Τετάρτη 15 Ιουνίου 2016

ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ:
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 1
  



«… Κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη, σαν αρχάγγελος, τρανός αφέντης, ρήγας, αυτοκράτορας, εμπήκε μεσ’ την Πόλη, στην Αγιά Σοφιά.2
Και χύνεται ο ήλιος της κορώνας του κι ανθίζει η Ρωμιοσύνη σαν τα λούλουδα και χάνεται ο Φράγκος σαν την καταχνιά!» (Κ. Παλαμάς)

MEΡΟΣ 17o

Θ. ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ
2. Ιστορική εμφάνιση του όρου
Η ιστορική εμφάνιση του όρου «Ρωμηοσύνη» (αρχική καταγραφή στην υφισταμένη γραμματεία), συνιστά μόνιμο πρόβλημα. Ερευνητές του θέματος, όπως ο π. Γ. Μεταλληνός, βιογραφώντας τον Ληξουριώτη ριζοσπάστη πολιτικό του 19ου αιώνα Γεώργιο Τυπάλδο Ιακωβάτο (1813-1882), ασχολήθηκαν ειδικά με τον όρο Ρωμηοσύνη και τις πνευματικο-πολιτικές παραμέτρους του. Έτσι επισημάνθηκε ως  η πρώτη (γνωστή ως τότε) χρήση του όρου, στο πολύτιμο έργο του «Ιστορία της Ιόνιας Ακαδημίας», γραμμένο μεταξύ 1831-1837, που εξέδωσε κριτικά ο καθηγητής Σπ. Ασδραχάς, και κατεβλήθη προσπάθεια να προσδιορισθεί και το ιδεολογικό πλαίσιο εμφανίσεως του όρου.
Κατά τις ιστορικές έρευνες, η προσοχή των ερευνητών εστράφη στην πνευματική επίδραση του πρεσβυτέρου αδελφού του Γεωργίου, Κωνσταντίνου Τυπάλδου (1795-1867), ιερομόναχου τότε και καθηγητού στην Ιόνιο Ακαδημία, και στον κύκλο του εθνικού μας ποιητού Διονυσίου Σολωμού (1797-1857), στον οποίο διαβάζονταν τα κείμενα των Δημ. Καταρτζή, Π. Χριστοπούλου και Ι. Βηλαρά, στα οποία είναι ευρύτατη η χρήση των συγγενών όρων Ρωμηός και Ρωμανία.
Όταν όμως εγράφοντο τα παραπάνω πρώτα αποτελέσματα των ερευνών για τον όρο «Ρωμηοσύνη»(1988), δεν είχε προσελκύσει την προσοχή τους, το γνωστό και χρήσιμο και ως ιστορικό κείμενο «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη» του Μπάρμπα Παντζελιού,3 η τελευταία κριτική έκδοση του οποίου οφείλεται στον αείμνηστο Βασίλειο Λαούρδα.4


Η υπόδειξη για την χρήση του όρου Ρωμηοσύνη στο κείμενο αυτό, δηλαδή ήδη το έτος 1786, οφείλεται στον ερευνητή της ιστορίας του «Ρωμαίϊκου», Ιστορικό Κριτικό και Λογοτέχνη, Κώστα Σαρδελή.5  

   
Το «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη» χρησιμοποιεί τους όρους «Ρωμιός -ιοί», Ρούμελη και Ρωμηοσύνη, στην ιστορικά καθιερωμένη χρήση τους. Για παράδειγμα:
στ. 56: «ουλ' οι Ρωμιοί θα σηκωθούν και την Τουρκιά θα φάσι» (παράβαλλε στ. 76, 100, 740).
στ. 78: «πως εσηκώθηκ' η Βλαχιά, κι η Ρούμελη κι η Μάνη» (Ρούμελη = η Στερεά  Ελλάδα), σ' αντίθεση με την «Τουρκιά» (στ. 121, 144 κ. ά.).
Σ' αυτό το πλαίσιο χρησιμοποιείται και ο όρος «Ρωμηοσύνη», και μάλιστα σε αναφορά προς το αναμενόμενο ελεύθερο Γένος, στα ακόλουθα σημεία:
στ. 10: Ο Δασκαλογιάννης «με την καρδιά τουν ήθελε την Κρήτη Ρωμιοσύνη…».
Το νόημα του όρου Ρωμηοσύνη προσδιορίζεται σαφώς από τους επόμενους στίχους:
11-16: «Κάθε Λαμπρή και Κυριακή ήβανε το καπέλλο
και του Πρωτόπαπά 'λεγε: Το Μόσκοβο θα φέρω
να τα συντράμει τα Σφακιά τσοι Τούρκους να ζυγώξου
και για την Κόκκινη Μηλιά δρόμο να τώνε δώσου
Μα κι οποίοι τωνεθέλουσι στην Κρήτη ν' απομείνου
Σταυρό να προσκυνήσουσι και χρισθιανοί να γίνου».
στ. 108: «τση Ρωμιοσύνης τον οχτρό ούλοι να πολεμούσι…»
στ. 980-81: «Μα δίχως να την κάμουσι την Κρήτη Ρωμιοσύνη
να τα ξεβγάλουν τα Σφακιά δεν ήτο δικιοσύνη… »
Έτσι, το «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη», μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε την ιστορική χρήση του όρου Ρωμηοσύνη, και μάλιστα με άνεση, που δείχνει εξοικείωση μαζί του και μακρά παρουσία του, στο ευρύτερο λαϊκό λεξιλόγιο, πενήντα περίπου χρόνια πριν από τον Γ. Ιακωβάτο. Κυκλοφορούσε, μάλιστα, ο όρος στο στόμα του λαού, που με απόλυτο σεβασμό, όπως δείχνει η δημοτική μας ποίηση, χρησιμοποιεί τους καθιερωμένους όρους, χωρίς τον βιασμό που συνήθως επιβάλλουν στην χρήση τους οι λόγιοι, υποκείμενοι στις οποιεσδήποτε δεσμεύσεις ή ιδεολογικές τους σκοπιμότητες.
Πότε αρχίζει να διαμορφώνεται ιστορικώς, ο όρος Ρωμηοσύνη;
Ο Κωστής  Παλαμάς ακολουθών τον Γερμανό Κρουμπάχερ,6 δέχεται ότι ο Ρωμηός είναι ο ίδιος από τον καιρό του Ιουστινιανού γιατί τότε το όνομα Ρωμαίος άλλαξε σημασία και έκτοτε αντί να σημαίνει τον Λατίνο, σημαίνει τον Γραικό/Έλληνα.
Ο ιστορικός Κρουμπάχερ στο έργον του «Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας» εξηγεί ξεκάθαρα  την σημασία του κατηγορημένου Ρωμιού, σε λίγα και ουσιαστικά λόγια, αμέσως από τα πρώτα φύλλα του έργου του. «Το όνομα τούτο (δηλαδή Ρωμαίος) διετηρήθη, γράφει ο Κρουμπάχερ, δια των φρικτών χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερον, ως η πραγματική και μάλιστα διαδεδομένη επίκλησις του γραικικού λαού, απέναντι της οποίας η μεν σποραδικώς απαντώσα Γραικοί μικράν ιστορικήν σημασίαν έχει, η δε δια της Κυβερνήσεως και σχολείου τεχνικώς εισαχθείσα Έλληνες, ουδεμίαν».
Για τον Αργύρη Εφταλιώτη7 όμως, δεν εμφανίζεται η Ρωμηοσύνη με τον Ιουστινιανό, αλλά κυρίως κατά την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γράφει σχετικώς:
«…Ο Καίσαρας τούτος αφίνει την δοξασμένη του Ρώμη, και με το σταυρό στο χέρι και στην καρδιά κατεβαίνει και στήνει άλλη, πιο δυνατή και πιο δυσκολόπαρτη Ρώμη στην καταφρονεμένη μας την Ανατολή. Κ' έτσι, αν έγινε ο Ελληνισμός όργανο του Χριστιανισμού, έγινε όμως κι ο Χριστιανισμός, καθώς κι όσα έκαμε ο Μέγας ο Κωνσταντίνος για να στερεώσει το κράτος του, αφορμή να ξαναγεννηθεί ο Ελληνισμός. Επειδή τότες μαζεύτηκαν τα παλιά και νέα συστατικά που και ζύμωσαν κ' έπλασαν την καθαυτό Ρωμηοσύνη».
Το γεγονός ότι ο λαός, οι διανοούμενοι, ο κλήρος και οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν με τόση υπερηφάνεια και αγάπη τα εθνικά ονόματα της Ρωμηοσύνης μέχρι σήμερον, είναι απόδειξη όχι μόνο ότι οι Νεογραικοί δεν γνωρίζουν τα πραγματικά αισθήματα του λαού, αλλά και ότι η προσπάθεια να σβήσει η Ρωμηοσύνη απέτυχε.
3.   Η Ρωμηοσύνη κατά τον Κωστή Παλαμά 8
Το 1901 υπήρξε μία οξεία αντιπαράθεση μεταξύ εκείνων που υποστήριζαν την εκρίζωση της Ρωμηοσύνης, και εκείνων που αγωνίζονταν όπως ο Παλαμάς, να διατηρήσουν την χρήση των ονομάτων «Ρωμηός» και «Ρωμηοσύνη» τουλάχιστον στην δημοτική γλώσσα.
Τότε κυκλοφόρησε το έργο «Ιστορία της Ρωμηοσύνης» του Αργύρη Εφταλιώτη. Ήταν εποχή που τα ονόματα Ρωμηός και Ρωμηοσύνη συγκινούσαν περισσότερο, από ό,τι σήμερα, τους Ρωμηούς. Αυτό γιατί τα ονόματα Έλλην και Ελληνισμός, εισαχθέντα συνταγματικώς κατά το 1822 δεν είχαν ακόμη επικρατήσει στην συνείδηση και την χρήση του λαού. Ο Παλαμάς όταν δήλωσε την συμφωνία του με τον Κρουμπάχερ, ουσιαστικώς επιβεβαίωσε ότι το όνομα τούτο (Έλλην) εισήχθη «δια της Κυβερνήσεως και του σχολείου τεχνικώς».
Σε αντίθεση με τον Εφταλιώτη,  ο Γεωρ. Σωτηριάδης9 έγραψε μία κριτική κατά της "Ιστορίας της Ρωμηοσύνης" του Εφταλιώτη, όπου ισχυρίζονταν ότι:
«..η χρήση των ονομάτων Ρωμηός και Ρωμηοσύνη αντί των Έλλην και Ελληνισμός, δείχνει έλλειψη φιλοπατρίας και ότι η λέξη Ρωμηός πρέπει να αποφευχθεί διότι έχει (τάχα) καταφρονεμένη σημασία «ανθρώπου ευτελούς και χυδαίου».
Ο Μεσολογγίτης Ρουμελιώτης και επομένως υπερήφανος Ρωμηός, Κωστής Παλαμάς, έγινε εξωφρενών. Με την πέννα του γεμάτη εκδίκηση και ειρωνεία απάντησε στους κατά της Ρωμηοσύνης χλευασμούς του Σωτηριάδη με το έργον του «Ρωμηός και Ρωμηοσύνη». Το έργον τούτο, αν και μικρό σε έκταση, είναι από τα ωραιότερα του μεγάλου αυτού ποιητή της Ρωμηοσύνης.
Δεν απορεί κανείς, γράφει ο Παλαμάς, πώς ο Εφταλιώτης έγραψε Ρωμηός και όχι "Έλληνας", έγραψε Ρωμηοσύνη και όχι "Ελληνισμός". Απορεί πώς ο κ. Σωτηριάδης, με όλα τα δώρα της επιστήμης και της ευφυΐας που τον ξεχωρίζουν ανάμεσα σε πολλούς, έκρινε ότι πρέπει να κατακρίνει τον συγγραφέα για το μεταχείρισμα των σωστών και των καλόηχων και των ωραίων όρων, και ερωτά ο Παλαμάς, «τάχα λησμόνησε (ο κ. Σωτηριάδης) πώς είναι ο άξιος μεταφραστής της " Ιστορίας της Βυζαντινής Λογοτεχνίας" του Κρουμπάχερ, και λησμόνησε πόσο καθαρά μας εξηγεί ο σοφός ιστορικός τη σημασία του κατηγορημένου Ρωμηού, σε λίγα λόγια ουσιαστικά, αμέσως από τα πρώτα φύλλα του έργου του;» (δηλαδή Ρωμαίος) διετηρήθη, γράφει ο Κρουμπάχερ, δια των φρικτών χρόνων της Τουρκοκρατίας μέχρι σήμερα, ως η πραγματική και μάλιστα διαδεδομένη επίκλησις του γραικικού λαού, απέναντι της οποίας η μεν σποραδικώς απαντώσα Γραικοί μικράν ιστορικήν σημασίαν έχει, η δε δια της Κυβερνήσεως και σχολείου τεχνικώς εισαχθείσα Έλληνες, ουδεμίαν».
Ορμώμενος από τα λόγια αυτά του Κρουμπάχερ ως και από την καθημερινή εμπειρία του λαού και την πρόσφατη ιστορία του έθνους, ο Παλαμάς τονίζει ότι όχι μόνον το Ρωμηός, αλλά και το Έλλην χρησιμοποιείται κάποτε, με όχι καλή σημασία, γράφοντας τα εξής:
«Ακόμη και τα ονόματα Έλλην, Έλληνες, ελληνικά πράγματα κ.τ.λ κάθε που παρουσιάζονται στη ζωή, οπωσδήποτε βαλμένα, με όλο τους τον κλασσικό φωτοστέφανο, χρησιμοποιούνται κ' εκείνα, κατά την περίσταση, ειρωνικώτατα και καταφρονετικώτατα. Όμως για τούτο κανενός δεν πέρασε από το νού να τα στείλη στο λοιμοκαθαρτήριο».
Ο Παλαμάς παρουσιάζει και άλλα παραδείγματα ονομάτων με διπλή σημασία, καλή και όχι τόσο καλή, ανάλογα με την περίσταση όπου χρησιμοποιούνται - Μωραΐτης, Αρβανίτης, Καραϊσκάκης, κλέφτης, Εβραίος και το Γραικός των Φραντσέζων, που μπορεί να είναι οι ένδοξοι Περικλής, Μάρκος Μπότσαρης, Κανάρης, «αλλά και κάθε αλιτήριος».
«Ανάλογη λογική, συνεχίζει ο Παλαμάς, ακολουθούμε και στο μεταχείρισμα των όρων Ρωμηός και Ρωμηοσύνη. Η μόνη διαφορά είναι πώς και τα δύο τούτα λόγια, επειδή δεν μας έρχονται, ίσα ολόϊσα, από την εποχή του Περικλή, παραμερίστηκαν αγάλια, αγάλια, από την επίσημη γλώσσα, καθώς κι' όλα τα λόγια τα δυσκολομέτρητα της ζωής και της αλήθειας. Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά, Ρωμηοί.
Το όνομα (Ρωμηός) κάθε άλλο είναι παρά ντροπή. Αν δεν το περιζώνει αγριελιάς στεφάνι από την Ολυμπία, το ανυψώνει στέμμα ακάνθινο μαρτυρικό και θυμάρι μοσκοβολά και μπαρούτη. Δείχνει ίσα ίσα τη ζωή και την πραγματικότητα της λέξης το ότι αυτή μας ήρθε πρόχειρα στην ειλικρινή μας και στην πιο φωτεινή μας ψυχική κατάσταση - στη συνείδηση του ξεπεσμού μας - για να διαλαλήσουμε τον ξεπεσμό αυτό, πιο πολύ από το γιορτιάτικο και από το δυσκίνητο τ' όνομα Έλλην, ακόμη και από το όνομα Έλληνας, που είναι κάπως πιο δυσκολορρίζωτο από το Ρωμηός, και κρατούσε ως τα χτες ακόμη την αρχαία ειδωλολατρική σημασία. "Η μάννα τ' ήταν Χριστιανή κι ο κύρης τ' ήταν Έλλη(ν)", λεει ο Κυπριώτης ποιητής, και σημαίνει κι ως την ώρ' ακόμη, για τον πολύ λαό, τον αντρειωμένο, τον γίγαντα».
Αλλά και την έξωθεν επιβολή του ονόματος τούτου αποκαλύπτει ο Παλαμάς με την εξής συνέχεια, «Κ' έτσι, σε νέο μαρτύρεμα, ο Ρωμηός φορτώθηκε στη ράχη του τις ξένες αμαρτίες των συνταγματικών Ελλήνων. Κ' έτσι έγινε ο εξευτελισμένος Ρωμηός των φωνακλάδων των καφενείων, ο φασουλής Ρωμηός των σατυρογράφων, ο ασυνείδητος Ρωμηός μέσα στο ψευτοβασίλειο που Ρωμαίϊκο το λένε».
Έτσι αντιλαμβανόμαστε τι θέλει να πει ο Παλαμάς με την προαναφερθείσα φράση του, "Έλληνες, για να ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου, πραγματικά, Ρωμηοί".
Στο σημείο αυτό, θεωρούμε λίαν επίκαιρη και επιβεβλημένη την παράθεση τριών ποιημάτων του εθνικού μας ποιητού Κωστή Παλαμά, τα οποία μιλούν στην καρδιά κάθε σύγχρονου Έλληνα, και διασαφηνίζουν την έννοια της Ρωμηοσύνης.
Τα  μηνύματα του ποιητού είναι σαφή, ζωντανά και αποπνέουν το άρωμα της Πίστεως στο Χριστό και της αγάπης προς την βασανισμένη μας πατρίδα, που καλείται να κάψει  κάθε επιβουλή των εχθρών της και να μην αφήσει τον άθεο να πάρει τους  στερνούς θησαυρούς της!

Οἱ λύκοι 10

Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι! Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί, καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι, για λόγους άδειους η για του ολέθρου τα έργα βαλτοί.
(Ἀπ᾿ τῆς μαυρίλας τῆς ἀραχνίλας τὴν ἀποθήκη σὲ σκονισμένα γυαλιὰ κλεισμένο, παλιὸ κρασί, τῶν ἑκατό σου χρονῶν ἀνοίγω τὸ ἀρχοντιλίκι στοῦ ἡλιοῦ τὸ φέγγος, τί σὲ προσμένουν οἱ δυνατοὶ ξανὰ σὰν πάντα καὶ γιὰ τὴ μάχη καὶ γιὰ τὴ νίκη νὰ τοὺς φτερώσεις τὸ πάτημά τους ὅπου πατεῖ.
Σ᾿ ἐμὲ -κελλάρης λυράρης εἶμαι,- σ᾿ ἐμένα ἀνήκεινὰ τὸ κεράσω στὰ νέα ποτήρια τὸ ἀρχαῖο πιοτί).
Βοσκοὶ καὶ σκύλοι, λῶβα καὶ ψώρα. Τ᾿ ἀρνιά; Μουζίκοι.
Ὁ λαός; Ὄνομα. Σκλάβος πλέμπας δούλα κ᾿ ἡ ὀργή,
Δίκη ἀπὸ πάνω θεία τῶν ἀστόχαστων καταδίκη
καὶ λογαριάζει καὶ ξεπλερώνει ὅσο ἂν ἀργεῖ.
Τραγουδημένη κλεφτουριά, Γένος, ἀρματολίκι,
τὰ ξεγραμμένα καὶ τὰ τριμμένα ψέματα, ἀχνοί,
Ἰδέα βυζάχτρα τῶν τετρακόσιων χρόνων, ἡ φρίκη
τώρα, τὸ μάθημα τῶν Ἑλλήνων ὡς χτές, ἐσὺ
τοῦ ραγιᾶ μάνα βιβλικό, πλάσμα ὀρφικό, Εὐρυδίκη,
τοῦ πανελλήνιου μεγαλονείρου χρυσοπηγή,
μᾶς τὸν καθρέφτιζες μέσ᾿ στῆς Πόλης τὸ βασιλίκι
τὸν ξυπνημένο Μαρμαρωμένο, κυνηγητὴ
τοῦ Ἰσλάμ. Ἡ Θρᾴκη προικιό του, ὢ δόξα! Καὶ ἀπανωπροίκι
μιὰ Ἑλλάδα πάλε στὴν τουρκεμένην Ἀνατολή,
τῆς Ἰωνίας γλυκοξημέρωμα.... Οἱ λύκοι! Οἱ λύκοι!
κ᾿ οἱ βοσκοὶ ἀνάξιοι, λύκοι καὶ οἱ σκύλοι κ᾿ οἱ ἀντρεῖοι δειλοί.
Στῆς Πολιτείας τὴ μάντρα οἱ λύκοι! Παντοῦ εἶναι λύκοι!
Ξανὰ στὰ Τάρταρα ἴσκιος, τοῦ ψάλτη λατρεία κ᾿ ἐσύ.
Ψόφια ὅλη ἡ στάνη. Φέρτε νὰ πιοῦμε, κούφιο νταηλίκι,
γιὰ τὸ ἀποκάρωμα ποὺ μᾶς πρέπει, κι ὅποιο κρασί. 
           

«Ἕρμη, σκλάβα, πικρή Ρωμιοσύνη...»

ρμη, σκλάβα, πικρήΡωμιοσύνη, τή βλαστήμια τἀντίθεου τήν εἶδα
κατά σέ πειρασμούς νά τή χύνῃ σάν τή λέπρα καί σάν τήν ἀκρίδα!
Ποιός βαστιέται μ' ἀδάκρυτα μάτια νά σέ ἰδῇ ; τί ἁμαρτίες πληρώνεις ;
Στά χρυσά ρηγικά  σου  παλάτια γνέθει ἡ ἀράχνη καί μύρεται ὁ γκιώνης.
Καί στά χέρια τ' Ἀντίχριστου κοίτα τοῦ χαμοῦ τή σαΐτα !
ρμη,σκλάβα, πικρή Ρωμιοσύνη, σέ τρυπάει στήν καρδιά καί σέ σβύνει.
Καρδιά, γνώμη, νοῦς, τοῦτα καί τἄλλα, τό χρυσό μυρογυάλι ραγίστη,
κι' ὅλα πᾶνε· σοῦ μένει μιά στάλα, τοῦ Χριστοῦ καί τῆς μάνας σου ἡ πίστη!
Μήν ἀφήσῃς τόν ἄθεο νά πάρῃ τό στερνό θησαυρό σου!
Μέ τοῦ Ὑψίστου τή χάρη στά παρμένα σου πόδια στυλώσου,
ψάξε μέσ' στήν καρδιά σου τήν ἄδεια γιά μιά σπίθα, τό βόγγο σου πάψε,
ὅσα γύρω σου βρῇς ξεροκλάδια ἄναψέ τα, φωτιά βάλε, κάψε!
Κάψε τό ἔργο τοῦ ἄθεου πού τὄχει Σατανᾶς φυσημένο
προτοῦ πέσῃ στό πλάνο του βρόχι κι' ὅ,τι μένει σου ἁγνό καί παρθένο.
ρμη, σκλάβα,  πικρή Ρωμιοσύνη, κατά σέ ἡ βλαστήμια τινάχτη,
τήν κατάρα σου νἄχῃ, ὦ πατρίδα! Πρίν πληγή, πρίν ἀρρώστια νά γίνῃ
σάν τή λέπρα καί σάν τήν ἀκρίδα, φωτιά! κάψε την, κάμε τη στάχτη.

Η Φλογέρα του βασιλιά
Η Φλογέρα του βασιλιά (1910) διαδραματίζεται στο Βυζάντιο και αφηγείται το ταξίδι του Βασίλειου Β΄ Βουλγαροκτόνου, στις Αθήνες. Κεντρικό σημείο του έργου είναι το προσκύνημα του αυτοκράτορα στον Παρθενώνα, που έχει γίνει ναός της Παναγίας. Αυτό συμβολίζει για τον ποιητή την σύνθεση και την ενότητα όλης της ιστορίας του Ελληνισμού, αρχαίας, ρωμαϊκής (βυζαντινής) και σύγχρονης. Η έμπνευση της Φλογέρας του Βασιλιά είναι αποτέλεσμα και του ανανεωμένου τότε ενδιαφέροντος για την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά κυρίως του Μακεδονικού Αγώνα.
Η  «Φλογέρα του Βασιλιά» είναι το κορυφαίο ποίημα του Παλαμά, το οποίο χαρακτηρίσθηκε ως το Έπος της Ελληνικής Διάρκειας (Συνέχειας του Ελληνισμού). Εγράφετο επί 25 χρόνια και εξεδόθη σε βιβλίο το 1910. Αποτελείται από 4.225 στίχους και διαιρείται σε 12 Λόγους (κεφάλαια). Ο ίδιος ο ποιητής παραδέχεται ότι έγραψε αυτό το επικό ποίημα για να βοηθήσει στην εθνική αναγέννηση, στην προετοιμασία της εθνικής εξορμήσεως για την απελευθέρωση πανάρχαιων ελληνικών πατρίδων. Έγραψε σχετικά: «Χωρίς ψεύτικη μετριοφροσύνη σημειώνω ότι ο πρόλογος του δευτέρου μας πολέμου μας με τον Βούλγαρο είναι ένα βιβλίο στίχων, η Φλογέρα του Βασιλιά».11
Πρόκειται για γεγονός, το οποίο αναφέρει ο χρονογράφος Κεδρηνός, η δεύτερη πηγή εμπνεύσεως του ποιητή μας. Ο Βασίλειος ήλθε με όλον τον στρατό του το 1018 για να προσκυνήσει την Παναγία την Αθηνιώτισσα, δηλαδή τον Παρθενώνα.
Σήμερα ελάχιστα τονίζεται το γεγονός ότι επί 1000 και πλέον έτη, ο Παρθενών ήταν Ορθόδοξος Χριστιανικός ναός αφιερωμένος στην Θεοτόκο και μάλιστα προσήλκυε χιλιάδες προσκυνητές από όλη την Ορθόδοξη Οικουμένη.
Ο σύγχρονός μας βυζαντινολόγος Αντώνης Καλδέλλης, ο οποίος διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Οχάϊο των ΗΠΑ, τεκμηριώνει την μεγάλη απήχηση του Χριστιανικού Παρθενώνος και πιστεύει ότι περισσότερη αίγλη είχε ο ναός επί Βυζαντίου (ΣΣ: Ρωμανίας επί το ορθότερον) παρά στην κλασσική και ελληνιστική αρχαιότητα.
«Η Βυζαντινή Δημοκρατία: Άνθρωποι και Εξουσία στην Νέα Ρώμη» (Εκδότες, Harvard University Press)

Ο νεοελληνιστής Πανεπιστημιακός καθηγητής Κώστας Κασίνης, έχει επισταμένως μελετήσει τις πηγές εμπνεύσεως του Κ. Παλαμά και καταγράφει όλες αυτές στην διατριβή του. Μεταξύ άλλων εντοπίζει ότι η επική Φλογέρα του Βασιλιά έχει στοιχεία από τον Όμηρο, τους αρχαίους τραγικούς και φιλοσόφους -τους οποίους ο Παλαμάς διάβαζε από το πρωτότυπο- από την Βίβλο, τον Ακάθιστο Ύμνο, τα Συναξάρια των Αγίων, τα ακριτικά τραγούδια, την δημοτική ποίηση, την κρητική ποίηση, τις «Διηγήσεις Αλεξάνδρου του Μακεδόνος». Επισημαίνει χαρακτηριστικά:
«Η ιδέα είναι η συνέχεια του Ελληνισμού. Υποβάλλεται με ποικίλους τρόπους στον αναγνώστη και έχει αναγνωριστεί από τους λίγους ερμηνευτές του ποιήματος. Αλλά και ο ίδιος ο ποιητής μας αποκαλύπτει τις προθέσεις του για το στόχο αυτό, λέγοντας πως «πρωτοκύτταρο» του έργου υπήρξε ένας και μοναδικός στίχος, που κράτησε στη μνήμη του από λιγόστιχο τραγούδι:
Προσκύνησε την Παναγιά μέσα στον Παρθενώνα.
Είναι ανάγκη να σημειωθεί πως η ιδέα αυτή, που αποτέλεσε κατευθυντήριο   γραμμή για το στόχο του, αποκρυσταλλώθηκε (έπειτα από την γνωστή θεωρία του Φαλμεράγιερ) από τα ιστορικά συμπεράσματα του Παπαρρηγόπολου και τις τεκμηριωμένες αποδείξεις του Πολίτη για την αδιάσπαστη ομοτροπία του ελληνικού λαού».
Ο χαρακτηριστικός στίχος που συνοψίζει την πίστη του ποιητή για την Ελληνική Διάρκεια, είναι ο ακόλουθος:
Κοπρίσματα, ανεμορριπές, κλαδέματα, πλημμύρες
Σταλώσανε (σ.σ.περιόρισαν) ή λυγίσανε το δέντρο, δεν τ’αλλάξαν (Λόγος Δ, 61).
Δέντρο είναι ο Ελληνισμός. Περνά από περιπέτειες, δοκιμασίες και κατακτήσεις, αλλά απλώς περιορίζεται εδαφικώς η αριθμητικώς. Όμως η ψυχή του δεν αλλάζει, η συνέχεια διατηρείται. Η μαγιά πάντα μένει, όπως θα έλεγε και ο Μακρυγιάννης.
Το ποίημα ξεκινά με την κατάθλιψη του έθνους από την πτώχευση και την ήττα. Γράφει στον Πρόλογο:
Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες την χώρα.
Αλλά ξεδιπλώνοντας την θριαμβευτική πορεία του Βασιλείου προς την Αθήνα και υμνώντας με λαμπρούς στίχους την Παναγία, καταλήγει σε ξέσπασμα χαράς και ενθουσιασμού. Η Μεγάλη Ιδέα είναι ζωντανή και θα απελευθερώσουμε τα εδάφη μας:
Μαρμαρωμένος βασιλιάς και θα ξυπνώ απ’ το μνήμα
Το μυστικό και το άβρετο που θα με κλιή θα βγαίνω,
Και τη χτιστή Χρυσόπορτα ξεχτίζοντας θα τρέχω
Και καλιφάδων νικητής και τσάρων κυνηγάρης
Πέρα στην Κόκκινη Μηλιά θα παίρνω την ανάσα. (Λόγος ΙΑ, 144-145)
Καλιφάδες είναι οι χαλίφηδες, οι ηγέτες του Ισλάμ, τσάροι οι ηγεμόνες των σλαβικών λαών και συγκεκριμένα των Βουλγάρων που μας είχαν ταλαιπωρήσει στον Μακεδονικό Αγώνα  (1903-1908). Ακριβώς τότε που έγραφε το επικό ποίημά του ο Κ. Παλαμάς.
Η Συνέχεια του Ελληνισμού, όπως αποκρυσταλλώνεται στην Φλογέρα του Βασιλιά, θα είναι οδηγός μας για ένα μέλλον δημιουργικό και ελπιδοφόρο. Η ελληνορθόδοξη πορεία μας, όπως τεκμηριώνεται από ιστορικούς, ποιητές και λογίους, είναι η δύναμή μας και η ελπίδα μας στους δύσκολους καιρούς που ζούμε. Ας προσευχηθούμε στην Παναγία μας μαζί με τον Κωστή Παλαμά:
«Ω Στρατηλάτισσα Κυρά, σ’ εσέ τα νικητήρια!.....
Μακεδονίτισσα, Αθηναία, Πολίτισσα!  Η Βλαχέρνα γεμάτη από το θάμα Σου!  (Φλογέρα του Βασιλιά, Δ΄  Λόγος, 420-435).
«Όμως κάποιο αγνότερο και πιο βαθύ αίσθημα γλωσσικό δεν μπορεί παρά να βρει ακόμη στην λέξη Ρωμηοσύνη κάτι τι ποιητικά και μουσικά χρωματισμένο, κάτι τι φτερωτό, λεβέντικο για μας και ανάλαφρο, που νομίζω πώς δεν το έχει ο Ελληνισμός, με όλη την βαριά του ασάλευτη μεγαλοπρέπεια.» (Κ. Παλαμάς)
Σήμερα ως Ορθόδοξοι Έλληνες, χρειαζόμαστε την συνείδηση της συνέχειας του Ελληνισμού για να ξεπεράσουμε κάθε εμπόδιο, κάθε κρίση. Έχουμε ανάγκη από μία Νέα Μεγάλη Ιδέα, την Αυτοκρατορική Ιδέα της Οικουμενικότητος του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας, και αυτή ΔΕΝ εκφράζεται παρά μόνον, με την Ρωμηοσύνη.
 Η Ρωμηοσύνη, είναι ο διαχρονικός Ελληνισμός αναγεννημένος και αναβαπτισμένος στην κολυμβήθρα της πνευματικής αθανασίας, την Υπερεθνική Ορθοδοξία. Η Ρωμηοσύνη προτασσομένη των ονομάτων Έλληνες-Ελληνισμός και περιέχουσα αυτά, δεν είναι ανεδαφική, ουτοπική, ανιστόρητη. Αντιθέτως αποτελεί τον μόνον άσβεστο και τηλαυγή φάρο, σε όλες τις μορφές και δραστηριότητες του βίου μας, ώστε:
-Να συντηρούμε ακλόνητες και υγιείς τις ορθόδοξες ρίζες μας και να αποφεύγουμε τις ατραπούς και παγίδες του εκφιλοσοφισμού της πίστεως, καθ’ όσον, η Ορθοδοξία που έλαμψε στην Οικουμένη δια της Ρωμηοσύνης, σε κρίσιμες στιγμές διέσωσεν το Ελληνικόν Έθνος, κατέστησεν την Ελληνικήν ψυχήν ρωμαλέαν κατά τις επικίνδυνες εποχές και έκτοτε, αποτελεί την πολιτιστικήν ταυτότητα του Ελληνισμού.
-Να αισθανόμαστε υπερηφάνεια για το μεγαλείο και τα λαμπρά πνευματικά επιτεύγματα των προγόνων μας, προχριστιανικώς και μεταχριστιανικώς.
-Να τιμώμεν με εκδηλώσεις μνήμης και σεβασμού, τις θυσίες των ενδόξων προγόνων μας, αρχαίων ηρώων και νεωτέρων εθνομαρτύρων, τους οποίους και να προβάλλουμε ως πρότυπα στις νεώτερες γενεές.
-Να διατηρούμε διαυγή την μνήμη μας για τις αλησμόνητες πατρίδες που βρίσκονται σήμερα υπό την κατοχή και μακρά δουλεία αλλοδόξων και αλλοεθνών, προκειμένου να μας υπενθυμίζουν την υποχρέωσή μας για αποκατάσταση των ιστορικών ορίων της Αυτοκρατορίας μας, που είναι το δώρον του Τριαδικού Θεού προς τους πρωτοτόκους του Νέου Ισραήλ..
-Να ξαναγίνουμε Ισχυροί (Ρωμαίοι/Ρωμηοί), διότι μόνον εθνικώς Ρωμ-αλέοι Έλληνες και όχι Ψωραλέοι Ελλαδίτες θα απελευθερώσουν την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας μας και θα ξαναλειτουργήσουν στην Αγιά Σοφιά.
Ενθυμούμενοι πόσο βοήθησε ο Κωστής Παλαμάς στην εθνική αφύπνιση του 1912-13, κατανοούμε πόση ζημιά κάνουν σήμερα όσοι θέλουν να μας αποκόψουν από το ιστορικό παρελθόν μας, από την Ορθόδοξη παράδοσή μας, από την διαχρονία της γλώσσας και παιδεία μας, από την αναβίωση της Ρωμαίϊκης/ Ελληνικής Αυτοκρατορίας μας!!!.
                                                                                        
  Συνεχίζεται



1 α. Η βιβλιογραφία από την οποίαν αντλήθηκαν τα στοιχεία της παρούσης μελέτης, πλέον των πηγών που καταγράφονται σε κάθε ανάρτηση, θα παρατεθεί στο τέλος της αναπτύξεως του θέματος.
β. Οσάκις θα αναφερόμαστε στους όρους Βυζάντιον, Βυζαντινός/ Βυζαντινοί, Βυζαντινός πολιτισμός, και Βαλκάνια, Βαλκανική χερσόνησος, θα το πράττουμε κατ’ οικονομίαν, αφού οι παραπάνω όροι είναι τεχνητοί, εμβόλιμοι και ιστορικώς αβάσιμοι.
Όπως σημειώνει ο Ακαδημαϊκός Δ.Α. Ζακυνθηνός, «τα ονόματα Βυζάντιον, Βυζάντιος, Βυζαντινός, Βυζαντιακός, ουδέποτε εχρησιμοποιήθησαν υπό την Ελλήνων των μέσων αιώνων εν τη σημασία, ην έχουν σήμερον. Κατ' αυτούς Βυζάντιον, Βυζαντίς, Βυζαντιών πόλις ήτο η Κωνσταντινούπολις, Βυζάντιος δε ο κάτοικος αυτής... Ο όρος ούτος εν τη κατά τους νεωτέρους χρόνους κατισχυσάση ευρεία εννοία εμφανίζεται το πρώτον εν τη Λατινική, μετά δε την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, δηλοί κυρίως τους εις την Ιταλίαν καταφυγόντας Έλληνας λογίους. Ως όρος επιστημονικός χρησιμοποιείται κατά τον δέκατον έκτον (16ον) αιώνα».
Ειδικώς για τους όρους «Βαλκάνια» και «Βαλκανική», σημειώνουμε τα εξής:
Ο Αίμος είναι οροσειρά στα βορειανατολικά της Ελληνικής Χερσονήσου, από την οποία ονομάστηκε Χερσόνησος του Αίμου. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνος, στα διεθνή έγγραφα (επίσημες αλληλογραφίες, περιεχόμενο διμερών ή διεθνών συνθηκών, στρατιωτικά έγγραφα, κλπ) η περιοχή των σημερινών Βαλκανίων, ανεφέρετο ως «Χερσόνησος του Αίμου».
Οι Συστημικοί ανθέλληνες και οι Ιουδαιοταλμουδιστές νεότουρκοι, την ονόμασαν Βαλκανική χερσόνησο και  Μπαλκάν και έκτοτε παραδόξως, επικράτησε διεθνώς η ανιστόρητη αυτή ονομασία.
Με την ονομασία Βαλκάνια [από την τουρκική λέξη «μπαλκάν» (balkan = όρος, ή υψηλή δασώδης οροσειρά), (αρχ. Ελλην. Χερσόνησος του Αίμου)], και Βαλκανική χερσόνησος, καθιερώθηκε εσφαλμένα να χαρακτηρίζεται, περισσότερο ως πολιτικός όρος παρά γεωγραφικός, αφ’ ενός η περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και συγκεκριμένα η τρίτη από Δυσμών προς Ανατολάς νότια χερσόνησος της Ευρώπης και αφετέρου συλλήβδην και χώρες γειτονικές που βρίσκονται εκτός των φυσικών γεωγραφικών ορίων της χερσονήσου αυτής, που από το μακρινό παρελθόν λειτούργησε και λειτουργεί ως σταυροδρόμι, μεταξύ Ευρωπαϊκής και Ασιατικής ηπείρου.
Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, ο Αίμος οφείλει το όνομα του στο αίμα του τιτάνα Τυφώνα, τον οποίο πλήγωσε ο Δίας όταν εξαπέλυσε κεραυνό εναντίον του ή από τον Αίμο, μυθικό βασιλιά της Θράκης.          
2 Μετά την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας που ήταν υποδουλωμένη στους άπιστους εισβολείς και αιμοσταγείς κατακτητές, Λατίνους και Φραγκοπαπικούς, ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, εισέρχεται θριαμβευτικώς στην Πόλη, από την Χρυσεία Πύλη, στις 15-8-1261.
3 Το 1770 ο Ιωάννης Βλάχος, γνωστός με το τιμητικό παρατσούκλι Δασκαλογιάννης (λόγω της μεγάλης μόρφωσής του), σήκωσε Επανάσταση εναντίον των Τούρκων κατακτητών με κέντρο τα Σφακιά, παρακινημένος από τα σχέδια των Ρώσων, που υπόσχονταν συνδρομή στους σκλαβωμένους Έλληνες. Όμως, μετά από ηρωικές μάχες, η Επανάσταση αυτή πνίγηκε στο αίμα. Ο Δασκαλογιάννης παραδόθηκε, για να μην αφανιστούν οι Σφακιανοί, ξέροντας ότι θα πεθάνει. Το τέλος του ήταν τραγικό. Οι Τούρκοι τον έγδαραν ζωντανό σε κεντρική πλατεία του Μεγάλου Κάστρου και δίπλα του είχαν δεμένο, να βλέπει το φρικιαστικό μαρτύριο, τον αδερφό του, ο οποίος τρελάθηκε μετά τα όσα αντίκρυσε.
Δεκαέξι χρόνια μετά τα τραγικά αυτά γεγονότα, το 1786, ένας πολεμιστής του Δασκαλογιάννη, ο μπάρμπα Μπατζελιός, εμπνεύστηκε το Τραγούδι του Δασκαλογιάννη, μια τεράστια ρίμα με πάνω από χίλιους στίχους, που εξιστορεί με τρόπο συγκινητικό και ηρωικό όλα τα γεγονότα της Επαναστάσεως μέχρι την θυσία του Κρητικού Μάρτυρα της επαναστάσεως. Αγράμματος βοσκός καθώς ήταν, το φύλαξε στο νου του και το αφηγήθηκε σ’ ένα νεότερο βοσκό, ψιλογραμματισμένο, κι εκείνος το πέρασε στο χαρτί κι έτσι διασώθηκε μέχρι σήμερα.

4 Λαούρδας, Βασίλειος (Πειραιάς, 1912 - Θεσσαλονίκη, 1971). Φιλόλογος, ιστορικός και συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετά την αποφοίτηση του (1936) δίδαξε στην Μέση Εκπαίδευση (1937 -1947).

5 O Kώστας Σαρδελής γεννήθηκε το 1932 στον Mύτικα Aκαρνανίας. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Aθήνα. Άρχισε να δημοσιογραφεί σε ηλικία 20 ετών, και στα 23 του έγραψε το έργο: O Άγιος των σκλάβων. Eίναι από τα παλαιότερα μέλη της E.Σ.H.E.A., μέλος του Δ.Σ. της Eθνικής Eταιρείας Eλλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Διοικούσας Eπιτροπής του Iδρύματος Παλαμά. Έργα του έχουν βραβευθεί με το βραβείο της Aκαδημίας Aθηνών, το βραβείο της Eταιρείας Xριστιανικών Γραμμάτων και δύο Kρατικά Bραβεία.
6 O Καρλ Κρουμπάχερ (1856-1909), ήταν Γερμανός ακαδημαϊκός, βαθύς γνώστης του Βυζαντινού πολιτισμού και θεμελιωτής της βυζαντινής φιλολογίας ως αυτόνομου επιστημονικού κλάδου. Όταν σπούδαζε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, γνωρίστηκε με τους Έλληνες συμφοιτητές του, Νικόλαο Πολίτη, Χρήστο Τσούντα, Αριστομένη Προβελέγγιο κ.ά. και άρχισε να μελετά συστηματικά την βυζαντινή και την νεοελληνική φιλολογία. Την περίοδο που εργάστηκε ως καθηγητής γυμνασίου στο Μόναχο (1880-92), δημοσίευσε αξιόλογες μελέτες για την νεοελληνική γλώσσα και φιλολογία, ενώ είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει στην Ελλάδα και να εργαστεί σε διάφορες μοναστηριακές βιβλιοθήκες.
Το 1891 δημοσίευσε την Ιστορία της βυζαντινής λογοτεχνίας, κολοσσιαίο έργο όχι μόνο για τον όγκο του αλλά κυρίως για την πληρότητα και την τεκμηρίωσή του. Τον επόμενο χρόνο το πανεπιστήμιο του Μονάχου ίδρυσε προς τιμήν του Κ. ειδική έδρα –την πρώτη στο είδος της– με την επονομασία Μέσης και νεώτερης ελληνικής φιλολογίας. Το μνημειώδες έργο του Κ. γνώρισε δεύτερη συμπληρωμένη έκδοση το 1897 και παραμένει θεμελιώδες στο είδος του (μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γεώργιο Σωτηριάδη σε τρείς τόμους, 1897-1900). Ως καθηγητής, ο Κ. οργάνωσε στο πανεπιστήμιο του Μονάχου ένα ειδικό φροντιστήριο βυζαντινολογίας, εξοπλισμένο με άριστη βιβλιοθήκη, στο οποίο μαθήτευσαν σχεδόν όλοι οι βυζαντινολόγοι των τεσσάρων πρώτων δεκαετιών του 20ού αι. Ίδρυσε επίσης το βυζαντινολογικό περιοδικό Byzantinische Zeitschrift (1892).
7 Το «Αργύρης Εφταλιώτης» είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του Έλληνα λογοτέχνη (ποιητή και πεζογράφου) Κλεάνθη Μιχαηλίδη (1849-1923).
8agioipantess.blogspot.com/2015/09/blog-post_47.html
-users.uoa.gr/.../arts/...palamas/poihmata.html
-www.diakonima.gr/2013/10/.../ο-κωστής-παλαμάς-το-βυζάντιο-και-η-επ...
9 Ο Γ. Σωτηριάδης γεννήθηκε στο Σιδηρόκαστρο της Μακεδονίας, τότε τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, και σπούδασε στην φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας. Το 1896 διορίστηκε έφορος στην αρχαιολογική εταιρεία και το 1912 καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το 1926 διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, του οποίου μάλιστα διετέλεσε και πρώτος πρύτανης. Με την συντακτική πράξη ίδρυσης της Ακαδημίας Αθηνών, το 1926, διορίστηκε τακτικό μέλος αυτής. Την περίοδο 1918-1920, είχε διατελέσει αντιπρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Είχε διδάξει επίσης σε σχολεία στην Οδησσό, τα Ιωάννινα, την Φιλιππούπολη και την Αθήνα. Μετέφρασε την «Ιστορία της βυζαντινής λογοτεχνίας» του Κρουμπάχερ. [Εγκυκλοπαίδεια Νέα Δομή, σελ.297, τόμος 32, Αθήνα 1996]. Απεβίωσε το 1942 στις Αθήνες.
10 «Οι Λύκοι»  γράφτηκαν το 1925, μαζί με τα «Οι πεντασύλλαβοι και Τα παθητικά κρυφομιλήματα» (και) το  «Δυο λουλούδια από τα ξένα».
11 Το ποίημα αντλεί την αρχική του ιδέα από δύο γεγονότα, τα οποία καταγράφονται από βυζαντινούς ιστορικούς. Ο Παχυμέρης περιγράφει ότι όταν οι στρατιώτες του Μιχαήλ Παλαιολόγου, Έλληνος αυτοκράτορος της Νικαίας, απελευθέρωσαν το 1261 την Κωνσταντινούποολη από τους Φράγκους είδαν ότι οι Σταυροφόροι είχαν συλήσει τον τάφο του Βασιλείου Β΄ τοῦ Μακεδόνος, του αυτοκράτορος που έσωσε το κράτος του από την βουλγαρική απειλή. Η τελική μάχη, έγινε στο Κλειδί κοντά στο σημερινό Σιδηρόκαστρο, τον Ιούλιο του 1014, κι’ εφέτος (2016) συμπληρώνονται ακριβώς 1002 χρόνια. Το σκέλεθρο του φημισμένου βασιλέως του Βουλγαροκτόνου,  είχε στο στόμα μία φλογέρα, την οποία είχαν τοποθετήσει περιπαικτικά οι Φράγκοι εισβολείς. Ο Κ. Παλαμάς φαντάζεται ότι η φλογέρα αυτή, διηγείται μελωδικά το νικητήριο προσκύνημα του Βασιλείου Β΄ στις Αθήνες. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου