Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

ΡΩΜΗΟΣΥΝΗ:
Η ΔΟΞΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 1
  



«… Κι απ’ τη Χρυσή την Πύλη, σαν αρχάγγελος, τρανός αφέντης, ρήγας, αυτοκράτορας, εμπήκε μεσ’ την Πόλη, στην Αγιά Σοφιά.2
Και χύνεται ο ήλιος της κορώνας του κι ανθίζει η Ρωμιοσύνη σαν τα λούλουδα και χάνεται ο Φράγκος σαν την καταχνιά!» (Κ. Παλαμάς)

ΜΕΡΟΣ 21ο

Ι. ΡΩΜΑΙΟΙ/ΡΩΜΗΟΙ- ΕΛΛΗΝΕΣ-ΓΡΑΙΚΟΙ (Συνέχεια 20ου μέρους)
2. Οι ’Ελληνες στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Όλες οι διαθέσιμες πηγές της παγκόσμιας γραμματείας μας οδηγούν στην διαπίστωση ότι το όνομα "Έλλην" είχε ήδη χάσει την εθνική-φυλετική του σημασία στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. Στο τεράστιο χωνευτήρι της πολυφυλετικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας όλοι οι λαοί απέκτησαν σταδιακά «Ρωμαϊκή συνείδηση». Παρ’ όλα αυτά, χωρίς αμφιβολία, ο πολιτισμός αυτής της αυτοκρατορίας ήταν βαθύτατα επηρεασμένος από την κλασική και ελληνιστική παράδοση. Ουσιαστικά ήταν Ελληνικός.
Η λέξη "Έλλην", που επανήλθε ως εθνική μας ονομασία τον 19ο αιώνα, είναι δημιούργημα της εποχής του Δυτικού «Διαφωτισμού» και της αναπτύξεως των συστημικών εθνικισμών στην Ευρώπη. Αντίθετα, οι Ρωμηοί ήταν περήφανοι πολίτες ενός υπερεθνικού κράτους που ενσωμάτωνε διάφορα έθνη διαμέσου του ελληνικού πολιτισμού και επεκτεινόταν πολύ πέρα από τα όρια της αρχαίας ή της νεώτερης Ελλάδας. Επεκτεινόταν όχι ως κατακτητής, αλλά ως φορέας της μιας Οικουμενικής Χριστιανικής Αυτοκρατορίας, πάνω στην γη.
α. Η σημασία του ονόματος «Έλλην»
Από τον 5ο αιώνα π. Χ. το όνομα Έλληνες επικράτησε για όλα τα ελληνόφωνα, πελασγικής καταγωγής φύλα, στην ευρύτατη διασπορά τους και έγινε το εθνικό τους όνομα. Αυτό είναι έκτοτε το μόνιμο και αναντικατάστατο εθνικό όνομά τους. Στην Αυτοκρατορία της Ρωμανίας, οι Έλληνες αποτελούσαν την καρδιά και ο Ελληνικός πολιτισμός, την ψυχή της.
Η ελληνική παιδεία, η ελληνική γλώσσα, η ελληνική σκέψη και ο ελληνικός πολιτισμός έγιναν κοινό κτήμα των διαφόρων εθνοτήτων / λαοτήτων3 στην Ανατολή και στην Δύση αρχικά, ώστε να μπορούν να ονομάζονται, πολιτιστικά και πνευματικά, όλοι  Έλληνες, με την ευρύτερη έννοια του όρου. Οι Έλληνες,  άλλωστε, συνεχίζοντας την παράδοση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν  επεχείρησαν την υποταγή των άλλων εθνοτήτων/λαοτήτων της αυτοκρατορίας, κάτι που θα κάμουν αργότερα οι αιμοσταγείς βάρβαροι Φράγκοι.
Με την δύναμη της χριστιανικής  πίστεως, οι Έλληνες πέτυχαν την ενοποίηση και συναδέλφωση όλων των εθνοτήτων, υπό το κοινόν Ποτήριον της Θείας Κοινωνίας, στην   μία μεγάλη Ορθόδοξη Οικογένεια (Γένος) της Αυτοκρατορίας.
Έτσι, οι εκ καταγωγής Έλληνες, έγιναν για τους άλλους λαούς της αυτοκρατορίας όχι κατακτητές, αλλά «πρωτότοκοι εν πολλοίς αδελφοί» (ΡΩΜ: 8/29).
Το όνομα «Έλλην» όμως από την εποχή των Μακκαβαίων (3ος – 2ος αι. π. Χ. ) πέρα από την εθνική και πολιτιστική σημασία,  ταυτίσθηκε με  την ειδωλολατρία και την θρησκευτικήν ασέβεια. Στην ανθελληνική αυτή στάση των Εβραίων, συνετέλεσε πολύ  η στάση του ειδωλολάτρη Αντιόχου Δ΄ του επονομασθέντος κατ’ ευφημισμόν «Επιφανούς», που δεν σεβάστηκε τα θρησκευτικά πιστεύω και τις παραδόσεις των μονοθεϊστών Εβραίων, αλλ’ εισήγαγε δια της βίας ειδωλολατρικά στοιχεία (μεταξύ άλλων, απαγόρευσε επίσημα την περιτομή, επέβαλλε με ποινή θανάτου, ελληνικά θρησκευτικά θέσμια, όπως πολυθεΐα και θυσίες στα είδωλα στην ιουδαϊκή λατρεία, κλπ).
Έτσι, ενώ έως τότε, ο εξελληνισμός, αναφερόμενος μόνο στον πολιτισμό και όχι στην θρησκεία, ήταν ευπρόσδεκτος από τους Εβραίους, τώρα έγινε βδελυκτός, κυρίως   από την εισχωρήσασα στον Παλαιό λαό Ισραήλ, παράταξη των τότε κρυπτοταλμουδιστών Φαρισαίων, που οδήγησε σε σκληρό και άκαμπτο/ζηλωτικό εθνικισμό, με καθαρώς ανθελληνικό χαρακτήρα.
β. Η ταύτιση των όρων “Έλλην” και “Ειδωλολάτρης”
Παρά τις αντιρρήσεις και υστερικές κραυγές των συγχρόνων Νεοπαγανιστών και των συνοδοιπόρων τους ορθολογιστών/«διαφωτιστών», ήγουν σκοταδιστών, η λέξη "Έλλην" είχε αρχίσει να αποκτά καθαρά θρησκευτικό περιεχόμενο και ταυτιζόταν με την έννοια του ειδωλολάτρη. Η μεταβολή αυτή είχε ήδη αρχίσει να συντελείται τον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα, όταν οι Χριστιανοί υφίσταντο τους διωγμούς και τα μαρτύρια από τους ειδωλολάτρες, πολύ πριν ο Χριστιανισμός γίνει η επίσημη θρησκεία του κράτους.
Στο Ευαγγέλιο του Μάρκου διαβάζουμε για κάποια γυναίκα που ήρθε στο Χριστό όταν αυτός βρισκόταν κοντά στην Τύρο η οποία, λέει ο ευαγγελιστής, ήταν "Ελληνίς, Συροφοινίκισσα τω γένει" (ΜΑΡΚΟΥ: 7/26). Εφ’ όσον ήταν Συροφοινίκισσα εθνικά (τω γένει, δηλαδή κατά την φυλή), το "Ελληνίς" εδήλωνε το θρήσκευμά της.
Λίγα χρόνια μετά το 300 μ.Χ., ο Μέγας Αθανάσιος, ελληνόφωνος ο ίδιος και Πατριάρχης Αλεξανδρείας, της κατ’ εξοχήν ελληνιστικής πόλεως, γράφει "Λόγο κατά Ελλήνων", δηλαδή «κατά Ειδωλολατρών». Αν η λέξη Έλληνες δήλωνε ακόμα το ελληνικό έθνος, το πράγμα θα ήταν εντελώς παράδοξο: Το μεγάλο ελληνιστικό κέντρο στρεφόταν εναντίον – ποίου; Το ίδιο βλέπουμε αργότερα σε λόγους του Χρυσοστόμου, που ήταν τέκνο μιας άλλης μεγάλης ελληνιστικής πόλεως, της Αντιόχειας.
Η λέξη "Έλληνες" εδήλωνε τους ασεβείς, τους ειδωλολάτρες.
Οι μη Χριστιανοί Έλληνες λόγιοι (εθνικοί) των πρώτων αιώνων της Αυτοκρατορίας, απορρίπτοντας τον Ιησού Χριστό ως Θεάνθρωπο, και θεωρούντες τον Χριστιανισμό ως Ιουδαιόρριζη πίστη, έδωσαν στους χριστιανούς συγγραφείς την αφορμή, να επιμένουν στην θρησκευτική εκδοχή του ονόματος «Έλλην». Έτσι επικράτησε η ταύτισή του με την ειδωλολατρία, χωρίς όμως να χαθεί τελείως και η  εθνική του  σημασία.
Αυτό φαίνεται από το γεγονός, ότι δόκιμοι χριστιανοί συγγραφείς, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (215), ο Ιωάννης Χρυσόστομος (407), ο Θεοδώρητος Κύρου (446) κ. ά. χρησιμοποιούν στον τίτλο των έργων τους την αναφορά «προς Έλληνας» αλλά όχι «κατά Ελλήνων», αφού εκ καταγωγής (εθνικά) Έλληνες ήσαν και αυτοί. Στην επικράτηση της αρνητικής θρησκευτικής σημασίας του όρου «Έλλην» συνέβαλε κατά πολύ, και η κίνηση του αυτοκράτορα Ιουλιανού (361 -363), με την επαναφορά και επιβολή στην Αυτοκρατορία της αρχαίας Ελληνικής ειδωλολατρικής θρησκείας.
Την επικράτηση του ονόματος «Έλλην» με την θρησκευτική του σημασία (ειδωλολάτρης) δείχνει και η χρησιμοποίηση στην αυτοκρατορία για τον χαρακτηρισμό των (εκ  καταγωγής) Ελλήνων του ονόματος Ελλαδικοί (πολύ αργότερα θα εμφανισεί και η μορφή Ελλαδίτες). Ως το τέλος της αυτοκρατορίας το όνομα «Έλλην» δεν θα πάψει να σημαίνει τον ειδωλολάτρη, παρά το γεγονός ότι ενδιαμέσως έχουμε παραδείγματα επαναφοράς και της Εθνικής του σημασίας, άλλοτε εντονώτερον και άλλοτε ασθενέστερον.
Ο πρώτος μετά την άλωση του 1453 πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (1472) θα ομολογήσει σε κάποια στιγμή: «ουκ αν φαίην έλλην είναι» (δεν θα έλεγα ότι είμαι ειδωλολάτρης), μολονότι ήταν Έλληνας την καταγωγή και άριστος αριστοτελικός στην παιδεία του. Είναι όμως  χαρακτηριστικό παράδειγμα, και  μάλιστα τον 15ο αιώνα, διότι δεν απέρριπτε τον εκ καταγωγής και παιδείας ελληνισμόν του, αλλά διαφοροποιούσε την χριστιανική πίστη του από την ειδωλολατρία του Γ. Πλήθωνος –Γεμιστού.
Η επανεμφάνιση του ονόματος «Έλλην» με την εθνική του σημασία θα αρχίσει να πραγματοποιείται, όταν θα λησμονηθεί η ύπαρξη ειδωλολατρών και η χρήση του δεν θα στρέφεται κατά του Χριστιανισμού. Στην πορεία μάλιστα της εμφάνισεώς του, πρώτα αναδύεται η πολιτιστική του σημασία και μετά η εθνική. Εξ άλλου, ποτέ δεν έπαυσε η χρήση του όρου ως επιθέτου :  Ελληνική γλώσσα, ελληνικό πυρ, ελληνική παιδεία, κλπ. Επίσης, εύχρηστος ήταν ο όρος «ελληνίζειν», δηλαδή η μετοχή οιουδήποτε στον  ελληνικό πολιτισμό.
Η επάνοδος του ονόματος στην εθνική του σημασία, υποβοηθήθηκε και από την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων. Αφ’ ότου οι Άραβες απέσπασαν τις ανατολικές και νότιες επαρχίες, οι  Φράγκοι διαμοιράστηκαν την Δύση και οι Σλάβοι εδημιούργησαν διάφορα κρατίδια στον Βορρά, οι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας, που απέμειναν, ήσαν πλέον αμιγώς Έλληνες, αν και πολλοί παρέμειναν στις χώρες, που είχαν κατακτηθεί από τους ξένους.
Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους της 4ης σταυροφορίας (1204) και ίδρυση φραγκικών κρατιδίων, συνέβαλαν στην ανάπτυξη του αισθήματος της ελληνικότητας στα  κράτη (Αυτοκρατορία Νικαίας, Δεσποτάτο Ηπείρου, Δεσποτάτο Μυστρά, αυτοκρατορία Τραπεζούντος), κυρίως όμως στην αυτοκρατορία της Νικαίας (1204 – 1261). Ο τελευταίος «βυζαντινός» αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος   Παλαιολόγος, καίτοι αυτοαποκαλείται «Αυτοκράτωρ των Ρωμαίων», θα ονομάσει την Κωνσταντινούπολη ελπίδα και χαρά «πάντων των Ελλήνων».
Όπως είναι καταγεγραμμένον στην ιστορική γραμματεία, οι κατ’ εξοχήν εχθροί και διώκτες των πρωτοχριστιανών ήταν οι ειδωλολάτρες Ρωμαίοι. Ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε τους Χριστιανούς κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να συνεχίσουν να λέγονται Ρωμαίοι. Επομένως πρέπει να συμπεράνουμε ότι το όνομα "Έλλην" είχε ήδη χάσει την εθνική του σημασία την εποχή της επικρατήσεως του Χριστιανισμού, ανεξάρτητα από το τι έλεγαν οι Χριστιανοί.
Συμπερασματικώς, οι Χριστιανοί βρήκαν, δεν δημιούργησαν την νέα έννοια της λ. Έλλην ως ειδωλολάτρου..
Από κει και ύστερα, σ’ όλο το Μεσαίωνα, η λέξη "Έλλην" σήμαινε τον ειδωλολάτρη. Με αυτή την σημασία την συναντούμε μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός, για παράδειγμα, σε μια ομιλία του σε κάποιο χωριό έλεγε:
«Και εγώ αδελφοί μου, οπού αξιώθηκα και εστάθηκα εις αυτόν τον άγιον τόπον τον αποστολικόν, δια την ευσπλαγχνίαν του Χριστού μας, εξέταξα πρώτον δια λόγου σας και έμαθα πώς με την χάριν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού, δεν είστενε Έλληνες, δεν είστενε ασεβείς, αιρετικοί, άθεοι, αλλ’ είστενε ευσεβείς ορθόδοξοι χριστιανοί...».
Έναν αιώνα αργότερα ο ελληνόψυχος Ρωμηός Θ. Κολοκοτρώνης σε λόγο του προς μαθητές του Βασιλικού Γυμνασίου των Αθηνών, στον λόφο της Πνύκας (8 Οκτ. 1838), υπενθυμίζει ότι είμαστε απόγονοι των ειδωλολατρών αρχαίων Ελλήνων,  λέγοντας μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικοῦσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἠμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν θρησκείαν, διότι ἐπροσκυνοῦσαν τὲς πέτρες καὶ τὰ ξύλα. Ἀφοῦ ὕστερα ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοὶ ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ Εὐαγγέλιό του, καὶ ἔπαυσαν νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλα. Δὲν ἐπῆρε μαζί του οὔτε σοφοὺς οὔτε προκομμένους, ἀλλ᾿ ἁπλοὺς...ἀνθρώπους, χωρικοὺς καὶ ψαράδες, καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὅλες τὲς γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καὶ ἂν ἔβρισκαν ἐναντιότητες καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ τύραννοι τοὺς κατέτρεχαν, δὲν ἠμπόρεσε κανένας νὰ τοὺς κάμῃ τίποτα. Αὐτοὶ ἐστερέωσαν τὴν πίστιν….»4
Στον αρχαίο Ελλαδικό χώρο, ειδικότερα η λατρεία των λίθων επιβιώνει και κατά την κλασσική περίοδο [Παυσανία: Ελλάδος Περιήγησης, vii, 22, 4 & ix, 38, 1, vol IV, Loeb, Harvard University Press], ενώ και ο Ξενοφώντας τονίζει στην απολογία του, μεταξύ των άλλων, και επισημαίνει πως : «Τοὺς μὲν οὐθ’ ἱερὸν οὔτε βωμόν, οὔτε ἄλλο τῶν θείων, οὐδὲν τιμᾶν, τοὺς δὲ καὶ λίθους καὶ ξύλα τὰ τυχόντα καὶ θηρία σέβεσθαι» δηλαδή, «Οι μεν δεν τιμούν, ούτε τα ιερά, ούτε τους βωμούς, ούτε κάποιο άλλο στοιχείο των θείων, οι δε σέβονται και λατρεύουν λίθους, τυχαία ξύλα ακατέργαστα και θηρία» [Ξενοφών: Απολογία Σωκράτους, Vol Iv. Loeb, Harvard University Press].
γ. Το εθνικό όνομα των προγόνων μας (Τι επίστευαν για τους Έλληνες μέχρι και τον 20ο αιώνα, πριν «φωτισθούν» από τους Ευρωπαίους «διαφωτιστές»)
Υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι Ρωμηοί του 19ου αιώνος θεωρούσαν μεν εαυτούς απογόνους των αρχαίων Ελλήνων, τους οποίους όμως εχαρακτήριζαν ειδωλολάτρες, αφού ελάτρευαν τις πέτρες (αγαλμάτινα είδωλα) και τα ξύλα (ξόανα, ειδώλια, κλπ) και τα θηρία;
Το εθνικό όνομα των προγόνων μας όλα αυτά τα χρόνια είναι "Ρωμαίοι" ή στην δημώδη γλώσσα "Ρωμηοί", στο οποίον περιλαμβάνεται και η πολιτική/κρατική ταυτότητα, με την έννοια του πολίτου της Αυτοκρατορίας. Σε όλες ανεξαιρέτως τις πηγές η αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως αυτοαποκαλείται "Ρωμαϊκή" ή "Ρωμανία" στην δημώδη γλώσσα, και ο αυτοκράτοράς της, μέχρι και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, "βασιλεύς Ρωμαίων".
Παραδόξως και υπόπτως, όμως, αυτό το ξεκάθαρο γεγονός, αμφισβητείται από αρκετούς σύγχρονους ερευνητές, ελλαδίτες και ξένους, οι οποίοι προσπαθούν παντοιοτρόπως, να προσαρμόσουν το όνομα  «Έλληνες» στις ιδεολογικοπολιτικές τους διαστροφές, τις ανιστόρητες διαδρομές της Φράγκικης παιδείας τους και στην ανασύνθεση των προσωπικών τους ιδεολογημάτων.
Έχει προβληθεί, για παράδειγμα, η αντίρρηση ότι για τον πολύ κόσμο δεν χάθηκε η εθνική σημασία της λέξεως Έλληνας, και ότι το "Ρωμαίοι" που συναντούμε σε όλες τις πηγές είναι απλώς η επίσημη ονομασία των πολιτών του κράτους, κάτι που είχε επιβληθεί από πάνω, και όχι αυτό που πραγματικά πίστευαν για τον εαυτό τους οι κάτοικοι της "Ελλάδας".
Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, πώς δικαιολογείται η χρήση του ονόματος "Ρωμαίοι" (Ρωμηοί) επί Τουρκοκρατίας, μετά την κατάλυση του Ρωμαϊκού κράτους και μάλιστα από εξέχοντες ελληνόψυχους και πρωταγωνιστές της Εθνεγερσίας, όπως οι Κολοκοτρώνης, Μακρυγιάννης και Καραϊσκάκης;   Οι «Έλληνες», υπήκοοι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας πλέον, δεν θα είχαν λόγο να χρησιμοποιούν το όνομα των κατακτητών τους Ρωμαίων και να αυτοαποκαλούνται Ρωμηοί.
Εκτός κι’ αν εγνώριζαν ότι αποκαλούντες εαυτούς Ρωμηούς, εννοούσαν και το Έλληνες…Εκτός και αν αισθάνονταν Ρωμαίοι, εκτός κι’ αν το Έλληνες τους θύμιζε τους ειδωλολάτρες προγόνους τους... Και η αλήθεια βέβαια είναι ότι αισθάνονταν και τα γνώριζαν όλα αυτά, άσχετα με το τι προπαγάνδιζαν και αναμασούν σήμερα, οι κουτοπονηρόφραγκοι πιθηκαλωπεκίζοντες και οι δυτικολάγνοι ελληνόφωνοι οπαδοί του….διαφωτισμού.
Από τα αναρίθμητα παραδείγματα που είναι καταγεγραμμένα στην γραμματεία, παρατίθενται ορισμένα, ενδεικτικώς, προερχόμενα όχι από λόγιους και διανοούμενους αλλά από τον απλό λαό.
Το τι πίστευε για τους "Έλληνες" ο πολύς κόσμος, ο λαός, πριν «φωτιστεί» από τους δυτικοευρωπαίους, το έχει καταγράψει ο κλασικός φιλόλογος και Ομηριστής Ιωάννης Θ. Κακριδής, στην πολύτιμη λαογραφική μελέτη του «Οι αρχαίοι Έλληνες στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση». Ο απλός λαός μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, πίστευε ότι οι Έλληνες ήταν κάποιος αρχαίος ειδωλολατρικός λαός γιγάντων - έτσι εξηγούσαν και την ύπαρξη των τεράστιων μνημείων που αφθονούσαν στον τόπο μας. Τους αρχαίους αυτούς τους θαύμαζε για την δύναμή τους (στήν Κεφαλληνία του 19ου αιώνα ο Κακριδής αναφέρει ότι υπήρχε η έκφραση «μωρέ, σαν Έλληνας είναι τούτος!» ), αλλά πάντως δεν ταυτιζόταν μαζί τους. Άλλωστε, επειδή προφανώς δεν υπήρχε περίπτωση συγχύσεως με κάποιο τωρινό λαό, τους ονόμαζε "Έλληνες" και όχι "αρχαίους Έλληνες".
Στα Σφακιά του 19ου αιώνα λέγανε πώς "απάνω στη Σαμαριά είναι παλιά χώρα των Ελλήνων. Εδακεί ετελειώσανε οι Ελλήνοι. Και λέγουνε οπώς έχει εκεί θησαυρό, όμως δεν εβρέθηκε".
Στην Θεσπρωτία, του 20ου αιώνα μάλιστα, οι γιαγιάδες έλεγαν μια ιστορία που άρχιζε ως εξής: "τά χρόνια τα παλιά ζούσαν στα μέρη αυτά άλλης λογής άνθρωποι, οι Ελληνες (....) οι Έλληνες δεν έμοιαζαν με τους σημερινούς ανθρώπους. Ήταν ψηλοί σαν τα κυπαρίσια…".
Χαρακτηριστικό είναι το ηπειρώτικο τραγούδι του 19ου αιώνα: "Η Αγγελική της Κούμαινας έχει άντρα παλικάρι, σαν Έλληνας έχει τσαμπά και στήθια σά λιοντάρι"  (τσαμπά: μακριά μαλλιά). Γνωστό είναι και το δημοτικό τραγούδι που λέει "Η μάνα του ήταν Χριστιανή κι ο κύρης του ήταν Έλλην...".
Ο Κακριδής αναφέρει συνολικά 85 διηγήσεις ή φράσεις απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας όπου οι "Έλληνες" έχουν παραμείνει στην λαϊκή μας παράδοση με την σημασία που αναφέραμε.
Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ρωμαίοι/Ρωμηοί, είχαν αρνηθεί τον Ελληνισμό ή αγνοούσαν την Ελληνικότητά τους. Πλείστα ιστορικά στοιχεία αποδεικνύουν ότι εθαύμαζαν και εδίδασκαν όλες εκείνες τις μεγάλες μορφές του πνεύματος και έννοιωθαν υπερηφάνεια (Πλάτων, Αριστοτέλης, Σόλων, κλπ)…Έπαψαν να αισθάνονται ως Έλληνες φυλετικώς και θρησκευτικώς, για τους λόγους που προαναφέραμε (είχαν ταυτίσει την λέξη «Έλλην» με την ειδωλολατρία) και επί πλέον διότι:
-Το όνομα Έλλην έγινε περιεχόμενον του ονόματος Ρωμαίος και ουσιαστικώς αφομοιώθηκε από το Ρωμαίος.
-Οι Έλληνες έλαβαν τα πρωτοτόκια και την ευλογία από τον Θεόν, για την δημιουργία του Νέου Έθνους, του Νέου Ισραήλ της Χάριτος, του Αγίου διαφυλετικού Έθνους των Ορθοδόξων Χριστιανών.
Ασυγκρίτως μεγαλύτερη τιμή και ιερώτερη αποστολή από εκείνη του εθνοφυλετικού Έλληνος των στενών Ελλαδικών ορίων.
δ. Πως αποκαλούσαν τους κατοίκους της Ρωμαίϊκης Αυτοκρατορίας  οι Τούρκοι κατακτητές, οι δυτικοευρωπαίοι και οι άλλοι γειτονικοί λαοί;
Οι Σελτζούκοι Τούρκοι που άρχισαν να κατακτούν εδάφη της αυτοκρατορίας μας, από τον 11ο αιώνα, μας ονόμαζαν "Ρούμ - Ρωμαίους", όπως "Ρουμ" μας αποκάλεσαν και οι Οθωμανοί. Την χώρα που κατέκτησαν την ονόμασαν "Ρούμ-ιλί" ("χώρα των Ρωμαίων") και από κει προέρχεται η λέξη Ρούμελη που μέχρι το 1912 δήλωνε όλη την ευρωπαϊκή Τουρκία (σχεδόν το σύνολο της Χερσονήσου του Αίμου/των Βαλκανίων), και όχι μόνον την Στερεά Ελλάδα, όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος στους χάρτες της εποχής.
Τα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την χρήση αυτού του ονόματος είναι αναρίθμητα. Ενδεικτικά  αναφέρουμε το φιρμάνι που εξέδωσε ο Βεζύρης τον Απρίλιο του 1821, μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου, προς τον Τούρκο νομάρχη Αδριανουπόλεως. Σ’ αυτό, το Πατριαρχείο αναφέρεται ως "η εν Κωνσταντινουπόλει Πατριαρχεία των Ρωμαίων" και η επανάσταση του 1821 ως "το κίνημα το παρασκευαζόμενον μεταξύ του Ρωμαϊκού Έθνους". Οι Τούρκοι γνώριζαν δηλαδή και αυτοί, όπως και εμείς, ότι είχαν κατακτήσει Ρωμαίους – Ρωμηούς και όχι Έλληνες. Ακόμη και σήμερα, οι Ρωμηοί της Πόλης αποκαλούνται "Ρούμ" από τους Τούρκους.
Αφού όμως οι νεοέλληνες, προτίμησαν να αλλάξουν το εθνικό τους όνομα και να αυτοαποκαλούνται ‘Ελληνες (ΣΣ: Ουσιαστικώς το όνομα Έλληνες μας το επέβαλλαν οι παποφραγκικοί προστάτες μας), οι πρώην κατακτητές μας Τούρκοι, επωφελήθηκαν και αντί για Ρωμηούς που μας ονόμαζαν από της αρχικής επαφής τους μαζί μας και κατά την διάρκεια της Τουρκικής δουλείας, απεκάλεσαν και αποκαλούν τους πολίτες της σημερινής ελεύθερης Ελλάδος «Γιουνανί» και «Γιουνάν», δηλαδή με το αρχαιότατο φυλετικό μας όνομα Ίωνες/Έλληνες, διαφοροποιώντας έτσι τους Ρωμηούς της Πόλης από τους ομοεθνείς τους, της σημερινής ανεξάρτητης Ελλάδας.
Τι επέτυχαν οι Τούρκοι με αυτή την αλλαγή του ονόματός μας;
Αποστέρησαν από τους Νεοέλληνες το δικαίωμα να διεκδικήσουν κάτι έστω, από την πάλαι ποτέ Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των Ρωμαίων/Ρωμηών. Αποστέρησαν από τους Νεοέλληνες το δικαίωμα ακόμη και αναφοράς στο όνομα της πρωτευούσης τους, της Κωνσταντινουπόλεως. Με άλλα λόγια οι Τούρκοι μας είπαν:
«Αφού εσείς ονομαστήκατε Έλληνες και ονομάσατε το κράτος σας Ελληνικόν (ΣΣ: Όπως προείπαμε, μας το επέβαλλαν οι δυτικοί «σύμμαχοι»/επιβήτορές μας), αποδέχεσθε ότι δεν είσθε Ρωμαίοι/Ρωμηοί. Συνεπώς δεν δικαιούσθε να αναφέρεσθε στο κράτος και την αυτοκρατορία των Ρωμαίων/Ρωμηών, ούτε καν και στην Κωνσταντινούπολη»!!!
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, κάθε συζήτηση για την εθνική μας ονομασία δεν είναι απλώς τυπική ή θέμα ονοματοκρατίας. Το όνομα "Ρωμαίοι" αντιστοιχούσε σε μια εθνική συνείδηση διαφορετική απ’ αυτήν που συναντούμε στους δυτικούς λαούς, διαφορετική απ’ αυτήν που μεταφέρθηκε από τους «διαφωτιστές»/σκοταδιστές προστάτες μας, στο ελληνικό/ελλαδικό κρατίδιο μετά το 1830.
Αντανακλούσε και απηχούσε τον «καημό της Ρωμηοσύνης» για αποκατάσταση της Ελληνικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και απόδοση της κυριότητός της, στους ιστορικούς ιδιοκτήτες της, τους Ρωμηούς.
Οι δυτικοευρωπαίοι γνώριζαν το αληθινό μας όνομα και δεν δίσταζαν να το αναφέρουν, όταν οι πολιτικές ενέργειές τους δεν κατευθύνονταν από άλλες πολιτικές σκοπιμότητες. Έτσι το 1713, σε μια εποχή δηλαδή για την οποία τα σημερινά συστημικά σχολικά μας βιβλία διδάσκουν ότι οι Ρωμαίοι έχουν χαθεί πριν 1200 χρόνια, ο Βενετός τυπογράφος της πρώτης εκδόσεως του "Ερωτόκριτου" γράφει ότι τυπώνει αυτό το βιβλίο «παρακινημένος από την διάπυρον αγάπην και ευλάβειαν οπού παιδιόθεν έχω προς το ένδοξον γένος των Ρωμαίων».
Ο ίδιος δηλώνει ότι είναι "Ιταλικός και της γλώσσης ολότελα ανήξευρος", αλλά παρά ταύτα προσπάθησε να τυπώσει βιβλία "τά οποία ως τώρα και από άλλους Ρωμαίους και Ιταλικούς τυπογράφους ετυπώθησαν, αλλά και τα ασυνήθιστα και χρησιμότερα, οπού υπό τινά Ρωμαίον δεν έγιναν". Ο πρόλογος κλείνει με παράκληση προς τους "άρχοντες Ρωμαίους" να προσφέρουν τυχόν χειρόγραφα στον εκδότη ώστε να τυπώσει αργότερα μια βελτιωμένη έκδοση. 
Στο ίδιο το ποίημα διαβάζουμε το δίστιχο:
«Στους περαζόμενους καιρούς που οι ΄Ελληνες ορίζα
κι οπού δεν είχε η πίστη των θεμέλιο μηδέ ρίζα».
Οι στίχοι αυτοί βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία με την λαϊκή παράδοση, όπως την κατέγραψε ο Κακριδής: Υπήρχε κάποτε μια εποχή κατά την οποία κυβερνούσαν οι "Έλληνες", όχι οι "αρχαίοι Έλληνες" αλλά οι "Έλληνες", κάποιοι άλλοι από μάς, οι οποίοι είχαν μια πίστη χωρίς θεμέλιο και ρίζα, ήταν δηλαδή άθεοι και ειδωλολάτρες.
Πώς ήταν δυνατόν, λοιπόν, να αποδεχθούν το όνομα Έλληνες, οι Ελληνικής καταγωγής Εθνομάρτυρες και αγωνιστές της Ορθοδόξου Πίστεως μιας ένδοξης Αυτοκρατορίας και να ταυτιστούν με τους σοδομιστές αρχαίους και προχριστιανικούς «Έλληνες» ειδωλολάτρες;
Τετρακόσια χρόνια νωρίτερα από την προμνησθείσα μαρτυρία, τον 14ο αιώνα, ο ανώνυμος συγγραφέας του "Χρονικού του Μορέως" γνώριζε πολύ καλά ότι οι αντίπαλοι των Λατίνων, οι κάτοικοι της "Ελλάδας" φανατικοί πολέμιοι των Λατίνων, είναι οι Ρωμαίοι. Δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του "Χρονικού":
"Ποίος ν’ ακούση πώποτε Ρωμαίου να έχη πιστέψει δι’ αγάπην γαρ ή δια φιλίαν ή δια καμίαν συγγένειαν; Ποτέ Ρωμαίου μη εμπιστευτής δια όσα και σού ομνύει  όταν θέλει και βούλεται του να σε απεργώση, τότε σε κάμνει σύντεκνον ή αδελφοποιτόν του, ή κάμνει σε συμπέθερον δια να σε εξολοθρέψη"
Ας γυρίσουμε άλλα τριακόσια χρόνια πίσω, στον 11ο αιώνα. Στο μεγάλο έπος με το οποίο "αρχίζει η νεοελληνική λογοτεχνία", τον "Διγενή Ακρίτα", ο συγγραφέας, αντίθετα με ότι θα περίμενε κανείς, δεν υποψιάζεται ότι είναι Έλληνας (φυσικά ούτε και "βυζαντινός"). Στην αρχή-αρχή ακόμα, ο Άραβας αμηράς5 φέρεται ότι, "ακριβώς γαρ ηπίστατο την των Ρωμαίων γλώτταν" και έτσι είχε την δυνατότητα να συνομιλεί με τους αντιπάλους του. Στην συνέχεια, ένα από τα αδέρφια που ήρθαν να ζητήσουν την κόρη που απήγαγε ο αμηράς μονομαχεί μαζί του καί, καθώς πλησιάζει προς την νίκη, οι υπόλοιποι Σαρακηνοί συμβουλεύουν τον αμηρά:
"Αγάπην επιζήτησον, τον δε πόλεμον άφες. Ο Ρωμαίος δεινός εστί, μη σε κακοδικήση".
Τα παραδείγματα από τον "Διγενή Ακρίτα" είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτα γιατί προέρχονται από ένα έργο που διαδραματίζεται στα όρια της αυτοκρατορίας, στον Ευφράτη, και όχι στην πρωτεύουσα. Δείχνουν λοιπόν ότι και οι επαρχιακοί πληθυσμοί πίστευαν ότι είναι Ρωμαίοι και όχι ο,τιδήποτε άλλο.
Σε συνδυασμό με τα παρατεθέντα και με τις πληροφορίες που έχουμε από όλες τις "επίσημες" πηγές (ιστορίες, κρατικά έγγραφα) είναι ολοφάνερο ότι οι πρόγονοί μας καλούνταν Ρωμαίοι-Ρωμηοί παντού.
Επομένως η άποψη, ότι το "Ρωμαίοι" ήταν απλώς το επίσημο όνομά τους, ενώ οι ίδιοι προτιμούσαν κάποιο άλλο (Έλληνες; Γραικοί;) είναι επιστημονικώς αυθαίρετη και ιστορικώς παντελώς αβάσιμη.
Οι πρόσφατοι πρόγονοί μας, είτε ήξεραν είτε όχι ότι είναι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, είτε γνώριζαν ότι είναι κληρονόμοι μιας παγκόσμιας πνευματικής κληρονομιάς, είτε όχι, είχαν ταυτίσει το όνομα Έλλην με το ειδωλολάτρης, και όντες ορθόδοξοι Χριστιανοί ενσυνειδήτως απεκαλούντο Ρωμηοί, αφού η λέξη Ορθόδοξος περιέκλειε το όνομα Έλλην είτε με εθνική είτε με πολιτιστική έννοια. Παραλλήλως οι Ρωμηοί ονόμαζαν την πατρίδα τους Ρωμανία, όπως φαίνεται από διάφορα δημοτικά τραγούδια (π.χ. στον "Θρήνο της Κωνσταντινουπόλεως":
"Ω Θεέ, να τόχαν πολεμάν και οι Ρωμαίοι ούτως, ποτέ να μην εχάνασιν λέγω την βασιλείαν", ή στο γνωστό τραγούδι του Πόντου  "η Ρωμανία επάρθεν"). Επίσης στον "Διγενή Ακρίτα", όπου ως μοναδικό όνομα του κράτους αναφέρεται δεκάδες φορές το "Ρωμανία".
ε. Η γλώσσα των πολιτών στην Αυτοκρατορία  
Οι Ρωμαίοι/Ρωμηοί ονόμαζαν την καθομιλούμενη γλώσσα τους «ρωμαϊκή» ή «ρωμαίϊκη» για να την αντιδιαστείλουν από την αρχαία ελληνική την οποία ονόμαζαν απλώς "ελληνική". Γι’ αυτό άλλωστε, υπάρχουν μεταφράσεις από αρχαίες μορφές της γλώσσας στην δημώδη που αναφέρουν ότι μεταφράζουν "από την ελληνικήν εις την ρωμαίϊκη".
Ο πρόδρομος του δημοτικισμού Δ. Καταρτζής6 αν και επηρεασμένος από τον Γαλλικό «διαφωτισμό», διαφωνώντας με όσους έγραφαν σε αρχαΐζουσα γλώσσα, σημείωνε το 1783:  «Κάθε συγγραφή που κάμουμε στα ελληνικά είν’ ένα είδος μετάφρασης που κάμουμ’ απτά ρωμαίϊκα, που πάντα διανοούμε, στα ελληνικά, που διανοούμε μόν’ όταν πιάσουμε κονδύλι". Επομένως "τό να φρονή κανείς πώς η ελληνική και η ρωμαίϊκια είναι μία γλώσσα και όχι δύο είναι ενάντιο στον ορθό λόγο».
Αυτό σημαίνει ότι η ρωμαίϊκη γλώσσα δεν είναι Ελληνική; Ασφαλώς όχι!
Την απάντηση δίνουν δύο άλλοι εκπρόσωποι του λεγομένου Δυτικού «Διαφωτισμού», οι Δανιήλ Φιλιππίδης και Γρ. Κωνσταντάς7 που συνέγραψαν την "Γεωγραφία Νεωτερική" το 1791. Σημειώνουν στην παρουσίαση των ευρωπαϊκών γλωσσών, πώς "η Ρωμέϊκη γλώσσα η αλόγως και αμαθέστατα καταφρονουμένη από μερικούς, έχει μεγάλη συγγένεια με την Ελληνική, και είναι μια θυγατέρα της οπού σχεδόν την ομοιάζει επειδή όλες σχεδόν αι λέξεις είναι από την Ελληνική".
Γι’ αυτό τον λόγο, υπάρχουν λεξικά, από την Τουρκοκρατία και αργότερα, με τίτλο "Γαλλικά-Ρωμαϊκά", "Ιταλικά - Ρωμαϊκά", κλπ. Μερικά παραδείγματα:
-Το "Λεξικόπουλο", ήτοι το Λεξικὸν Λατινικόν, Ρωμαϊκὸν καὶ Ἑλληνικὸν τού Simon Portius, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1635. που είναι το Tρίγλωσσο λεξικό (νεοελληνικό-αρχαιοελληνικό και λατινικό). Ας σημειωθεί ότι ο «διδάκτωρ τής θεολογίας» Simon Portius (Σίμων Πόρτιος ή Πόρκιος) συνέταξε (λατινιστί) μία από τις πρώτες γραμματικές τής νεοελληνικής γλώσσας, την Γραμματικὴ τῆς Ρωμαϊκῆς γλώσσας την οποίαν στα λατινικά ονόμασε: Grammatica linguae Graecae vulgaris (Παρίσι 1638). Στο λεξικό του Portius, η λατινική λέξη "fabula", για παράδειγμα, μεταφράζεται στην ελληνική ως "μύθος" και στην ρωμαϊκή/ρωμαίϊκη ως "παραμύθι".
-Από τα λεξικά τού 18ου αι. το πιο σημαντικό και πρωτοποριακό για την εποχή του είναι το λεξικό τού παπικού μοναχού και ιεραποστόλου πατρός Alessio da Somavera. Εκδόθηκε το 1709 στο Παρίσι με τίτλο Θησαυρὸς τῆς Pωμαϊκῆς καὶ τῆς Φράγκικης Γλώσσας, ἤγουν Λεξικὸν Pωμαίϊκον καὶ Φράγκικον. Πρόκειται για ελληνοϊταλικό και ιταλοελληνικό λεξικό, το οποίο λόγω τού πλούσιου νεοελληνικού λημματολογίου του απετέλεσε σημείο αναφοράς και πηγή υλικού για τους μετέπειτα λεξικογράφους και τους μελετητές τής νεοελληνικής γλώσσας.8  
-Άλλα λεξικά τού 18ου αιώνα, λιγότερο σημαντικά σε σχέση με το Λεξικό τού Somavera, αλλά ουσιώδους συμβολής στην εξέλιξη τής νεοελληνικής λεξικογραφίας είναι τα λεξικά των Γ. Κωνσταντίνου (1757), Γ. Βεντότη (1790) και Karl Weigel (1796). Tο λεξικό του Κωνσταντίνου είναι τετράγλωσσο (αρχ. Ελληνική – Ν. Ελληνική – Λατινική – Ιταλική), του Βεντότη τρίγλωσσο (Γαλλική – Ιταλική – Ρωμαϊκή [= απλή/προφορική Ελληνική]) και του Weigel τρίγλωσσο (Απλορωμαϊκή [= απλοελληνική] – Γερμανική – Ιταλική).9
- Το Λεξικὸν Pωμαϊκὸν Ἁπλοῦν (1783) και το λεξικό τού Μεθοδίου (1795)10
-Σημαντικό είναι επίσης και το «Λεξικό της Ρωμαίϊκης και Αρβανίτικης γλώσσας» του Ελληνόψυχου Μάρκου Μπότσαρη.

Συμπεράσματα από την συνοπτική ανάλυση της Ρωμαίϊκης γλώσσας και την ενδεικτική παράθεση των παραπάνω λεξικών.
1ο/ Η Ρωμαϊκή/Ρωμαίϊκη γλώσσα ήταν τελείως διαφορετική της (ελληνογενούς) Λατινικής.
2ο/ Οι δυτικοί που δεν αποδέχονται την Ελληνική κυριότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παραδόξως εχαρακτήριζαν και απεδέχοντο την ύπαρξη Ρωμαϊκής γλώσσας στην Αυτοκρατορία, χαρακτηρίζοντάς την όμως ελληνική και ενίοτε Γραικική, για τους λόγους που έχουμε προαναφέρει, αλλά αλλά διαχωρίζοντάς την σαφώς από την Λατινική την οποίαν οι ημέτεροι (αν)εγκέφαλοι εβάπτισαν Ρωμαϊκή.
Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι η γλώσσα των αρχαίων Ρωμαίων ήταν η Ελληνική. Τουλάχιστον μέχρι  τον 3ο π.Χ, αιώνα οι αρχαίοι Ρωμαίοι μιλούσαν και έγραφαν μόνον Ελληνικά. Από τον 3ον π.Χ. αι. και μετέπειτα, μιλούσαν και έγραφαν Ελληνικά και Λατινικά.
Η Λατινική επεβλήθη στους αρχαίους Ρωμαίους από τους παγανιστές Ρωμαίους και Λατίνους, κατά την διάρκεια των τριών πρώτων μ. Χ. αιώνων, των μεγάλων διωγμών των Χριστιανών!
3ο/  Η Ρωμαίϊκη/Ρωμαϊκή γλώσσα ήταν η δημώδης θυγατρική της αρχαίας Ελληνικής γλώσσης.

Συνεχίζεται







1 α. Η βιβλιογραφία από την οποίαν αντλήθηκαν τα στοιχεία της παρούσης μελέτης, πλέον των πηγών που καταγράφονται σε κάθε ανάρτηση, θα παρατεθεί στο τέλος της αναπτύξεως του θέματος.
β. Οσάκις θα αναφερόμαστε στους όρους Βυζάντιον, Βυζαντινός/ Βυζαντινοί, Βυζαντινός πολιτισμός, και Βαλκάνια, Βαλκανική χερσόνησος, θα το πράττουμε κατ’ οικονομίαν, αφού οι παραπάνω όροι είναι τεχνητοί, εμβόλιμοι και ιστορικώς αβάσιμοι.
Όπως σημειώνει ο Ακαδημαϊκός Δ.Α. Ζακυνθηνός, «τα ονόματα Βυζάντιον, Βυζάντιος, Βυζαντινός, Βυζαντιακός, ουδέποτε εχρησιμοποιήθησαν υπό την Ελλήνων των μέσων αιώνων εν τη σημασία, ην έχουν σήμερον. Κατ' αυτούς Βυζάντιον, Βυζαντίς, Βυζαντιών πόλις ήτο η Κωνσταντινούπολις, Βυζάντιος δε ο κάτοικος αυτής... Ο όρος ούτος εν τη κατά τους νεωτέρους χρόνους κατισχυσάση ευρεία εννοία εμφανίζεται το πρώτον εν τη Λατινική, μετά δε την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων, δηλοί κυρίως τους εις την Ιταλίαν καταφυγόντας Έλληνας λογίους. Ως όρος επιστημονικός χρησιμοποιείται κατά τον δέκατον έκτον (16ον) αιώνα».
Ειδικώς για τους όρους «Βαλκάνια» και «Βαλκανική», σημειώνουμε τα εξής:
Ο Αίμος είναι οροσειρά στα βορειανατολικά της Ελληνικής Χερσονήσου, από την οποία ονομάστηκε Χερσόνησος του Αίμου. Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνος, στα διεθνή έγγραφα (επίσημες αλληλογραφίες, περιεχόμενο διμερών ή διεθνών συνθηκών, στρατιωτικά έγγραφα, κλπ) η περιοχή των σημερινών Βαλκανίων, ανεφέρετο ως «Χερσόνησος του Αίμου».
Οι Συστημικοί ανθέλληνες και οι Ιουδαιοταλμουδιστές νεότουρκοι, την ονόμασαν Βαλκανική χερσόνησο και  Μπαλκάν και έκτοτε παραδόξως, επικράτησε διεθνώς η ανιστόρητη αυτή ονομασία.
Με την ονομασία Βαλκάνια [από την τουρκική λέξη «μπαλκάν» (balkan = όρος, ή υψηλή δασώδης οροσειρά), (αρχ. Ελλην. Χερσόνησος του Αίμου)], και Βαλκανική χερσόνησος, καθιερώθηκε εσφαλμένα να χαρακτηρίζεται, περισσότερο ως πολιτικός όρος παρά γεωγραφικός, αφ’ ενός η περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και συγκεκριμένα η τρίτη από Δυσμών προς Ανατολάς νότια χερσόνησος της Ευρώπης και αφετέρου συλλήβδην και χώρες γειτονικές που βρίσκονται εκτός των φυσικών γεωγραφικών ορίων της χερσονήσου αυτής, που από το μακρινό παρελθόν λειτούργησε και λειτουργεί ως σταυροδρόμι, μεταξύ Ευρωπαϊκής και Ασιατικής ηπείρου.
Σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, ο Αίμος οφείλει το όνομα του στο αίμα του τιτάνα Τυφώνα, τον οποίο πλήγωσε ο Δίας όταν εξαπέλυσε κεραυνό εναντίον του ή από τον Αίμο, μυθικό βασιλιά της Θράκης.          
2 Μετά την απελευθέρωση της Βασιλεύουσας που ήταν υποδουλωμένη στους άπιστους εισβολείς και αιμοσταγείς κατακτητές, Λατίνους και Φραγκοπαπικούς, ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος, εισέρχεται θριαμβευτικώς στην Πόλη, από την Χρυσεία Πύλη, στις 15-8-1261.
3 Λαότης:  Η συνισταμένη των ιδιοτήτων ενός συνόλου ανθρώπων (λαός), με ιστορικά διαμορφωμένη γλωσσική, πολιτισμική, οικονομική και εδαφική κοινότητα, για ωρισμένη χρονική περίοδο (Λαός= Το σύνολον των κατοίκων μιας περιοχής, των οποίων το προσδιοριστικόν και μόνον στοιχείον αποτελεί ο παράγων της συνοικήσεως).

Εθνότης: Όταν ένας λαός δημιουργήσει κοινή οικονομική βάση (αρχικά τουλάχιστον στηριζόμενη στα κοινά ήθη και την αγροτική εργασία κι’ αργότερα στην κοινή κατανάλωση), έχει ιστορική συνέχεια, συγκροτηθεί σε κράτος ή ενιαία διοίκηση, εφαρμόζει κοινή νομοθεσία, ακολουθεί ενιαίες παραδόσεις και έχει αποκτήσει κοινή εθνική συνείδηση, τότε έχουμε εθνότητα.

4 Στις 7 Οκτωβρίου 1838 ο γηραιός στρατηγός και εν ενεργεία Σύμβουλος Επικρατείας Θεόδωρος Κολοκοτρώνης επισκέφθηκε το Βασιλικό Γυμνάσιο της Αθήνας (νυν 1ο Πρότυπο Πειραματικό Γυμνάσιο Αθήνας) για να παρακολουθήσει την διδασκαλία του γυμνασιάρχη Γεωργίου Γενναδίου (1784-1854) για τον Θουκυδίδη. Τόσο εντυπωσιάστηκε από την «παράδοσιν του πεπαιδευμένου γυμνασιάρχου και από την θέαν τοσούτων μαθητών», ώστε εξέφρασε την επιθυμία να μιλήσει και ο ίδιος προς τους μαθητές. Την πρότασή του απεδέχθη ο Γεννάδιος και λόγω της στενότητας του χώρου και του πλήθους των μαθητών η ομιλία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ορίσθηκε για τις 10 το πρωί της 8ης Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα.
Η ομιλία του Κολοκοτρώνη αποτελεί την πνευματική παρακαταθήκη του Γέρου του Μωριά προς την νέα γενιά. Εκφωνήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 1838 στην Πνύκα και πρωτοδημοσιεύτηκε στις 13 Νοεμβρίου 1838 στην αθηναϊκή εφημερίδα «Αιών», που εξέδιδε ο ιστορικός Ιωάννης Φιλήμων. ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/articles/ 565#ixzz4CZI7NIBV.
5 Κατά τους τελευταίους αιώνες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν την λέξη "Αμιράς" αντί στρατηγού και τοπάρχου. Εξ αυτής της λέξεως προέρχεται και ο τίτλος Αμιράλιος. Επίσης μ’ αυτόν τον τίτλο επονόμαζαν και τους διοικητές - τοποτηρητές και άραβες ηγεμόνες. Η λέξη ετυμολογείται εκ της αραβικής "αμίρ" ή τουρκοπερσικής "εμίρ" που σημαίνει στρατηγός και κατ’ επέκταση αρχηγός. Εξ ού και ο σύγχρονος τίτλος Εμίρης.
Επίσης ο τίτλος Αμιράς στην ελληνική λαογραφία και ποίηση φέρεται να χρησιμοποιείται ως επίθετο των λειχηνόρων (γλυψηματιών) προς άρχοντα ή αυθέντη, όπως καταφαίνεται τόσο σε στίχους του Ερωτοκρίτου όσο και της Ερωφίλης.
"Ρήγα κι Αμιρά, και δυνατέ στρατιώτη,
ακόμη ετσ΄ άνδρα σαν εσέ, δεν ήκαμεν η νιότη"
(Ερωτόκριτος στίχ. 2045-2046)
6 Ο Δημήτριος Φωτιάδης-Καταρτζής (1730-1807) ήταν Έλληνας συγγραφέας και δικαστής, μία από τις σημαντικότερες μορφές του λεγόμενου νεοελληνικού διαφωτισμού.
7 Η Γεωγραφία νεωτερική είναι έργο των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγορίου Κωνσταντά που εκδόθηκε στην Βιέννη το 1791. Είναι περιηγητικό έργο που επικεντρώνεται σε κοινωνικά και ιστορικά θέματα των περιοχών που περιγράφονται. Θεωρείται από τα πιο σημαντικά έργα του λεγόμενου Νεοελληνικού Διαφωτισμού.















8 Το λεξικό περιλαμβάνει λέξεις τής απλής προφορικής γλώσσας τής εποχής, χρήσεις των λέξεων σε φράσεις, ιδιωτισμούς («ιδιολεξίες»), λέξεις από διάφορες διαλέκτους-ιδιώματα της Ελλάδας και λέξεις-όρους από την περιοχή τής γραμματικής, τής φιλοσοφίας και τής θεολογίας. Συχνά στο ελληνικό λήμμα, προτού δώσει την απόδοση στα Ιταλικά, δίνει συνώνυμα· π.χ. «ἱερέας, ὁ, ἱερεύς, ὁ, παπάς, ὁ, λείτουργος (sic), ὁ, sacerdote, prete».
9 Βιβλιογραφικά στοιχεία: Γεωργίου Κωνσταντίνου, Θησαυρὸς τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ἤγουν Λεξικὸν τετράγλωσσον, περιέχον δηλαδὴ τὰς τέσσαρας ταύτας διαλέκτους, Ἑλληνικήν [= αρχαία Ελληνική], πεζήν, ἤτοι ἁπλῆν Pωμαϊκήν, Λατινικὴν καὶ Ἰταλικήν, Βενετία 1757· Γεωργίου Βεντότη, Λεξικὸν τρίγλωσσον, τῆς Γαλλικῆς, τῆς Ἰταλικῆς καὶ Pωμαϊκῆς διαλέκτου, 3 τόμ., Βιέννη 1790· Karl Weigel, Λεξικὸν Ἁπλορωμαϊκόν, Γερμανικὸν καὶ Ἰταλικόν, Λειψία 1796.
10 Λεξικὸν Pωμαϊκῆς Ἁπλοῦν, Μόσχα 1783· Μεθοδίου, Λεξικὸν Ἁπλοῦν παλλαϊκὸν τῆς ἐν χρήσει γλώσσας τῶν σημερινῶν Ἑλλήνων [μετάφρ. από Ρωσικά], Μόσχα 1795.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου