Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ:
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 1



 «… Κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη, σαν αρχάγγελος, τρανός αφέντης, ρήγας, αυτοκράτορας, εμπήκε μεσ’ την Πόλη, στην Αγιά Σοφιά.2
Και χύνεται ο ήλιος της κορώνας του κι ανθίζει η Ρωμιοσύνη σαν τα λούλουδα και χάνεται ο Φράγκος σαν την καταχνιά!» (Κ. Παλαμάς)

MEΡΟΣ 15o

Θ. ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
1. Πολιτισμός της Ρωμαίϊκης/Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: Ελληνορωμαϊκός  Ρωμαϊκός, Βυζαντινός ή Ελληνικός; (Συνέχεια 14ου μέρους). 3
ι. Ο Χριστιανικός πολιτισμός της Oρθόδοξης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Ρωμανίας)4
Ο Χριστιανικός πολιτισμός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είναι ένα παραγνωρισμένο, υποτιμημένο και πολλάκις συκοφαντημένο κομμάτι της ιστορίας μας. Οι περισσότεροι γνωρίζουμε αρκετά για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, αγνοούμε όμως, το πως ο Ελληνιστικός Χριστιανικός Πολιτισμός της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας – Ρωμανίας (του λεγομένου «Βυζαντίου»), αναπτύχθηκε και ποια ήταν τα επιτεύγματά του…..
Σημαντικό μέρος των επιτευγμάτων του παρουσιάσαμε ήδη  στις προηγούμενες αναρτήσεις.. ..Συμπληρωματικώς, προς ολοκλήρωση και πληρέστερη κατανόηση  του θέματος, παραθέτουμε τα εξής: 
1/ Ιατρικές εφευρέσεις, συγγράμματα, ιατροί  και νοσοκομεία 
-Η δωδεκάτομη «Παθολογία» του εκ Τράλλεων Αλεξάνδρου, όπου δίνονται λεπτομέρειες για 120 εγχειρήσεις, από την μαστεκτομή ως την αφαίρεση ουρόλιθων.
-Η «Σύνοψη της Ιατρικής» των Νικήτα και Λέοντα (9ος αι.) που αναφέρεται σε χειρουργικά θέματα και εργαλεία.
-Το «Ιατρικά εκκαίδεκα» του Αέτιου 16 τόμων, εκ των οποίων ο 7ος αφορά την οφθαλμολογία (φάρμακα και επεμβάσεις).
-Ο γιατρός Ιωάννης Ακτουάριος τον 14ο αι. πρώτος ανακάλυψε το παράσιτο της ταινίας, τον «τριχοκέφαλον άνισον»
-Στην Ρωμανία γίνονταν επιτυχείς εγχειρήσεις δύσκολες, όπως η εγχείρηση διαχωρισμού σιαμαίων τον 10ο αι.5, ενδοκυστικής λιθοτριψίας εντός της ουροδόχου κύστης (9ος αιώνας) επί του άγιου Θεοφάνη (Βίος και Εγκώμιο συμπλεκόμενον του οσίου πατρός ημών Θεοφάνους τού και Ισαακίου, γραμμένη από τον Νικηφόρο Σκευοφύλακα, που προτάσσεται στην έκδοση της Χρονογραφίας του Θεοφάνη,6 όπου αναφέρεται ότι ειδικά εργαλεία εισήλθαν στην κύστη δια της φυσικής οδού και έτριψαν τους λίθους απαλλάσσοντας τον Θεοφάνη από την δυσουρία).
-Ενδοκαυτηρίαση ουρήθρας Ισαάκιου Α΄  Κομνηνού (1057-1059) όπως αναφέρει ο Μ. Γλύκας [Coprus Scriptorum Historiae Byzantinae, 603-4)] και ο Ιωάννης Κουροπαλάτης [CSHB, 648-9].
-Στην Ρωμανία υπήρχαν από τους πρώτους αιώνες ως το 1453, σε όλες τις πόλεις (π.χ. στην Αντιόχεια του 12ου αι. υπήρχαν δύο) «ξενώνες» δηλαδή νοσοκομεία με ιατρικό προσωπικό, νοσοκόμους και χειρούργους ακόμη. Τρανό παράδειγμα, τον 12ο αι. το νοσοκομείο του Παντοκράτορα, το οποίο είχε στην Κωνσταντινούπολη του 12ου αι. 5 θαλάμους, συνολικά 50 κρεβάτια και 5 επικουρικά ανά θάλαμο, 12 εκ των οποίων για τις άρρωστες γυναίκες, 8 για οφθαλμικές παθήσεις, 13 άντρες γιατροί, μία γυναίκα γιατρός, τέσσερις γυναίκες βοηθοί γιατροί, δύο γυναίκες αναπληρωματικοί βοηθοί (σ.σ. Την ίδια εποχή  φραγκολατίνοι θεολόγοι, προσπαθούσαν να αποφασίσουν αν η γυναίκα είναι άνθρωπος, ενώ στην Αρχαία Ελλάδα δεν υπάρχει ούτε μία γυναίκα Ιατρός)  και 2 χειρουργοί, 11 υπηρέτες, 5 πλύντριες, 2 μάγειρους, 2 αρτοποιούς, 1 κλητήρα, 1 θερμαστή, 1 ιπποκόμο για τα άλογα των γιατρών, 1 θυρωρό, 4 σαβανωτές, 1 μυλωνά, 1 καθαριστή αποθηκών, κι έναν για να τροχίζει τα χειρουργικά εργαλεία.


             Σπάνια απεικόνιση του Ιπποκρατικού Όρκου σε σχήμα σταυρού.7

2/ Η προσφορά στην διατήρηση της γραμματείας των Ελλήνων κλασσικών και της αρχαιοελληνικής παιδείας
-«Τουλάχιστον το 75% των γνωστών σήμερα Αρχαίων Ελλήνων κλασσικών συγγραφέων, μάς έγιναν γνωστοί μέσω Βυζαντινών χειρογράφων.»8
-O Άγγλος ιστορικός John Julius Cooper, (2nd Viscount Norwich known as John Julius Norwich), καταλήγει στο συμπέρασμα ότι: «Πολλά από αυτά που ξέρουμε για την αρχαιότητα, ειδικά για την ελληνική και ρωμαϊκή φιλολογία και την ρωμαϊκή νομοθεσία θα είχαν χαθεί παντοτινά, αν δεν υπήρχαν οι λόγιοι και οι αντιγραφείς της Κωνσταντινουπόλεως».9
-Ο Άγγλος ιστορικός Γίββων, ο μεγάλος ιδεολογικός εχθρός της Ρωμανίας / «Βυζαντίου», αναφέρει:  «Το πνεύμα του Ομήρου, του Δημοσθένους, του Αριστοτέλους, του Πλάτωνος, φώτιζε την Κωνσταντινούπολη. Οι πολυάριθμες ερμηνείες και τα σχόλια των Βυζαντινών εις τους κλασσικούς συγγραφείς δεικνύουν με πόση επιμέλεια ανεγινώσκοντο. Οι Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως απεκάθηραν την κοινήν γλώσσαν και ανέκτησαν την εύκολον χρήσιν της γλώσσης των προγόνων αυτών, η οποία είναι το αριστούργημα του ανθρώπινου πνεύματος. Η γνώσις των υπέροχων διδασκάλων, οι οποίοι είχαν μαγεύσει και διδάξει το μέγιστον από τα έθνη (τους Ρωμαίους), είχε καταστεί πολύ κοινή. Η Κωνσταντινούπολη περιέκλειεν εις τον περίβολον αυτής τόσην επιστήμην και τόσα βιβλία, όσα δεν υπήρχαν σε όλας μαζί τας μεγάλας χώρας της Δύσεως»10
Άλλοι μελετητές και ερευνητές του θέματος, σημειώνουν:
Η ελληνική παιδεία, παράλληλα προς τον Χριστιανισμό και την ρωμαϊκή κρατική παράδοση, αποτελεί ένα από τα κύρια συστατικά στοιχεία  του Βυζαντίου (ΣΣ: διαβαζε Ρωμανία). Τα αριστουργήματα της αρχαίας γραμματείας διασώθηκαν επειδή, οι βυζαντινοί γραφείς εξακολουθούσαν να τα αντιγράφουν, ιστορώντας τα μάλιστα με περίτεχνες μικρογραφίες»11
-O Iρλανδός πολυβραβευμένος ιστορικός Peter Robert Lamont Brown, (γεννημένος την 26η Ιουλίου 1935), επίτιμος καθηγητής της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Princeton, στο έργο του «Ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητος», μας πληροφορεί ότι:
«Η ελληνική κουλτούρα που γνωρίζουμε είναι η ελληνική κουλτούρα που δε σταμάτησε ποτέ να κεντρίζει το ενδιαφέρον της ανώτερης τάξης της Κωνσταντινούπολης σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Αυτοί οι άνθρωποι ζούσαν στο κλασικό τους παρελθόν με τέτοια φυσικότητα ώστε το μεσαιωνικό Βυζάντιο (ΣΣ: Ρωμανία) ποτέ δε γνώρισε μια Αναγέννηση. Οι Βυζαντινοί (ΣΣ: Ρωμαίοι/Ρωμηοί), ποτέ δεν θεώρησαν ότι το κλασσικό τους παρελθόν είχε πεθάνει, γι’ αυτό και σπάνια επιχείρησαν συνειδητά να το αναστήσουν. Το συντηρούσαν κάθε τόσο με μια ανακάθαρση, κάπως σαν τα δημόσια μνημεία που όντας διαρκώς παρόντα, ανακαινίζονται κατά καιρούς σε εξάρσεις ζήλου».12
-Ο Γάλλος λόγιος και καθηγητής Πανεπιστημίου της Ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας των Ελλήνων της ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου, Jacques Bompaire, (1924-2009), καθηγητής του Πανεπιστημίου Paris IV-Sorbonne, επιβεβαιώνει ότι:
«Τα έργα της αρχαίας Ελλάδας, η παράδοση των αρχαίων ελλήνων διασώθηκαν και έφτασαν ως τη νεώτερη Ευρώπη, την Ευρώπη της Αναγέννησης, βασικά μέσω του Βυζαντίου. (σ.σ διάβαζε: Ρωμανίας) Αυτό οφείλεται κατά πολύ στη γλωσσική συνέχεια, αλλά και στην αδιάλειπτη δράση των αντιγραφέων, βιβλιοθηκάριων, φιλολόγων και συγγραφέων του Βυζαντίου. Χωρίς αυτούς δε θα μας είχαν απομείνει παρά ίχνη ελάχιστα μιας απέραντης κληρονομιάς. Χάρη σ’ αυτούς μάς έμειναν πολλά.»
Η Κωνσταντίνου πόλις καταλήγει ν’ αποκαλείται Δεύτεραι Αθήναι από τον Ιω. Χορτασμένο, δάσκαλο του Μάρκου Ευγενικού, του Βησσαρίωνα, του Γεννάδιου Σχολάριου, και Χρυσαί Αθήναι από τον ιστορικό της Αλώσεως Δούκα (Δούκας, XXXVIII 8: 339,13: Τάς χρυσας όντως Αθήνας τας κοσμούσας τον κόσμον)»13
-«Η βυζαντινή (ΣΣ: διάβαζε: Ρωμαίϊκη) αυτοκρατορία παρέμεινε το θεμέλιο του πολιτισμού δια μέσου των δυσχερέστερων χρόνων του βαρβαρισμού στην δυτική Ευρώπη»14
3/  Η οικονομική και νομισματική κατάσταση 15
Οικονομία
Η οικονομία του Βυζαντίου αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του βυζαντινού οικοδομήματος και βασικό παράγοντα διαιωνίσεώς του. Η βυζαντινή οικονομία στηριζόταν σε μια καλώς oργανωμένη και ελεγχόμενη  γεωργία που ανήκε στον αυτοκράτορα, τους ανώτατους Στρατιωτικούς και τον κλήρο από πλευράς ιδιοκτησίας της γης και εκαλλιεργείτο από μικροκαλλιεργητές, αγρότες  και δούλους.
Το μεγάλο όπλο της βυζαντινής οικονομίας ήταν το διεθνές εμπόριο. Το Βυζάντιο γεωοικονομικά ευρισκόμενο σε ένα μοναδικό διεθνές εμπορικό σταυροδρόμι της μεσαιωνικής εποχής, αξιοποίησε την θέση του και οικοδόμησε ισχυρότατο διεθνές ναυτιλιακό και χερσαίο εμπόριο.
Οι φόροι των διεθνών και εσωτερικών εμπορικών συναλλαγών πλούτιζαν τα κρατικά ταμεία τα οποία έτσι μπορούσαν να στηρίξουν τόσον τις αυτοκρατορικές ένοπλες δυνάμεις, όσον και τον μισθοφορικό στρατό, την γραφειοκρατία και τις κρατικές επενδύσεις. Επί πλέον υπήρχε ο φόρος επί της γης και της αγροτικής παραγωγής, καθώς και ο φόρος επιτηδευμάτων.
Το ελληνικό στοιχείο συμμετείχε ενεργά και δυναμικά στο βυζαντινό εμπόριο και ιδιαίτερα στην εμπορική ναυτιλία. `Όμως υπήρχαν και ικανοί ανταγωνιστές: Οι Αρμένιοι, οι Ιουδαίοι, οι Βενετοί και Γενοβέζοι, οι Σύριοι, οι οποίοι ήλεγχαν το τραπεζικό σύστημα.
«Το Βυζάντιο κατηγορήθηκε ότι ήταν ο παράδεισος των μονοπωλιακών προνομίων και του παρεμβατισμού. Η κατηγορία δεν είναι τελείως ανακριβής. Ο παρεμβατισμός ήταν, χωρίς αμφιβολία, το βυζαντινό ιδεώδες».16
Η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη απετέλεσαν σταυρικούς κόμβους εμπορίου και μεταφορών και συνακόλουθα συσσωρεύσεως μεγάλου πλούτου. Αυτήν την παγκόσμια αίγλη της Πόλης ζηλοφθόνησαν εχθροί και «φίλοι» της Βασιλεύουσας!
«Κάθε βιομηχανία είχε τη δική της συντεχνία και κανένας δεν μπορούσε να ανήκει σε δύο συντεχνίες συγχρόνως. Η συντεχνία όριζε τον πρόεδρό της, και το διορισμό του έπρεπε πιθανόν να τον εγκρίνει ο έπαρχος. Η συντεχνία αγόραζε συλλογικά τις πρώτες ύλες που χρειάζονταν για τη βιομηχανία της και τις μοίραζε στα μέλη της, που πουλούσαν τα είδη που έφτιαχναν σε ορισμένο δημόσιο χώρο και με κέρδη καθορισμένα από το γραφείο του επάρχου. Καθορισμένες επίσης ήταν οι ώρες εργασίας, καθώς και οι μισθοί των εργατών. Απαγορευόταν αυστηρά να αγοράζει κανείς μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων και να τις πουλάει λιανικώς στην στιγμή που τον εσύμφερε. Τους αρτοποιούς και τους κρεοπώλες, που από την αποδοτικότητά τους εξαρτιόταν ο επισιτισμός της Πόλης, τους επιβλέπανε με εξαιρετικά μεγάλη αυστηρότητα και τις τιμές των τροφίμων τις κρατούσαν με τη βία χαμηλά ακόμη και σε εποχές λιμού… Ανεργία δεν υπήρχε. Οι εργάτες δεν ήταν δυνατόν να απολυθούν παρά με πολύ μεγάλες δυσκολίες».17
Νομισματική κατάσταση
Η πορεία του νομίσματος στον Βυζαντινό κόσμο και η προσέγγισή του μέσα από την ιστορική εξέλιξη είναι αρκετά ελκυστική. Με τον όρο βυζαντινό νόμισμα, εννοούμε την ιστορία του νομίσματος από τα χρόνια της βασιλείας του Αναστασίου Α΄ (491-518) μέχρι και την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. Το 498 μπορεί να θεωρηθεί ως η αρχή του βυζαντινού νομίσματος. Δημιουργείται «ο φόλλις» που ήταν ένα βαρύ χάλκινο νόμισμα. Η επιτυχία του βρισκόταν στο γεγονός ότι το νέο νόμισμα παρείχε μια αξιοπιστία που οφειλόταν στο ότι, δεν επιδεχόταν καμία αλλοίωση στη σύνθεσή του, κάτι πολύ ευάλωτο στην περίπτωση του κράματος που είχε καθιερωθεί στην κοπή νομισμάτων κατά την προηγούμενη περίοδο. 
Στα χρυσά νομίσματα, οι πρώτοι εμπροσθότυποι παρίσταναν πορτραίτα που έφεραν διάδημα ή κράνος. Τα πορτραίτα παρουσίαζαν τον αυτοκράτορα με πολεμική πανοπλία μ’ έναν σταυρό στο χέρι ή στο κράνος. Αν ο σταυρός απουσίαζε από τον εμπροσθότυπο, υπήρχε στον οπισθότυπο. Με τον Ιουστίνο Α΄ (518-527) και τον Ιουστινιανό Α΄ (527-565) οι μορφές των αυτοκρατόρων παρουσιάζονται παρακαθήμενες.
Επί Ηρακλείου (610-614) άρχισε η παρουσίαση του αυτοκράτορα μ’ έναν ή περισσότερους από τους γιούς του, ενώ υπήρχε η πιθανότητα να εμφανίζεται ο αυτοκράτορας μαζί με την αυτοκράτειρα, ή ακόμη ο αυτοκράτορας να στέφεται από την Παρθένο, με το χέρι του Θεού από πάνω. Ο Τιβέριος Β΄ εισήγαγε τον σταυρό, που δέσποζε στην οροφή κλίμακας, έναν τύπο που έμελλε να παίξει μακροχρόνιο και σημαντικό ρόλο.
Ο Ιουστινιανός Β΄ (685-711) ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε την φωτοστεφανωμένη προτομή του Χριστού. Με τον Μιχαήλ Γ΄ (842-867) η προτομή του Χριστού επανήλθε. Από την εποχή της βασιλείας του Βασιλείου Α΄ ο Χριστός εν θρόνω κυριάρχησε.18
Σημειώνεται ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αναδείχθηκε ισχυρή εμπορική δύναμη. Αυτό φαίνεται από το κύρος του βυζαντινού νομίσματος. Η νομισματική ιστορία του Βυζαντίου μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερις περιόδους.
1η Περίοδος: Από τον Αναστάσιο Α΄(491-518) μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα.19
2η Περίοδος: Από τα μέσα του 8ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα.20
3η Περίοδος: Από την βασιλεία του Αλεξίου Α΄ (1081-118) μέχρι το τέλος του 13ου αιώνα.
Σημείο ενάρξεως αυτής της περιόδου, θεωρείται η μεγάλη νομισματική μεταρρύθμιση του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού το 1092. Το υπέρπυρο παίρνει την θέση του παλιού νομίσματος του λεγόμενου ιστάμενον. Έχει το βάρος του παλιού νομίσματος αλλά η  καθαρότητα σε πολύτιμο μέταλλο είναι μικρότερη. Το πρώτο είναι τραχύ, από ήλεκτρο, ένα νόμισμα από κράμα χρυσού και αργύρου. Το δεύτερο είναι το τραχύ από κράμα, ένα νόμισμα από κράμα χαλκού και αργύρου.
4η Περίοδος: Από το 1261-1453.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την έλλειψη χρυσών νομισμάτων και τις τελευταίες κοπές υπέρπυρου που χρονολογούνται γύρω στο 1350. Το 1294 ο Ανδρόνικος Β΄ και ο Μιχαήλ Θ΄ καθιερώνουν το λεγόμενο βασιλικό νόμισμα το οποίο είναι ίδιο με τα ασημένια δουκάτα.21
Η έκδοση των βυζαντινών νομισμάτων και η χρήση τους συνοδεύονται από μια σειρά προβλημάτων. Τα προβλήματα αυτά για μας σήμερα γίνονται μεγαλύτερα από τον χρόνο και την έλλειψη πηγών, έτσι ώστε να μπορούμε να έχουμε μια πληρέστερη εικόνα του βυζαντινού νομίσματος.
«….Η Κωνσταντινούπολη διατήρησε ανόθευτο το χρυσό «νόμισμα» από την εποχή του Μεγ. Κωνσταντίνου μέχρι του 1078. Στη διάρκεια αυτών των 750 χρόνων, το «νόμισμα» αποτελούσε το μοναδικό αξιόπιστο χρήμα σε όλη την Ευρώπη, αλλά και πέρα απ’ αυτήν (π.χ. στα Αραβικά χαλιφάτα). Το solidus, όπως ήταν η  λατινική ονομασία του, περιείχε σταθερά 4,48 γραμμάρια χρυσού και ήταν το καθιερωμένο νόμισμα στις διεθνείς συναλλαγές, το «δολλάριο της μεσαιωνικής περιόδου», όπως σωστά έχει αποκληθεί. Οι υπηρεσίες, οι μισθοί, τα προϊόντα, οι φόροι και τα κατά καιρούς λύτρα σε εχθρούς εκφράζονταν όλα σε «νομίσματα» τα οποία είχαν σταθερή αξία επί οκτώ αιώνες. Πρόκειται για το μακροβιότερο παράδειγμα νομισματικής σταθερότητας σε ολόκληρη την Ιστορία της Ευρώπης22
4/ Η διανόηση και το δίκαιον  
Διανόηση
Σύμφωνα με τον Βυζαντινολόγο Στήβεν Ράνσιμαν, «εδώ και καιρό υπάρχει ένας διάλογος ανοικτός στην Ελλάδα. Μερικοί σύγχρονοι Έλληνες «διανοούμενοι»,  υποστηρίζουν ότι το Βυζάντιο δεν αξίζει να μελετηθεί ιδιαίτερα, ότι δεν δημιούργησε τίποτε, ότι είχε σχολιαστές των γραφών κι όχι διανοούμενους. Με μια φράση «δεν ήταν και τίποτε αξιομνημόνευτο».              Αυτοί οι Έλληνες είναι πολύ άδικοι με τους βυζαντινούς τους προγόνους τους».
Παρουσιάσαμε ήδη αρκετά στοιχεία με ονοματεπώνυμα, για το επίπεδο της διανοήσεως και του φιλολογικού–φιλοσοφικού πνεύματος εξεχουσών προσωπικοτήτων του Βυζαντίου, κατά την μακραίωνη πορεία του.  Το Βυζάντιο, συνεχίζει ο Ράνσιμαν, «δεν ήταν μια κοινωνία χωρίς διανοούμενους -αρκεί και μόνον να δεις την δουλειά και την πρόοδο της βυζαντινής ιατρικής-. Μπορεί να μη συμπαθεί κάποιος την Ορθόδοξη θρησκεία, αλλά μερικοί από τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς όπως οι Καπαδόκες πατέρες, και πολλοί ακόμη, ως το Γρηγόριο τον Παλαμά, ήταν άνθρωποι μοναδικής πνευματικότητας... Υπήρχε έντονη διανόηση και πνευματική ζωή στο Βυζάντιο. Κυρίως δε, στο τέλος των βυζαντινών χρόνων, π.χ. στην Παλαιοντολόγεια περίοδο. Είναι μάλιστα αρκετά περίεργο πως, την ώρα που η αυτοκρατορία συρρικνώνονταν, η διανόηση ήταν πιο ανθηρή από ποτέ».
Δίκαιον23
Ο αυτοκράτορας, είναι ο αποκλειστικός νομοθέτης και ερμηνευτής των νόμων, αλλά ως κύριος ρυθμιστής των πάντων είναι και ο μοναδικός αρμόδιος για την απονομή δικαίου. Διορίζει τους δικαστές αλλά δικάζει και ο ίδιος. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων εφεσιβάλλονται στον αυτοκράτορα και μπορούν να επικυρωθούν, τροποποιηθούν αλλά και να ακυρωθούν. Έτσι ο αυτοκράτορας και δικάζει αυτοπροσώπως υποθέσεις σε πρώτη εκδίκαση (εγκλήματα εσχάτης προδοσίας και ανώτατων αξιωματούχων) και δέχεται εφέσεις εναντίον αποφάσεων άλλων δικαστηρίων. Εκδικάζει στο consistorium principis (το συμβουλευτικό όργανο του αυτοκράτορα για την διαμόρφωση της νομοθεσίας), μέλη του οποίου είναι ανώτατοι αξιωματούχοι του κράτους.
Οι δικαστές δικάζουν έπειτα από ρητή εντολή και εξουσιοδότηση του αυτοκράτορα και απονέμουν δίκαιο εξ ονόματός του και σύμφωνα με τους νόμους του. Οι τακτικοί δικαστές (judices ordinarii) έχουν την γενική δικαιοδοσία (βοηθούμενοι από νομομαθείς συνεργάτες) και ο καθορισμός τους έχει ως βάση την υποδιαίρεση του κράτους σε επαρχίες, διοικήσεις και υπαρχίες. Ανώτατος δικαστικός λειτουργός του κράτους (και ένα είδος υπουργού της δικαιοσύνης συγχρόνως) ήταν ο κοιαίστωρ του ιερού παλατίου (quaestor sacri palatii). Είχε δικαιοδοσία σε θέματα οικογενειακού δικαίου και συνέτασσε τις αυτοκρατορικές απαντήσεις σε κάθε είδους προσφυγή προς τον αυτοκράτορα. Δικαστική αρμοδιότητα για δίκες αστικού και ποινικού περιεχομένου στην πρωτεύουσα και στην γύρω περιοχή είχε ο έπαρχος της πόλεως (praefectus urbi), που δίκαζε πρωτοβάθμια και εκτελούσε τις επιβαλλόμενες ποινές και του οποίου οι αποφάσεις μπορούσαν να προσβληθούν μόνο ενώπιον του αυτοκράτορα.
Στην πρωτοβυζαντινή Κωνσταντινούπολη μνημονεύονται ακόμη οι curators regeonum, αστυνομικοί δηλαδή επιτηρητές των συνοικιών της Κωνσταντινούπολης, με μικρή δικαστική αρμοδιότητα και ο διερευνητής (quaesitor), αξίωμα που ίδρυσε ο Ιουστινιανός (539), με αποστολή την παρακολούθηση των υποθέσεων των επαρχιωτών που έρχονταν στην πρωτεύουσα.24
Ο 6ος αιώνας σφραγίζεται από την βασιλεία του Ιουστινιανού. Ένα τιτάνιο, χωρίς προηγούμενο, νομοθετικό έργο ολοκληρώνεται σε απίστευτα μικρό χρονικό διάστημα. Πρόκειται για τη συστηματική κωδικοποίηση του λεγομένου ρωμαϊκού δικαίου σε ένα «σώμα», το περίφημο Corpus Iuris Civilis, όπως μετονομάστηκε.
Το Βυζάντιο θα χρησιμοποιήσει το απαράμιλλο αυτό εργαλείο για την απονομή δικαιοσύνης σε όλη την διάρκεια της ζωής του και θα το μεταβιβάσει ως ανεκτίμητη κληρονομιά για την νομική επιστήμη στην Ευρώπη των νεότερων χρόνων.
Τα Βασιλικά υπήρξαν η τελευταία επίσημη κωδικοποίηση του δικαίου της βυζαντινής αυτοκρατορίας, που έγινε επί της δυναστείας των Μακεδόνων αυτοκρατόρων (9ος-10ος αιώνας). Τα Βασιλικά είχαν μεγάλη απήχηση στην εξέλιξη της νομικής επιστήμης, ιδιαίτερα στον ελλαδικό χώρο, όπου αποτέλεσαν ισχύον αστικό δίκαιο στο σύγχρονο ελληνικό κράτος, μέχρι την εισαγωγή του Αστικού Κώδικα το 1946.
Αυτό έγινε μέσω της Εξαβίβλου, μιας συστηματικής συλλογής νόμων βυζαντινού δικαίου, που έγινε από τον δικαστή της Θεσσαλονίκης Αρμενόπουλο γύρω στο 1345 για χρηστικούς σκοπούς και έμελε να έχει εντυπωσιακή σταδιοδρομία στην συνέχεια. Η Εξάβιβλος εισήχθη ως νόμος του σύγχρονου ελληνικού κράτους με το βασιλικό διάταγμα «περί πολιτικού νόμου» της 23 Φεβρουαρίου/7 Μαρτίου 1835:
«Οι πολιτικοί νόμοι των βυζαντινών αυτοκρατόρων οι περιλαμβανόμενοι εις την Εξάβιβλον του Αρμενοπούλου, θέλουν ισχύσει μεχρις ού δημοσιευθή ο πολιτικός κώδιξ του οποίου την σύνταξιν διετάξαμεν ήδη…».
Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως ήταν υπό την κρατική φροντίδα (σε αντίθεση με τα πανεπιστήμια της Δύσεως που άρχισαν ως εκκλησιαστικά ιδρύματα), σε αυτό δεν διδάχθηκε ποτέ θεολογία, και ως την τελευταία στιγμή του Βυζαντίου ήταν ξακουστό, και πολλοί δυτικοευρωπαίοι πήγαιναν εκεί για να σπουδάσουν. «Γίνεται σήμερα γενικά αποδεκτό –κι’ αυτό χάρη στις εργασίες του Zachariaw von Lingenthal - ότι η Σχολή του Δικαίου της Κωνσταντινούπολης, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση της Σχολής Δικαίου της Bologna. Το καταστατικό αυτής της Σχολής παρουσιάζει χτυπητές ομοιότητες με το αντίστοιχο της Σχολής της Κωνσταντινούπολης·  και το σημαντικότερο, οι Ιταλοί καθηγητές οικειοποιήθηκαν τη μέθοδο που χρησιμοποιούσαν οι καθηγητές της Κωνσταντινούπολης. Η επίδραση της Σχολής αυτής έγινε ακόμα περισσότερο αισθητή στις νομικές σπουδές και στη νομοθεσία της μεσημβρινής Ιταλίας και της Σικελίας.»25
5/ Οι τέχνες
Δυστυχώς το Σύστημα εφρόντισε να υποβαθμίσει ή ακόμη και να περιθωριοποιήσει την βυζαντινή τέχνη, σε μεγάλο βαθμό, κυρίως για λόγους ιστορικούς και εκπαιδευτικούς. Οι ιστορικοί  λόγοι εδράζονται στο υφιστάμενο «μένος» της Φραγκοπαπικής Δύσεως προς την καθ’ ημάς Ορθόδοξη Ανατολή, που την ωθεί να υποβαθμίζει και να απαξιώνει, αν όχι να απορρίπτει συλλήβδην, ό,τι σχετίζεται με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Οι εκπαιδευτικοί λόγοι οφείλονται στην ελλιπή, ωφελιμιστική και μονομερή Δυτική/Φράγκικη παιδεία του σύγχρονου ανθρώπου, που δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί το μεγαλείο της Βυζαντινής τέχνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απογοήτευση, που γεννάται στα μάτια του σύγχρονου επισκέπτη από την θέαση ενός μικρού περίτεχνου βυζαντινού ναού, δουλεμένου με φτωχά υλικά, επενδυμένου με αντίστοιχης αξίας διακόσμηση, με παραμελημένη την ακρίβεια της εφαρμογής και της γεωμετρικής κανονικότητας των μορφών. Δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί εσωτερικά την μοναδική ομορφιά ενός τέτοιου μνημείου.
Για την καλύτερη κατανόηση του μεγαλείου της βυζαντινής τέχνης και συγκεκριμένα της βυζαντινής ναοδομίας, είναι αναγκαία η διασαφήνιση δύο θεμελιωδών όρων της Τέχνης, είναι αναγκαία η διάκριση μεταξύ του Ωραίου και του Υψηλού. Στο Ωραίο, ο χριστιανισμός αντιπαρέβαλλε το ιδανικό του Υψηλού.
Η επίτευξη του Υψηλού συνεπάγεται την βίωση της παρουσίας του Θεού στον κόσμο, την δημιουργία μιας αισθήσεως πνευματικότητος μέσω της τέχνης. Όμως και το ιδανικό του Υψηλού διαφοροποιείται μεταξύ της Ανατολικής Εκκλησίας και της Δυτικής παρασυναγωγής («εκκλησίας»). Η τέχνη στην Δύση είναι εξωτερικώτερη, υλιστικώτερη στην έκφραση, και υποβάλλει το Υψηλό στον θεατή μέσω του όγκου και του επιβλητικού της δυνάμεως. Πολλές φορές κινδυνεύει να καταστεί άμορφη η τέχνη κατ’ αυτόν τον τρόπο, με χαρακτηριστικώτερο παράδειγμα το ανέγερση των «τρομακτικών» Γοτθικών ναών.
Αντιθέτως η βυζαντινή τέχνη, είναι εσωτερικώτερη και πνευματικώτερη στην έκφραση ενώ υποβάλλει το Υψηλό με το βάθος και την αξία της πνοής της. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, παραμένει γαλήνια, διατηρώντας τη ζωντάνια της μέσω της χρήσεως του μέτρου στον όγκο και στη δύναμη. Και έτσι εξηγείται πώς η βυζαντινή τέχνη καταφέρνει με μαεστρία να υποβάλλει το Υψηλό μέσα από την σιωπηλή ένταση, που μελωδεί στα μικροσκοπικά της εκκλησάκια.
Ποια είναι λοιπόν η αλήθεια για την Βυζαντινή Τέχνη;
Ας αφήσουμε τους ειδικούς μελετητές και ερευνητές, των οποίων τα συμπεράσματα το Σύστημα αποφεύγει ή απαγορεύει να καταγραφούν στην συμβατική ιστορία, να μας απαντήσουν:
Ο Dmitriĭ Vlasʹevich Aĭnalov/Ainalov (1862-1939), στο έργο του «Οι Ελληνικές καταβολές της Βυζαντινής Τέχνης», γράφει: «Είναι γενικά παραδεκτό ότι η βυζαντινή τέχνη βασίζεται πάνω στην τέχνη της Αρχαιότητας…Ένα ευρύ ελληνιστικό ρεύμα είναι προφανές στην μνημειακή ζωγραφική από τον τέταρτο ως τον πέμπτο αιώνα, κατά την διαμορφωτική περίοδο της βυζαντινής τέχνης».26
Ο Άγγλος ιστορικός της τέχνης Ντέιβιντ Τάλμποτ-Ράϊς,27 σημειώνει ότι η βυζαντινή τέχνη «είναι μια τέχνη παραστατική, σαφώς επηρεασμένη από ιδέες και μοτίβα της Κλασικής αρχαιότητας, παρά την συνεχή υιοθέτηση και αφομοίωση ανατολικών στοιχείων».
Ο Ρώσος Ουκρανικής καταγωγής   André Nicolaevitch Grabar,28 ιστορικός της Ρωμανιστικής (Λατινογενούς) τέχνης, υποστηρίζει: «Η βυζαντινή τέχνη ανήκει τόσον στην Αρχαιότητα όσον και στους Μέσους Αιώνες…Η Βυζαντινή τέχνη δεν υπόκειται στην συνήθη ταξινόμηση σύμφωνα με την οποία η αρχαία και η μεσαιωνική τέχνη είναι διακριτές αναμεταξύ τους».
Κατά τον Bρετανό ιστορικό Andrew Graham-Dixon (born 26 December 1960), στις αγιογραφίες στο Νερέζι [τοιχογραφίες του ομώνυμου ναού στο Nerezi κοντά στα Σκόπια (1164)],  «είναι φανερή η συνέχεια από την αρχαία Ελλάδα και την Ρώμη ως την βυζαντινή ζωγραφική. Δεν είναι η περίπτωση της ανακάλυψης της Αρχαιότητας αλλά μάλλον της επιβίωσης στην βυζαντινή τέχνη των ζωγραφικών μεθόδων του κλασικού κόσμου», αφού «το Βυζάντιο ήταν ο τελευταίος πολιτισμός με άμεσους δεσμούς με την κλασική κουλτούρα».
Κατά τον καθηγητή του πανεπιστημίου του Λονδίνου, στην έδρα της Βυζαντινής τέχνης και αρχαιολογίας, Anthony Cutler, «Διαιωνίζοντας την όψη της Αρχαιότητας οι Βυζαντινοί έκαναν κάτι περισσότερο από το να θαυμάζουν και να μιμούνται ξένα πράγματα. Τα έκαναν δικά τους, τμήματα ενός φανταστικού κόσμου δικής τους κατασκευής….Αυτή η οικειοποίηση ξεπερνά κάθε τι που θα μπορούσε να ονομαστεί "μίμηση"…Κανείς άλλος πολιτισμός δεν δανείστηκε τόσο ολόψυχα από έναν άλλο τόσο χρονικά απόμακρό του, όσο οι μεσαιωνικοί Έλληνες από την κλασσική Αρχαιότητα…Οι Βυζαντινοί αφομοίωναν και εκμεταλλεύονταν για τους δικούς τους σκοπούς την τέχνη και λογοτεχνία μιας μακρινής κοινωνίας της οποίας ισχυρίζονταν ότι ήταν απόγονοι. Η αντίθετη και παραδοσιακή άποψη, ότι οι Βυζαντινοί διατήρησαν τις ελληνορωμαϊκές φόρμες αστόχαστα ή, στην καλύτερη περίπτωση, επειδή "έτσι τις βρήκαν", είναι η επιτομή μιας αντίληψης η οποία βλέπει στην ιστορία της τέχνης δυο φάσεις: την Κλασσική Αρχαιότητα και την Αναγέννηση, καθεμιά από τις οποίες ακολουθείτο από "διαδόχους", οι οποίοι από τη φύση τους ήταν καταδικασμένοι να ακολουθούν το μονοπάτι των μαστόρων των δυο αυτών εποχών. Η ωφελιμότητα αυτής της αντίληψης έχει αμφισβητηθεί ».29
Ο Μάνος Χατζιδάκης, θα ομολογήσει ότι: «Πάνω σ’ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή διακρίνομε καθαρά την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μα ακόμη παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, που δεν είναι άλλη από την αυστηρή και απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία» 30
Πόσοι γνωρίζουν, άραγε, πως εκτός της εκκλησιαστικής βυζαντινής ελληνικής μουσικής, στην Ρωμανία υπήρχε «κλασσική» κοσμική, μουσική, που σώζεται αυτούσια σε χειρόγραφα; Σχεδόν κανείς «λάτρης του πολιτισμού» δεν ευδόκησε στο Ευρωλάγνο κράτος μας, να ασχοληθεί μαζί της και μόνο μετά από δύο περίπου αιώνες, χάρη στον Χ. Χάλαρη και τον Π. Ταμπούρη βγήκαν στην επιφάνεια τα θαυμάσια μουσικά έργα των προγόνων μας.  
Να τι ανάφερε για την Ρωμαίϊκη τέχνη, ο κορυφαίος Άγγλος «Βυζαντινολόγος», Σερ Steven Runnciman:
«Κάποιοι υποστηρίζουν ότι το Βυζάντιο δεν είχε τέχνη. Τότε αυτοί δεν πρέπει να ξέρουν τίποτε από τέχνη. Η βυζαντινή τέχνη ήταν από τις μεγαλύτερες σχολές τέχνης παγκοσμίως. Κανένας αρχαίος Έλληνας δε θα μπορούσε να χτίσει την Αγία Σοφία, αυτό απαιτούσε πολύ βαθιά τεχνική γνώση. Κάποιοι, ξέρετε, υποστηρίζουν, ότι η βυζαντινή τέχνη είναι στατική. Δεν ήταν καθόλου στατική, αλλά ήταν μια σχολή τέχνης από τις σημαντικότερες στον κόσμο, που όσο περνά ο καιρός εκτιμάται όλο και περισσότερο, κι όσοι Έλληνες διανοούμενοι σάς λένε ότι το Βυζάντιο δε δημιούργησε τίποτε, είναι τυφλοί.»31
Στο λόγο του, όταν πήρε το Νόμπελ λογοτεχνίας στα 1979, ο Οδ. Ελύτης ανέφερε πως ακολούθησε την μέθοδο του Ρωμανού του Μελωδού, που δημιουργεί σε καθεμιά από τις ωδές ή τα κοντάκιά του, μια νέα μορφή.
O Άγγλος ιστορικός John Julius Cooper, μας πληροφορεί: «Στις μέρες μας απομένει μόνον ένα πράγμα να μας θυμίζει την ιδιοφυΐα των Βυζαντινών: η λαμπρότητα της τέχνης τους».32
Ο Jacques Lacarrière (1925-2005), αφού τονίζει με έμφαση ότι «η Ελλάδα βρίσκεται σε όλο τον κόσμο», εξομολογείται:  «Νοιώθω το ίδιο, αν ακούσω ένα ζεϊμπέκικο, ένα ποίημα του Ελύτη ή βυζαντινή μουσική. Υπάρχει ένα φως που ενώνει την αρχαία και την σύγχρονη Ελλάδα»33
*
Η βυζαντινή τέχνη επηρεάστηκε από την αρχαία ελληνική τέχνη (την θέση των θεών και των ηρώων παίρνουν οι άγιοι, οι Απόστολοι, ο Χριστός και η Παναγία), όπως επίσης και από την τέχνη της Ανατολής(διακοσμητικά μοτίβα). Είναι κυρίως θρησκευτική (αρχιτεκτονική ναών, εικονογράφηση) αλλά και λαϊκή (αντικείμενα οικιακά).


Κέντρο της βυζαντινής τέχνης ήταν η Κωνσταντινούπολη (κυρίως ναοί). Τους ναούς τους έχτιζαν σπουδαίοι αρχιτέκτονες και τους διακοσμούσαν άξιοι ζωγράφοι, που χρησιμοποιούσαν τα πιο καλά υλικά.
Ο τύπος ναού που κυριαρχεί στις μεγαλύτερες εκκλησίες ως τον 6ο αιώνα είναι η βασιλική, που κατάγεται από ένα ευρύχωρο ελληνιστικό και ρωμαϊκό κτίριο για δημόσιες συγκεντρώσεις. Παράλληλα με τις βασιλικές χρησιμοποιήθηκαν στον 4ο και 5ο αιώνα για μικρότερα ιερά, κυρίως για τα μαρτύρια που κάλυπταν τάφους αγίων ή σημείωναν τόπους θείων επιφανειών ή θαυμάτων, τύποι κτιρίων που κατάγονται από αρχαία μαυσωλεία, περίκεντρα κτίρια στεγασμένα με τρούλο σε ποικίλες μορφές. Σε αυτή συνδυάστηκε η βασιλική με τον τρούλο, που συμβολίζει τον ουρανό. Στην περίοδο των Μακεδόνων ο ρυθμός αυτός εξελίχτηκε (σταυροειδής με τρούλο).
   



Στα περίκεντρα κτίρια κυριαρχεί ο μεγάλος τρούλος που στέφει έναν ενιαίο χώρο. Όλα τα στοιχεία, πεσσοί, κολόνες, εξέδρες, τόξα, τονίζουν τον κατακόρυφο άξονα. Ένα όμως κτίσμα του Ιουστινιανού δημιουργεί μια τομή στην βυζαντινή αρχιτεκτονική, γιατί καθιερώνει τον τρούλο ως κύριο καθοριστικό στοιχείο του κτιρίου του ναού (η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη). Τα στοιχεία που την συνθέτουν ανήκουν στην ίδια κατηγορία των περίκεντρων ναών, αλλά έχουν συντεθεί κατά τρόπο νέο ώστε, ο τεράστιος πάμφωτος χώρος να ανυψώνεται με αργό ρυθμό, καθώς οι πολύτιμες και πολύχρωμες επιφάνειες που τον περικλείουν ανελίσσονται με τους ρυθμικούς κυματισμούς των τόξων.
             

Η Αγία Σοφία ήταν το λαμπρότερο κτίσμα του Βυζαντίου.

Μαζί με την αρχιτεκτονική εξελίχτηκε και η ζωγραφική. Αναπτύχθηκε επίσης το ψηφιδωτό. Σπουδαία δείγματα ψηφιδωτών (τα λίγα που έχουν σωθεί) υπάρχουν στην Αγία Σοφία, στον Άγιο Δημήτριο της Θεσ/νίκης και αλλού. Τα σπουδαιότερα βέβαια ψηφιδωτά είναι αυτά που εικονίζουν τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα στην Ραβένα της Ιταλίας




   Οι Βυζαντινοί αρχιτέκτονες επέλεγαν τους χώρους οικοδομήσεως με σεβασμό προς το περιβάλλον, όπως φαίνεται από τα μοναστήρια του Αγίου Όρους και των Μετεώρων (πάνω σε τεράστιους βράχους).

  Με την λαϊκή τέχνη ασχολήθηκαν πολλοί τεχνίτες, κατασκευάζοντας οικιακά σκεύη (κηροπήγια, δίσκοι, κουτάλια, πιρούνια) και κομψοτεχνήματα από μέταλλα και διάφορα άλλα υλικά.

Τέλος η πρόοδος της μηχανικής των, Χριστιανών πια, Ρωμαίων/ Ρωμηών, ήταν τόση που υπάρχουν δεκάδες γραπτές μαρτυρίες από τον 4ο ως τον 14ο αιώνα, για τριώροφες, τετραώροφες και πενταόροφες οικοδομές, ιδιωτικές και πολυκατοικίες. Νόμοι του 5ου αιώνα απαγόρευαν το ύψος των  ιδιωτικών οικοδομών να υπερβαίνει τα 25 περίπου μέτρα.34
6/. Κοινωνική Ζωή
Στον δημόσιο βίο των Βυζαντινών η κοινωνική ζωή ήταν συνυφασμένη με την Εκκλησία και την κεντρική εξουσία. Οι μεγάλες χριστιανικές γιορτές γίνονταν συνήθως αφορμή εορτασμών και πανηγυρικών εκδηλώσεων στους δρόμους, τις πλατείες και κυρίως στις εκκλησίες που σταδιακά εξελίχτηκαν σε βασικούς τόπους κοινωνικής συναναστροφής. Ωστόσο, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις των πρώτων χριστιανικών αιώνων οι κοσμικές διασκεδάσεις και θεάματα που παρουσιάζονταν στο θέατρο και στον ιππόδρομο ήταν πολύ αγαπητά και συνδεδεμένα με την κοινωνική ζωή. Ειδικά το θέατρο στο Βυζάντιο δεν είχε την παιδευτική διάσταση του αρχαίου κλασικού δράματος, δεν έπαψε όμως να προσφέρει ευκαιρίες για διασκέδαση.
Διαφορετική ήταν και η θέση του αθλητισμού στο Βυζάντιο. Ο ρόλος του διαφέρει ουσιαστικά από εκείνον που είχε στην αρχαιοελληνική κοινωνία: Η άθληση, συνυφασμένη με την σωματική ρώμη, την υγεία και την αυτάρκεια του πολίτη της αρχαίας πόλης-κράτους, δεν ήταν δυνατόν να συμβαδίσει με τους όρους και τις αξίες της ζωής του υπηκόου της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, στην νομοθεσία του Ιουστινιανού   συμπεριλαμβάνονται στα επιτρεπόμενα αγωνίσματα η πάλη, το άλμα εις ύψος, το άλμα εις μήκος και ο ακοντισμός. Παραδοσιακοί αθλητικοί χώροι, όπως το στάδιο, το γυμνάσιο και η παλαίστρα συνέχισαν να είναι σε χρήση κατά τους πρώϊμους αιώνες, αλλά καθώς η οικονομική ύφεση προχωρούσε, από τον 6ο αιώνα και μετά αφέθηκαν χωρίς συντήρηση, με αποτέλεσμα να γίνουν ερείπια.
Στην κοινωνική ζωή των Βυζαντινών ανήκε και η επίσκεψή τους στο λουτρό. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες στις πόλεις υπήρχαν μεγάλα λουτρικά συγκροτήματα, που συνέχιζαν την παράδοση της αρχαιότητας και προσέλκυαν πολλούς πολίτες καθώς λειτουργούσαν όχι μόνο ως χώροι ατομικής και υγιεινής και χαλάρωσης αλλά και ως τόποι συνεύρεσης και κοινωνικών επαφών.
Σταδιακά τόσο ο αριθμός όσο και το μέγεθος των λουτρών στην πρωτεύουσα αλλά και στις πόλεις της επαρχίας μειώθηκε σημαντικά. Σήμερα, σώζονται ελάχιστα βυζαντινά λουτρά, με πιο χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης αλλά και το λουτρό που ανήκε στην Μονή Καισαριανής.
Παραθέτουμε μερικά ενδιαφέροντα και χαρακτηριστικά γεγονότα αφορώντα στον κοινωνικόν πολιτισμόν της αυτοκρατορίας,  που καταγράφονται ιστορικώς ή επισημαίνονται από ειδικούς μελετητές: 
-«Είναι συνηθισμένο να θεωρούμε τον «Βυζαντινό» έναν άνθρωπο φανατικά προσηλωμένο σε δογματικές λεπτολογίες και σχολαστικότητες. Μια στατιστική για το εύρος της ενασχόλησης με την θεολογία δείχνει πως, με χονδρικούς υπολογισμούς, η αναλογία των συγγραφέων που ασχολήθηκαν με την θεολογία στο σύνολο των βυζαντινών λογίων δεν πρέπει να ξεπερνάει τα 2/5 περίπου»35
-Στην Χριστιανική Ρωμανία πρωτάρχισε ο δημόσιος φωτισμός των πόλεων τις νύχτες. Την Κωνσταντινούπολη έκανε πρώτη πόλη του φωτός ο έπαρχός της Κύρος. Το ίδιο συνέβαινε και στην Αντιόχεια , στην Καισάρεια και συνεχίστηκε καθ’ όλη την εποχή του Ρωμαίϊκου κράτους.36
-Οι γυναίκες της Ρωμανίας δεν θεωρήθηκαν ανάξιες να κατέχουν το ύψιστο αξίωμα απλά επειδή ήταν γυναίκες. Τέσσερις Ρωμηές αυτοκράτειρες κυβέρνησαν μόνες τους - δίχως να έχουν σύζυγο - χωρίς να φέρει κανείς αντίρρηση λόγω του φύλου τους. Η Ζωή (914-919), η Ειρήνη (797-802), Θεοδώρα και Ζωή (1042), Θεοδώρα (1054-1056). «Συνταγματικός φραγμός δεν υπήρχε. Και στο τέλος αιτία της πτώσης της [Ειρήνης] ήταν περισσότερο η κακή της υγεία παρά το φύλο της. Ποτέ οι βασιλείες αυτές των γυναικών δε θεωρήθηκαν παράνομες»37
Αυτά στην Δυτική Ευρώπη έγιναν μόνο μετά από 500 χρόνια. Και δεν μετρούμε και τις γυναίκες που ουσιαστικά κυβερνούσαν έχοντας κάποιον άνδρα ως ανδρεικελο μπροστά, για λόγους «δημοσίων σχέσεων
-Στην Κωνσταντινούπολη επί Θεοδόσιου Β΄ υπήρχαν οκτώ μεγάλα δημόσια λουτρά και 153 ιδιωτικά σε οικείες, φιλανθρωπικούς οίκους και μοναστήρια. Τα μεγαλύτερα (που είχαν ονόματα όπως Ζεύξιππος, Αχιλλεύς, Καμίνια) μπορούσαν να εξυπηρετήσουν ως και 2.000 λουόμενους. Τα ιδιωτικά λουτρά χτιζόταν ακόμη και στη στέγη των πλουσίων σπιτιών, οπότε με σωλήνες (ανεπτυγμένη υδραυλική) ανέρχονταν το προς λούσιμο νερό.38
-Στην Χριστιανική Ρωμανία για την ασφάλεια των πολιτών κατά την νύχτα και την δίωξη των συμμοριών συστάθηκε αστυνομικό σώμα υπό τον νυχτέπαρχο.39
Μεγάλο κεφαλαίο στην Ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού είναι η μεταλαμπάδευση του Ελληνικού Φωτός της Ρωμηοσύνης σε όλη την Ευρώπη από τις Ελληνίδες πριγκίπισσες που παντρεύτηκαν ξένους ευγενείς Όταν ο Όθων Β΄ παντρεύτηκε την πορφυρογέννη-τη  πριγκίπισσα Θεοφανώ, ακολουθώντας την αποφασιστική αυτή γυναίκα, πλήθος Ελλήνων από την Ανατολή και την νότιο Ιταλία, ήρθαν στο βορρά και ακολούθησαν την αυλή στην Γερμανία.
Εκεί η Θεοφανώ σκανδάλισε τους κατοίκους διότι έκανε μπάνιο (Στην Κωνσταντινούπολη του 12ου αι. υπήρχαν 33 δημόσια λουτρά, και κατά μέσο όρο οι Ρωμηοί λούονταν σε αυτά 3 φορές την εβδομάδα!) και φορούσε μεταξωτά. φριχτές συνήθειες που την έστειλαν στην κόλαση (την είδε εκεί σε όραμα της μια φραγκοπαπική μοναχή!).40. Το ίδιο ακριβώς έπαθε και η εξαδέλφη της η Μαρία Αργύρη, που έκαμε τον Πέτρο Δαμιανό να φρίξει, επειδή έφερε πιρούνια στην Βενετία. Πάντως, δεν είναι όλοι οι δυτικοί αχάριστοι, όπως ίσως να νομίζουν κάποιοι. Αρκετοί αναγνωρίζουν την προσφορά της Ρωμανίας στην εξέλιξη τους. Ιδιαίτερα οι Γερμανοί.
Ο R. von Vaitzeker, τότε πρόεδρος της Γερμανίας, σε λόγο του στην Ακαδημία Αθηνών (1992), εξέφρασε την ευγνωμοσύνη του δηλώνοντας χαρακτηριστικά ότι «ο πολιτισμός στην Γερμανία εισήχθη από το Βυζάντιο στα τέλη του 10ου αιώνος».
Eμείς λοιπόν, δώσαμε τον πολιτισμό στους βάρβαρους, απολίτιστους και βαλανιδοτρεφόμενους γερμανούς και αυτοί σε αντάλλαγμα «ευγνωμοσύνης»:
-Επρότειναν, υπεκίνησαν και εβοήθησαν παντοιοτρόπως τους Νεοτούρκους στην γενοκτονία των Ελλήνων (Μικρά Ασία, Πόντος, κλπ) και στον ξερριζωμό του Ελληνισμού από τις πατρογονικές εστίες τους (1914-1922),
-Μας υποδούλωσαν δύο φορές, δια των στρατιωτικών όπλων (1941-1944) και δια των οικονομικών όπλων και των επαίσχυντων Τοκογλυφικών Μνημονίων, σήμερον!! 
                                                           *
Αυτοί είναι οι θησαυροί της Ρωμηοσύνης! Αυτοί ήσαν οι Θησαυροφύλακες της Ρωμηοσύνης! Οι συντηρητές-διαμορφωτές-συνεχιστές του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού, στην μακραίωνη ιστορία του πολιτισμού της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιον). Όταν η Φραγκοπαπική Αιρετική Δύση βρισκόταν ακόμη στο μεσαιωνικό πνευματικό σκοτάδι και αναζητούσε ακτίδες φωτός, τις έλαβαν από τους πολυμήχανους, πολυτάλαντους, φωτισμένους Ρωμαίους/ Ρωμηούς της Ορθόδοξης Χριστιανικής Ανατολής!!
Εμείς τι άλλο να προσθέσουμε;
Ουαί υμίν ανθέλληνες και μισέλληνες! Είστε τυφλοί και οδηγείτε τυφλούς…Αμφότεροι όμως δεν αντιλαμβάνεσθε ότι ευρίσκεσθε σε πνευματικό βόθυνον, όπου εκτός της δυσωδίας την οποίαν… απολαμβάνετε, ΔΕΝ πρόκειται να σας αφήσει να κοιμηθείτε, η δόξα και το μεγαλείο της Ορθόδοξης Ρωμαϊκής/Ρωμαίϊκης Αυτοκρατορίας μας!!!



Συνεχίζεται


                
             




1 α. Η βιβλιογραφία από την οποίαν αντλήθηκαν τα στοιχεία της παρούσης μελέτης, πλέον των πηγών που καταγράφονται σε κάθε ανάρτηση, θα παρατεθεί στο τέλος της αναπτύξεως του θέματος.
β. Οσάκις θα αναφερόμαστε στους όρους Βυζάντιον, Βυζαντινός/ Βυζαντινοί, Βυζαντινός πολιτισμός, και Βαλκάνια, Βαλκανική χερσόνησος, θα το πράττουμε κατ’ οικονομίαν, αφού οι παραπάνω όροι είναι τεχνητοί, εμβόλιμοι και ιστορικώς αβάσιμοι.
  Όπως σημειώνει ο Ακαδημαϊκός Δ.Α. Ζακυνθηνός, «τα ονόματα Βυζάντιον, Βυζάντιος, Βυζαντινός, Βυζαντιακός, ουδέποτε εχρησιμοποιήθησαν υπό την Ελλήνων των μέσων αιώνων εν τη σημασία, ην έχουν σήμερον. Κατ' αυτούς Βυζάντιον, Βυζαντίς, Βυζαντιών πόλις ήτο η Κωνσταντινούπολις, Βυζάντιος δε ο κάτοικος αυτής... Ο όρος ούτος εν τη κατά τους νεωτέρους χρόνους κατισχυσάση ευρεία εννοία εμφανίζεται το πρώτον εν τη Λατινική, μετά δε την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, δηλοί κυρίως τους εις την Ιταλίαν καταφυγόντας Έλληνας λογίους. Ως όρος επιστημονικός χρησιμοποιείται κατά τον δέκατον έκτον (16ον) αιώνα».
 Ειδικώς για τους όρους «Βαλκάνια» και «Βαλκανική», σημειώνουμε τα εξής:
Ο Αίμος είναι οροσειρά στα βορειανατολικά της Ελληνικής Χερσονήσου, από την οποία ονομάστηκε Χερσόνησος του Αίμου. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνος, στα διεθνή έγγραφα (επίσημες αλληλογραφίες, περιεχόμενο διμερών ή διεθνών συνθηκών, στρατιωτικά έγγραφα, κλπ) η περιοχή των σημερινών Βαλκανίων, ανεφέρετο ως «Χερσόνησος του Αίμου».
Οι Συστημικοί ανθέλληνες και οι Ιουδαιοταλμουδιστές νεότουρκοι, την ονόμασαν Βαλκανική χερσόνησο και  Μπαλκάν και έκτοτε παραδόξως, επικράτησε διεθνώς η ανιστόρητη αυτή ονομασία.
Με την ονομασία Βαλκάνια [από την τουρκική λέξη «μπαλκάν» (balkan = όρος, ή υψηλή δασώδης οροσειρά), (αρχ. ελλ. Χερσόνησος του Αίμου)], και Βαλκανική χερσόνησος, καθιερώθηκε εσφαλμένα να χαρακτηρίζεται, περισσότερο ως πολιτικός όρος παρά γεωγραφικός, αφ’ ενός η περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και συγκεκριμένα η τρίτη από Δυσμών προς Ανατολάς νότια χερσόνησος της Ευρώπης και αφετέρου συλλήβδην και χώρες γειτονικές που βρίσκονται εκτός των φυσικών γεωγραφικών ορίων της χερσονήσου αυτής, που από το μακρινό παρελθόν λειτούργησε και λειτουργεί ως σταυροδρόμι, μεταξύ Ευρωπαϊκής και Ασιατικής ηπείρου.
Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, ο Αίμος οφείλει το όνομα του στο αίμα του τιτάνα Τυφώνα, τον οποίο πλήγωσε ο Δίας όταν εξαπέλυσε κεραυνό εναντίον του ή από τον Αίμο, μυθικό βασιλιά της Θράκης.         
2 Μετά την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας που ήταν υποδουλωμένη στους άπιστους εισβολείς και αιμοσταγείς κατακτητές, Λατίνους και Φραγκοπαπικούς, ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, εισέρχεται θριαμβευτικώς στην Πόλη, από την Χρυσεία Πύλη, στις 15-8-1261.

3 (http://www.perivoli.gr/istoria.html) --- Ιστορικό και Δημοσιογραφικό Αρχείο Άγγελου Σακέτου, Εγκυκλοπαίδεια «Μαλλιάρης-παιδεία», Εγκυκλοπαίδεια «δομή»--- vizantinaistorika.blogspot. com/2014/10/ blog-post_10.html10 Οκτ 2014-ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΜΑΓΝΑΥΡΑΣ, ΟΤΑΝ ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ...nikosxeiladakis.gr/βυζαντινο-πανεπιστημιο-μαγναυρας-οτ/15 Μαρ 2015 - Η λαμπρότερη, αλλά και η πιο συκοφαντημένη περίοδος----Το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, Πνευματικός Φάρος για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, Δρος Αντώνη Πρωτοπαπά, Ιστορικού-ερευνητή,eclass. sch.gr/modules/document/ file.php/G300112/.../ σχολή%20 Μαγναύρας.pdf---http://www.San simera.gr/ articles/48#ixzz4A3d6 OxqO..----Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης και οι πολίτες της, του πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, https:// pneymatiko.wordpress. com/2008/.../η-αυτοκρατορία-της-νέας-ρώμης-και-οι-πο..--- Χριστιανισμός και Παιδεία www.impantokratoros.gr., Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης των μέσων χρόνων - κεφάλαιο Α' - Χριστιανισμός και Παιδεία... (12/11/09)---- ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, www.apologitis.com/gr/ancient/byz-politismos. htm---Η Ανώτατη Εκπαίδευση στο Βυζάντιο, Σπύρος Παναγόπουλος, Υπ. Δρ. Βυζαντινής Φιλολογίας και Τέχνης Παν/μίου Πατρών---- Βυζαντινή περίοδος, 330-1453 μ.Χ. Εισαγωγή, Νίκος Μπαλάσκας, https://sites.google.com/site/.../istoria/2-istoria-tes.../2-byzantine-periodos-eisagoge----Η έννοια του υψηλού στην βυζαντινή τέχνη. – Βυζαντινός Περίπατος ...www.byzantineathens.com/tauomicron-upsilonpsietalambdaomicron-sigma tauetanu-b...

4 Ο Χριστιανικός πολιτισμός της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (γνωστὴ ως Ρωμανία/ Βυζάντιο), του Θωμά Φ. Δρίτσα.

5 G. Pentogalos-J. Lascaratos, Bulletin of the History of Medicine, 58 (1984), 99-102. L.J. Bliquez, Two lists of Greek Surgical Instruments and the State of Surgery in Byzantine Times, Symposium on Byzantine Medicine, DOP 38 (1984), 187-204
6 Theophanis Chronographia, de Boor, II, Teubner, Lipsae, 1885, 23
7 Βυζαντινό χειρόγραφο 12ου αιώνα (Βιβλιοθήκη Βατικανού) [Πηγή: Περιοδικό «Αερόπος», άρθρο «ιατρική του Βυζαντίου», Του βασίλειου Σπανδάγου, Ιατρού - Ιστορικού Ερευνητού Αρχιάτρου Τραπέζης της Ελλάδος, σελίδα 27].
8 History of Libraries in the Western World, Michael H. Harris, Scarecrow 1995
9 J.J. Norwich, «Σύντομη Ιστορία του Βυζαντίου», εκδ. Γκοβόστη, Δ΄ έκδοση,1997
10 Ε. Γίββων «Παρακμή και πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας»
11 «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της εκδοτικής Αθηνών, τομ. Ζ΄ σελ 17.
12 Πήτερ Μπράουν, ο Κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας, 150-750 μ.Χ., εκδ. Αλεξάνδρεια.











13 Βασιλακοπούλου, «Η ελληνική παιδεία στο Βυζάντιο», Φαινόμενα Νεοειδωλολατρίας, εκδ. Θεοδρομία, σ. 280
14 A History of Science, Cambridge, 1946, p. 47

15 Το δολάριο του Μεσαίωνα - γνώμες - Το Βήμα Online, www. tovima. gr/opinions/article/?aid=129381 

-Ελληνική Ιστορία- Βυζαντινό Νόμισμα, www.agiotatos.gr › Αρχική › Ελληνική Ιστορία › Βυζάντιο.

16 Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 195.
17 Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 196-197.
18 Οι εμπροσθότυποι των αργυρών νομισμάτων είχαν αρχικά κατά τομές, αλλά στην συνέχεια περιλάμβαναν καθιστές μορφές, προτομές και καθαρά επιγραφικά πρότυπα. Οι οπισθότυποι παρουσίαζαν έναν σταυρό που δέσποζε στην οροφή κλίμακας ή μια προτομή του Χριστού που περιβαλλόταν από επιγραφές. Από τον 10ο αιώνα ο σταυρός έφερε ένα στρογγυλό ανάγλυφο πορτραίτο του αυτοκράτορα.
Οι εμπροσθότυποι των πρώτων μπρούτζινων νομισμάτων είχαν μια προτομή και οι οπισθότυποι ένα σταυρό και μια ένδειξη της αξίας. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄ η προτομή επικράτησε και ο αυτοκράτορας προσέθεσε στην δωδέκατη επέτειο της βασιλείας του την ημερομηνία στον οπισθότυπο των μπρούτζινων νομισμάτων με τη μορφή Anno XII.
Από την εποχή του Ιουστίνου του Β΄ (567-578) οι εμπροσθότυποι παρουσίαζαν δύο ή περισσότερες αυτοκρατορικές μορφές σε όρθια στάση σε συνδυασμό με μια ένδειξη της αξίας. Από τον 10ο αιώνα οι οπισθότυποι καλύπτονταν πλήρως από τρεις ή τέσσερις γραμμές επιγραφής. Οι επιγραφές ήταν αρχικά στα Λατινικά αλλά η ορθογραφία γινόταν συνεχώς πιο πολύπλοκη, καθώς αναμειγνύονταν το ελληνικό και το λατινικό αλφάβητο, κυρίως από τον 7ο αιώνα, με αποτέλεσμα στα τέλη του 8ου αιώνα να υιοθετηθεί πλήρως η ελληνική γραφή.
19 Την περίοδο αυτή οι χρυσές νομισματικές εκδόσεις αποτελούνται:
·Από τον σόλιδο που ισούται με 1/72 της Ρωμαϊκής λίτρας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
·Από τις δύο υποδιαιρέσεις του: το σεμίσσιο και το τρεμίσσιο, που αντιστοιχούν στο μισό και το τρίτο του σόλιδου. Οι αργυρές κοπές μέχρι το πρώτο τέταρτο του 7ου αιώνα έχουν αναμνηστικό χαρακτήρα. Το 615 ο αυτοκράτορας Ηράκλειος εισάγει για πρώτη φορά το εξάγραμμο, ένα βαρύ ασημένιο νόμισμα, το οποίο καθιερώνεται στις κρατικές πληρωμές. Μετά το 681 το εξάγραμμο περιορίζεται σε κοπή αναμνηστικού χαρακτήρα, ενώ εξαφανίζεται εντελώς στις αρχές του 8ου αιώνα. Ο 6ος αιώνας μπορεί να χαρακτηριστεί ως η πιο σημαντική περίοδος στην εξέλιξη του χάλκινου νομίσματος. Αντίθετα ο 7ος αιώνας χαρακτηρίζεται από μια παρακμή στις κοπές των χάλκινων νομισμάτων.
20 Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι η μείωση των νομισματικών υποδιαιρέσεων. Στα χρόνια της βασιλείας του νικηφόρου Φωκά (963-969) εμφανίζεται ένα νέο χρυσό νόμισμα, το λεγόμενο τεταρτηρό ίδιο σε σχήμα και εμφάνιση με το κανονικό νόμισμα αλλά λίγο ελαφρύτερο από αυτό. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο αυτής της περιόδου είναι ότι ύστερα από 7 αιώνες περίπου το παραδοσιακό χρυσό βυζαντινό νόμισμα, ο κωνσταντίνιος σόλιδος, χάνει το κύριο χαρακτηριστικό του γνώρισμα, την καθαρότητα των 24 καρατίων σε πολύτιμο μέταλλο. Ήρθε η στιγμή της υποτιμήσεως του χρυσού βυζαντινού νομίσματος, μια υποτίμηση που θα πρέπει να θεωρηθεί ως το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, θα πρέπει να χωριστεί σε δύο φάσεις. Στην φάση της ελεγχόμενης υποτιμήσεως (1024-1071) και στην φάση της καταστροφικής υποτιμήσεως.
21 Το ασημένιο δουκάτο αποτελείται από καθαρό ασήμι και έχει επίπεδο σχήμα. Την περίοδο 1330-1340 το βάρος του νομίσματος αυτού ελαττώνεται και τον 14ο αιώνα τη θέση του την παίρνει ένα καινούργιο αργυρό νόμισμα το σταυράτο. Ταυτόχρονα συνεχίζουν να κυκλοφορούν νομίσματα από κράμα και χάλκινα.
22 «Ρωμηοσύνη ή Βαρβαρότητα» του οικονομολόγου Αναστ. Φιλιππίδη, για περισσότερες πληροφορίες διαβάστε: «Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου», ένα ογκώδες συλλογικό έργο πού εκδίδεται ταυτόχρονα στα ελληνικά από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας και στα αγγλικά από το Dumbarton Oaks Center του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, http:// www. doaks.org/ehbvol.html
23 -Γ. Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό κράτος, (Αθήνα 1983),104 και 105.
-Β. Πέννα, «Ο δημόσιος, οικονομικός και κοινωνικός βίος των βυζαντινών», στο Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα : Από την αρχαιότητα έως και τα μεταβυζαντινά χρόνια, τ. ΙΙ (Πάτρα, 2001),σ.94.
-Α. Χριστοφιλοπούλου, «Πολιτεία-Κοινωνία-Οικονομία κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (324-610), στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Ζ΄ (Αθήνα 1978): 269.
24 Οι διοικητές των επαρχιών (ηγεμόνες, άρχοντες), των διοικήσεων (βικάριοι) και των υπαρχιών (ύπαρχοι) διορίζονταν από τον αυτοκράτορα για ένα χρόνο με δυνατότητα παράτασης της θητείας τους, ως τακτικοί δικαστές. Ως κατώτεροι δικαστές στις πόλεις κάθε επαρχίας χρησίμευαν οι άρχοντες της πόλεως (αστικές μικροδιαφορές) και οι έκδικοι (φορολογικά), που με το πέρασμα του χρόνου απέκτησαν και δικαστικές αρμοδιότητες. Λόγω του όγκου των υποθέσεων οι άρχοντες των επαρχιών αλλά και της πρωτεύουσας, ανέθεταν την εκδίκασή τους σε εντεταλμένους δικηγόρους (pedanei = κατώτεροι δικαστές). Αρμόδιοι για την εκδίκαση των εφέσεων ήταν είτε ο βικάριος (που σταδιακά καταργήθηκε) είτε ο ύπαρχος. Οι αποφάσεις των βικαρίων ήταν εφέσιμες προς το αυτοκρατορικό δικαστήριο, όχι όμως και οι αποφάσεις του υπάρχου γιατί θεωρούνταν ισοδύναμες με του αυτοκράτορα.
25 Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, Β.Ν. Τατάκη, εκδ. Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, 1977, σ. 177
26 Ellenisticheskie osnovy vizantiĭskogo iskusstva. English. Hellenistic origins of Byzantine art. New Brunswick, N.J., Rutgers University Press [1961]
27 David Talbot Rice (11 July 1903, 12 March 1972,) was an English art historian. His father was "Talbot-Rice" and both he and his wife published using "Talbot Rice" as a surname, but are also sometimes found under "Rice" alone,
28 André Nicolaevitch Grabar (July 26, 1896 – October 3, 1990) was an historian of Romanesque art and the art of the Eastern Roman Empire. Born in Ukraine and educated in the Russian Empire, he spent his career in Bulgaria (1919-1922), France (1922-1958) and the USA (1958-1990), and wrote all his papers in French. Grabar was one of the 20th-century founders of the study of the art and icons of the Eastern Roman Empire, adopting a synthetic approach embracing history, theology and interactions with the Islamic world.
29 Πηγές: Anthony Cutler, Byzantium, Italy and the North, The Pindar Press, Λονδίνο 2000, σελ. 41.--- Light and colour in Byzantine Art, Clarendon University Press, Οξφόρδη 1996, σελ. 47.
30 Μάνος Χατζιδάκις, «Ο καθρέφτης και το μαχαίρι».
31 http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/runciman_interview.html 
Πηγή: www.flash.gr, «Σερ Στήβεν Ράνσιμαν: Χρειαζόμαστε την πνευματική μετριοφροσύνη«, 6/11/2000, Επιμέλεια: Λαμπρινή Χ. Θωμά.
32 J.J. Norwich, «Σύντομη Ιστορία του Βυζαντίου», εκδ.  Γκοβόστη, Δ΄ έκδοση, 1997.
33 Ζακ Λακαριέρ, εφημερίδα «Τα Νέα», 12/6/2002
34 π.χ. Χρυσόστομος, PG 58, 522. Θεοφάνης, 172,9¸265,3. Τζέτζης, Χιλιάδες, χιλ. 5, ιστορ. 17, στιχ. 618. Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, 2, 377, 16. Αρμενόπουλος, Εξάβιβλος, 2, 4, 28, κλπ.
35 Hans-Georg Beck, Η βυζαντινή Χιλιετία, εκδ. Μορφωτικού ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σ. 237
36 Πασχάλιον Χρονικόν, 588, 11--- Λιβάνιος, Προς Θεοδόσιον κατά Τισαμενού, 37--- Ευάγριος, Εκκλ. Ιστ. PG 86, 2867
37 Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός πολιτισμός, εκδ. Γαλαξίας, σ. 78
38 Ιωάννη Λυδού, Περί Αρχών, 186, 89
39 Βασιλικά, 6,5,2. Μαλάλας 479,8
40 Ράνσιμαν Στήβεν, «Βυζαντινός Πολιτισμός», Αθήνα, 1979, σελ. 335

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου