Η ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ-ΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΠΟΧΗΣ ΚΑΙ Η
ΑΛΗΘΙΝΗ/ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΓΑΠΗ
«Ἀγάπη πού
δέν ἔχει στοιχεῖα σωτηρίας
εἶναι
πλάνη τοῦ διαβόλου»
Γέρων Ἐφραίμ ἐν Ἀριζόνᾳ
ΜΕΡΟΣ 21ο
ΙΒ. Η ΑΓΑΠΟΛΟΓΙΑ-ΑΠΑΤΗ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ1
1.
Οικουμενισμός2
α. Γενικά
Οικουμενισμός ονομάζεται η διεθνιστική
ιδεολογία η οποία ευρίσκεται πίσω από την Θρησκευτική Οικουμενιστική Κίνηση και
την τροφοδοτεί ή συνεκδοχικώς είναι η ίδια η Οικουμενιστική Κίνηση.
Ο Οικουμενισμός ως οικουμενιστική
κίνηση, ξεκίνησε αρχικώς ως κίνημα ενώσεως των χριστιανικών ομολογιών –
«εκκλησιών» μεταξύ τους και στην συνέχεια επεξετάθη προς ένωση ΟΛΩΝ των λεγομένων χριστιανικών
ομολογιών καθώς και των αλλοδόξων θρησκειών.
Κατά τον αείμνηστον
Αρχιμ. Σπυρίδωνα Μπιλάλη: Ο Οικουμενισμός, η μεγαλυτέρα αίρεσις του εικοστού
αιώνος, κηρύττουσα τον δογματικόν και θρησκευτικόν συγκρητισμόν και τείνουσα
εις εν είδος πανθρησκείας δια της εξισώσεως των χριστιανικών ομολογιών και
θρησκειών, αποτελεί
την πλέον θανάσιμον απειλήν δια την Ορθοδοξίαν...3
Κύριος φορεύς της
δραστηριοποιήσεως αυτής σήμερα είναι το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών»
(W.C.C. - “World Council of Churches”), υπό
την σκέπη του οποίου συνεργάζονται όλες σχεδόν οι Προτεσταντικές Κοινότητες, οι
Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες πλην ολιγίστων, και οι Αντιχαλκηδόνιες
Κοινότητες.
Το
Βατικανό δεν συμμετέχει στο Π.Σ.Ε., διότι, με συνέπεια προς την διακήρυξή του
ότι είναι η μόνη «εν ενεργεία» Εκκλησία επί γης, κρίνει ότι δεν μπορεί να θέτει
σε ίση μοίρα και να συναριθμεί εαυτό με τις εκατοντάδες των υπολοίπων
χριστιανικών ομολογιών, ούτε ακόμη και με τις «σχισματικές», όπως αποκαλεί, τις Ορθόδοξες
Εκκλησίες. Έτσι, αποστέλλει κατά
καιρούς στο Π.Σ.Ε. μόνον παρατηρητές.
Στο περιθώριο των
διαλόγων εντός του Π.Σ.Ε.
διοργανώθηκαν από πολλών ετών και άλλοι θεολογικοί διαλόγοι διμερείς, όπως λ.χ.
Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων (Μονοφυσιτών), Ορθοδόξων και Λουθηρανών κ.ο.κ.
Ο θεολογικός
Διάλογος Πίστεως σκόπιμα μετετράπη σε Διάλογο Αγάπης. Το συναίσθημα υπερνικά την Αλήθεια. Η Δύση κατάφερε
να δημιουργήσει μάλιστα ενοχές και μειονεξίες σε ορισμένους ημετέρους. Η μεγάλη
αρετή της Αγάπης δεν μπορεί να είναι αποκομμένη από καμμία άλλη ευαγγελική
αρετή και μάλιστα της Αλήθειας της πίστης, της διάκρισης και της ταπείνωσης. Η
Αλήθεια δεν είναι ιδέα, είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Κατά τον
άγιο Γρηγόριο Νύσσης «η πίστις της ομολογίας προλάμπει και η αγάπη τη πίστει
συμπλέκεται».4
Βεβαίως αγάπη, αλλά αγάπη μόνο «εν τη αληθεία» και αλήθεια μόνο «εν τη
αγάπη». Πραγματική αγάπη σημαίνει γνήσια,
ειλικρινή και ολόψυχη εμμονή στην αλήθεια. Το λέγει καθαρά ο άγιος
Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
«Ει που την ευσέβειαν παραβλαπτομένην ίδοις, μη προτίμα την ομόνοιαν της
αληθείας, αλλ' ίστασο γενναίως έως θανάτου... την αλήθειαν μηδαμού προδιδούς.
