοιδωρεί την μειοψηφία και δια λόγων/έργων αποδεικνύει ότι ούτε εκπροσωπεί, ούτε καν λαμβάνει υ­πόψη της την μειοψηφία.
-Μη υπολογιζομένης της μειοψηφίας, η δημοκρατική εξουσία δεν εκφράζει την κοινοτική ολότητα, την λαϊκή/Εθνική βούληση και συνεπώς δεν δικαιούται:
Να ομιλεί εξ ονόματος του λαού, ως συνόλου θεωρουμένου.
Να ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει την λαϊκή βούληση.
Να διαχειρίζεται συλλήβδην και να αντιμετωπίζει «ομοιομόρφως» προβλήματα της ανομοιογενούς ολότητος.
Να αυτοεξουσιοδοτείται προς χειρισμό, δήθεν, «λαϊκών εντολών».
Αφού λοιπόν «η πλειονοψηφία ουδέποτε δικαιούται να ισχυρισθεί ό­τι εκπροσωπεί την απόλυτον αλήθειαν εν τη παραστάσει της βουλήσεως του τόπου και να αμφισβητήσει παν κύρος προς την μειονοψηφίαν»,10 δια τούτο:
.Κατά πλάσμα μόνον καλείται σήμερον δημοκρατία το πολίτευμα εκείνο της διοικήσεως του τόπου με τις γνωστές κοινοβουλευτικές διαδικασίες και σύμφωνα, με την κατά ανθρωπίνους νόμους, οριζομένη αρχή της πλειοψηφίας.
Στην πραγματικότητα στα δημοκρατικά καθεστώτα επικρατεί απολύτως και αυταρχικώς, φαινομενική πολλάκις πλειονοψηφία, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις είναι και πραγματική μειονοψηφία.
-Υπό το πρόσχημα της πλειοψηφίας, πραγματικοί φορείς της πολιτι­κής εξουσίας είναι εκείνοι που επιβάλουν την θέλησή τους κατά την εκλογή των αρχόντων, δήθεν, από την πλειοψηφία.
«Είναι αφελές το σχήμα κατά το οποίον οι πολλοί εκλέγουν ανεπη­ρέαστοι και ελεύθεροι τους άρχοντες που ύστερα ασκούν την εξουσίαν εν ονόματι των εκλογέων των. Η αλήθεια είναι ότι οι πολλοί εκλέγουν επηρε­ασμένοι και ψυχικά ανελεύθεροι κάτω από την επιβολή ωρισμένων προσώ­πων, αυτούς που αυτά τα τελευταία και όχι αυτοί προτιμούν, και ύστερα υ­ποτάσσονται στην εξουσία των αρχόντων που αυτοί δεν έχουν εκλέ­ξει, έστω και αν τελούν υπό αυτήν την ψυχολογική παραίσθηση.
Στην πραγματικότητα ο μόνος που κατά κανόνα δεν είναι φορέας της εξουσίας, φορέας ειδικώτερα της εξουσίας να εκλέγει τους άρχο­ντες, είναι η πλειονοψηφία. Την δύναμη αυτή που καθοδηγεί κάθε φορά στις δημοκρατίες την πλειοψηφία στην εκλογήν των αρχόντων την διαθέ­τουν ποικίλοι παράγοντες όπως π.χ. ο τύπος, οργανωμένα οικονομικά συμ­φέροντα στις λεγόμενες δημοκρατίες δυτικού τύπου, ένα κόμμα ή ένας δικτάτωρ στις δημοκρατίες (ανατολικού τύπου...» (Πολιτική Θεωρία πολιτικής δεοντολογίας, Κων. Τσάτσος, 1975).
Τα παραπάνω είναι ξεκάθαρα, μη επιδεχόμενα παρερμηνείας ή αμφισβητήσεως, και αποτελούν διαχρονικόν κόλαφον για την ψευδώνυμον Δημοκρατίαν, καθ’ όσον κατεγράφησαν από την γραφίδα ενός από τους διαπρεπέστερους υπηρέτες της, διατελέσαντος προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας!!!
Ας συνειδητοποιήσουν επί τέλους, οι βλακικοί «Ευρωπαϊστές», οι δυτικόπληκτοι «ορθολογιστές» και οι ανίεροι υποστηρικτές των τοκογλύφων τραπεζιτών, και των Μονοπωλίων, ότι: «Η Ελλάδα είναι ένα σύνολο, όχι μια πλειοψηφία ή η αντίστοιχη οργανωμένη μειοψηφία».11


Συνεχίζεται



Φρήντριχ Σίλλερ,1759-1805, Γερμανός ποιητής και φιλόσοφος, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Ιένας.
2 Έχει μέλλον η Δημοκρατία; Τάκης Τζαμαλίκας. Εκδόσεις Ιωνί­α,1983, σ.308.
3 Σκέψεις περί Δημοκρατί­ας, Γεώργιος Δρόσος-Επίσημος πολιτικός σχολιαστής της Ελληνικής Τηλεοράσεως μετά την μεταπολίτευση του 1974-Περιοδικόν Νέον Κρά­τος, τ. Μαΐου 1936.
Εναντίον της Δημαγωγίας, Σπύρος Ζουρνατζής, 1977,σ.73.
Εφ. Ελληνικός Βορράς, 7 Ιουνίου 1983.
Καταγγελίες του Βουλευτού Γ. Καρατζαφέρη, Τηλεόρασή Tele City, εκπομπή Νέα Ελπίδα, 12 Ιουνίου 1997
7 Εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ  ΤΥΠΟΣ, 18 Μαΐου 2003.
Κομματικός Καπιταλισμός, Χρ. Αγγελής, σ.85.
Έχει μέλλον η Δημοκρατία; Τάκης Τζαμαλίκας, σ. 112 και 308.
10 Ο Κοι­νοβουλευτισμός εν Ελλάδι. Νεοκλής Καζάζης,1910, σ.298-299
11 Κώστας Ζουράρις, Ά­θλια, Άθλα,Θέμελθα, 1997, σ.211.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου