Παρασκευή 29 Ιουλίου 2016

ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ:
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 1




«… Κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη, σαν αρχάγγελος, τρανός αφέντης, ρήγας, αυτοκράτορας, εμπήκε μεσ’ την Πόλη, στην Αγιά Σοφιά.2
Και χύνεται ο ήλιος της κορώνας του κι ανθίζει η Ρωμιοσύνη σαν τα λούλουδα και χάνεται ο Φράγκος σαν την καταχνιά!» (Κ. Παλαμάς)

ΜΕΡΟΣ 35ο


ΙΑ. ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΙΟΙ-ΑΡΝΗΤΕΣ και ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ (Συνέχεια 34ου μέρους) 3  
Υπερασπιστές/Θησαυροφύλακες και μάρτυρες της Ρωμηοσύνης4
3.  Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής... εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι», όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του. Ήταν γιος του κλεφτοκαπετάνιου Κωνσταντή Κολοκοτρώνη (1747-1780) από το Λιμποβίσι Αρκαδίας και της Γεωργίτσας Κωτσάκη, κόρης προεστού από την Αλωνίσταινα Αρκαδίας. Η οικογένεια των Κολοκοτρωναίων από το 16ο αιώνα, που εμφανίζεται στο προσκήνιο της ιστορίας, βρίσκεται σε αδιάκοπο πόλεμο με τους Τούρκους.
Μονάχα από το 1762 έως το 1806, 70 Κολοκοτρωναίοι εξοντώθηκαν από τους τούρκους κατακτητές.5


Τα απομνημονεύματα του «Γέρου του Μωρηά» γράφτηκαν από τον Γεώργιο Τερτσέτη καθ' υπαγόρευση του ίδιου του Κολοκοτρώνη με τον τίτλο «Διήγησις συμβάντων της Ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836». Τα απομνημονεύματα αυτά εκδόθηκαν το 1846 και αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία και ιστορική πηγή για τον επαναστατικό αγώνα καθώς και ομολογία πίστεως του «Γέρου του Μωρηά», στην Ρωμηοσύνη.6
Παραθέτουμε  αποσπάσματα από τα απομνημονεύματά του και μαρτυρίες-ομολογίες της Ρωμηοσύνης του.7
« ..Τότε ο πασάς εθύμωσε και έκοψε καμπόσους Τούρκους και Ρωμαίους, όπου εβεβεβαίωσαν ότι ο θεοδωράκης ήταν χαμένος».
«..Και ήλθαν όλοι οι Τούρκοι και Ρωμαίοι οι σημαντικοί και ωμίλησαν εις την Ζάκυνθο, να κάμωμε μία κυβέρνησι, συνθεμένη από 12 Τούρκους και 12 Έλληνες να κυβερνούν τον λαόν…».
«Μανθάνω ότι κάνεις προσκυνοχάρτια εις τους Ρωμαίους, δεν είναι καιρός για τους τούρκους να δίνης προσκυνοχάρτια, αλλά είναι των ελλήνων καιρός να δίνουν εις τους Τούρκους, και ελπίζω να σου δώσω ράγι αν γλυτώσεις….».
Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα:
«Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση….».
Η ορθόδοξη πίστη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση, διότι όπως είπε ο αρχιστράτηγος του αγώνος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, «όταν επιάσαμε τα άρματα είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και έπειτα υπέρ πατρίδος».
«Είναι θέλημα Θεού. Είναι κοντά μας και βοηθάει, γιατί πολεμάμε για την πίστι μας, για την πατρίδα μας, για τους γέρους γονιούς, για τα αδύνατα παιδιά μας, για την ζωή μας, την λευτεριά μας...Και όταν ο δίκαιος Θεός μας βοηθάει, ποιος εχθρός ημπορεί να μας κάνει καλά...;».
«Έκατσα που εσκαπέτισαν με τα μπαϊράκια τους απεκατέβηκα κάτω. Ήταν μιά εκκλησία εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαιγα την Ελλάς… Σίμωσα, έδεσα το άλογό μου σ’ ένα δένδρο, μπήκα μέσα και γονάτισα. Παναγία μου είπα από τα βάθη της καρδιάς μου και τα μάτια μου δάκρυσαν. Παναγία μου βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν. Έκανα το Σταυρό μου, ασπάσθηκα την εικόνα της, βγήκα από το εκκλησάκι, πήδηξα στο άλογό μου και έφυγα.
Σε λίγο μπροστά μου ξεπετάγονταν οχτώ αρματωμένοι, ο εξάδελφός μου ο Αντώνης Κολοκοτρώνης και επτά ανήψια του. - Κανείς δεν είναι στην Πιάνα, μου είπε ο Αντώνης. Ούτε στην Αλωνίσταινα. Είναι φευγάτοι. -Ας μη είναι κανείς αποκρίθηκα. Ο τόπος σε λίγο θα γιομίση παλικάρια… Ο Θεός υπέγραψε την λευτεριά της Ελλάδος και δεν θα πάρει πίσω την υπογραφή του».
Μόνον ένας γνήσιος Ελληνόψυχος Ρωμηός θα σκεπτόταν και θα υπαγόρευε ούτως, ως ο Γέρος του Μωριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης…Και μόνον ένας αληθινός πατριώτης θα έδιδε την οριστική και δικαία λύση στο πρόβλημα των τουρκολάγνων προδοτών, με την μνημειώδη φράση του: «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!»
Τότε, που ο Γέρος του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, βλέποντας τις θυσίες και τους αγώνες των Ελλήνων, να πηγαίνουν χαμένοι, από την μάστιγα των «προσκυνημένων» (στα απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης μάλιστα σημειώνει χαρακτηριστικά: «Μόνον εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα διά την πατρίδα μου»), αντέτεινε το ιστορικό «Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!» και «ξαναζωντάνεψε» την ετοιμοθάνατη Επανάσταση.
Απάντησε με μια χωρίς προηγούμενο τρομοκρατία στην τρομοκρατία του Ιμπραήμ. Όσα χωριά αρνούντο να επανέλθουν στο ελληνικό στρατόπεδο, δέχονταν αιφνιδιαστικές επιθέσεις από τους άνδρες του Γέρου. Σε όλον τον Μοριά οι πρωτεργάτες του προσκυνήματος, συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν. Στις πλατείες των χωριών οι απαγχονισμένοι συνεργάτες του εχθρού έκαναν τους διστακτικούς κατοίκους να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους τις απειλητικές προειδοποιήσεις του Έλληνα στρατηγού.
Όταν ο Ιμπραήμ από την Πάτρα ξεκινούσε για τα Καλάβρυτα, με τον στρατό του και τον προδότη Νενέκο με 2.000 δικούς του(!) στο χάνι του Βερβένικου, ο Ιμπραήμ παραδρόμησε και περαπλανήθηκε μέσα στο δάσος ώσπου έπεσε πάνω στο Νενέκο και τους Αλβανούς του. Στου Δεσπότη την Βρύση, καθώς προχωρούσε αυτός με τη νέα του συνοδεία κοιμήθηκε. Στην διάρκεια του ύπνου του όμως τον φύλαγαν καλά οι Νενεκαίοι, γι’ αυτό σαν έφτασε στο στρατόπεδό του «επήνεσε τον Νενέκον δια την πίστην του, και παρρησία μάλιστα τον εχάϊδευσε με τα χέρια του ενώπιον των επισήμων Τούρκων».
Ο Κολοκοτρώνης μαθαίνοντας ότι ο Νενέκος είχε τον Ιμπραήμ στα χέρια του και δεν τον «έφαγε», σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του υπασπιστή του Φωτάκου, αγανάκτησε που «…ωρκίσθει παρρησία ημών εις τον Μεγάλον Θεόν των Ελλήνων και είπεν, ότι επιθυμεί τον φόνον του Νενέκου, και αν τον εύρισκε πουθενά με τα ίδια του τα χέρια θα τον εφόνευεν, πράγμα πολύ παράξενον και πρωτάκουστον, από το στόμα του Κολοκοτρώνη να ομιλή περί φόνου, και ότι μόνος του θέλει να τον κάμη».
Η εκτέλεση του Νενέκου, έγινε τελικά το 1828, κατ’ εντολήν του Κολοκοτρώνη, από τον αδελφό του δολοφονημένου Σαγιά.
Έκτοτε, το όνομα του Νενέκου ταυτίστηκε με τον προσκυνημένο, τον δουλοπρεπή άνθρωπο, το μίασμα, τον προδότη, τον άνθρωπο που δεν έχει σε τίποτα να ξεπουλήσει τις ιδέες του, την αξιοπρέπεια του, την εθνική του ταυτότητα, την πίστη του, πουλώντας τους παλιούς συναγωνιστές του και συμπράττοντας με παλιούς αντιπάλους του, προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συγκυριακά του συμφέροντα.
Ο Κολοκοτρώνης πρωταγωνίστησε σε πάμπολλες κρίσιμες μάχες (Βαλτέτσι, άλωση της Τριπολιτσάς, καταστροφή στρατιάς 30.000 ανδρών του Δράμαλη πασά στα Δερβενάκια κ.α.).
Τον Απρίλιο του 1834, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο ηγέτης της Επαναστάσεως, οδηγήθηκε σε δίκη, μαζί με τον Πλαπούτα, κατηγορούμενος για «εσχάτη προδοσία και υποκίνηση συνωμοσίας» εναντίον του βασιλιά Όθωνα. Παρ’όλο που δύο από τους πέντε δικαστές, ο Τερτσέτης και ο Πολυζωΐδης αρνήθηκαν να υπογράψουν την ετυμηγορία, οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Ο άνθρωπος που υπερασπίστηκε με πάθος την ελευθερία των Ελλήνων, βρέθηκε φυλακισμένος στο Ναύπλιο, κάτω από πολύ άσχημες συνθήκες!!! Ο Κολοκοτρώνης πήρε χάρη, όταν ο Όθωνας ενηλικιώθηκε...
Αυτή ήταν η κατάληξη σχεδόν όλων των ελληνόψυχων Ρωμηών που απελευθέρωσαν την Ελλάδα. Να κατηγορηθούν ως προδότες, να φυλακιστούν ή να δολοφονηθούν από τους Ευρωλάγνους, Νενέκους, Βουλπιώτηδες, Μαγγίνες, Πηλιογούσηδες, αντίχριστους Ελλαδίτες συνεργάτες ή μάλλον οικέτες των κατακτητών Τούρκων και των επικυριάρχων «Προστατών» της Ελλαδίτσας μας….Έγκλημά τους:
Η Ελληνοψυχία και η Ρωμηοσύνη τους, δηλαδή η Πίστη στην Ορθοδοξία, ο αγώνας τους για μία αδέσμευτη, ισχυρή και ανεξάρτητη Πατρίδα και το όραμά τους για την ανασύσταση της Ελληνικής Ρωμαίϊκης Αυτοκρατορίας μας!
4.  Ιωάννης Μακρυγιάννης
Ο στρατηγός Μακρυγιάννης άρχισε να γράφει τα Απομνημονεύματα στις 26 Φεβρουαρίου του 1829 στο Άργος και ενώ έχει τοποθετηθεί «Γενικός Αρχηγός της Εκτελεστικής Δυνάμεως της Πελοποννήσου». Μέχρι το 1832 είχε ολοκληρωθεί η συγγραφή του μισού έργου, που συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε στο Ναύπλιο και την Αθήνα.
Περί το 1840, οι αρχές είχαν την πληροφορία ότι ο Μακρυγιάννης καταγράφει γεγονότα, τα οποία δεν ήθελαν να βγουν στο φως της δημοσιότητας.
Έτσι ο Μακρυγιάννης αναγκάστηκε να σταματήσει το γράψιμο και να κρύψει σε ένα ασφαλές μέρος τα χειρόγραφά του. Συνέχισε την συγγραφή του μετά από τα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, στην οποία είχε πρωτοστατήσει με κύριο αίτημα την παραχώρηση Συντάγματος από τον βασιλιά  Όθωνα. Τα Απομνημονεύματα φτάνουν χρονικά μέχρι το 1850.
Το έργο δεν εκδόθηκε από τον ίδιο τον Μακρυγιάννη. Ο στρατηγός, φοβούμενος πιθανούς ελέγχους των αρχών της εποχής του, είχε κρύψει τα χειρόγραφα των Απομνημονευμάτων (που αποτελούνταν από 460 σελίδες). Έτσι έμειναν ξεχασμένα μέχρι το 1901. Τότε ο λογοτέχνης Γιάννης Βλαχογιάννης σε μια κατ’ ιδίαν συζήτηση που είχε με ένα από τα παιδιά του Μακρυγιάννη, τον Κίτσο Μακρυγιάννη, του ζήτησε να ψάξει μήπως ο πατέρας του είχε κρατήσει πουθενά κρυμμένα χειρόγραφα.
Πραγματικά μετά από έρευνα, βρέθηκε το χειρόγραφο σε έναν τενεκέ στο υπόγειο του σπιτιού του Κίτσου Μακρυγιάννη και ο Γιάννης Βλαχογιάννης ανέλαβε το δύσκολο έργο να το επεξεργαστεί. Στο πρωτότυπο δεν υπάρχουν τόνοι και σημεία στίξεως και ο Βλαχογιάννης κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να είναι συνεπής στην απόδοση του περιεχομένου. Το έργο εκδόθηκε πρώτη φορά στα 1907, από το τυπογραφείο του Σ. Κ. Βλαστού.



Ο Μακρυγιάννης είχε ρωμαίϊκη συνείδηση. Ιδού πώς αναφέρεται για τους Ρωμαίους και την Ρωμηοσύνη, στα Απομνημονεύματά του:
«Μου λέγει,  Τι στοχάζεσαι, αυτό το Ρωμαίγικο θα κάμη άργητα να γένη; Θα κοιμηθούμε με τους τούρκους και θα ξυπνήσουμε με τους Ρωμαίγους…».
«'Υστερα άρχισα το εμπόριον και μ’ είχαν οι κάτοικοι Ρωμαίγοι και Τούρκοι ως ταμίαν».
«πήραν πολλές γυναίκες Ρωμαίγισσες στανικώς».
«ήταν παντού δύναμες μεγάλες του Σουλτάνου και βάλαν και σφίξη και μάζωναν και τ’ άρματα των Ρωμαίγων».
«Οι ντόπιοι Τούρκοι της Πελοπόννησος έγραφαν την υποψίαν για τους Ρωμαίγους του Χουρσίτ-πασσά».
«τον ήθελαν νικητή να τους λευτερώση, αυτός ο τύραγνος να φέρη το Ρωμαίγικον και την λευτεριά της πατρίδος».
«Τους είπανε τα δικά μας τα τρέχοντα κι’ ότι θα χαθή η Τουρκιά τους σκοτώσαμεν δια το Ρωμαίϊκο και τους βαφτίσαμεν».
«Ο Αλέξη Νούτζος ήταν το σημαντικώτερον σπίτι της Ρούμελης πρίντζηπας του Ζαγοργιού, αγαπημένος πολύ του Αλήπασσα κι’ όλων των αλλουνών πασσάδων και ριτζαλιών τους, τίμιος άνθρωπος, καλοθελητής της ανθρωπότης. Πολλούς Ρωμαίους, Οβραίους, Τούρκους εγλύτωνε από την κρεμάλα. Τέλος ήταν πασσάς Ρωμαίος».
«κι’αν πορευτούμε τοιούτως, τι Ρωμαίϊκον θα κάμωμε;»
«Δεν ορκίστηκα όταν ορκίστηκα να σηκώσουμε ντουφέκι να πάγω κι’ εγώ να πολεμήσω, με Ρωμαίγους είπαμε; Με Τούρκους»
«Δεν είχαμε τα έξοδά μας, ήρθαμε εδώ, εις τους Ρωμαίγους»
«'Ηθελα να σκοτωθώ, να μην τραβάγω αυτά από Ρωμαίγους και Τούρκους»
«'Ηρθε προσκυνησμένος από τους Τούρκους, Ρωμαίος και μας το είπε»
        «Αφού σας φκειάσαμεν το Ρωμαίϊκον, βλαφτήκετε οπού μας κάμετε και είλωτες πήραν μίαν γυναίκα του οπού’ χε Ρωμαία, την έλεγαν Κυρά Βασιλική»
«Και τροφή είχαν το κρέας των τύραγνων Ρωμαίγων, όσοι ήταν σύνφωνοι με τους Τούρκους».
«Ότι τότε οι Έλληνες ορκίστηκαν να δουλέψουν δια θρησκεία και πατρίδα και δεν τους κόλλαγε μολύβι ούτε σπαθί…». (τ. 1ος, σ.168)
«Ένας παπάς από τα χωριά της Φήβας ήταν φίλος των τούρκων πολύ αγαπημένος κι’ έκανε τον άγιον εις τους Ρωμαίους και πήγαινε σε όλα τα ορδιά και πολιτείες και νησιά και μάθαινε κι’ έβλεπε και μάθαινε όλα τα μυστικά των ελλήνων και πήγαινε και τα πρόδωνε των τούρκων…». (τ.1ος, σ.240)
«Όταν έγινε η Δημοκρατία της Γαλλίας και πήραν φωτιά κι’ άλλα μέρη της Ευρώπης, άρχισαν κι’ εδώ τα κόμματα και οι φατρίες και κατ’εξοχή το παρτίδο του Κωλέτη. Αυτό το σύστημα της Δημοκρατίας δεν το θέλαμεν οι τίμιοι άνθρωποι….» (τ. 3ος σ.54) 
«Από τοιούτους ας λείπη κι’ καρπός τους των παράσιτων, των ξένων τις παλιόψαθες όπου αυτείνοι κατάντησαν την πατρίδα και την θρησκείαν και κλονίζεται από άθρησκους.  Εις τον καιρόν της τουρκιάς μία πέτρα δεν πείραζαν από τα παλιοκκλήσια..κι’αυτείνοι οι απατεώνες(ΣΣ: Εννοεί τους Βαυαρούς και τους Ελλαδίτες συνεργάτες τους), σύνδεσαν τα συμφέροντά τους με τους μολεμένους, Φαναργιώτες και άλλους τοιούτους, όπου ήταν εις την ευρώπη μόλεμα και μας χάλασαν τα μοναστήρια και τις εκκλησιές μας….κιντυνεύομεν να χάσωμεν και την πατρίδα μας και την θρησκεία μας..» (τ. 2ος, σ. 235)
« ..τους κατάτρεξαν οι ευρωπαίγοι τους δυστυχείς Έλληνες. Εις της πρώτες χρονιές εφοδίαζαν τα κάστρα των τούρκων» (τ. 2ος, σ.170).
Τα απομνημονεύματά του στρατηγού, μας αποκαλύπτουν ότι:
-Ο Μακρυγιάννης ήταν ένας γνήσιος Ρωμηός, μαχητής της Ρωμηοσύνης.
-Το σύνηθες όνομα με το οποίον μας αποκαλούσαν οι Τούρκοι αλλά και αυτοαπεκαλούντο οι ίδιοι οι Έλληνες, ήταν «Ρωμηοί».
5.   Κωνσταντίνος Παλαμάς- Αργύρης Εφταλιώτης
Το 1901 κυκλοφόρησε το έργο "Ιστορία της Ρωμηοσύνης" του Αργύρη Εφταλιώτη. Ήταν εποχή που τα ονόματα Ρωμηός και Ρωμηοσύνη συγκινούσαν περισσότερο, από ότι σήμερα, τους Ρωμηούς. Αυτό γιατί τα ονόματα Έλλην και Ελληνισμός εισαχθέντα συνταγματικώς κατά το 1822 ,δεν είχαν ακόμη επικρατήσει στην συνείδηση και την χρήση του λαού. Παρά ταύτα ο Γεωρ. Σωτηριάδης έγραψε μία κριτική κατά της "Ιστορίας της  Ρωμηοσύνης" του Εφταλιώτη, όπου ισχυρίζονταν ότι η χρήση των ονομάτων Ρωμηός και Ρωμηοσύνη αντί των Έλλην και Ελληνισμός, δείχνει έλλειψη φιλοπατρίας και ότι η λέξη Ρωμηός πρέπει να αποφευχθεί διότι έχει τάχα καταφρονεμένη σημασία "ανθρώπου ευτελούς και χυδαίου".
Αργύρης Εφταλιώτης

Ο Μεσολογγίτης Ρουμελιώτης και επομένως υπερήφανος Ρωμηός, Κωστής Παλαμάς, έγινε εξωφρενών. Με την πέννα του γεμάτη εκδίκησι και ειρωνεία απάντησε στους κατά της Ρωμηοσύνης χλευασμούς του Σωτηριάδη με το έργον του "Ρωμηός και Ρωμηοσύνη". Το έργον τούτο, αν και μικρό σε έκταση, είναι από τα ωραιότερα του μεγάλου αυτού ποιητή της Ρωμηοσύνης.


Δεν απορεί κανείς, γράφει ο Παλαμάς, πώς ο Εφταλιώτης έγραψε Ρωμηός και όχι "Έλληνας", έγραψε Ρωμηοσύνη και όχι "Ελληνισμός". Απορεί πώς ο κ. Σωτηριάδης, με όλα τα δώρα της επιστήμης και της ευφυΐας που τον ξεχωρίζουν ανάμεσα σε πολλούς, έκρινε ότι πρέπει να κατακρίνει τον συγγραφέα για το μεταχείρισμα των σωστών και των καλόηχων και των ωραίων όρων, και ερωτά ο Παλαμάς:
"…τάχα λησμόνησε (ο κ. Σωτηριάδης)  πώς είναι ο άξιος μεταφραστής της " Ιστορίας της Βυζαντινής Λογοτεχνίας" του Κρουμπάχερ, και λησμόνησε πόσο καθαρά μας εξηγεί ο σοφός ιστορικός, την σημασία του κατηγορημένου Ρωμηού, σε λίγα λόγια ουσιαστικά, αμέσως από τα πρώτα φύλλα του έργου του;". Διετηρήθη (δηλαδή το Ρωμαίος), γράφει ο Κρουμπάχερ, δια των φρικτών χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα, ως η πραγματική και μάλιστα διαδεδομένη επίκλησις του γραικικού λαού, απέναντι της οποίας η μεν σποραδικώς απαντώσα Γραικοί μικράν ιστορικήν σημασίαν έχει, η δε δια της Κυβερνήσεως και σχολείου τεχνικώς εισαχθείσα Έλληνες, ουδεμίαν".
Ο Παλαμάς γνώριζε καλά ότι το τραγούδι του Βλαχάβα, "Ρωμηός εγώ γεννήθηκα, Ρωμηός θε να πεθάνω", με το οποίο άρχισε το εν λόγω έργο του, είναι ακαταμάχητη δύναμη όχι μόνο κατά των Τούρκων, αλλά και κατά των Νεογραικών που προσπαθούσαν και αυτοί να αφανίσουν την Ρωμηοσύνη, με πιο ύπουλο τρόπο, παρασκηνιακώς, μέσω της παιδείας.
Ανατραφείς εις το Μεσολόγγι και ως εκ τούτου έχων τα ίδια αισθήματα με τον Παπά Βλαχάβα και τον Ρήγα τον Βελεστινλή και γνωρίζων ότι ο ρωμαίϊκος λαός θα διατηρεί πάντοτε τα αισθήματα αυτά, ο Κωστής Παλαμάς προέβλεψε τον τελικό θρίαμβο της Ρωμηοσύνης, όπως φαίνεται σαφώς στα λόγια με τα οποία τελειώνει το έργο του….
Το 1908, η Ελλάδα για άλλη μια φορά είναι ταπεινωμένη. Μετά την πτώχευση του Τρικούπη και τις ήττες, οι δανειστές ελέγχουν την πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας. Ίντριγκες, ψέμματα των πολιτικάντηδων, φόροι και χαράτσια. Ο λαός πεινάει. Όχι όπως σήμερα, αλλά σαφώς χειρότερα. Δεν υπάρχει καμία αισιοδοξία και ο Κωστής Παλαμάς γράφει το ποίημα «Γύριζε».
«Γύριζε, μη σταθείς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη ο ψεύτης είδωλο είναι εδώ, το προσκυνά η πλεμπάγια, η Αλήθεια τόπο να σταθή για μια στιγμή δε θάβρη. Αλάργα. Νέκρα της ψυχής της χώρας τα μουράγια.
Η Πολιτεία λωλάθηκε, κι απόπαιδα τα κάνει το Νου, το Λόγο, την Καρδιά, τον Ψάλτη, τον Προφήτη κάθε σπαθί κάθε φτερό, κάθε χλωρό στεφάνι στη λάσπη. Σταύλος ο ναός, μπουντρούμι και το σπίτι.
Από θαμπούς δερβίσηδες και στέρφους μανταρίνους, κι’ από τους χαλκοπράσινους η Πολιτεία πατιέται. Χαρά στους χασομέρήδες! Χαρά στους Αρλεκίνους! Σκλάβος ξανάσκυψε ο ρωμιός και δασκαλοκρατιέται.
Δεν έχεις, Όλυμπε, θεούς, μηδέ λεβέντες η Όσσα, ραγιάδες έχεις, μάνα γη, σκυφτούς για το χαράτσι κούφιοι και οκνοί καταφρονούν τη θεία τραχιά σου γλώσσα, των Ευρωπαίων περίγελα και των αρχαίων παλιάτσοι. Και δημοκόποι Κλέωνες8 και λογοκόποι Ζωΐλοι9 και Μαμμωνάδες βάρβαροι10 και χαύνοι λεβαντίνοι λύκοι,11 κοπάδια, οι πιστικοί και ψωριασμένοι οι σκύλοι και οι χαροκόποι αδιάντροποι, και πόρνη η Ρωμιοσύνη!»
Ο Κωστής Παλαμάς εκπροσωπεί ακραιφνώς τις ιστορικές θέσεις και τα πραγματικά συμφέροντα της Ρωμηοσύνης, ενώ ο Σωτηριάδης και ο Πολίτης, ακολουθούντες τον σκοταδιστή Κοραή, εκπροσωπούν την από τον 9ον αιώνα εγκαινιασθείσαν προπαγάνδαν της Φραγκοσύνης κατά της Ρωμηοσύνης. Με ποιητική ακρίβεια, μιλά ευθέως για το κατάντημα της Ρωμηοσύνης που από  δόξα της Ευρώπης, κατήντησε «πόρνη», περίγελως των Ευρωπαίων, των στέρφων (άκαρπων μη αποδιδόντων πνευματικούς καρπούς) μανταρίνων και τον Ρωμιό που ξανάσκυψε να γίνει σκλάβος. 108 χρόνια μετά (2016), ο ποιητής είναι πιο επίκαιρος από ποτέ.
Ο Κωστής Παλαμάς πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου 1943. Μία μέρα αργότερα, τελέστηκε η κηδεία του, η οποία εξελίχτηκε σε κορυφαία αντιστασιακή εκδήλωση κατά της γερμανικής (Ναζιστικής) κατοχής.
6. Φώτης Κόντογλου12
Φώτης Κόντογλου

Η αγιασμένη επανάσταση

Ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», Εκδόσεις Αστήρ
«Ἡ ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση εἶναι ἡ πιὸ πνευματικὴ ἐπανάσταση ποὺ ἔγινε στὸν κόσμο. Εἶναι ἁγιασμένη».
Ἡ σκλαβιὰ ποὺ ἔσπρωξε τοὺς Ἕλληνες νὰ ξεσηκωθοῦνε καταπάνω στὸν Τοῦρκο δὲν ἤτανε μονάχα ἡ στέρηση κι ἡ κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, ἀλλά, ἀπάνω ἀπ᾿ ὅλα, τὸ ὅτι ὁ τύραννος ἤθελε νὰ χαλάσει τὴν πίστη τους, μποδίζοντάς τους ἀπὸ τὰ θρησκευτικὰ χρέη τους, ἀλλαξοπιστίζοντάς τους καὶ σφάζοντας ἢ κρεμάζοντάς τους, ἐπειδὴ δὲν ἀρνιότανε τὴν πίστη τους γιὰ νὰ γίνουνε μωχαμετάνοι.
Γιὰ τοῦτο πίστη καὶ πατρίδα εἴχανε γίνει ἕνα καὶ τὸ ἴδιο πρᾶγμα, κ᾿ ἡ λευτεριὰ ποὺ ποθούσανε δὲν ἤτανε μοναχὰ ἡ λευτεριὰ ποὺ ποθοῦνε ὅλοι οἱ ἐπαναστάτες, ἀλλὰ ἡ λευτεριὰ νὰ φυλάξουνε τὴν ἁγιασμένη πίστη τους, ποὺ μ᾿ αὐτὴν ἐλπίζανε νὰ σώσουνε τὴν ψυχή τους. Γιατί, γι᾿ αὐτούς, κοντὰ στὸ κορμί, ποὺ ἔχει τόσες ἀνάγκες καὶ ποὺ μὲ τόσα βάσανα γίνεται ἡ συντήρησή του, ὑπῆρχε κ᾿ ἡ ψυχή, ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς πὼς ἀξίζει περισσότερο ἀπὸ τὸ σῶμα, ὅσο περισσότερο ἀξίζει τὸ ροῦχο ἀπ᾿ αὐτό….
Γιὰ τοῦτο, κατὰ τὰ χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, χιλιάδες παλληκάρια σφαχτήκανε καὶ κρεμαστήκανε καὶ παλουκωθήκανε γιὰ τὴ πίστη τους, ἀψηφώντας τὴ νεότητά τους, καὶ μὴ δίνοντας σημασία στὸ κορμί τους καὶ σὲ τούτη τὴν πρόσκαιρη ζωή. Στράτευμα ὁλάκερο εἶναι οἱ ἅγιοι νεομάρτυρες, ποὺ δὲ θανατωθήκανε γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τούτης τῆς ζωῆς, ἀλλὰ γιὰ τὴν πολύτιμη ψυχή τους, ποὺ γνωρίζανε πὼς δὲ θὰ πεθάνει μαζὶ μὲ τὸ κορμί, ἀλλὰ θὰ ζήσει αἰώνια.
Ἀκούγανε καὶ πιστεύανε ἀτράνταχτα τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε: «Μὴ φοβηθῆτε ἐκεῖνον ποὺ σκοτώνει τὸ σῶμα, καὶ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτα παραπάνω. Ἀλλὰ νὰ φοβηθεῖτε ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ θανατώσει καὶ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχή….»
Οἱ Νεομάρτυρες, ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας
Από το βιβλίο του «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», των εκδόσεων «Αστήρ»
«…Κανένας λαὸς δὲν ἔχυσε τόσο αἷμα γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὅσο ἔχυσε ὁ δικός μας, ἀπὸ καταβολὴ τοῦ χριστιανισμοῦ ἴσαμε σήμερα. Κι αὐτὸς ὁ ματωμένος ποταμὸς εἶναι μια πορφύρα ποὺ φόρεσε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, καὶ ποὺ Θά ῾πρεπε νὰ τὴν ἔχουμε γιὰ τὸ μεγαλύτερο καύχημα, κι ὄχι νὰ τὴν καταφρονοῦμε καὶ νὰ μὴ μιλοῦμε ποτὲ γι᾿ αὐτή, καὶ μάλιστα νὰ ντρεπόμαστε νὰ μιλήσουμε γι᾿ αὐτή, σὲ καιρὸ ποὺ δὲ ντρεπόμαστε γιὰ τὶς πιὸ ντροπιασμένες καὶ σιχαμερὲς παραλυσίες ποὺ κάνουνε οἱ ἄνθρωποι στὸν ἀδιάντροπο καιρό μας.
Ἑμεῖς οἱ σημερινοὶ πονηρεμένοι ἄνθρωποι φροντίζουμε μονάχα γιὰ τὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ μας, καὶ γιὰ τοῦτο ἡ ψυχή μας ἔχασε τὴν εὐαισθησία της, μ᾿ ὅλα τὰ πνευματικὰ γιατρικὰ ποὺ λέμε πῶς ἔχουμε. Καὶ γι᾿ αὐτὸ περιφρονοῦμε καὶ τοὺς λέμε ἀνόητους ἐκείνους ποὺ δὲν κοιτάζουνες τὸ ὑλικὸ συμφέρο τους, ἀλλὰ κάνουνε κάποιες θυσίες. Κατὰ πολὺ ἀνόητους καὶ μικρόμυαλους θεωροῦμε ἐκείνους ποὺ θυσιάσανε τὴ ζωή τους γιὰ τὴν πίστη τους, ἀφοῦ, κατὰ τὴν ἁμαρτωλὴ κρίση μας, δὲν κοιτάξανε νὰ χαροῦνε τὰ νιάτα τους καὶ ν᾿ ἀπολάψουνε τοῦτον τὸν κόσμο, ποὺ εἶναι χειροπιαστὸς καὶ σίγουρος, ἀλλὰ βασανιστήκανε, φυλακωθήκανε, δαρθήκανε καί, στὸ τέλος, σφαχτήκανε ἢ κρεμαστήκανε, οἱ ἄμυαλοι, γιὰ κάποιους ἴσκιους ποὺ λέγουνται ἀθάνατη ζωὴ καὶ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...
...Μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια βροντοφωνεῖ πῶς ἡ Ἐκκλησία μας, μὲ τὰ μαρτύρια ποὺ τραβᾷ ἀπὸ αἰῶνες, εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία, ἡ βλογημένη ἀπὸ τὸν Κύριο, κι ὄχι ἡ Δυτική, ἡ καλοπερασμένη ἡ ὑπερήφανη ἀφέντρα, ποὺ ὄχι μονάχα τὸ αἷμα της δὲν ἔχυσε γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ ἡ ἴδια ἔκαιγε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν τῆς ἤτανε ὑπάκουοι.
Οἱ δικοί μας οἱ ἅγιοι, ποὺ μαρτυρήσανε στὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε σκλάβοι στοὺς Τούρκους, ἤτανε ταπεινοί, ἁπλοί, λιγομίλητοι, μὲ τὴ φωτιὰ τῆς πίστης στὰ στήθιά τους, ἀπονήρευτοι κι ἀγράμματοι, ἀφοῦ τὸ μόνο ποὺ γνωρίζανε νὰ λένε μπροστὰ στὸν ἀγριεμένο τὸν κριτὴ ἤτανε «Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ Χριστιανὸς θ᾿ ἀποθάνω!».
Νέοι ἄνθρωποι, παλικάρια ἀπάνω στ᾿ ἄνθος τῆς νιότης τους, πηγαίνανε προθυμερὰ νὰ παραδοθοῦνε γιὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, κι ἀντὶς ἀρραβωνιάσματα καὶ σφαζόντανε σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ἡ κρεμαζόντανε μὲ τὴ θελιά, στὸν λαιμό τους καί, γιὰ νὰ τοὺς τυραγνᾶνε περισσότερο οἱ ἄπιστοι, κόβανε τὸν λαιμό τους σιγὰ-σιγὰ μὲ στομωμένα μαχαίρια ἢ τοὺς χωρίζανε μὲ σάπια σχοινιὰ ποὺ κοβόντανε, γιὰ νὰ τοὺς ξανακρεμάσουνε. Καὶ τὰ μόνα ποὺ ξέρανε ἀπὸ τὴ Θρησκεία μας οἱ περισσότεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἤτανε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε: «Ὅποιος μὲ ὁμολογήσει μπροστὰ στους ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁμολογήσω κὶ ἐγὼ μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό, κι ὅποιος μ᾿ ἀρνηθεῖ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ κ᾿ εγώ μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό…».
Ὤ! Τι ὕψος καὶ πόση πνευματικὴ εὐπρέπεια εἶχε ἡ φυλή μας, τὸν καιρὸ ποὺ θαρροῦμε ἐμεῖς πὼς ἤτανε ἀγράμματη καὶ βάρβαρη. Ἐμεῖς, οἱ σημερινοί, εἴμαστε βάρβαροι, ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε ὅσο πρέπει την εὐγένεια καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς θυσίας γιὰ τ᾿ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴν προσφέρανε μὲ τὰ κορμιά τους ἐκείνοι οἱ λεονταρόψυχοι, ποὺ γι᾿ αὐτούς λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης πὼς δὲν γεννηθήκανε ἀπὸ αἵματα, μήτε ἀπὸ θέλημα της σάρκας, μήτε ἀπὸ θέλημα ἀντρός, ἀλλὰ πὼς γεννηθήκανε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ γενεὰ ἡ δική μας, «ἡ μοιχαλὶς καὶ ἁμαρτωλός», ἂς κάνει τὸν ἔξυπνον ἐκεῖ ποὺ δὲν χωρᾷ καμιὰ ἐξυπνάδα, ἂς περιπαίζει ἐκείνους ποὺ δώσανε τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς αἰώνιας ζωῆς. Θὰ ἔρθει μέρα ποὺ θὰ δώσει ἀπολογία καὶ σὲ τοῦτο τον κόσμο καὶ στὸν ἄλλον, καὶ τότε θὰ καταλάβει σὲ τί σκοτάδι βρισκότανε...

Παράδοση

Από το βιβλίο του «Πονεμένη Ρωμιοσύνη», των εκδόσεων «Αστήρ»
Ὅσοι ἀπομείναμε πιστοὶ στὴν παράδοση, ὅσοι δὲν ἀρνηθήκαμε τὸ γάλα ποὺ βυζάξαμε, ἀγωνιζόμαστε, ἄλλος ἐδῶ, ἄλλος ἐκεῖ, καταπάνω στὴν ψευτιά. Καταπάνω σ᾿ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε την Ἑλλάδα ἕνα κουφάρι χωρὶς ψυχή, ἕνα λουλούδι χωρὶς μυρουδιά. Κουράγιο, ὁ καιρὸς θὰ δείξει ποιὸς ἔχει δίκιο, ἂν καὶ δὲ χρειάζεται ὁλότελα αὐτὴ ἡ ἀπόδειξη.

Ρωμιοσύνη καὶ Ορθοδοξία

Από το βιβλίο «Παναγία και Υπεραγία» των εκδόσεων Αρμός
Ἡ Ῥωμιοσύνη καὶ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα πρᾶγμα. Γιὰ νὰ μὴν πάρω τοὺς πολὺ παλιούς, παίρνω δυὸ τρεῖς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀγωνισθήκανε γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδας, ποὺ ὅποτε μιλᾶνε γιὰ τὴ λευτεριά, μιλᾶνε καὶ γιὰ τὴ θρησκεία. Ὁ Ρήγας Φεραῖος λέγει: «νὰ κάνουμε τὸν ὅρκο / ἀπάνω στὸ Σταυρό». Ἕνας ἄλλος ποιητὴς γράφει: «Γιὰ τῆς πατρίδας τὴν ἐλευθερία / γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία / γι᾿ αὐτὰ τὰ δυὸ πολεμῶ, / μ᾿ αὐτὰ νὰ ζήσω ἐπιθυμῶ. / κι ἂν δὲν τὰ ἀποχτήσω / τί μ᾿ ὠφελεῖ νὰ ζήσω;»...
... Οἱ ἀγράμματοι ποιητὲς τῶν βουνῶν, μέσα στὰ τραγούδια ποὺ κάνανε, καὶ ποὺ δὲ θὰ τὰ φτάξει ποτὲ κανένας γραμματιζούμενος, μιλᾶνε κάθε τόσο γιά. τὴ Θρησκεία μας, γιὰ τὸ Χριστό, γιὰ τὴν Παναγιά, γιὰ τοὺς δώδεκα Ἀποστόλους, γιὰ τοὺς ἁγίους. Πολλὲς παροιμίες καὶ ρητὰ καὶ λόγια ποὺ λέγει ὁ λαός μας, εἶναι παρμένα ἀπὸ τὰ γράμματα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ῥωμιοσύνη εἶναι ζυμωμένη μὲ τὴν ὀρθοδοξία, γι᾿ αὐτὸ Χριστιανὸς κ᾿ Ἕλληνας ἤτανε τὸ ἴδιο. Ἀπὸ τότε ποὺ γινήκανε χριστιανοὶ οἱ Ἕλληνες, πήρανε στὰ χέρια τους τὴ σημαία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν κάνανε σημαία δική τους: Πίστις καὶ Πατρίς! Ποτάμια ἑλληνικὸ αἷμα χυθήκανε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τα χρόνια του Νέρωνα καὶ τοῦ Διοκλητιανοῦ, ἕως τὰ 1838, ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων.
Ποιὰ ἄλλη φυλὴ ὑπόφερε τόσα μαρτύρια γιὰ τὸ Χριστό; Αὐτὸ τὸ ἀκατάλυτο ἔθνος ποὺ ἔπρεπε νὰ πληθύνει καὶ νὰ καπλαντίσει τὸν κόσμο, ἀπόμεινε ὀλιγάνθρωπο γιατὶ ἀποδεκατίσθηκε ἐπὶ χίλια ὀχτακόσια χρόνια ἀπὸ φυλὲς χριστιανομάχες.
Ἁγιασμένη Ἑλλάδα! Εἶσαι ἁγιασμένη, γιατὶ εἶσαι βασανισμένη. Κι ἡ κάθε γιορτή σου μνημονεύει κ᾿ ἕνα μαρτύριό σου. Τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ τὰ ῾κανες δικά σου πάθη, τὰ μαρτύρια τῶν ἁγίων εἶναι τὰ δικά σου μαρτύρια.
*
Η Ρωμιοσύνη είναι η πονεμένη Ελλάδα. Η αρχαία Ελλάδα μπορεί να’ τανε δοξασμένη κι αντρειωμένη, αλλά η καινούργια, η χριστιανική, είναι πιο βαθιά, επειδή ο πόνος είναι ένα πράγμα πιο βαθύ κι’ από την δόξα κι’ από την χαρά κι από κάθε τι.
"Οι λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη τυπώνουνε πιο βαθειά τον χαραχτήρα τους στον σκληρό βράχο της ζωής, και σφραγίζουνται με μια σφραγίδα που δεν σβήνει από τις συμφορές κι από τις αβάσταχτες καταδρομές, αλλά γίνεται πιο άσβηστη. Με μια τέτοια σφραγίδα είναι σφραγισμένη η Ρωμιοσύνη. Τα έθνη που εξαγοράζουνε κάθε ώρα τη ζωή τους με αίμα και μ' αγωνία, πλουτίζουνται με πνευματικές χάρες, που δεν τις γνωρίζουνε οι καλοπερασμένοι λαοί. Αυτοί απομένουνε φτωχοί από πνευματικούς θησαυρούς και από ανθρωπιά, γιατί η καλοπέραση κάνει χοντροειδή τον μέσα άνθρωπο».
Ξενομανία δεν θα πει τίποτα. Μια φορά κι έναν καιρό είχαμε ξενομανία, δηλαδή κάποια λαφριά ψυχική αρρώστεια, ένα συνάχι. Τώρα πάθαμε μια πολύ βαρειά αρρώστεια, θες πανούκλα, θες γρίππη κακοηθέστατη, μα όχι ασιατική, αλλά Ευρωπαϊκή.
7.  Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης13
Ελέγχοντας την πολιτική της πανίσχυρης Βενετίας, που, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν ο πλανητάρχης των τότε καιρών, γράφει στο μυθιστόρημα Έμποροι των Εθνών, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Μη χάνεσαι» του Γαβριηλίδη, μεταξύ των μηνών Νοεμβρίου 1882 και Φεβρουαρίου 1883, τα ακόλουθα:
«Η γενεολογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκε την πείναν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου. Τότε και τώρα πάντοτε η αυτή. Τότε δια της βίας, τώρα δια του δόλου και δια της…βίας. Πάντοτε αμετάβλητοι οι σχοινοβάται ούτοι οι Αθίγγανοι, οι γελωτοποιοί ούτοι πίθηκοι (καλώ δ’ ούτω τους λεγομένους πολιτικούς). Μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες δεσμά δια τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των…».
Μετά από έναν τέτοιο στιγματισμό, πως ήταν δυνατόν να μη θεωρηθεί ο Παπαδιαμάντης από δημοπιθήκους και δημοκόλακες, σαν αντιδραστικός;
«Για τον Παπαδιαμάντη, μέσα στον οποίο υπερίσχυε η πολιτική παράδοση του «Βυζαντίου», η εθνική πολιτική έπρεπε να είναι όχι πολιτική αποσπάσεως αλλά κληρονομιάς. Οι Έλληνες, συνετά πολιτευόμενοι, θα ήσαν οι φυσικοί κληρονόμοι της καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Παπαδιαμάντης, βαθύτατα χριστιανός και ως προς την ιδιοσυστασία του Ρωμιός, έβλεπε το εθνικό πρόβλημα με μια ευρύτερη προοπτική, που περιείχε όλους τους Χριστιανούς της Βαλκανικής και της Ανατολής. Η Ρωμιοσύνη του δεν προσέκρουε στην Ελληνοσύνη του. Οι Έλληνες έπρεπε να είναι η μικρά ζύμη που θα ζυμούσε όλο το φύραμα των λαών και θα τους έδινε ένα όραμα πολιτικό.
Ο Παπαδιαμάντης, κι’ αν δεν ήταν πολιτικός, έβλεπε ωστόσο ότι ο Ελληνισμός μπορούσε να εκταθεί έως εκεί που υπήρχε συμπαγής εθνολογική βάση. Αντίθετα, η ιδέα της Ρωμιοσύνης, εμπεριέχοντας και την ελληνοσύνη, είχε μια διάσταση ευρύτερη, σχεδόν οικουμενική. Δυστυχώς, ο Δυτικισμός δεν μας επέτρεψε να διαμορφώσουμε μια ανατολική πολιτική – έστω κι αν στόχος μας πολιτικός ήταν η Ανατολή. Γι’ αυτό ο Παπαδιαμάντης αποστρεφόταν την τρέχουσα πολιτική και τις τότε υπό την επήρεια της Δύσης διαμορφούμενες κοινωνικές και πολιτικές αξίες. Έβλεπε τους ομοεθνείς του να αγωνίζονται να γίνουν μικροί, ενώ η ιστορική τους αποστολή ήταν να γίνουν μεγάλοι.».
Γράφει στο περίφημο διήγημα «Λαμπριάτικος Ψάλτης», που δημοσιεύθηκε στην Ακρόπολη το 1893, τα ακόλουθα σαρκαστικά, γι’ αυτούς που τον μυκτήριζαν για την εμμονή του να γράφει θρησκευτικά εορταστικά διηγήματα:
«Μὴ ῾θρησκευτικὰ πρὸς Θεοῦ!᾿. Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος δὲν εἶναι Βυζαντινοί, ἐνοήσατε; Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι κατ᾿ εὐθεῖαν διάδοχοι τῶν ἀρχαίων. Ἔπειτα ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καὶ αὐτοί. Συμβαδίζουν μὲ τὰ ἄλλα ἔθνη. Ποίαν ποίησιν ἔχει τὸ νὰ γράψης, ὅτι ὁ Χριστὸς ῾δέχεται τὴν λατρείαν τοῦ πτωχοῦ λαοῦ᾿, καὶ ὅτι ὁ πτωχὸς ἱερεὺς ῾προσέφερε τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως;᾿» (Β´, 109).
Ἰδοὺ πῶς εἰκονογραφεῖ τὸ πολιτικό μας πρόβλημα ὁ Παπαδιαμάντης στὸ ἴδιο διήγημα λίγες γραμμὲς παρακάτω:
«Τὸ σημερινὸν ἔθνος δὲν ἐπῆγε, δυστυχῶς, τόσον ἐμπρός, ὅσον λέγουν αὐτοί. Τὸ ἔθνος τὸ Ἑλληνικόν, τὸ δοῦλον τουλάχιστον, εἶναι ἀκόμη πολὺ ὀπίσω, καὶ τὸ ἐλεύθερον δὲν δύναται νὰ τρέξῃ ἀρκετὰ ἐμπρός, χωρὶς τὸ ὅλον νὰ διασπαραχθῇ ὡς διασπαράσσεται, φεῦ! Ἤδη. Ὁ τρέχων πρέπει νὰ περιμένῃ καὶ τὸν ἑπόμενον, ἐὰν θέλῃ ἀσφαλῶς νὰ τρέχῃ· ὁ ἐλεύθερος πρέπει νὰ βοηθῇ τὸν δεσμώτην ἢ πρέπει νὰ τὸν ἀνακουφίζῃ. Ὅσον παρέρχεται ὁ χρόνος, τόσον τὸ ἐλεύθερον ἔθνος καθίσταται, οἴμοι ἀνικανώτερον, ὅπως δώσῃ χεῖρα βοηθείας εἰς τὸ δοῦλον ἔθνος».
Ο Παπαδιαμάντης έχει μία ολική αντίληψη περί του Γένους. Δεν το βλέπει στα πλαίσια της απελευθερωμένης νότιας Ελλάδος. Γι’ αυτόν Γένος είναι το ποίμνιο των Ορθοδόξων που αναγνωρίζει ως πνευματική κεφαλή την Βασιλεύουσα και το οποίο εν πολλοίς παραμένει αλύτρωτο και χρειάζεται χείρα βοηθείας, που δεν είναι μόνο οικονομική και πολιτική ενίσχυση, αλλά πρωτίστως ενίσχυση πνευματική, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει αποκοπή από τις πάτριες ρίζες εν ονόματι κάποιου «εκσυγχρονισμού», που και τότε, όπως και νυν, ταλανίζει το δύσμοιρο Γένος μας.
Δεν αμφισβητεί την όποια εξέλιξη ο Παπαδιαμάντης, ούτε ξεγράφει τις νεωτερίζουσες τάσεις. Απλώς ρεαλιστικώτατα πιστεύει στην αρχή του «κάθε πράγμα στον καιρό του». Και γράφει:
«Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τι δήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλῃ νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἕως ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάση καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾿ οὐδὲ ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του».
8. Λοιποί
Υπερασπιστές, ομολογητές και μάρτυρες της Ρωμηοσύνης ανεδείχθησαν και αμέτρητοι άλλοι ήρωες, ιερείς, λαϊκοί και λογοτέχνες μας, όπως οι Αθανάσιος Διάκος, Νικηταράς, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Κοσμάς Αιτωλός, Διονύσιος Σκυλόσοφος, Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, Πατριάρχης Παρθένιος Β΄, Επίσκοπος Χανίων Μελχισεδέκ, και από τους σύγχρονους ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο οποίος υποστήριξε την άποψη ότι με τον όρο Ρωμηοσύνη εννοείται ο νέος ελληνισμός που είναι ισοδύναμος με τον αρχαίο κόσμο, αλλά έχει δική του φυσιογνωμία, γλώσσα, θρησκεία, πολιτισμό. Έγραφε ο Ξενόπουλος:
Ο Εφταλιώτης «θέλει να παρουσιασθώμεν, ότι είμεθα Νεοέλληνες και με το αληθινόν όνομά μας, δηλαδή Ρωμιοί. Θέλει να αφιερωθώμεν αποκλειστικώς εις τας ιδίας μας δυνάμεις, να απαλλαχθώμεν από κάθε αρχαίαν πρόληψιν, από κάθε ανόητον όνειρον, να αναπτύξωμεν ιδίας αρετάς, να καλλιεργήσωμεν την εθνικήν μας γλώσσαν, να γνωρίσωμεν τον εθνικόν μας βίον, να τον εγκολπωθώμεν, να τον αγαπήσωμεν, να απομακρύνωμεν κάθε εμπόδιον από την φυσικήν εξέλιξίν μας και να χωρήσωμεν αναβαπτισμένοι προς την πρόοδον, προς την ζωήν».[14]
Ο Βαλέτας μνημονεύει και άλλους που είχαν το “πνεύμα” της Ρωμηοσύνης, όπως τον Καρκαβίτσα, τον Βλαχογιάννη, που μαζί με τον Παπαδιαμάντη “ανασταίνουν το λαϊκό ιστορικό στοιχείο, οι δυο πρώτοι το ιστορικό, το Κλέφτικο και Σουλιώτικο και ο τρίτος το θρησκευτικό, το βαθιά λαϊκό με τους πανηγυριώτες και τις μαυρομαντηλούσες, στα φτωχά ξωκκλήσια και στα ρόδινα ακρογιάλια”. Γιατί η δύναμη της Ρωμηοσύνης, κατά τον Βαλέτα, που εκδηλώθηκε στην Τουρκοκρατία, κράτησε την εθνική μνήμη και την εθνική συνείδηση, δημιούργησε θεσμούς και πολιτισμό και θαυματούργησε με το εμπόριο, την ναυτιλία, την κλεφτουριά, το δημοτικό τραγούδι, ιδίως το κλέφτικο. Η Ρωμηοσύνη “είναι η γλώσσα, τα ήθη, η θρησκεία”.
Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπoυλος, την 1η Ιουλίου 1886 έστειλε ένα γράμμα στον Χιώτη λόγιο Γ. Ζολώτα στο οποίο ανακοίνωνε τα αποτελέσματα μιας έρευνας του. Σύμφωνα με αυτή, παρά την λεπτομερή μελέτη των έργων διάφορων σημαντικών ιστορικών και χρονογράφων, δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει την ύπαρξη και χρήση της λέξης Βυζαντίου. Απεναντίας συμπέρανε ότι γινόταν χρήση των λέξεων «Ρωμαίοι» και «Γραικοί» αρχικά και «Έλληνες» στην συνέχεια. Επίσης διαπίστωσε ότι η λέξη Βυζάντιο ήταν επινόηση των Δυτικών που με ύπουλο τρόπο κατάφεραν να την επιβάλουν για τον χαρακτηρισμό του ανατολικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Με την μνημόνευση των προαναφερθέντων και καταγραφέντων θησαυροφυλάκων της Ρωμηοσύνης, στα πρόσωπά τους δέον να θεωρηθεί ότι μνημονεύομεν μετά σεβασμού, δέους και πίστεως τις μυριάδες των Ρωμηών μαχητών, υπερασπιστών και μαρτύρων της Ρωμηοσύνης.
Αιωνία τους η Μνήμη!

Συνεχίζεται






1 α. Η βιβλιογραφία από την οποίαν αντλήθηκαν τα στοιχεία της παρούσης μελέτης, πλέον των πηγών που καταγράφονται σε κάθε ανάρτηση, θα παρατεθεί στο τέλος της αναπτύξεως του θέματος.
β. Οσάκις θα αναφερόμαστε στους όρους Βυζάντιον, Βυζαντινός/ Βυζαντινοί, Βυζαντινός πολιτισμός, και Βαλκάνια, Βαλκανική χερσόνησος, θα το πράττουμε κατ’ οικονομίαν, αφού οι παραπάνω όροι είναι τεχνητοί, εμβόλιμοι και ιστορικώς αβάσιμοι.
Όπως σημειώνει ο Ακαδημαϊκός Δ.Α. Ζακυνθηνός, «τα ονόματα Βυζάντιον, Βυζάντιος, Βυζαντινός, Βυζαντιακός, ουδέποτε εχρησιμοποιήθησαν υπό την Ελλήνων των μέσων αιώνων εν τη σημασία, ην έχουν σήμερον. Κατ' αυτούς Βυζάντιον, Βυζαντίς, Βυζαντιών πόλις ήτο η Κωνσταντινούπολις, Βυζάντιος δε ο κάτοικος αυτής... Ο όρος ούτος εν τη κατά τους νεωτέρους χρόνους κατισχυσάση ευρεία εννοία εμφανίζεται το πρώτον εν τη Λατινική, μετά δε την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, δηλοί κυρίως τους εις την Ιταλίαν καταφυγόντας Έλληνας λογίους. Ως όρος επιστημονικός χρησιμοποιείται κατά τον δέκατον έκτον (16ον) αιώνα».
Ειδικώς για τους όρους «Βαλκάνια» και «Βαλκανική», σημειώνουμε τα εξής:
Ο Αίμος είναι οροσειρά στα βορειανατολικά της Ελληνικής Χερσονήσου, από την οποία ονομάστηκε Χερσόνησος του Αίμου. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνος, στα διεθνή έγγραφα (επίσημες αλληλογραφίες, περιεχόμενο διμερών ή διεθνών συνθηκών, στρατιωτικά έγγραφα, κλπ.) η περιοχή των σημερινών Βαλκανίων, ανεφέρετο ως «Χερσόνησος του Αίμου».
Οι Συστημικοί ανθέλληνες και οι Ιουδαιοταλμουδιστές νεότουρκοι, την ονόμασαν Βαλκανική χερσόνησο και  Μπαλκάν και έκτοτε παραδόξως, επικράτησε διεθνώς η ανιστόρητη αυτή ονομασία.
Με την ονομασία Βαλκάνια [από την τουρκική λέξη «μπαλκάν» (balkan = όρος, ή υψηλή δασώδης οροσειρά), (αρχ. Ελλην. Χερσόνησος του Αίμου)], και Βαλκανική χερσόνησος, καθιερώθηκε εσφαλμένα να χαρακτηρίζεται, περισσότερο ως πολιτικός όρος παρά γεωγραφικός, αφ’ ενός η περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και συγκεκριμένα η τρίτη από Δυσμών προς Ανατολάς νότια χερσόνησος της Ευρώπης και αφετέρου συλλήβδην και χώρες γειτονικές που βρίσκονται εκτός των φυσικών γεωγραφικών ορίων της χερσονήσου αυτής, που από το μακρινό παρελθόν λειτούργησε και λειτουργεί ως σταυροδρόμι, μεταξύ Ευρωπαϊκής και Ασιατικής ηπείρου.
Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, ο Αίμος οφείλει το όνομα του στο αίμα του τιτάνα Τυφώνα, τον οποίο πλήγωσε ο Δίας όταν εξαπέλυσε κεραυνό εναντίον του ή από τον Αίμο, μυθικό βασιλιά της Θράκης.         
2 Μετά την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας που ήταν υποδουλωμένη στους άπιστους εισβολείς και αιμοσταγείς κατακτητές, Λατίνους και Φραγκοπαπικούς, ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, εισέρχεται θριαμβευτικώς στην Πόλη, από την Χρυσεία Πύλη, στις 15-8-1261.
3 1. Από το έντυπο της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου «Εκκλησιαστική Παρέμβαση», τεύχος 101, Ιούλιος 2004, Πηγή: http://www.parembasis.gr /2004/04_07_01.htm
2. GHERARDO ORTALLI, «H Βενετία και τα ίχνη του Βυζαντίου», ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-10-2004
3. «H Δ΄ Σταυροφορία και η πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης»,  Nίκος Γ.Mοσχονάς Iνστιτ. Bυζαντινών Eρευνών, ένθετο «Επτά Ημέρες», εφημ. «Καθημερινή», 1-11-98
4. Αρχιεπισκόπου πρ. Θυατείρων και Μ. Βρεταννίας Μεθοδίου Γ. Φούγια, Μητροπολίτου Πισιδίας, «Έλληνες και Λατίνοι», Α.Δ.Ε.Ε., Αθήνα, σ. 278.
5. Σερ Έντουϊν Πήαρς, «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204»
4 π. Γεώργιος Μεταλληνός - Ἰωάννης Καποδίστριας καὶ Ῥωμηοσύνη.  Περίληψη της μελέτης για τον Ι. Καποδίστρια του π. Γ. Δ. Μεταλληνού, όπως αναφέρεται στο βιβλίο του «Ελληνισμός Μαχόμενος». Επιμέλεια - προσαρμογή - προσθήκες: Θωμάς Δρίτσας, Ελληνισμός Μαχόμενος, Eκδόσεις Τήνος, Αθήνα 1995.
Ο Κολοκοτρώνης κοιμήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 1843. Στις 10 Οκτ. 1930 τα οστά του διακομίσθηκαν στο Μνημείο των Προκρίτων, δίπλα στην πλατεία Άρεως της Τριπόλεως, για να τοποθετηθούν αργότερα, στις 25 Σεπτεμβρίου 1993, σε ειδική κρύπτη στην βάση του ανδριάντα του, που τον αναπαριστά πάνω στο άλογό του και που αναγέρθηκε στο κάτω μέρος της πλατείας.
7 Άπαντα Κολοκοτρώνη, τόμος πρώτος, Ιστορικές εκδόσεις 1821, σ. 254,267, 301.
8 Ο Κλέων ήταν αρχαίος Αθηναίος πολιτικός, γιος του Κλεαινέτη. Στην αρχή ασκούσε το επάγγελμα του βυρσοδέψη. Αργότερα εμφανίσθηκε στην πολιτική σκηνή ως αντίπαλος του Περικλή. Μετά τον θάνατο του Περικλέους, ο Κλέων με βιαιότατες πολιτικές επιθέσεις και λόγω της εμπρηστικής ευγλωττίας του, απέκτησε μεγάλη επιρροή στις μεσαίες κυρίως τάξεις της αρχαίας Αθήνας και κατά τα έξι περίπου έτη του Πελοποννησιακού Πολέμου (428 π.Χ.-422 π.Χ.) διετέλεσε αρχηγός κόμματος που αντιτίθετο στην σύναψη ειρήνης. Κατά του πολιτικού αυτού, ο Αριστοφάνης έρριψε τα πικρότερα βέλη του, ιδίως στη κωμωδία του Ιππείς, όπου τον παρουσιάζει ως χαμερπή, αμαθή, δειλό και φιλοχρήματο. χαρακτηρισμούς που επιβεβαιώνει και ο Θουκυδίδης: [4, (21-39), 5 (2-10)].
9 Ο Ζωΐλος ήταν ρήτορας από την Αμφίπολη που έζησε μεταξύ 285- 247 π.Χ.. Κατηγορούσε με μικρόλογα τον Όμηρο, γι’ αυτό επονομάστηκε Ομηρομάστιξ και για την δηκτική του γλώσσα γενικά κύων ρητορικός. (Λεξικό της ελληνικής αρχαιολογίας, τόμ. Α΄σ. 332).
10 Το όνομα Μαμ(μ)ωνάς απαντά τέσσερις φορές στην Καινή Διαθήκη και είναι αραμαϊκής προελεύσεως, πιθανότατα από την ρίζα «’mn» που σημαίνει "αυτό το οποίο κάποιος εμπιστεύεται". Η λέξη δεν εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, όμως σε εβραϊκά κείμενα χρησιμοποιείται με τις έννοιες "πόρος", "κέρδος" (κυρίως το ανέντιμο), "αποζημίωση", ""λύτρα" ή "δωροδοκία", τον πλούτο τον αφιερωμένο σε υλικές επιδιώξεις.  Λέξεις παρόμοιες του Μασοριτικού, εβραϊκού κειμένου της Π.Δ. (όπως στα Ψαλμ. 37,3) που αποδίδονται στην Μετάφραση των Εβδομήκοντα ως "πλούτος ή αργύριον". Η λ. μαμωνάς σημαίνει τον πλούτο τον αφιερωμένο σε υλικές επιδιώξεις αντίθετα προς ό,τι αφιερώνεται και προσφέρεται στον Θεό.
Η θεολογική σημασία του όρου σχετίζεται με την πλεονεξία η οποία είναι μια μορφή ειδωλολατρίας (Κολ. 3,5) αφού σημαίνει μεγαλύτερη προσκόλληση στα υλικά αγαθά παρά στον Θεό (Ματθ. 6,21), σαν να ήταν αυτά οι κύριοι του, περιφρονώντας τον αληθινό Κύριο (Ματθ. 6,24). Η επιλογή ενός ψεύτικου θεού αποκόπτει τον άνθρωπο από τον πραγματικό Θεό και τον οδηγεί, εν γνώσει του, στην απώλεια, όπως τον Ιούδα τον προδότη, πλεονέκτη (Ματθ. 6,15, Ιωαν. 17,12). Η αξία των φθαρτών αγαθών είναι μειωμένη κάτω από το πρίσμα της μέλλουσας ζωής (Λουκ. 6,20.24). Πηγές:
Ματθ. 6,24: "Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν· ή γάρ τόν ένα μισήσει καί τόν έτερον αγαπήσει, ή ενός ανθέξεται καί τού ετέρου καταφρονήσει. ου δύνασθε θεώ δουλεύειν καί μαμωνά."
Λουκ. 16,9: "Καί εγώ υμίν λέγω, εαυτοίς ποιήσατε φίλους εκ τού μαμωνά τής αδικίας, ίνα όταν εκλίπη δέξωνται υμάς εις τάς αιωνίους σκηνάς."
Λουκ. 16,11-13: "ει ούν εν τώ αδίκω μαμωνά πιστοί ουκ εγένεσθε, τό αληθινόν τίς υμίν πιστεύσει;" Πηγή: Τρεμπέλας Ν. Παν., Υπόμνημα εις το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, 4η έκδ., 'Ο Σωτήρ', Αθήνα 1989, σελ. 125α.
11 Λεβαντίνος: Αυτός που κατάγεται από την Ευρώπη, αλλά γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Ανατολή, αλλιώς φραγκολεβαντίνος. Γενικά, άνθρωπος με ελαττωμένη εθνική συνείδηση, που ζει στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου και έχει για μοναδικό του σκοπό τον πλουτισμό. Οι Λ. άρχισαν να εμφανίζονται από το 12ο αι., οπότε οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες άρχισαν να παραχωρούν στους Φράγκους εμπορικά και άλλα προνόμια στην Κωνσταντινούπολη και σ` άλλα σημεία του Βυζαντινού κράτους, όπου ιδρύθηκαν παροικίες. Οι Λ. εκκλησιαστικά ήταν εξαρτημένοι από τον πάπα της Ρώμης και προστατεύονταν, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, από τους Αυστριακούς και τους Ιταλούς. Από τις πολυπληθέστερες παροικίες των Λ. κατά το 18ο αι. ήταν αυτή που βρισκόταν στην Σμύρνη, ολλανδικής καταγωγής. Πολλοί Λ. διακρίθηκαν ως συγγραφείς, ενώ ως έμποροι είχαν κακή φήμη.
12 Από το βιβλίο: «Ιωάννης Γ΄ Βατάτζης – Ο Άγιος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου» (Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη) [το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου: «Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη»].
13 Εισήγηση του Σαράντου Καργάκου με τίτλο «Ο Πολιτικός Παπαδιαμάντης» που διαβάστηκε στο διήμερο Συνέδριο που οργάνωσε στην Παλαιά Βουλή, η Ι. Σύνοδος της Ελλάδος, επ’ ευκαιρία συμπληρώσεως 150 χρόνων από την γέννηση του Παπαδιαμάντη στις 25 και 26 Μαΐου 2001.
14 Από το έντυπο της Ιεράς Μητροπόλεως Ναυπάκτου «Εκκλησιαστική Παρέμβαση», τεύχος 101, Ιούλιος 2004. Πηγή: http://www.parembasis.gr /2004/04_07_01.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου