Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017

Η ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ-ΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ/ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ  ΑΓΑΠΗ
«Ἀγάπη πού δέν ἔχει στοιχεῖα σωτηρίας
εἶναι πλάνη τοῦ διαβόλου»
Γέρων Ἐφραίμ ἐν Ἀριζόνᾳ


ΜΕΡΟΣ 22ο

ΙΒ. Η ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ-ΑΠΑΤΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ (Συνέχεια 21ου μέρους)1


        1.  Οικουμενισμός2


2. Η Αγαπολογία των αιρετικών και αλλοδόξων Οικουμενιστών (Συνέχεια 21ου μέρους)
β. Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού
Προκειμένου να αντιληφθούν οι πιστοί, οι άδολοι, οι αμφιταλαντευόμενοι και όσοι άλλοι καλοπροαίρετοι, τι ακριβώς εννοούμεν όταν λέγομεν ότι:
-Υπάρχει άβυσσος που χωρίζει τους αγαπολόγους απατεώνες Οικουμενιστές από τους πιστούς της αληθινής Χριστιανικής Αγάπης, Ορθοδόξους Χριστιανούς,
-Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος απεστάτησεν και συσχηματίσθηκε με τους αιρετικούς και αλλοδόξους του κόσμου τούτου,
Παρουσιάζουμε μία Ομολογία πίστεως Ορθοδόξων ποιμένων, κληρικών και μοναχών, που επέχει θέσιν διακηρύξεως-αποκηρύξεως της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, απευθυνομένην προς κάθε Οικουμενιστήν (Πατριάρχην Βαρθολομαίον, ιεράρχες και «θεολόγους») που μετέχει ή ανέχεται σιωπηρώς τα όσα λέγονται και τεκταίνονται στις οικουμενιστικές, αδελφοποιητικές και ειρηνοποιητικές, δήθεν, αγαπολογικές-ψευδοχριστιανικές συνάξεις3


ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ Κατά του Οικουμενισμού
Σύναξη Ορθοδόξων Κληρικών και Μοναχών (Απρίλιος 2009)
Όσοι με τη Χάρη του Θεού ανατραφήκαμε με ευσεβή δόγματα και ακολουθούμε σε όλα την Μία, Αγία, Καθολική, και Αποστολική Εκκλη­σία, πιστεύουμε ότι:
Η μοναδική οδός σωτηρίας των ανθρώπων4 είναι ή πί­στη στην Αγία Τριάδα, στο έργο και στην διδασκαλία του Κυρίου ημών Ιησού Χρίστου, τα συνεχιζόμενα εις το σώμα Αυτού, την Αγία Εκκλησία. Ο Χριστός είναι το μόνο αλη­θινό φως,5 δεν υπάρχουν άλλα φώτα για να μας φωτίσουν, ούτε άλλα ονόματα που μπορούν να μας σώσουν. «Ουκ εστίν εν άλλω ούδενί ή σωτηρία. ουδέ γάρ όνομα εστίν έτε­ρον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις, εν ω  δει σωθήναι ημάς» (ΠΡΑΞ: 4/14).
Όλα τα άλλα πιστεύματα, όλες οι θρη­σκείες, που αγνοούν και δεν ομολογούν τον Χριστό «εν σαρκί έληλυθότα»6 είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα και έργα του Διαβόλου7, δεν οδηγούν στην αληθινή θεογνω­σία και στην δια του θείου βαπτίσματος αναγέννηση, αλλά πλανούν τους ανθρώπους και τους οδηγούν στην απώλεια. Οι Χριστιανοί πιστεύοντες εις την Αγία Τριάδα, δεν έχου­με τον ίδιο Θεό με καμία άλλη θρησκεία· ούτε με τις λεγό­μενες μονοθεϊστικές θρησκείες, τον Ιουδαϊσμό και τον Μωαμεθανισμό, οι όποιες δεν πιστεύουν στην Αγία Τριάδα.
Επί δύο χιλιάδες χρόνια η ιδρυθείσα από τον Χριστό και καθοδηγούμενη από το Άγιο Πνεύμα Εκκλησία, έμεινε σταθερή και ακλόνητη στην διδαχθείσα από τον Χριστό, παραδοθείσα από τους Άγιους Αποστόλους και φυλαχθείσα από τους Άγιους Πατέρες σωτηριώδη Αλήθεια. Δεν κάμφθηκε από τους σκληρούς διωγμούς των Ιουδαί­ων αρχικά και των ειδωλολατρών στην συνέχεια κατά τους τρεις πρώτους αιώνες· ανέδειξε πλήθος μαρτύρων και εξήλθε νικήτρια, αποδείξασα την θεϊκή της προέλευση. Όπως λέ­γει θαυμάσια ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: «Ουδέν Εκκλησίας δυνατώτερον... "Ανθρωπον εάν πολεμής, ή ένίκησας ή ενικήθης, έκκλησίαν δε εάν πολεμής, νικήσαί σε άμήχανον ό Θεός γάρ έστιν ό πάντων ισχυρότερος».8
Μετά την κατάπαυση των διωγμών και τον θρίαμβο της Εκκλησίας επί των εξωτερικών εχθρών, των Ιουδαίων δη­λαδή και των ειδωλολατρών, πληθύνθηκαν και ενδυναμωθήκαν οι εσωτερικοί εχθροί της Εκκλησίας. Εμφανίσθηκαν οι ποικίλες αιρέσεις, οι όποιες επεχείρησαν να ανατρέψουν και να νοθεύσουν την παραδοθείσα πίστη, ώστε οι πιστοί να πάθουν σύγχυση και να ατονήσει η εμπιστοσύνη τους στην ευαγγελική αλήθεια και στα παραδεδομένα.
Ο Μέγας Βασίλειος, σκιαγραφώντας την εκκλησιαστική κατάσταση που δημιούργησε η επί σαράντα έτη κυριαρχήσασα, και διοικητικά, αίρεση του Αρείου λέγει: «Καταπεφρόνηται τά τών Πατέρων δόγματα, αποστολικαί παραδόσεις εξουθένηνται, νεωτέρων ανθρώπων εφευρέματα ταις Εκκλησίας εμπολιτεύεται· τεχνολογούσι λοιπόν, ου θεολογούσιν οι άνθρωποι· ή του κόσμου σοφία τα πρωτεία φέρεται παρωσαμένη το καύχημα του Σταυρού. Ποιμένες απελαύνονται, άντεισάγονται δε λύκοι βαρείς, διασπώντες τό ποίμνιον του Χριστού».9
Ό,τι έγινε με τους εξωτερικούς εχθρούς, τις θρησκείες, συνέβη και με τους εσωτερικούς, τις αιρέσεις. Η Εκκλησία δια μεγάλων και φωτισμένων Αγίων Πατέρων, οριοθέτη­σε και περιχαράκωσε την Ορθόδοξη πίστη με αποφάσεις Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων, για συγκεκριμένες αμφισβητούμενες διδασκαλίες, αλλά και με την συμφωνία των Πατέρων (consensus Patrum) για το σύνολο των θεμά­των της πίστεως. Είμαστε πλέον ασφαλείς, όταν ακολου­θούμε τους Άγιους Πατέρες και δεν μετακινούμε τα όρια που εκείνοι έθεσαν. Το «Επόμενοι τοις 'Αγίοις Πατράσι» και το «Μή μεταίρειν όρια α εθέντο οί Πατέρες ημών», απο­τελούν σταθερή γραμμή πορείας και ασφαλιστική δικλεί­δα της Ορθοδόξου πίστεως και ζωής.
Κατά συνέπειαν οι βασικές θέσεις της Ομολογίας μας είναι οί εξής:
1/. Φυλάττουμε αμετακίνητα και απαραχάρακτα, όσα οι Σύνοδοι και οι Πατέρες εθέσπισαν.
Αποδεχόμαστε όσα εκείνοι αποδέχονται και καταδικάζουμε όσα καταδικάζουν, αποφεύγουμε δε την επικοινωνία με όσους καινοτομούν εις τα της πίστεως.
Εμείς ούτε προσθέτουμε, ούτε αφαιρούμε κάποια διδασκαλία, ούτε την μεταβάλλουμε. "Ήδη ό θεοφόρος Άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας στην Επιστολή του στον Άγιο Πολύκαρπο Σμύρνης γράφει: «Πάς ό λέγων παρά τά διατεταγμένα, καν αξιόπιστος ή, καν νηστεύη, καν παρθενεύη, καν σημεία ποιή καν προφητεύη, λύκος σοι φαινέσθω έν προβάτου δορά προβάτων φθοράν κατεργα­ζόμενος».
Ο Άγιος Ιωάννης, ο Χρυσόστομος ερμηνεύον­τας το του Αποστόλου Παύλου «Ει τις ευαγγελίζεται ύμίν παρ' ο παρελάβετε, ανάθεμα.», παρατηρεί ότι ο Απόστολος «ουκ είπε εάν εναντία καταγγέλλωσιν ή τό πάν άνατρέπωσιν, αλλά καν μικρόν τι εύαγγελίζωνται παρ' ο παρελάβετε, καν τό τυχόν παρακινήσωσιν, ανάθεμα εστωσαν».10
Η Ζ' Οικου­μενική σύνοδος ανακοινώνοντας τις αποφάσεις της εναντί­ον των εικονομάχων προς τους κληρικούς της Κωνσταντι­νουπόλεως γράφει: «Τη παραδόσει της Καθολικής Εκκλη­σίας έξηκολουθήσαμεν καί ούτε ύφεσιν ούτε πλεονασμόν έποιησάμεθα, αλλ’ άποστολικώς διδαχθέντες, κρατούμεν τάς παραδόσεις άς παρελάβομεν, πάντα αποδεχόμενοι καί άσπαζόμενοι όσαπερ ή 'Αγία Καθολική Εκκλησία άρχήθεν τών χρόνων άγράφως καί εγγράφως παρέλαβεν... Ή γάρ αληθινή της Εκκλησίας καί ευθύτατη κρίσις καινουργείσθαι έν αύτη συγχωρεί ουδέν, ούτε άφαίρεσιν ποιείσθαι. Ήμείς τοιγαρούν πατρώοις νόμοις επόμενοι, παρά τού ενός Πνεύματος λαβόντες χάριν, άκαινοτομήτως καί άμειώτως πάντα τά της Εκκλησίας έφυλάξαμεν».11
Μετά των Άγιων Πατέρων και των Συνόδων απορρί­πτουμε και αναθεματίζουμε όλες τις αιρέσεις που παρουσιά­σθηκαν κατά την ιστορική διαδρομή της Εκκλησίας. Από τις παλαιές αιρέσεις που επιβιώνουν μέχρι σήμερα, κατα­δικάζουμε τον Μονοφυσιτισμό, τον ακραίο του Ευτυχούς και τον μετριοπαθή του Σεβήρου και Διοσκόρου, σύμφω­να με τις αποφάσεις της Δ΄ έν Χαλκηδόνι Οικουμενικής Συνόδου και την Χριστολογική διδασκαλία μεγάλων Άγιων Πατέρων και Διδασκάλων, όπως του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, του Άγιου Ιωάννου Δαμασκηνού, του Με­γάλου Φωτίου και των ύμνων της λατρείας.
2/. Διακηρύσσουμε ότι ό Παπισμός είναι μήτρα αιρέσε­ων καί πλανών.
Η διδασκαλία του Filioque, της εκπορεύσεως δηλαδή του Άγιου Πνεύματος και εκ του Υιού, είναι αντί­θετη προς όσα ο ίδιος ο Χριστός εδίδαξε περί του Αγίου Πνεύματος. Σύνολος ο χορός των Πατέρων και σε συνόδους και ξεχωριστά θεωρούν τον Παπισμό ως αίρεση, διότι εκτός του Filioque, παρήγαγε πλήθος άλλων πλανών, όπως το πρωτείο και το αλάθητο του πάπα, τα άζυμα, το καθαρτήριο πυρ, την άσπιλο σύλληψη της Θεοτόκου, την κτιστή Χά­ρη, την εξαγορά των αφέσεων (indulgentiae)· άλλαξε όλη σχεδόν την διδασκαλία και πράξη για το Βάπτισμα, το Χρί­σμα, την Θεία Ευχαριστία και τα άλλα μυστήρια και μετέ­τρεψε την Εκκλησία σε κοσμικό κράτος.
Ο σημερινός Παπισμός παρεξέκλινε πολύ περισσότερο του μεσαιωνικού Παπισμού από την διδασκαλία της Εκκλη­σίας, ώστε δεν αποτελεί πλέον συνέχεια της αρχαίας Δυτικής Εκκλησίας. Εισήγαγε πλήθος νέων υπερβολών στην «Μαριολογία», όπως την διδασκαλία περί της Θεοτόκου ως «συλλυτρώτριας» (corredemptrix) του ανθρωπίνου γένους. Ενίσχυσε την «Χαρισματική Κίνηση» πεντηκοστιανικών ομάδων, δήθεν πνευματοκεντρικών. Υιοθέτησε ανατολικές πνευμα­τικές μεθόδους προσευχής και διαλογισμού. Εισήγαγε νέες καινοτομίες στη Θεία Λατρεία, όπως τους χορούς και τα μουσικά όργανα. Εσυντόμευσε και ουσιαστικά κατάστρεψε την Θεία Λειτουργία.
Στον χώρο του Οικουμενισμού έθεσε τις βάσεις για την Πανθρησκεία με την Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο, αναγνωρίζοντας την «πνευματική ζωή» των αλλο­θρήσκων. Ο δογματικός μινιμαλισμός οδήγησε και σε μεί­ωση των ηθικών απαιτήσεων λόγω του δεσμού δόγματος και ήθους, με συνέπεια τις ηθικές πτώσεις κορυφαίων κλη­ρικών και την αύξηση μεταξύ των κληρικών των ηθικών εκτροπών της ομοφυλοφιλίας και της παιδοφιλίας.12
Γενικώς υπάρχει ριζική αλλαγή του Παπισμού και στρο­φή προς τον Προτεσταντισμό μετά την Β' Βατικάνειο Σύνο­δο, ως και υιοθέτηση διαφόρων "πνευματικών" κινημά­των της «Νέας Εποχής».
Κατά τον Άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης, τον Μυσταγωγό, ο Παπισμός προκάλεσε στην Εκκλησία μεγαλύτερη ζημία από όση προκάλεσαν όλες μαζί οι αιρέσεις και τα σχίσματα.
Οι Ορθόδοξοι έχουμε κοινωνία με τους προ του σχίσματος πάπες και πολλούς πάπες τους εορτάζουμε ως αγίους. Οι μετά το σχίσμα πάπες είναι αιρετικοί· έπαυσαν να είναι διάδοχοι στον θρόνο της Ρώμης, δεν έχουν απο­στολική διαδοχή, επειδή δεν έχουν την πίστη των Α­ποστόλων και των Πατέρων. Για τον λόγο αυτό, τον εκά­στοτε πάπα «ου μόνον ου κοινωνικόν έχομεν, αλλά καί αιρετικόν άποκαλούμεν».
Λόγω της βλασφημίας εναντίον του Άγιου Πνεύματος με την διδασκαλία περί του Filioque έχασαν το Άγιο Πνεύμα, και όλα σ' αυτούς είναι αχαρίτωτα. Κανένα μυστήριο τους δεν είναι έγκυρο κατά τον Άγιο Συμεών. «Βλασφημούσιν άρα οί καινοτόμοι καί πόρρω του Πνεύματος είσι, βλασφημούντες κατά του Αγίου Πνεύματος, καί ουκ εν αύτοίς όλως τό Πνεύμα τό ‘Αγιον διό καί τά αυτών άχαρίτωτα, ώς τήν χάριν τον Πνεύματος άθετούντων καί υποβιβαζόντων αυτό... διό καί τό Πνεϋμα ουκ έν αύτοίς τό Άγιον, καί ουδέν πνευματικόν έν αύτοίς καί καινά πάντα καί έξηλλαγμένα τά έν αύτοίς καί παρά τήν Θείαν παράδοσιν».13
3/. Τα ίδια ισχύουν, σε μεγαλύτερο βαθμό, για τον Προτεσταντισμό, ο οποίος ως τέκνο του Παπισμού κληρονόμη­σε πολλές αιρέσεις, προσέθεσε δε πολύ περισσότερες.
Ο Προτεσταντισμός απορ­ρίπτει την Παράδοση δεχόμενος μόνον την Άγια Γραφή (Sola Scriptura), την οποία παρερμηνεύει, καταργεί την Ιεροσύνη ως ειδική μυστηριακή Χάρη, την τιμή των Άγιων και των εικόνων, υποτιμά το πρόσωπο της Θεοτόκου, απορ­ρίπτει τον Μοναχισμό· από τα Άγια Μυστήρια δέχεται μόνον το Βάπτισμα και την Θεία Ευχαριστία, αλλοιώνοντας και σ' αυτά την διδασκαλία και την πράξη της Εκκλησίας, διδάσκει τον απόλυτο προορισμό (Καλβινισμός) και την εκ της πίστεως μόνον δικαίωση, εσχάτως δε η «προοδευτική» του μερίς εισήγαγε την Ιεροσύνη των γυναικών και τον γάμο των ομοφυλοφίλων, τους οποίους δέχονται και στην Ιεροσύνη.
Κυρίως όμως στερείται εκκλησιολογίας, διότι δεν υπάρχει η έννοια της Εκκλησίας, όπως την κατανοεί η Ορθόδοξη Παράδοση.
4/. Ο μόνος τρόπος για να αποκατασταθεί η κοινωνία μας με τους αιρετικούς είναι η εκ μέρους τους αποκήρυξη της πλάνης και η μετάνοια, ώστε να υπάρξει αληθινή ένωση και ειρήνη.
Ένωση με την αλήθεια και όχι με την πλά­νη και την αίρεση. Για την ενσωμάτωση των αιρετικών στην Εκκλησία η κανονική ακρίβεια απαιτεί την διά του Βαπτίσματος αποδοχή τους. Το προηγούμενο «βάπτισμά» τους, τελούμενο εκτός της Εκκλησίας, χωρίς την τρισσή κατάδυση και ανάδυση του βαπτιζομένου εντός του δι' ειδικής ευχής ηγιασμένου ύδατος και από μη Ορθόδοξο ιερέα, δεν είναι καν βάπτισμα· στερείται της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, η οποία δεν υπάρχει στα σχίσματα και στις αιρέσεις, και επομένως δεν έχομε τίποτε κοινό πού να μας ενώνει, όπως λέγει ο Μέγας Βασίλειος:
«Οί δε της Εκκλησίας άποστάντες ούκέτι έσχον τήν χάριν του Άγι­ου Πνεύματος έφ' έαυτοίς· έπέλιπε γάρ ή μετάδοσις τω διακοπήναι τήν άκολουθίαν... οί δέ άπορραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον τήν έξουσίαν, ούκέτι δυνάμενοι χάριν Πνεύματος  Αγίου παρέχειν, ης αυτοί έκπεπτώκασιν».14
Είναι γι' αυτό αθεμελίωτη και μετέωρη η νέα προσπά­θεια των Οικουμενιστών να προβάλουν την θέση ότι έχου­με κοινό βάπτισμα με τους αιρετικούς, και επάνω στην ανύ­παρκτη βαπτισματική ενότητα να στηρίξουν την ενότητα της Εκκλησίας, η οποία δήθεν υπάρχει όπου υπάρχει βά­πτισμα.15
Στην Εκκλησία όμως εισέρχεται κανείς και γί­νεται μέλος της όχι με το οιοδήποτε βάπτισμα αλλά με το ένα και ενιαίος τελούμενο βάπτισμα από ιερείς έχοντας την Ιερωσύνη της Εκκλησίας.
5/. Έφ' όσον οι αιρετικοί εξακολουθούν να παραμένουν στην πλάνη, αποφεύγουμε την μετ' αυτών κοινωνία, ιδι­αίτερα τις συμπροσευχές.
Οι ιεροί κανόνες στο σύνολο τους απαγορεύουν όχι μόνο τα συλλείτουργα και τις εντός των ναών συμπροσευχές, αλλά και τις απλές συμπροσευχές σε ιδιωτικούς χώρους. Η αυστηρή στάση της Εκκλησίας απέ­ναντι στους αιρετικούς προέρχεται από αληθινή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον για τη σωτηρία τους και από ποιμαντική μέριμνα να μην παρασυρθούν οι πιστοί στην αίρεση. Όποιος αγαπά φανερώνει την αλήθεια, δεν αφή­νει τον άλλο στο ψεύδος· διαφορετικά η αγάπη και η μετ' αυτού ομόνοια και ειρήνη είναι επίπλαστες και ψεύτικες. Υπάρχει καλός πόλεμος και κακή ειρήνη. «Κρείττων γάρ επαινετός πόλεμος ειρήνης χωριζούσης Θεού» λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.16
Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνιστά: «Εί που τήν εύσέβειαν παραβλαπτομένην ίδοις, μή προτίμα τήν όμόνοιαν της αληθείας, άλλ' ίστασο γενναίως έως θανάτου... τήν άλήθειαν μηδαμού προδιδούς». Και αλλού συνιστά με έμφαση:
«Μηδέν νόθον δόγμα τω της αγάπης προσχήματι παραδέχησθε».17
Αυτήν την στάση των Πατέρων υιοθέτησε και ο μέγας αγω­νιστής και ομολογητής της Ορθοδόξου πίστεως απέναντι στους Λατίνους Άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός, ο όποιος την δική του Ομολογία Πίστεως στην Φλωρεντία κατακλείει διά των έξης:
«Άπαντες οί της Εκκλησίας δι­δάσκαλοι, πάσαι αί σύνοδοι καί πάσαι αί θείαι Γραφαί φεύγειν τούς έτερόφρονας παραινούσι καί της αυτών κοινω­νίας διίστασθαι. Τούτων ούν εγώ πάντων καταφρονήσας, ακολουθήσω τοις έν προσχήματι πεπλασμένης ειρήνης ένωθήναι κελεύουσι; Τοις τό ιερόν καί θείον σύμβολον κιβδηλεύσασι καί τόν Υίόν έπεισάγουσι δεύτερον αίτιον τού Αγίου Πνεύματος; Τά γάρ λοιπά τών ατοπημάτων έώ, το γε νυν έχον, ών καί εν μόνον ίκανόν ήν ημάς εξ αυτών διαστήσαι. Μη πάθοιμεν, τούτό ποτε, Παράκλητε αγαθέ, μηδ' όυτως έμαυτού τών καθηκόντων λογισμών άποπέσοιμι της δέ σης διδασκαλίας καί τών υπό σου έμπνενσθέντων μακαρίων ανδρών έχόμενος, προστεθείην προς τούς έμούς πατέρας, τούτο,, εί μή τι άλλο, εντεύθεν άποφερόμενος, τήν εύσέβειαν».18
6/. Μέχρι των αρχών του 20ου αιώνος η Εκκλησία στα­θερά και αμετάβλητα είχε απορριπτική και καταδικαστι­κή στάση έναντι όλων των αιρέσεων, όπως ακριβώς αυτό διατυπώνεται στο Συνοδικό της Ορθοδοξίας που διαβά­ζεται την Κυριακή της Ορθοδοξίας.
Αναθεματίζονται οι αιρέσεις και οι αιρετικοί, η κάθε μία ξεχωριστά· για να μή μείνει δε καμμία εκτός του αναθέματος, υπάρχει στο τέλος γενικός αναθεματισμός:«Όλοις τοις αίρετικοίς ανάθεμα».
Δυστυχώς αυτή η ενιαία, σταθερή και αταλάντευτη στά­ση της Εκκλησίας μέχρι των αρχών του 20ού αιώνος άρ­χισε σταδιακά να εγκαταλείπεται, μετά την εγκύκλιο πού εξαπέλυσε τό Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1920 «Πρός τάς απανταχού εκκλησίας του Χριστού», η οποία για πρώτη φορά χαρακτηρίζει επισήμως τις αιρέσεις ως εκκλησίες, που δεν είναι αποξενωμένες από την Εκκλησία, αλλά είναι οικείες και συγγενείς. Συνιστούσε νά «άναζωπυρωθή καί ένισχυθή πρό παντός ή αγάπη μεταξύ τών Εκκλησιών, μή λογιζομένας άλλήλας ώς ξένας καί αλλότριας, άλλ' ώς συγ­γενείς καί οικείας έν Χριστώ καί συγκληρονόμους καί σύσ­σωμους της επαγγελίας τού Θεού έν Χριστώ.19
Άνοιξε πλέον ο δρόμος για να υιοθετηθεί, να διαμορ­φωθεί και να αναπτυχθεί στον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλη­σίας, η προτεσταντικής κατ' αρχήν επινοήσεως, τώρα δε και παπικής αποδοχής, αίρεση του Οικουμενισμού, αυτή η παναίρεση, που υιοθετεί και νομιμοποιεί όλες τις αιρέ­σεις ως εκκλησίες και προσβάλλει το δόγμα της Μιας, Άγιας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Ανα­πτύχθηκε πλέον, διδάσκεται και επιβάλλεται από Πα­τριάρχες και επισκόπους νέο δόγμα περί Εκκλησίας, νέα εκκλησιολογία. Σύμφωνα με αυτό καμμία Εκκλησία δεν δικαιούται να διεκδικήσει αποκλειστικά για τον εαυτό της τον χαρακτήρα της καθολικής και αληθινής Εκκλησίας. Κάθε μία είναι ένα κομμάτι, ένα μέρος, όχι ολόκληρη η Εκκλησία. Όλες μαζί αποτελούν την Εκκλησία.
Έπεσαν όλα τα όρια που έθεσαν οι Πατέρες· δεν υπάρ­χει οριοθετική γραμμή μεταξύ αιρέσεως και Εκκλησίας, μεταξύ αληθείας και πλάνης. Και οι αιρέσεις είναι εκκλη­σίες, πολλές μάλιστα, όπως η παπική, θεωρούνται τώρα ώς αδελφές εκκλησίες, στις όποιες από κοινού με εμάς ανέθε­σε ο Θεός την φροντίδα για την σωτηρία των ανθρώπων.20
Υπάρχει και στις αιρέσεις η Χάρη του Παναγίου Πνεύ­ματος, γι' αυτό και το βάπτισμα τους, όπως και όλα τα άλλα μυστήρια είναι έγκυρα. Όσοι έχουν βαπτισθή, σε οποια­δήποτε αίρεση και αν ανήκουν, είναι μέλη του σώματος του Χρίστου, της Εκκλησίας. Οι αρές και τα αναθέματα των συνόδων δεν ισχύουν και πρέπει να διαγραφούν από τα λειτουργικά βιβλία;
Στεγασθήκαμε μέσα στο «Παγκό­σμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» και ουσιαστικά προδώσαμε -και μόνο με την ένταξη μας- την εκκλησιολογική μας αυτο­συνειδησία. Αφαιρέσαμε το δόγμα περί της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, το δόγμα «είς Κύριος, μία πίστις, εν βάπτισμα». (ΕΦΕΣ:4/4-5).
7/. Ό διαχριστιανικός αυτός συγκρητισμός, διευρύνθη­κε τώρα και σε διαθρησκειακό συγκρητισμό, ο όποιος εξι­σώνει όλες τις θρησκείες, με την μοναδική, θεόθεν αποκαλυφθείσα από τον Χριστό θεοσέβεια, θεογνωσία και κατά Χριστόν ζωή.
Προσβάλλεται επομένως όχι μόνο το δόγμα της Μιας, Άγιας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλη­σίας, σε σχέση με τις αιρέσεις, αλλά και το θεμελιώδες δό­γμα της μοναδικής εν τω κόσμω Αποκαλύψεως και σωτη­ρίας των ανθρώπων διά Ιησού Χριστού, σε σχέση με τις θρησκείες του κόσμου. Είναι η χειρότερη πλάνη, η μεγαλύ­τερη αίρεση όλων των αιώνων.
8/. Εμείς πιστεύουμε και ομολογούμε ότι μόνον έν τω Χριστώ υπάρχει η δυνατότης σωτηρίας. Οι θρησκείες του κόσμου και οι αιρέσεις οδηγούν στην απώλεια.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είναι απλώς η αληθής Εκκλησία- είναι η μόνη Εκκλησία. Μόνον αύτη έμεινε πιστή στο Ευαγγέ­λιο, στις συνόδους και στους Πατέρες, και συνεπώς μόνον αυτή αντιπροσωπεύει την αληθινή καθολική Εκκλησία του Χριστού. Κατά τον όσιο Γέροντα Ιουστίνο Πόποβιτς, ο Οικουμενισμός είναι κοινό όνομα για τις ψευδοεκκλησίες της Δυτικής Ευρώπης. Το κοινό όνομα τους είναι η παναίρεση.21
Αυτήν την παναίρεση έχουν αποδεχθή εκ των Ορθοδόξων πολλοί πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι, επίσκοποι, κλη­ρικοί, μοναχοί και λαϊκοί. Την διδάσκουν «γυμνή τή κε­φαλή», την εφαρμόζουν και την επιβάλλουν στην πράξη κοινωνούντες παντοιοτρόπως με τους αιρετικούς, με συμ­προσευχές, ανταλλαγές επισκέψεων, ποιμαντικές συνερ­γασίες, θέτοντας ουσιαστικώς εαυτούς εκτός Εκκλησίας. Η στάση μας εκ των συνοδικών κανονικών αποφάσεων και εκ του παραδείγματος των Αγίων είναι προφανής. Ο καθένας πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του.
9/. Υπάρχουν βέβαια και συλλογικές ευθύνες, και κυ­ρίως των οικουμενιστικών φρονημάτων Ιεραρχών και Θε­ολόγων μας, απέναντι στο ορθόδοξο πλήρωμα και το ποί­μνιο τους.
Προς αυτούς δηλώνουμε με φόβο Θεού και αγά­πη, ότι η στάση τους αυτή και τα ανοίγματα τους στις οικουμενιστικές δραστηριότητες είναι από πάσης πλευράς κα­ταδικαστέα, διότι:
α/ Αμφισβητούν έμπρακτα την ορθοδοξοπατερική μας παράδοση και Πίστη·
β/ Σπέρνουν την αμφιβολία στις καρδιές του ποιμνίου και κλονίζουν   πολλούς, οδηγώντας σε διαίρεση και σχί­σμα και
γ/ Παρασύρουν ένα μέρος του ποιμνίου στην πλάνη και με αυτήν στον πνευματικό όλεθρο.
Διακηρύσσουμε, λοιπόν, ότι για τους λόγους αυτούς οι κινούμενοι σ' αυτήν την οικουμενιστική ανευθυνότητα, όποια θέση και αν κατέχουν στον Εκκλησιαστικό Οργανισμό, αντιτάσσονται στην παράδοση των Αγίων μας και συνεπώς βρίσκονται σε αντίθεση μαζί τους.
Γι' αυτό η στάση τους πρέπει να καταδικάζεται και να απορρίπτεται από το σύνολο των Ιεραρχών και τον πιστό Λαό.
                                                             *
 Παρουσιάζομεν κατωτέρω, ανακοίνωσιν της Ιεράς κοινότητος του Αγίου Όρους εκδοθείσαν εξ αιτίας των αντιδράσεων που είχαν εκδηλωθεί, δια την επίσκεψιν του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ΄ στο Οικουμενικό Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως (2006) και τις ακολουθήσασες αιρετικές αγαπολογικές εκδηλώσεις. Την ανακοίνωσιν, την επισυνάπτομεν ως παράρτημα της καταχωρισθείσης στο παρόν ιστολόγιον και μεταγενεστέρως δημοσιοποιηθείσης, ομολογίας πίστεως, προς επίρρωσιν των διαλαμβανομένων σ’ αυτήν (ομολογία Πίστεως).


ΚΑΡΥΑΙ  30.12. 2006
 ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩ
(διά τον ημερήσιον τύπον και τα Μ.Μ.Ε.)
Ως Αγιορείται Μοναχοί σεβόμεθα το Οικουμενικό Πατριαρχείο και ευλαβούμεθα τον Παναγιώτατο Οικουμενικό μας Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίο. Χαιρόμεθα για όσα θεοφιλώς και με πολλούς κόπους εργάζεται υπέρ της Εκκλησίας. Επίσης τιμώμεν την Αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος και σεβόμεθα τον Μακαριώτατο Προκαθήμενό της.
Εντούτοις, η πρόσφατη επίσκεψις του Πάπα Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και κατόπιν η επίσκεψις του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ. Χριστοδούλου στο Βατικανό μας προεκάλεσαν βαθυτάτη λύπη. Απέδωσαν ίσως κάποιες ωφέλειες κοσμικής σημασίας, όμως κατ’ αυτές έλαβαν χώραν εκδηλώσεις ασύμφωνες προς τα θέσμια της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας. Η υποδοχή του Πάπα έγινε ωσάν να ήταν κανονικός επίσκοπος Ρώμης. Επίσης η χοροστασία του στην Ορθόδοξο θεία Λειτουργία με ωμόφορο, η απαγγελία του «Πάτερ ημών», ο λειτουργικός ασπασμός με τον Πατριάρχη, είναι εκδηλώσεις που ξεπερνούν τις απλές συμπροσευχές, τις οποίες απαγορεύουν οι Ιεροί Κανόνες. Και όλα αυτά ενόσω ο παπικός θεσμός δεν υποχώρησε καθόλου από τις αιρετικές του διδασκαλίες και την πολιτική του.
Διαψεύδουμε επί τη ευκαιρία απολύτως την πληροφορίαν, που μεταδόθηκε ευρέως δια του τύπου και των Μ.Μ.Ε., ότι τα, ως μη ώφελε, ψαλέντα τροπάρια κατά την υποδοχή του Πάπα στο Φανάρι συνετάχθησαν δήθεν από αγιορείτη ή αγιορείτες μοναχούς.
Έπειτα η στόχευσις του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών στην από κοινού με τον Πάπα υπεράσπισι των χριστιανικών ριζών της Ευρώπης, ενώ κατ’ αρχήν μπορεί να θεωρηθεί ανώδυνη ή και θετική, εφόσον στοχεύει στην καλλιέργεια ειρηνικών ανθρωπί­νων σχέσεων, παράλληλα όμως δημιουργεί και εύλογο προβληματισμό. Η Δυτική Ευρώπη είναι χρεωμένη με μία σειρά αντιχριστιανικών θεσμών, που είναι συνέπειες των θεολο­γικών παρεκκλίσεων της Ρώμης από την Ορθοδοξία. Σκόπιμον είναι η Ορθοδοξία να μη χρεώνεται αμαρτίες αλλότριες και επιπλέον να μη δίδεται η εντύπωσις στους εξ αντιδρά­σεως προς τις εκτροπές του Δυτικού Χριστιανισμού αποχριστιανισθέντες Δυτικοευρω­παίους, ότι η Ανατολική Ορθοδοξία ταυτίζεται με αυτόν, αποτυγχάνοντας έτσι να μαρτυ­ρείται ως η μόνη αυθεντική Πίστις στον Χριστό και η ελπίδα των λαών της Ευρώπης.
Το Βατικανό δεν προσανατολίζεται στην αποβολή των αιρετικών διδασκαλιών του αλλά σε επανερμηνεία τους, δηλαδή σε συγκάλυψί τους. Η ρωμαιοκαθολική εκκλη­σιολογία των «αδελφών εκκλησιών» είναι αντίθετη προς την αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως της μόνης Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Το Φιλιόκβε προβάλλεται σαν μία άλλη δήθεν νόμιμη έκφρασις της Ορθοδό­ξου διδασκαλίας περί εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος. Το παπικό Πρωτείον ο Ποντίφηκας το κρατεί ως απαρασάλευτο προνόμιο, όπως φαίνεται από την πρόσφατη απάλειψι του τίτλου του Πατριάρχου της Δύσεως και από την αναφορά στην παγκόσμια διακονία του Αποστόλου Πέτρου και των διαδόχων του κατά την ομιλία του στον Πατριαρχικό Ναό. Η Ουνία σύμφωνα με αναμφισβήτητες μαρτυρίες πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως επιχειρείται να ενισχυθεί και επιβεβαιώνεται. Το Βατικανό προχώρησε ακόμη περισσότερο με τις διαθρησκειακές συμπροσευχές και τον διαφαινόμενο σε αυτές πανθρησκειακό ηγεμονισμό του Πάπα της Ρώμης.
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές οι φιλόφρονες εκδηλώσεις των Προκαθημένων δημιουργούν ψευδείς εντυπώσεις ενότητος, απομακρύνουν τον ετερόδοξο κόσμο από του να προσβλέπη στην Ορθοδοξία ως προς την αληθινή Εκκλησία, αμβλύνουν το δογματικό αισθητήριο πολλών Ορθοδόξων και επί πλέον εξωθούν στην πιθανή δημιουργία νέων σχισμάτων.
Επιθυμούμε οι Αγιορείται και αγωνιζόμεθα δια βίου να φυλάξωμε την παρακατα­θήκη των Αγίων Πατέρων μας. Περιφρουρούμε ως κόρην οφθαλμού την δογματική μας συνείδησι. Φοβούμεθα να σιωπήσωμε, οσάκις τίθενται ζητήματα που αφορούν στην παρα­καταθήκη των Πατέρων. Αισθανόμεθα βαρεία την ευθύνη μας έναντι του πιστού λαού της Εκκλησίας, ο οποίος προσβλέπει στον αθωνικό Μοναχισμό ωσάν σε αδιαπραγμάτευτο φύλακα των ιερών Παραδόσεων.
Γι’ αυτό με πόνο διακηρύσσουμε ότι το Άγιον Όρος δεν συμφωνεί με τις συμπροσευχές, τις συμμετοχές σε λειτουργικές και λατρευτικές συνάξεις που δίνουν την εντύπωσι ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία δέχεται τους Ρωμαιοκαθολικούς ως πλήρη Εκκλησία και τον Πάπα ως κανονικό Επίσκοπον Ρώμης. Το Άγιον Όρος δεν δέχεται τετελεσμένα γεγονότα, χάριτι δε Θεού μένει πιστό στην Πίστι των Αγίων Αποστό­λων και των Αγίων Πατέρων, εξ αγάπης και προς τους ιδίους τους ετεροδόξους, για να ευρίσκουν και αυτοί τη μόνη αληθινή οδό ελπίδας και σωτηρίας.
Άπαντες οι εν τη κοινή Συνάξει Αντιπρόσωποι και Προϊστάμενοι
τών είκοσιν Ιερών Μονών του Αγίου Όρους Άθω.

Τα κείμενα θα τα βρείτε και στην δ/νση   www.agioros.com

Μ. Πρόδρομος Γρηγοριάτης -Γραμματεία Ι.Κ.

Συνεχίζεται



  



1 Αδαμάντιος Τσακίρογλου, Τα δύο προσωπεία της αγαπολογίας και ο σύγχρονος άνθρωπος, 16 Φεβρουαρίου 2016.

2 Πηγή:  www.impantokratoros.gr---Οικουμενισμός Οι Μεθοδεύσεις του, οι παγίδες του και οι Ορθόδοξες... oodegr.co/oode/oikoymen/oikoymen.htm

3 Διακήρυξη αποκήρυξης της παναίρεσης του Οικουμενισμού (Α’ ΜΕΡΟΣ) ΕΤΕΡΟΔΟΞΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΟΔΟΞΩΝ (1) ...Ελληνικά και Ορθόδοξα: Διακήρυξη αποκήρυξης της παναίρεσης του ... Σάββατο, 17 Νοεμβρίου 2012, nefthalim.blogspot. com/2012/11/blog-post_9038.html
4 Βλέπε σύγγραμμα ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ Β' ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Περί της μόνης οδού προς σωτηρίαν των ανθρώπων, εις ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΣΧΟΛΑΡΙΟΥ, 'Απαντα τα ευρισκόμενα , Oerves Completes de Georges Scholarios, τόμοι Ι-VII, Paris 1928-1936, εκδ.L.PETIT-X.SIDERIDES -M.JUGIE, τομ.ΙΙΙ,434-452
5 «Εγώ ειμί το φως του κόσμου· ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία, αλλ' έξει το φως της ζωής. (ΙΩΑΝ: 8/12)--«Το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως…». (ΙΩΑΝ: 3/19) 
6 Α' Ιω .4,2-3: «Παν πνεύμα ο ομολογεί Ιησούν εν σάρκι εληλυθότα, εκ του Θεού έστι· και παν πνεύμα ο μη ομολογεί τον Ιησούν Χριστόν εν σάρκι εληλυθότα, εκ του Θεού ουκ έστι· και τούτο έστι το του αντιχρίστου ο ακηκόατε ότι έρχεται και νυν εν τω κόσμω έστιν ήδη».
7 Βλ. ΚΟΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΤΩΛΟΥ, Διδαχές,εις Ι.ΜΕΝΟΥΝΟΥ, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές (και Βιογραφία), εκδόσεις «Τήνος», Αθήνα, Διδαχή Α1,37, σελ.142: «Όλες οι πίστες είναι ψεύτικες, κάλπικες, όλες του Διαβόλου. Τούτο κατάλαβα αληθινόν, θείον, ουράνιον, σωστόν, τέλειον και δια  λόγου μου και δια λόγου σας πως μόνη η πίστις των ευσεβών και ορθοδόξων χριστιανών είναι καλή και αγία, το να πιστεύωμεν και να βαπτιζώμεθα εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
8 Ομιλία προ της εξορίας 1,ΕΠΕ 33, 186
9 Επιστολή 90, Τοις αγιωτάτοις αδελφοίς και επισκόποις τοις εν τη Δύσει 2, ΕΠΕ 2, 20
10 ΓΑΛ:1/9. Εις Γαλάτας Όμιλία. Κεφ. 1, PG61, 624
11 MANSI, 13, 409-412
12 Την ηθική χαλάρωση και έκπτωση, ακόμη και μεταξύ των κληρικών, είχε επισημάνει ήδη στις αρχές του 15ου αιώνα ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης. Βλ. Επιστολήν Δογματικήν 16 εν D.BALFOUR, Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/17-1429) Έργα Θεολογικά, Ανάλεκτα Βλατάδων 34, Θεσσαλονίκη 1981, σελ.218: «Και έτι το την πορνείαν παρ' αυτοίς μη όλως κόλασιν έχειν , ουδ’ εν τοις ιερωμένοις αυτών, αλλ’ ανέδην παλλακάς και πορνικούς έχειν παίδας και καθ'εκάστην ιερουργείν».Αυτόθι 15, σελ.216: «Και βίον ζώσιν ουκ ευαγγελικόν· τρυφή γαρ πάσα και πορνεία παρ’ αυτοίς ου μεμπτέα ουδέ τι των απηγορευμένων Χριστιανοίς». Η παρατηρούμενη εσχάτως ηθική έκπτωση και Ορθοδόξων κληρικών είναι απόρροια της ελευθεροφροσύνης, του Οικουμενισμού και της εκκοσμικεύσεως.
13 Διάλογος 23, PG 155, 120-121.Επιστολή περί των Μακαρισμών 5, εν D. BALFOUR, Συμεών αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης (1416/17-1429), Έργα Θεολογικά, Ανάλεκτα Βλατάδων 34, Θεσσαλονίκη 1981, σελ.226.
14 Επιστολή Κανονική Α', Προς Αμφιλόχιον Ικονίου, κανών α΄.
15 Στο κείμενο της 9ης Γενικής Συνελεύσεως του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών στο Porto Alegre της Βραζιλίας το 2006, που έγινε δεκτό από τους αντιπροσώπους των Ορθοδόξων Εκκλησιών και είχε ως τίτλο « Κληθείσες να είναι Μία Εκκλησία» (Called to be One Church), στην παράγραφο 8 αναφέρεται: «Όλοι οι βαπτισμένοι εν Χριστώ είναι ενωμένοι στο Σώμα του». Στην παράγραφο 9: «Το ότι όλοι μας από κοι­νού ανήκουμε στον Χριστό διά του βαπτίσματος εις το όνομα του Πα­τρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, δίδει την δυνατότητα στις εκκλησίες και τις καλεί να συμβαδίσουν ακόμη και όταν διαφωνούν. Διαβεβαιώνουμε ότι υπάρχει ένα βάπτισμα, όπως ακριβώς υπάρχει ένα σώμα και ένα Πνεύμα, μία ελπίδα της κλήσεως μας, ένας Κύριος, μία Πίστη, ένας Θεός και Πατέρας όλων μας (βλ. Έφ. 4, 4-6)».
Ο Μητρο­πολίτης Περγάμου Ιωάννης (Ζηζιούλας), στο έργο Orthodox Ecclesiology and the Ecumentical Movement, Sourozh Diocesan Magazine (Αγγλία, Αύγου­στος 1985, τόμ. 21, σελ. 23.) προοδοποίησε αυτήν την θέση γράφοντας: Within baptism, even if there is a break, a divison, a schism, you can still speak of the Church.... The Orthodox, in my understanding at least, participate in the ecumenical movement as a movement of baptised Christians, who are in a state of division because they cannot express the same faith together. In the past this has happened because of a lack of love which is now, thank God, disappearing. (Εντός του βαπτίσματος, ακόμη και αν υπάρχει μία διάσπαση, μία δι­αίρεση, ένα σχίσμα, μπορείς ακόμη να μιλάς για Εκκλησία.... Οι Ορθόδοξοι, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, συμμετέχουν στην οικουμενι­κή κίνηση ως μία κίνηση βαπτισμένοι Χριστιανών, που βρίσκονται σε κατάσταση διαίρεσης, διότι δεν μπορούν να εκφράσουν την ίδια πίστη μαζί. Στο παρελθόν αυτό συνέβαινε λόγω της έλλειψης αγάπης, η οποία τώρα, δόξα τω Θεώ, εξαφανίζεται.)
16 Απολογητικός της εις Πόντον φυγής 82, ΕΠΕ 1,17615.Εις Ρωμ.Όμιλ.22, 2, PG 60, 611. Εις Φιλιπ. Όμιλ.2, 1, PG 62, 11916.Ομολογία πίστεως εκτεθείσα εν Φλωρεντία, εν Documents relatifs au Concile de Florence, II, Oeuvres anticonciliaires de Marc d'Ephese, par.L.PETIT, Patrologia Orientalis 17, 442.
17Εις Ρωμαίους Ομιλ. 22,2,PG 60,611. Εις Φιλιππ. Ομιλ. 2, 1, PG 62, 119.
18 Ομολογία πίστεως εκτεθείσα εν Φλωρεντί, εν Documents relatifs au Concile de Florence, 2, Ouevres anticonciliaires de Marc d' Ephese, par L. PETIT, Patrologia Orientalis
19 442.17.Βλ. Ι.ΚΑΡΜΙΡΗ , Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ.2 , σελ.958.
20 Κοινή Δήλωση πάπα Ιωάννου Παύλου Β' και πατριάρχου Βαρθολομαίου κατά την επίσκεψη του στην Ρώμη στις 29 Ιουνίου του 1995. Νωρίτερα τα ίδια είχε διακηρύξει και η Μεικτή Θεολογική Επιτροπή του Διαλόγου, μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών στο Μπαλαμάντ του Λιβάνου το 1993.
21 Αρχιμ. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σελ.224

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

 Η ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ-ΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΙΝΗ/ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ  ΑΓΑΠΗ
«Ἀγάπη πού δέν ἔχει στοιχεῖα σωτηρίας
 εἶναι πλάνη τοῦ διαβόλου»
Γέρων Ἐφραίμ ἐν Ἀριζόνᾳ

     ΜΕΡΟΣ 21ο

ΙΒ. Η ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ-ΑΠΑΤΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ1


1.               Οικουμενισμός2
α. Γενικά    
Οικουμενισμός ονομάζεται η διεθνιστική ιδεολογία η οποία ευρίσκεται πίσω από την Θρησκευτική Οικουμενιστική Κίνηση και την τροφοδοτεί ή συνεκδοχικώς είναι η ίδια η Οικουμενιστική Κίνηση.
Ο Οικουμενισμός ως οικουμενιστική κίνηση, ξεκίνησε αρχικώς ως κίνημα ενώσεως των χριστιανικών ομολογιών – «εκκλησιών» μεταξύ τους και στην συνέχεια επεξετάθη προς ένωση ΟΛΩΝ των λεγομένων χριστιανικών ομολογιών καθώς και των αλλοδόξων  θρησκειών.
Κατά τον αείμνηστον Αρχιμ. Σπυρίδωνα Μπιλάλη: Ο Οικουμενισμός, η μεγαλυτέρα αίρεσις του εικοστού αιώνος, κηρύττουσα τον δογματικόν και θρησκευτικόν συγκρητισμόν και τείνουσα εις εν είδος πανθρησκείας δια της εξισώσεως των χριστιανικών ομολογιών και θρησκειών, αποτελεί την πλέον θανάσιμον απειλήν δια την Ορθοδοξίαν...3
Κύριος φορεύς της δραστηριοποιήσεως αυτής σήμερα είναι το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών» (W.C.C. -  “World Council of Churches”), υπό την σκέπη του οποίου συνεργάζονται όλες σχεδόν οι Προτεσταντικές Κοινότητες, οι Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες πλην ολιγίστων, και οι Αντιχαλκηδόνιες Κοινότητες.
Το Βατικανό δεν συμμετέχει στο Π.Σ.Ε., διότι, με συνέπεια προς την διακήρυξή του ότι είναι η μόνη «εν ενεργεία» Εκκλησία επί γης, κρίνει ότι δεν μπορεί να θέτει σε ίση μοίρα και να συναριθμεί εαυτό με τις εκατοντάδες των υπολοίπων χριστιανικών ομολογιών, ούτε ακόμη και με τις «σχισματικές», όπως αποκαλεί, τις Ορθόδοξες Εκκλησίες. Έτσι, αποστέλλει κατά καιρούς στο Π.Σ.Ε. μόνον παρατηρητές.
Στο περιθώριο των διαλόγων εντός του Π.Σ.Ε. διοργανώθηκαν από πολλών ετών και άλλοι θεολογικοί διαλόγοι διμερείς, όπως λ.χ. Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων (Μονοφυσιτών), Ορθοδόξων και Λουθηρανών κ.ο.κ.
Ο θεολογικός Διάλογος Πίστεως σκόπιμα μετετράπη σε Διάλογο Αγάπης. Το συναίσθημα υπερνικά την Αλήθεια. Η Δύση κατάφερε να δημιουργήσει μάλιστα ενοχές και μειονεξίες σε ορισμένους ημετέρους. Η μεγάλη αρετή της Αγάπης δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από καμμία άλλη ευαγγελική αρετή και μάλιστα της Αλήθειας της πίστης, της διάκρισης και της ταπείνωσης. Η Αλήθεια δεν είναι ιδέα, είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης «η πίστις της ομολογίας προλάμπει και η αγάπη τη πίστει συμπλέκεται».4  
Βεβαίως αγάπη, αλλά αγάπη μόνο «εν τη αληθεία» και αλήθεια μόνο «εν τη αγάπη». Πραγματική αγάπη σημαίνει γνήσια, ειλικρινή και ολόψυχη εμμονή στην αλήθεια. Το λέγει καθαρά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
«Ει που την ευσέβειαν παραβλαπτομένην ίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν της αληθείας, αλλ' ίστασο γενναίως έως θανάτου... την αλήθειαν μηδαμού προδιδούς. Προτιμητέα η αλήθεια της αγάπης, αφού "μηδέν νόθον δόγμα τω της αγάπης προσχήματι παραδέχησθε"».5
Η αποδοχή των αρετών της Αγάπης και της Αλήθειας γενικά είναι κάτι το αυτονόητο. Το πρόβλημα αρχίζει στην κατανόηση των μεταξύ τους σχέσεων. Κατά το Ευαγγέλιο, οι δύο μεγάλες αυτές αρετές «δεν κατανοούνται πρωτίστως σε σχέση με τον άνθρωπο αλλά σε σχέση με το Θεό, και γι' αυτό ουδέποτε μπορούν να παρουσιαστούν ανεξάρτητες η μία από την άλλη».6
Αγάπη κι’ Αλήθεια δεν μπορούν να σταθούν αυθύπαρκτες. Κοινή πηγή τους ο Χριστός, που λέει «εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή».  (ΙΩΑΝ:14/ 6).
Επίσης ο Ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηριστικά θα πει: «Ο Θεός αγάπη εστί, και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».  (Α΄ΙΩΑΝ:4/16).
Αλήθεια κι’ Αγάπη είναι οι δύο όψεις του ίδιου πολύτιμου νομίσματος, δεν είναι απλές αρετές, αλλά μυστήριο, που φανερώνει το πρόσωπο του Θεού, αδύνατο να κατανοηθεί πλήρως από την ανθρώπινη πενία.
Λέγει ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ:
«Η αγάπη του Χριστού κατά την φύσιν αυτής είναι πυρ ζωοποιούν, ερριμένον από των ουρανών επί της γης δια της ελεύσεως του Υιού του Θεού. Η αγάπη αύτη είναι η άκτιστος ζωή Αυτού του Θεού. Εντός των ορίων της επιγείου υπάρξεως ημών κατακαίει αύτη εν ημίν παν αλλότριον αυτής και ενταυτώ πληροί ημάς ενεργείας άλλου είναι, ακαταλήπτου έως τότε. Είναι απαραίτητον να επισκιάση ημάς δύναμις εξ ύψους, καταξιούσα ημάς να γνωρίσωμεν υπαρκτώς την αγάπην ταύτην. Άνευ της εμπειρίας ταύτης ουδείς εκ των ανθρώπων είναι εις θέσιν να κατανοήση το φαινομενικώς παράδοξον των εντολών του Ευαγγελίου: "Αγαπάτε τους εχθρούς υμών"».7
Ο δε άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, του οποίου η μνήμη σήμερα, έγραφε: «Όσον μεγαλυτέρα η αγάπη, τόσον μεγα­λυτέρα η οδύνη της ψυχής. Όσον πληρεστέρα η αγάπη, τόσον πληρεστέρα η γνώσις. Όσον φλογωτέρα η αγάπη, τόσον εμπυρωτέρα η προσευχή. Όσον τελειωτέρα η αγάπη, τόσον αγιώτερος ο βίος. Ουδείς εξ ημών αφικνείται εις το πλήρωμα της αγάπης της Θεοτόκου και έχομεν χρείαν αδαμιαίας μετανοίας. Αλλ' εκ μέρους, καθώς το Άγιον Πνεύμα διδάσκει ημάς εν τη Εκκλησία, κατανοούμεν και ημείς την αγάπην αυτήν».8
Ποίος κατέχει όμως, την Αλήθεια; Ουδείς άνθρωπος, ει μη μόνον η  Ορθόδοξη Εκκλησία, δια μέσου των αιώνων, που είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας». (Α' ΤΙΜ:3/15).
Τούτο υπάρχει στην οντολογική ενότητα Χριστού και Εκκλησίας. Υπάρχουν όμως κι «εκκλησίες» που διεκδικούν καθολικότητα κι’ υποστηρίζουν ένθερμα ότι η αλήθεια είναι η σύνθεση πολλών ή όλων.
Τα δόγματα της Εκκλησίας δεν είναι κάποιες ιδέες κάποιων, αλλά η ζωή της Εκκλησίας, που είναι ο οίκος του ζώντος Θεού, και που οι αδιασύνδετες εντολές Του για ολοκάρδια αγάπη προς Θεό και άνθρωπο, που είναι αδιάσπαστη σύνοψη όλων των Κυριακών εντολών, συνιστούν την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική του Χριστού Εκκλησία.
Μία Εκκλησία αληθινή, αναλλοίωτη, απαραχάρακτη, αναλλοτρίωτη, που παραμένει καθαρή παρά την αναλήθεια των εκφραστών της.
Όπως έλεγε ο Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: «Το μεγαλύτερο θαύμα της Ορθοδοξίας είναι ότι διαφυλάχθηκε αλώβητη παρά τους τόσους αναξίους εκφραστές της»!
Ο μακαριστός Γέροντας Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης έλεγε: «Η Εκκλησία δεν είναι καράβι του κάθε επισκόπου να κάνη ό,τι θέλει». Για τ' ανοίγματα τού πατριάρχη με τους παπικούς, έλεγε σε κάποιον:
«Κάνω προσευχή για να κόβη ο Θεός μέρες από μένα και να τις δίνη στον πατριάρχη Αθηναγόρα, για να ολοκληρώση την μετάνοιά του».9
Αλήθεια και Αγάπη δεν μπορούν να μη συνυπάρχουν και μάλιστα σε θεολογικούς και Οικουμενικούς Διαλόγους.
Λέγει χαρακτηριστικά ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «ους εγώ αγαπώ εν αλη­θεία, και ουκ εγώ μόνος, αλλά και πάντες οι εγνωκότες την αλήθειαν, δια την αλήθειαν την μένουσαν εν ημίν, και μεθ' ημών έσται εις τον αιώνα. έσται μεθ' υμών χάρις, έλεος, ειρήνη παρά Θεού πατρός και παρά Κυρίου Ιησού Χριστού του υιού του πατρός, εν αληθεία και αγάπη». (Β΄ ΙΩΑΝ:1-3).
Διάσπαση των δύο, Αληθείας και Αγάπης, σημαίνει διαστροφή και των δύο.
Η Ευαγγελική Αλήθεια, η Ορθόδοξη Πίστη, δίχως θυσιαστική Αγάπη καταντά στείρα ιδεολογία κι’ ακραίος φανατισμός. Η χριστιανική Αγάπη διαζευγμένη την Αλήθεια, εκπίπτει σε συναισθηματικό γλυκασμό, που συνιστά ένα ωραίο εγωισμό της φιλαυτίας και της φιλοδοξίας, είναι ένα ακάθαρτο συναίσθημα, που κρατά χαμηλά και τον δότη και τον λήπτη και καθημερινά παρακολουθούμε τα θύματα αυτής της ανόσιας κι ανούσιας αγάπης.
Εν Αληθεία και Αγάπη ανυποχώρητα λοιπόν πάντοτε. Για να μη κατακριθούμε, όπως έλεγε ο Απόστολος Παύλος στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης: «ίνα κριθώσι πάντες οι μη πιστεύσαντες τη αληθεία, αλλ' ευδοκήσαντες εν τη αδικία». ( Β' ΘΕΣ:2/12).
Το Βατικανό, μετά τη Β΄ Βατικάνειο Σύνοδο (1964), άρχισε μια δική του προσπάθεια ενώσεως των χριστιανών υπό τον Πάπα, η οποία από την δεκαετία του 1980 άρχισε – όπως και η δραστηριότης του Π.Σ.Ε. – να απευθύνεται και στις άλλες θρησκείες, αρχίζοντας από τις λεγόμενες «μονοθεϊστικές», τον Ιουδαϊσμό και τον Μωαμεθανισμό (όπως είναι φανερό λ.χ. στις διαθρησκειακές συναντήσεις της Ασσίζης του 1986, 1994 κ.ά. με κυρίαρχη μορφή τον Πάπα)· ανάλογο «άνοιγμα» του Π.Σ.Ε. προς τις έξω θρησκείες άρχισε με τις Συνελεύσεις του Βανκούβερ (1983), της Καμπέρρα (1991) κ.ά.
Ο Οικουμενισμός εκκίνησε σαν υπόθεση καθαρώς ενδο-προτεσταντική, για την αποφυγή του σκανδάλου που προκαλούσε ο κατακερματισμός των προτεσταντικών ομολογιών στο δυτικό κόσμο και στην ιεραποστολή, για τη διοργάνωση από κοινού των βιβλικών εκδόσεων, την αντιμετώπιση των αντιχριστιανικών ιδεολογιών, κ.ά. σκοπιμότητες. Ωστόσο, σχετική Πατριαρχική Εγκύκλιος του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Προς τας απανταχού Εκκλησίας του Χριστού» το 1920, ανατρέποντας την παραδοσιακή Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, προσπάθησε να προσφέρει εκκλησιολογικά ερείσματα που θα ενίσχυαν τη συμμετοχή των Ορθοδόξων στην Οικουμενική Κίνηση και οδήγησε επιτυχώς σε πολύ ευρύτερη έκτοτε συμμετοχή των Ορθοδόξων στον Οικουμενισμό.
Οι δύο κύριες οικουμενικές κινήσεις, «Ζωή και Εργασία» και «Πίστις και Τάξις», ασχολούμενες η μεν πρώτη με πρακτικά θέματα του χριστιανισμού και η δεύτερη με την επίλυση των διαφορών πίστεως μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών - εκκλησιών, μετά από μακρές διεργασίες κατά το διάστημα του μεσοπολέμου, συνενώθηκαν τελικώς στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών», με επίσημη έναρξη της λειτουργίας του το 1948, στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας.
Τι προκύπτει από τα προαναφερθέντα;
«Ο Οικουμενισμός, πραγματικά έτσι όπως έχει επικρατήσει να σηματοδοτείται ο όρος αυτός, βεβαίως είναι αίρεση, γιατί σημαίνει απάρνηση βασικών γνωρισμάτων της Ορθοδόξου πίστεως, όπως είναι φερ' ειπείν η αποδοχή της θεωρίας των κλάδων, ότι δηλαδή η κάθε Εκκλησία έχει ένα τμήμα της αλήθειας και πρέπει να ενωθούμε όλες οι "εκκλησίες", να βάλουμε στο τραπέζι τα τμήματα της αληθείας για να απαρτισθεί το όλον.
Εμείς πιστεύουμε ότι η Ορθοδοξία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Τέρμα, σ' αυτό δεν γίνεται συζήτηση, και επομένως, οποιοσδήποτε πρεσβεύει τα αντίθετα μπορεί να λέγεται οικουμενιστής και επομένως να είναι αιρετικός». (Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλαδος, μακαριστός Χριστόδουλος. Συνέντευξη στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Εκκλησίας, 24/5/1998).
Ας απομακρυνθούμε το συντομώτερον από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και ας αγωνισθούμε σθεναρά εν αληθεία και αγάπη, εντός των τειχών των απανταχού Ορθοδόξων Εκκλησιών, προς μεγαλύτερο και καλύτερο σύνδεσμο, ώστε διαφορές δικαιοδοσιών να μη μετατρέπονται σε ανομίες που μας απομακρύνουν από τον Θεόν και σκανδαλίζουν τον λαό.
β. Οι αποκαλούμενες "μονοθεϊστικές" θρησκείες, έχουν, πιστεύουν και λατρεύουν τον ίδιο Θεό; Δηλαδή οι Χριστιανοί έχουν τον ίδιον Θεόν με τους αλλοδόξους μη Χριστιανούς; Εάν ναι, ποίος είναι αυτός; Εάν όχι, προς τι ο όρος «μονοθεϊστικές θρησκείες;»
Μία από τις μεγαλύτερες απάτες των Οικουμενιστών, είναι και η διακηρυσσόμενη στο όνομα της παγκοσμιοποιήσεως και της ειρηνικής συνυπάρξεως, θέση ότι, οι κατ’ αυτούς μονοθεϊστικές θρησκείες, Ιουδαϊσμός, Ισλαμισμός και Χριστιανισμός, εκφράζουν και διδάσκουν τον ίδιον θεόν με διαφορετικόν τρόπον ή κάθε μία, χωρίς να τον κατονομάζουν ή μάλλον οι Χριστιανοί τον ονομάζουν Θεόν-Πατέρα, οι Μουσουλμάνοι Αλλάχ και οι Ιουδαίοι ανωνύμως…
«Οι Εβραίοι και οι Ισλαμικοί λαοί, και οι Χριστιανοί… αυτές οι τρεις εκφράσεις του ίδιου μονοθεϊσμού, μιλούν με τις αυθεντικότερες και αρχαιότερες, κι ακόμα με τις τολμηρότερες και πειστικότερες φωνές. Γιατί να μην είναι δυνατό, το όνομα του ίδιου Θεού, αντί να προκαλεί αδιάλλακτη εναντιότητα, να οδηγεί μάλλον σε αμοιβαίο σεβασμό, κατανόηση και ειρηνική συνύπαρξη: Δεν θα έπρεπε η αναφορά στον ίδιο Θεό, στον ίδιο Πατέρα, χωρίς προκαταλήψεις στη θεολογική συζήτηση, να μας οδηγήσει μάλλον να ανακαλύψουμε μια μέρα αυτό που είναι τόσο προφανές, αλλά και τόσο δύσκολο – ότι είμαστε όλοι παιδιά του ίδιου Πατέρα κι ότι γι’ αυτό είμαστε όλοι αδέλφια;» (Πάπας Παύλος ο 6ος, La Croix, 11 Αυγ. 1970).
Τάδε έφη ο…αλάθητος Πάπας Παύλος ο 6ος το 1970, αλλά τα ίδια εκήρυτταν και κηρύττουν,  οι προγενέστεροι και μεταγενέστεροι αυτού, πάπες.
Ουδέν τούτου ψευδέστερον απάτημα!
Όπως φαίνεται από την παραπάνω δήλωση, ο Πάπας δεν κατονομάζει ως Θεόν τον Ιησούν Χριστόν, ούτε τον Τριαδικόν Θεόν, αλλά τον Θεόν Πατέρα γενικώς και αορίστως, χωρίς να διευκρινίζει την σχέση του Πατρός με τον ομοούσιον και συνάναρχον Υιόν-Λόγον Του, Θεόν, Ιησούν Χριστόν.
Ο αρχιαιρεσιάρχης Πάπας πιστεύει και λατρεύει αποκρύφως στα άδυτα του Βατικανού, ως Θεόν, τον Εωσφόρον, εξαπατών το ποίμνιόν του, για ευνόητους λόγους, ότι είναι χριστιανός ακολουθώντας, δήθεν, τα ρήματα της Βίβλου (του παραποιημένου Ιουδαιομασοριτικού κειμένου και όχι των εβδομήκοντα), φορώντας φαρισαϊκώς έναν Σταυρόν, με παραποιημένην την στάση του Εσταυρωμένου και αναφερόμενος κατά αραιά διαστήματα στον Χριστόν, ως να πρόκειται περί ενός καλού καγαθού ανθρώπου και ΟΥΔΕΠΟΤΕ ως Θεού!!!.
Σύμφωνα με όσα αναλύσαμε στα επί μέρους θέματα [Το Σύστημα. (Ταλμουδικός Ιουδαϊσμός: Η κοσμοθεωρία του συστήματος, και οι συνιστώσες Του Ταλμουδικού Ιουδαϊσμού, Δεκ. 2014-Ιαν. 2015) και την απόκρυφη Χιραμική παράδοση], ο λατρευόμενος αποκρύφως στις συναγωγές και αλλαχού, ως θεός, των ταλμουδιστών Ιουδαίων, είναι ο Εβλίς/Εωσφόρος/Σατανάς !!!.
Αναγιγνώσκοντες το Κοράνιον, δεν συναντάμε καμμία δυσκολία για να διαπιστώσουμε ότι:
-Ο Θεός των Μουσουλμάνων (ο Αλλάχ) χαρακτηρίζει τον Ιησού ως κτίσμα-προφήτην κατώτερον του Μωάμεθ, γεννηθέντα από την παρθένον Μαρία όπως όλοι οι κοινοί θνητοί, αποκλείοντας κάθε περίπτωση να είναι υιός θεού, κάτι το οποίον θεωρεί ως βλασφημία.
-Όποιος δεν πιστεύει εις τον απρόσωπον Αλλάχ, είναι άπιστος. Άρα, ο θεός των «απίστων», ουδεμίαν σχέση έχει με τον «θεό» των μουσουλμάνων, τον Αλλάχ και ως εκ τούτου, οι άπιστοι πρέπει να φονεύονται όπου και αν τους βρίσκουν οι πιστοί του Αλλάχ.10
«Ο Θεός δεν έχει σύντροφον στην εξουσία αυτού» (ΙΖ΄/Η ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ,111).
«Δεν υπάρχει άλλος Θεός πλην Αλλάχ και μόνον αυτόν οφείλουν να λατρεύουν οι άνθρωποι» (Κ΄/Τ.Χ.,14).
«Ένας είναι ο Θεός και ο Μωάμεθ ο τελευταίος και μεγαλύτερος προφήτης» (ΛΓ΄ /ΟΙ ΟΜΟΣΠΟΝΔΟΙ,40).
«Ο Θεός δεν έχει συνεταίρον ούτε υιόν» (ΟΒ΄/ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ,3).
«Άπιστος είναι ο λέγων ότι ο Θεός είναι το τρίτον εκ τριών, αλλά δεν είναι παρά ένας και μόνος Θεός» (Ε΄/Η ΤΡΑΠΕΖΑ,77).
«Ο Ιησούς είναι απλούς δούλος, παράδειγμα για τους υιούς Ισραήλ» (ΜΓ΄/ΧΡΥΣΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ, 59).
«Όποιος ομολογεί ότι ο Θεός έχει υιόν ο λόγος του είναι ψευδής, διαπράττει θανάσιμον αμάρτημα (ΙΗ΄/ΤΟ ΑΝΤΡΟΝ,4) και βλασφημεί τον Θεόν» (Β΄/Η ΒΟΥΣ, 110).
«Πολεμείτε εναντίον παντός μη πιστεύοντος εις τον Αλλάχ. Πολεμείτε δ’ επίσης εναντίον των Εβραίων και των Χριστιανών οι οποίοι, δεν πιστεύουν την πίστη της Αληθείας (τον ισλαμισμό)» [Θ΄/Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ, 29].
«Δεν φονεύουν οι πιστοί τους απίστους αλλά ο Αλλάχ. Υπακούετε στον Αλλάχ και εις τους αποστόλους αυτού. Εννοήσατε;» (Η΄/ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ,15-20).
«Oπόταν συναντάτε τους απίστους φονεύετε και κατασφάζετε, συγκρατούντες στερεώς τα δεσμά των αιχμαλώτων» (ΜΖ΄/Ο ΜΩΑΜΕΘ,4).
«Φονεύετε τους απίστους όπου κι αν τους βρίσκετε» (Β΄/Η ΒΟΥΣ, 190-193).
« Θα σπείρω τον τρόμο στις καρδιές των απίστων….Τσακίστε τους λαιμούς τους και σακατέψτε τα ακροδάκτυλά τους» (8/ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ,12).
Συνεπώς ο όρος «Μονοθεϊστικές θρησκείες» είναι επιστημονικώς αβάσιμος και θρησκευτικώς απατήλιος. Δεν υπάρχουν άλλες μονοθεϊστικές Θρησκείες, εκτός της Ορθόδοξης πίστεως, διότι ο Θεός είναι ένας και μοναδικός, ο Τριαδικός θεός της Ορθοδοξίας..
Οι ταλμουδιστές Ιουδαίοι και οι μουσουλμάνοι λατρεύουν ως «θεόν», του κτίσμα του Αληθινού Θεού, τον Εωσφόρον/Σατανά/Διάβολον, με διαφορετικά ονόματα στην κάθε μια από τις δύο θρησκείες…
2. Η Αγαπολογία των αιρετικών και αλλοδόξων Οικουμενιστών
α. Οικουμενισμός και Αγαπολογία
Οι οπαδοί της παναιρέσεως του οικουμενισμού για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους, διαστρεβλώνουν και διαστρέφουν την κορυφαία έκφραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, την αγάπη, αναπτύσοντας μία νέα «αγάπη», την «αγαπολογία».
Το κύριο σύνθημά τους και ταυτοχρόνως επιχείρημά τους είναι, ότι ο ο νόμος της αγάπης, μας διδάσκει ότι δεν πρέπει να κοιτάμε, τι μας χωρίζει (από τους αιρετικούς, κυρίως και αλλοδόξους), αλλά τι μας ενώνει. Προς τον σκοπόν αυτόν, χρησιμοποιούν αποκεκομμένα χωρία της Αγίας Γραφής, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους και για να πλανέψουν τους πιστούς, όπως «ο Θεός αγάπη εστίν», «ίνα εν ωσιν», «αγαπάτε αλλήλους» κλπ, υποκρύπτοντας παράλληλα τον πραγματικό χαρακτήρα της αγάπης του Θεού, όπως μας τον παρέδωσαν ο ίδιος ο Θεάνθρωπος αλλά και οι Άγιοι Πατέρες.
Τα παραπάνω χωρία και άλλα συναφή που χρησιμοποιούν οι οικουμενιστές-αγαπολόγοι-ψευδολόγοι, τα αναλύσαμε λεπτομερώς σε προηγούμενα κεφάλαια και δεν θα επανέλθουμε.
Το ότι η «αγαπολογία» των Οικουμενιστών αποτελεί διαστρέβλωση και διαστροφή, φανερώνει το γεγονός, ότι ενώ φορούν το προσωπείο της αγάπης ως προς τους αιρετικούς, ως προς τους ορθόδοξους φορούν ένα άλλο προσωπείο, αυτό της ακραίας αυστηρότητας και του χλευασμού, καταδικάζοντας και υβρίζοντας οποιονδήποτε τολμήσει να αμφισβητήσει και να απορρίψει αυτήν την στάση τους.
Από πλευράς Ορθόδοξης εκκλησίας, κύριος εκφραστής αυτής της ιδιόμορφης Αγαπολογίας των Οικουμενιστών είναι ο νυν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος, ακολουθώντας τα αχνάρια των προκατόχων του, από της εποχής του αρχιμασώνου πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη.
Πολλές προσπάθειες κατεβλήθησαν αλλά και αρκετές επιστολές εδημοσιεύθησαν ή απεστάλησαν, από πιστούς Ορθοδόξους, προς τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, στις οποίες επισημαίνοντο με αγιογραφικά και Πατερικά επιχειρήματα, οι παγίδες του Οικουμενισμού και οι πλάνες στις οποίες έχει οδηγηθεί συνδιαλεγόμενος, συλλειτουργώντας και συμπροσευχόμενος με αιρετικούς και αλλοδόξους.
Παρ’ όλα ταύτα, ο Πατριάρχης, όχι μόνον επιμένει να περιφρονεί τα δόγματα της Ορθοδόξου πίστεως, τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και τις διδαχές των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά φαίνεται πως έχει ασπασθεί τον Οικουμενισμόν και παραμένει αμετανόητος!!!


Συνεχίζεται




1 Αδαμάντιος Τσακίρογλου, Τα δύο προσωπεία της αγαπολογίας και ο σύγχρονος άνθρωπος, 16 Φεβρουαρίου 2016

2 Πηγή:  www.impantokratoros.gr

-Οικουμενισμός Οι Μεθοδεύσεις του, οι παγίδες του και οι Ορθόδοξες... oodegr.co/oode/oikoymen/ oikoymen.htm

3 Αρχιμ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, «Ορθοδοξία και Παπισμός», Τομ. Α' σελίς 377, Αθήναι 1969). Οικουμενισμός , Ορθοδοξία και Παπισμός

4 Σπυρίδωνος Μπιλάλη, όπ.π., τ. Β', σ. 391.
5 Όπ. π., σσ. 338, 343.
6 Γεωργίου Δορμπαράκη, Πρωτοπρ., «Αλήθεια και Αγάπη», Πειραϊκή Εκκλησία 150/ (2004) 39.

7 Σωφρονίου Σαχάρωφ, Αρχιμ., Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστι, Έσσεξ Αγγλίας 1992, σ. 229.

8 Σωφρονίου Σαχάρωφ, Αρχιμ., Ο Γέρων Σιλουανός, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 362.

9 Ισαάκ, Ιερομονάχου, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος 2004, σ. 691.

10 Κοράνιον μεταφρασθέν εκ του Αραβικού κειμένου, υπό Γερασίμου Ι. Πεντάκη, Αθήναι, 1886.