Προτιμητέα η αλήθεια της αγάπης, αφού "μηδέν νόθον δόγμα τω της αγάπης
προσχήματι παραδέχησθε"».5
Η αποδοχή των αρετών της Αγάπης και της Αλήθειας γενικά είναι κάτι το
αυτονόητο. Το πρόβλημα αρχίζει στην κατανόηση των μεταξύ τους σχέσεων. Κατά το
Ευαγγέλιο, οι δύο μεγάλες αυτές αρετές «δεν κατανοούνται πρωτίστως σε σχέση με
τον άνθρωπο αλλά σε σχέση με το Θεό, και γι' αυτό ουδέποτε μπορούν να παρουσιαστούν
ανεξάρτητες η μία από την άλλη».6
Αγάπη κι’ Αλήθεια δεν μπορούν να σταθούν αυθύπαρκτες. Κοινή πηγή τους ο
Χριστός, που λέει «εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια
και η ζωή». (ΙΩΑΝ:14/ 6).
Επίσης ο Ευαγγελιστής Ιωάννης χαρακτηριστικά θα πει: «Ο Θεός αγάπη εστί,
και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ». (Α΄ΙΩΑΝ:4/16).
Αλήθεια
κι’ Αγάπη είναι οι δύο όψεις του ίδιου πολύτιμου νομίσματος, δεν είναι απλές
αρετές, αλλά μυστήριο, που φανερώνει το πρόσωπο του Θεού, αδύνατο να κατανοηθεί
πλήρως από την ανθρώπινη πενία.
Λέγει ο μακαριστός Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ:
«Η αγάπη του Χριστού κατά την φύσιν αυτής είναι πυρ ζωοποιούν, ερριμένον
από των ουρανών επί της γης δια της ελεύσεως του Υιού του Θεού. Η αγάπη αύτη
είναι η άκτιστος ζωή Αυτού του Θεού. Εντός των ορίων της επιγείου υπάρξεως ημών
κατακαίει αύτη εν ημίν παν αλλότριον αυτής και ενταυτώ πληροί ημάς ενεργείας
άλλου είναι, ακαταλήπτου έως τότε. Είναι απαραίτητον να επισκιάση ημάς δύναμις
εξ ύψους, καταξιούσα ημάς να γνωρίσωμεν υπαρκτώς την αγάπην ταύτην. Άνευ της
εμπειρίας ταύτης ουδείς εκ των ανθρώπων είναι εις θέσιν να κατανοήση το
φαινομενικώς παράδοξον των εντολών του Ευαγγελίου: "Αγαπάτε τους εχθρούς
υμών"».7
Ο δε άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, του οποίου η μνήμη σήμερα, έγραφε: «Όσον
μεγαλυτέρα η αγάπη, τόσον μεγαλυτέρα η οδύνη της ψυχής. Όσον πληρεστέρα η
αγάπη, τόσον πληρεστέρα η γνώσις. Όσον φλογωτέρα η αγάπη, τόσον εμπυρωτέρα η
προσευχή. Όσον τελειωτέρα η αγάπη, τόσον αγιώτερος ο βίος. Ουδείς εξ ημών
αφικνείται εις το πλήρωμα της αγάπης της Θεοτόκου και έχομεν χρείαν αδαμιαίας
μετανοίας. Αλλ' εκ μέρους, καθώς το Άγιον Πνεύμα διδάσκει ημάς εν τη Εκκλησία,
κατανοούμεν και ημείς την αγάπην αυτήν».8
Ποίος κατέχει όμως, την Αλήθεια;
Ουδείς άνθρωπος, ει μη μόνον η Ορθόδοξη Εκκλησία, δια μέσου των αιώνων,
που είναι «στύλος και εδραίωμα της αληθείας». (Α' ΤΙΜ:3/15).
Τούτο υπάρχει στην οντολογική ενότητα Χριστού και Εκκλησίας. Υπάρχουν
όμως κι «εκκλησίες» που διεκδικούν καθολικότητα κι’ υποστηρίζουν ένθερμα ότι η
αλήθεια είναι η σύνθεση πολλών ή όλων.
Τα δόγματα της Εκκλησίας δεν είναι κάποιες ιδέες κάποιων, αλλά η ζωή της
Εκκλησίας, που είναι ο οίκος του ζώντος Θεού, και που οι αδιασύνδετες εντολές
Του για ολοκάρδια αγάπη προς Θεό και άνθρωπο, που είναι αδιάσπαστη σύνοψη όλων
των Κυριακών εντολών, συνιστούν την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική του
Χριστού Εκκλησία.
Μία Εκκλησία
αληθινή, αναλλοίωτη, απαραχάρακτη, αναλλοτρίωτη, που παραμένει καθαρή παρά την
αναλήθεια των εκφραστών της.
Όπως έλεγε ο Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης: «Το μεγαλύτερο θαύμα της
Ορθοδοξίας είναι ότι διαφυλάχθηκε αλώβητη παρά τους τόσους αναξίους εκφραστές
της»!
Ο
μακαριστός Γέροντας Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης έλεγε: «Η Εκκλησία δεν είναι
καράβι του κάθε επισκόπου να κάνη ό,τι θέλει». Για τ' ανοίγματα τού πατριάρχη
με τους παπικούς, έλεγε σε κάποιον:
«Κάνω
προσευχή για να κόβη ο Θεός μέρες από μένα και να τις δίνη στον πατριάρχη
Αθηναγόρα, για να ολοκληρώση την μετάνοιά του».9
Αλήθεια
και Αγάπη δεν μπορούν να μη συνυπάρχουν και μάλιστα σε θεολογικούς και
Οικουμενικούς Διαλόγους.
Λέγει χαρακτηριστικά ο Ευαγγελιστής Ιωάννης: «ους εγώ αγαπώ εν αληθεία,
και ουκ εγώ μόνος, αλλά και πάντες οι εγνωκότες την αλήθειαν, δια την αλήθειαν
την μένουσαν εν ημίν, και μεθ' ημών έσται εις τον αιώνα. έσται μεθ' υμών χάρις,
έλεος, ειρήνη παρά Θεού πατρός και παρά Κυρίου Ιησού Χριστού του υιού του
πατρός, εν αληθεία και αγάπη». (Β΄ ΙΩΑΝ:1-3).
Διάσπαση των δύο, Αληθείας και Αγάπης, σημαίνει διαστροφή
και των δύο.
Η Ευαγγελική Αλήθεια, η Ορθόδοξη Πίστη, δίχως θυσιαστική Αγάπη καταντά
στείρα ιδεολογία κι’ ακραίος φανατισμός. Η χριστιανική Αγάπη διαζευγμένη την
Αλήθεια, εκπίπτει σε συναισθηματικό γλυκασμό, που συνιστά ένα ωραίο εγωισμό της
φιλαυτίας και της φιλοδοξίας, είναι ένα ακάθαρτο συναίσθημα, που κρατά χαμηλά
και τον δότη και τον λήπτη και καθημερινά παρακολουθούμε τα θύματα αυτής της
ανόσιας κι ανούσιας αγάπης.
Εν Αληθεία και Αγάπη ανυποχώρητα λοιπόν πάντοτε. Για να μη κατακριθούμε,
όπως έλεγε ο Απόστολος Παύλος στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης: «ίνα κριθώσι
πάντες οι μη πιστεύσαντες τη αληθεία, αλλ' ευδοκήσαντες εν τη αδικία». ( Β'
ΘΕΣ:2/12).
Το Βατικανό, μετά τη Β΄
Βατικάνειο Σύνοδο (1964), άρχισε μια δική του προσπάθεια ενώσεως των χριστιανών
υπό τον Πάπα, η οποία από την δεκαετία του 1980 άρχισε – όπως και η
δραστηριότης του Π.Σ.Ε. – να απευθύνεται και στις άλλες θρησκείες, αρχίζοντας
από τις λεγόμενες «μονοθεϊστικές», τον Ιουδαϊσμό και τον Μωαμεθανισμό (όπως είναι φανερό λ.χ. στις
διαθρησκειακές συναντήσεις της Ασσίζης του 1986, 1994 κ.ά. με κυρίαρχη μορφή
τον Πάπα)·
ανάλογο «άνοιγμα» του Π.Σ.Ε. προς τις έξω θρησκείες άρχισε με τις Συνελεύσεις
του Βανκούβερ (1983), της Καμπέρρα (1991) κ.ά.
Ο Οικουμενισμός
εκκίνησε σαν υπόθεση καθαρώς ενδο-προτεσταντική, για την αποφυγή του σκανδάλου
που προκαλούσε ο κατακερματισμός των προτεσταντικών ομολογιών στο δυτικό κόσμο
και στην ιεραποστολή, για τη διοργάνωση από κοινού των βιβλικών εκδόσεων, την
αντιμετώπιση των αντιχριστιανικών ιδεολογιών, κ.ά. σκοπιμότητες. Ωστόσο,
σχετική Πατριαρχική Εγκύκλιος του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Προς τας απανταχού Εκκλησίας
του Χριστού» το 1920, ανατρέποντας την παραδοσιακή Ορθόδοξη
Εκκλησιολογία, προσπάθησε να προσφέρει εκκλησιολογικά ερείσματα που θα ενίσχυαν
τη συμμετοχή των Ορθοδόξων στην Οικουμενική Κίνηση και οδήγησε επιτυχώς σε πολύ
ευρύτερη έκτοτε συμμετοχή των Ορθοδόξων στον Οικουμενισμό.
Οι δύο κύριες
οικουμενικές κινήσεις, «Ζωή και Εργασία» και «Πίστις και Τάξις», ασχολούμενες η
μεν πρώτη με πρακτικά θέματα του χριστιανισμού και η δεύτερη με την επίλυση των
διαφορών πίστεως μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών - εκκλησιών, μετά από μακρές
διεργασίες κατά το διάστημα του μεσοπολέμου, συνενώθηκαν τελικώς στο «Παγκόσμιο Συμβούλιο των
Εκκλησιών», με επίσημη έναρξη
της λειτουργίας του το 1948, στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας.
Τι προκύπτει από τα
προαναφερθέντα;
«Ο Οικουμενισμός, πραγματικά έτσι
όπως έχει επικρατήσει να σηματοδοτείται ο όρος αυτός, βεβαίως είναι αίρεση, γιατί σημαίνει
απάρνηση βασικών γνωρισμάτων της Ορθοδόξου πίστεως, όπως είναι φερ' ειπείν η
αποδοχή της θεωρίας των κλάδων, ότι δηλαδή η κάθε Εκκλησία έχει ένα τμήμα της
αλήθειας και πρέπει να ενωθούμε όλες οι "εκκλησίες", να βάλουμε στο
τραπέζι τα τμήματα της αληθείας για να απαρτισθεί το όλον.
Εμείς πιστεύουμε ότι η Ορθοδοξία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική
Εκκλησία. Τέρμα, σ' αυτό δεν γίνεται συζήτηση, και επομένως,
οποιοσδήποτε πρεσβεύει τα αντίθετα μπορεί να λέγεται οικουμενιστής και επομένως
να είναι αιρετικός». (Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλαδος, μακαριστός Χριστόδουλος.
Συνέντευξη στον Ραδιοφωνικό Σταθμό
της Εκκλησίας, 24/5/1998).
Ας απομακρυνθούμε το συντομώτερον από το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών
και ας αγωνισθούμε σθεναρά εν αληθεία και αγάπη, εντός των τειχών των απανταχού
Ορθοδόξων Εκκλησιών, προς μεγαλύτερο και καλύτερο σύνδεσμο, ώστε διαφορές
δικαιοδοσιών να μη μετατρέπονται σε ανομίες που μας απομακρύνουν από τον Θεόν
και σκανδαλίζουν τον λαό.
β. Οι αποκαλούμενες "μονοθεϊστικές"
θρησκείες, έχουν, πιστεύουν και λατρεύουν τον ίδιο Θεό; Δηλαδή οι Χριστιανοί
έχουν τον ίδιον Θεόν με τους αλλοδόξους μη Χριστιανούς; Εάν ναι, ποίος είναι
αυτός; Εάν όχι, προς τι ο όρος «μονοθεϊστικές θρησκείες;»
Μία από τις μεγαλύτερες απάτες των Οικουμενιστών, είναι και η
διακηρυσσόμενη στο όνομα της παγκοσμιοποιήσεως και της ειρηνικής συνυπάρξεως,
θέση ότι, οι κατ’ αυτούς μονοθεϊστικές θρησκείες, Ιουδαϊσμός,
Ισλαμισμός και Χριστιανισμός,
εκφράζουν και διδάσκουν τον ίδιον θεόν με διαφορετικόν τρόπον ή κάθε μία, χωρίς
να τον κατονομάζουν ή μάλλον οι Χριστιανοί τον ονομάζουν Θεόν-Πατέρα, οι
Μουσουλμάνοι Αλλάχ και οι Ιουδαίοι ανωνύμως…
«Οι Εβραίοι και οι Ισλαμικοί λαοί, και οι
Χριστιανοί… αυτές οι τρεις εκφράσεις του ίδιου μονοθεϊσμού, μιλούν με τις
αυθεντικότερες και αρχαιότερες, κι ακόμα με τις τολμηρότερες και πειστικότερες
φωνές. Γιατί να μην είναι δυνατό, το όνομα του ίδιου Θεού, αντί να προκαλεί
αδιάλλακτη εναντιότητα, να οδηγεί μάλλον σε αμοιβαίο σεβασμό, κατανόηση και
ειρηνική συνύπαρξη: Δεν θα έπρεπε η αναφορά στον ίδιο Θεό, στον ίδιο Πατέρα,
χωρίς προκαταλήψεις στη θεολογική συζήτηση, να μας οδηγήσει μάλλον να
ανακαλύψουμε μια μέρα αυτό που είναι τόσο προφανές, αλλά και τόσο δύσκολο – ότι
είμαστε όλοι παιδιά του ίδιου Πατέρα κι ότι γι’ αυτό είμαστε όλοι αδέλφια;» (Πάπας Παύλος ο 6ος, La
Croix, 11 Αυγ. 1970).
Τάδε έφη ο…αλάθητος Πάπας Παύλος ο 6ος το 1970, αλλά τα ίδια εκήρυτταν
και κηρύττουν, οι προγενέστεροι και
μεταγενέστεροι αυτού, πάπες.
Ουδέν τούτου ψευδέστερον
απάτημα!
Όπως φαίνεται από την παραπάνω δήλωση, ο Πάπας δεν κατονομάζει ως Θεόν τον
Ιησούν Χριστόν, ούτε τον Τριαδικόν Θεόν, αλλά τον
Θεόν Πατέρα γενικώς και αορίστως, χωρίς να διευκρινίζει την σχέση
του Πατρός με τον ομοούσιον και συνάναρχον Υιόν-Λόγον Του, Θεόν, Ιησούν
Χριστόν.
Ο αρχιαιρεσιάρχης Πάπας πιστεύει και λατρεύει αποκρύφως στα άδυτα του
Βατικανού, ως Θεόν, τον Εωσφόρον, εξαπατών το ποίμνιόν του, για ευνόητους
λόγους, ότι είναι χριστιανός ακολουθώντας, δήθεν, τα ρήματα της Βίβλου (του
παραποιημένου Ιουδαιομασοριτικού κειμένου και όχι των εβδομήκοντα), φορώντας
φαρισαϊκώς έναν Σταυρόν, με παραποιημένην την στάση του Εσταυρωμένου και
αναφερόμενος κατά αραιά διαστήματα στον Χριστόν, ως να πρόκειται περί ενός
καλού καγαθού ανθρώπου και ΟΥΔΕΠΟΤΕ ως Θεού!!!.
Σύμφωνα με όσα αναλύσαμε στα επί μέρους θέματα [Το Σύστημα. (Ταλμουδικός
Ιουδαϊσμός: Η κοσμοθεωρία του συστήματος, και οι συνιστώσες Του Ταλμουδικού
Ιουδαϊσμού, Δεκ. 2014-Ιαν. 2015) και την απόκρυφη Χιραμική παράδοση], ο
λατρευόμενος αποκρύφως στις συναγωγές και αλλαχού, ως θεός, των ταλμουδιστών
Ιουδαίων, είναι ο Εβλίς/Εωσφόρος/Σατανάς !!!.
Αναγιγνώσκοντες το Κοράνιον, δεν συναντάμε καμμία δυσκολία για να
διαπιστώσουμε ότι:
-Ο Θεός των Μουσουλμάνων (ο Αλλάχ)
χαρακτηρίζει τον Ιησού ως κτίσμα-προφήτην κατώτερον του Μωάμεθ, γεννηθέντα από
την παρθένον Μαρία όπως όλοι οι κοινοί θνητοί, αποκλείοντας κάθε περίπτωση να
είναι υιός θεού, κάτι το οποίον θεωρεί ως βλασφημία.
-Όποιος δεν πιστεύει εις τον απρόσωπον Αλλάχ, είναι άπιστος. Άρα, ο θεός
των «απίστων», ουδεμίαν σχέση έχει με τον «θεό» των μουσουλμάνων, τον Αλλάχ και
ως εκ τούτου, οι άπιστοι πρέπει να φονεύονται όπου και αν τους βρίσκουν οι
πιστοί του Αλλάχ.10
«Ο
Θεός δεν έχει σύντροφον στην εξουσία αυτού» (ΙΖ΄/Η ΝΥΚΤΕΡΙΝΗ ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ,111).
«Δεν υπάρχει άλλος Θεός
πλην Αλλάχ και μόνον αυτόν οφείλουν να λατρεύουν οι άνθρωποι» (Κ΄/Τ.Χ.,14).
«Ένας είναι ο Θεός και
ο Μωάμεθ ο τελευταίος και μεγαλύτερος προφήτης» (ΛΓ΄ /ΟΙ ΟΜΟΣΠΟΝΔΟΙ,40).
«Ο Θεός δεν έχει συνεταίρον ούτε υιόν»
(ΟΒ΄/ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ,3).
«Άπιστος είναι ο λέγων ότι ο Θεός είναι το
τρίτον εκ τριών, αλλά δεν είναι παρά ένας και μόνος Θεός» (Ε΄/Η
ΤΡΑΠΕΖΑ,77).
«Ο Ιησούς είναι απλούς
δούλος, παράδειγμα για τους υιούς Ισραήλ» (ΜΓ΄/ΧΡΥΣΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ, 59).
«Όποιος ομολογεί ότι ο
Θεός έχει υιόν ο λόγος του είναι ψευδής, διαπράττει θανάσιμον αμάρτημα (ΙΗ΄/ΤΟ
ΑΝΤΡΟΝ,4) και βλασφημεί τον Θεόν» (Β΄/Η ΒΟΥΣ, 110).
«Πολεμείτε εναντίον παντός μη πιστεύοντος εις
τον Αλλάχ. Πολεμείτε δ’ επίσης
εναντίον των Εβραίων και των Χριστιανών οι οποίοι, δεν πιστεύουν την πίστη της
Αληθείας (τον ισλαμισμό)» [Θ΄/Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ, 29].
«Δεν φονεύουν οι πιστοί τους απίστους αλλά ο Αλλάχ. Υπακούετε στον Αλλάχ και εις τους
αποστόλους αυτού. Εννοήσατε;» (Η΄/ΤΑ ΛΑΦΥΡΑ,15-20).
«Oπόταν
συναντάτε τους απίστους φονεύετε και κατασφάζετε, συγκρατούντες στερεώς τα
δεσμά των αιχμαλώτων» (ΜΖ΄/Ο ΜΩΑΜΕΘ,4).
«Φονεύετε τους απίστους όπου κι αν τους βρίσκετε» (Β΄/Η ΒΟΥΣ, 190-193).
« Θα σπείρω τον τρόμο στις καρδιές των απίστων….Τσακίστε
τους λαιμούς τους και σακατέψτε τα ακροδάκτυλά τους» (8/ΤΑ
ΛΑΦΥΡΑ,12).
Συνεπώς ο όρος «Μονοθεϊστικές θρησκείες» είναι επιστημονικώς αβάσιμος
και θρησκευτικώς απατήλιος. Δεν υπάρχουν άλλες μονοθεϊστικές Θρησκείες, εκτός
της Ορθόδοξης πίστεως, διότι ο Θεός είναι ένας και μοναδικός, ο Τριαδικός θεός
της Ορθοδοξίας..
Οι ταλμουδιστές Ιουδαίοι και οι μουσουλμάνοι λατρεύουν ως «θεόν», του
κτίσμα του Αληθινού Θεού, τον Εωσφόρον/Σατανά/Διάβολον, με διαφορετικά ονόματα
στην κάθε μια από τις δύο θρησκείες…
2. Η
Αγαπολογία των αιρετικών και αλλοδόξων Οικουμενιστών
α. Οικουμενισμός και Αγαπολογία
Οι οπαδοί
της παναιρέσεως του οικουμενισμού για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους,
διαστρεβλώνουν και διαστρέφουν την κορυφαία έκφραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, την αγάπη, αναπτύσοντας μία νέα «αγάπη», την «αγαπολογία».
Το κύριο σύνθημά
τους και ταυτοχρόνως επιχείρημά τους είναι, ότι ο ο νόμος της αγάπης, μας
διδάσκει ότι δεν πρέπει να κοιτάμε, τι μας χωρίζει (από τους αιρετικούς, κυρίως
και αλλοδόξους), αλλά τι μας ενώνει. Προς τον σκοπόν αυτόν, χρησιμοποιούν αποκεκομμένα
χωρία της Αγίας Γραφής, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους και για να
πλανέψουν τους πιστούς, όπως «ο Θεός
αγάπη εστίν», «ίνα εν ωσιν»,
«αγαπάτε αλλήλους» κλπ, υποκρύπτοντας παράλληλα τον πραγματικό χαρακτήρα
της αγάπης του Θεού, όπως μας τον παρέδωσαν ο ίδιος ο Θεάνθρωπος αλλά και οι
Άγιοι Πατέρες.
Τα παραπάνω
χωρία και άλλα συναφή που χρησιμοποιούν οι οικουμενιστές-αγαπολόγοι-ψευδολόγοι,
τα αναλύσαμε λεπτομερώς σε προηγούμενα κεφάλαια και δεν θα επανέλθουμε.
Το ότι η «αγαπολογία» των
Οικουμενιστών αποτελεί διαστρέβλωση και διαστροφή, φανερώνει το γεγονός, ότι
ενώ φορούν το προσωπείο της αγάπης ως προς τους αιρετικούς, ως προς τους
ορθόδοξους φορούν ένα άλλο προσωπείο, αυτό της ακραίας αυστηρότητας και του χλευασμού, καταδικάζοντας και
υβρίζοντας οποιονδήποτε τολμήσει να αμφισβητήσει και να απορρίψει αυτήν την
στάση τους.
Από πλευράς
Ορθόδοξης εκκλησίας, κύριος εκφραστής αυτής της ιδιόμορφης Αγαπολογίας των
Οικουμενιστών είναι ο νυν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος,
ακολουθώντας τα αχνάρια των προκατόχων του, από της εποχής του αρχιμασώνου
πατριάρχου Μελετίου Μεταξάκη.
Πολλές
προσπάθειες κατεβλήθησαν αλλά και αρκετές επιστολές εδημοσιεύθησαν ή
απεστάλησαν, από πιστούς Ορθοδόξους, προς τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, στις
οποίες επισημαίνοντο με αγιογραφικά και Πατερικά επιχειρήματα, οι παγίδες του
Οικουμενισμού και οι πλάνες στις οποίες έχει οδηγηθεί συνδιαλεγόμενος,
συλλειτουργώντας και συμπροσευχόμενος με αιρετικούς και αλλοδόξους.
Παρ’ όλα
ταύτα, ο Πατριάρχης, όχι μόνον επιμένει να περιφρονεί τα δόγματα της Ορθοδόξου
πίστεως, τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και τις διδαχές των Πατέρων της
Εκκλησίας, αλλά φαίνεται πως έχει ασπασθεί τον Οικουμενισμόν και παραμένει
αμετανόητος!!!
Συνεχίζεται
1 Αδαμάντιος Τσακίρογλου, Τα δύο
προσωπεία της αγαπολογίας και ο σύγχρονος άνθρωπος, 16 Φεβρουαρίου 2016
2 Πηγή: www.impantokratoros.gr
-Οικουμενισμός Οι Μεθοδεύσεις του, οι παγίδες του και
οι Ορθόδοξες... oodegr.co/oode/oikoymen/ oikoymen.htm
3 Αρχιμ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, «Ορθοδοξία και Παπισμός», Τομ. Α' σελίς 377, Αθήναι 1969). Οικουμενισμός , Ορθοδοξία και Παπισμός
4 Σπυρίδωνος Μπιλάλη,
όπ.π., τ. Β', σ. 391.
5 Όπ. π., σσ. 338, 343.
6 Γεωργίου Δορμπαράκη, Πρωτοπρ., «Αλήθεια και Αγάπη», Πειραϊκή Εκκλησία
150/ (2004) 39.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου