Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟΝ
ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ1
ΜΕΡΟΣ
12ο
Δ. 18ος
αιώνας (Κύμα πρωτοφανών αγριοτήτων από τους κατακτητές- Εγκαρτέρηση και θυσίες)
2. Παιδεία- Εκπαίδευση- Εθνική
Διαπαιδαγώγηση (Συνέχεια 11ου μέρους)
θ. Το
αρχαιότερο Ελληνικό αλφαβητάριο
Η εκπαίδευση στα σχολεία των κοινών
γραμμάτων ήταν σχεδόν ομοιόμορφη. Άρχιζε με την «πινακίδα», όπου ήταν γραμμένα
τα γράμματα της αλφαβήτου, και συνεχιζόταν με συλλαβισμό και ανάγνωση. Η
διδασκαλία γινόταν από θρησκευτικά βιβλία (την Χρήσιμη Παιδαγωγία, που άρχισε
να εκδίδεται από τα μέσα του 17ου αιώνα, την Οκτώηχο, το Ψαλτήρι και τα
Αποστολικάαναγνώσματα/τον Απόστολο), βιβλία που είχαν πολύ μεγάλη
κυκλοφορία. Tα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν στα τέλη του 18ου αιώνα,
όταν εκδίδονται τα πρώτα σύγχρονα, για την εποχή τους, Αλφαβητάρια. Tα
βιβλία αυτά περιείχαν απλά κείμενα σε κατανοητή γλώσσα για την άσκηση των μαθητών
στην εκμάθηση της γλώσσας.
Το πρώτο βιβλίο αυτού του τύπου ήταν το «Mέγα
Aλφαβητάριον» του Mιχαήλ Παπαγεωργίου (1771).2
ι. Εσωτερική λειτουργία των σχολείων και λοιπών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων
1/ Κατάρτιση δασκάλων
Η ίδρυση της
Πατριαρχικής Σχολής στην Κωνσταντινούπολη και του Ελληνικού Κολλεγίου του Αγίου
Αθανασίου στην Ρώμη το 1576, θα αποτελέσουν τους πρώτους πυρήνες παραγωγής
μελλοντικών δασκάλων οι οποίοι θα δραστηριοποιηθούν στην εκπαίδευση.
Μετά την Άλωση της
Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς (1453) η ίδρυση της Πατριαρχικής Μεγάλης
του Γένους Σχολής ως ιστορικής συνέχειας και διαδόχου της ,,Πατριαρχικής Ακαδημίας”
ή ,,Πατριαρχικής Σχολής” από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Β’ (Σχολάριο),
κατά το έτος 1454 μ.Χ., άνοιξε την νέα και αδειάλειπτη μέχρι σήμερα πορεία του
πνευματικού αυτού ιδρύματος-συμβόλου της πονεμένης και μαρτυρικής Ρωμηοσύνης,
στην Πόλη των θρύλων των ονείρων και των στεναγμών του ευσεβούς γένους μας.3
Άλλοι γίνονταν δάσκαλοι μετά την φοίτησή τους
στις περιώνυμες για την εποχή σχολές της Πάτμου και της Χίου, όπως ο ιερομόναχος Ιγνάτιος Φραγκόπουλος.
Η αναδιοργάνωση της
Πατριαρχικής Σχολής τον 17ο αι. επί Θεόφιλου Κορυδαλλέα και η μετάβαση για
σπουδές στην δυτική Ευρώπη στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αι.
τροφοδότησε με νέο έμψυχο υλικό τα σχολεία του ελλαδικού χώρου. Η πλειοψηφία
πάντως των δασκάλων ήταν εμπειρικοί χωρίς ειδικές σπουδές, οι οποίοι
δραστηριοποιούνταν αρχικώς είτε ως υποδιδάσκαλοι στις σχολές φοιτήσεώς τους,
είτε ως οικοδιδάσκαλοι σε εύπορες οικογένειες.
2/ Προέλευση δασκάλων
Η συντριπτική πλειοψηφία των δασκάλων ανήκε
στον κλήρο.
Αυτό οφειλόταν στο ότι υπήρχε στενή σχέση εκκλησίας-σχολείου, στην διδασκαλία
πολλών μαθημάτων θεολογικού περιεχομένου, στην παρουσία ανάμεσα στους μαθητές
πολλών ιερωμένων, στον τρόπο οργανώσεως και λειτουργίας των σχολείων, στα πολλά
και σημαντικά πλεονεκτήματα που είχε το ιερατικό λειτούργημα και στην ανάγκη
στελεχώσεως της Ορθόδοξης Εκκλησίας με ικανούς και μορφωμένους ιεροκήρυκες.
Η διδασκαλία του παπά
στην ενορία του ήταν δυνητική, όχι υποχρεωτική. Δεν μας έχουν σωθεί γραπτές
μαρτυρίες που να πιστοποιούν ότι εντέλλεται κάποιος ιερέας να διδάξει. Οι
πρωτοβουλίες ήταν προσωπικές εκ μέρους των ιερέων διδασκάλων που είχαν ως
κίνητρο ή την ωφέλεια των παιδιών της ενορίας του ή την βελτίωση των
βιοποριστικών μέσων του με την όποια διδασκαλική αμοιβή.
3/ Μαθήματα-αναλυτικά
προγράμματα
Στα κοινά σχολεία η εκπαίδευση στηριζόταν
στο ιερό θρησκευτικό βιβλίο των χριστιανών, χωρίς αυτό να σημαίνει πως
αποσκοπούσε μόνον στην κατήχηση των παιδιών, αλλά στην εκμάθηση γραφής και
ανάγνωσης, αν και την περίοδο αυτή δεν είναι απόλυτος ο διαχωρισμός «της εγγραμματοσύνης
από την θρησκευτική διαπαιδαγώγηση».4
Η φυλλάδα ήταν ένα βασικό έντυπο εκμαθήσεως
των γραμμάτων. Περιείχε τα 24 γράμματα της αλφαβήτου
και το «Βασιλεύ ουράνιε, παράκλητε…», το τρισάγιον, το δόξα πατρί. Άλλο
διδακτικό σύγγραμμα ήταν η Οκτάηχος, το ψαλτήριο του Δαυίδ και ο Απόστολος.5
Στον κύκλο των αρχαρίων
διδάσκονταν τα γραμματικά, ενώ στον κύκλο των προχωρημένων τα
της κυκλοπαιδείας μαθήματα. Με τον πρώτο όρο εννοούσαν την
γραμματική και το συντακτικό της αρχαίας ελληνικής, που διδάσκονταν με βάση τα
εγχειρίδια του Θεόδωρου Γαζή και του Κωνσταντίνου Λάσκαρη ή και του Αλεξάνδρου
Μαυρικορδάτου.6
Στον επόμενο κύκλο διδάσκονταν αρχαία ελληνικά, ρητορική
και λογική.
Στα πλαίσια του μαθήματος των αρχαίων ελληνικών διδάσκονταν κείμενα αρχαίων
Ελλήνων ποιητών και πεζογράφων, καθώς και έργων των Πατέρων της Εκκλησίας. Έτσι
στην Βουκουρεστιανή σχολή του Αγίου Σάββα το πρόγραμμα του 1797 περιλάμβανε
Όμηρο, Φωκυλίδη, Πυθαγόρα, Αίσωπο, Σοφοκλή και Ευριπίδη, Πίνδαρο, Ξενοφώντα,
Θουκυδίδη, Πλούταρχο, Δημοσθένη και Ισοκράτη. Από την εκκλησιαστική φιλολογία
Γρηγόριο Θεολόγο και Συνέσιο. και από την Ρωμαίϊκη/Βυζαντινή, Αγαπητό και
Θεοφύλακτο Σιμοκάτη.7
Οι μαθητές εξασκούνταν
στην ψυχαγωγική λεγόμενη μέθοδο , δηλαδή στην αντικατάσταση των
λέξεων με συνώνυμες επίσης της αρχαίας ελληνικής.
Επίσης οι μαθητές
ασκούνταν στην τεχνολογία, δηλαδή την γραμματική και το συντακτικό και στην
θεματογραφία
δηλαδή στην απόδοση των κειμένων στην αρχαία ελληνική κατευθείαν. Βασικό
εγχειρίδιο της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών σε όλο τον 18ο αιώνα ήταν η
τετράτομη Εγκυκλοπαίδεια του Ιωάννη Πατούσα.8
Κατά την διδασκαλία των ποιητών οι μαθητές
διδάσκονταν μετρική, ποιητική
(στιχουργία) και πιθανότατα μουσική, ενώ εξασκούνταν και στην σύνταξη
επιγραμμάτων. Το μάθημα της Ρητορικής κάλυπτε την διδασκαλία
των έργων των κλασικών και χριστιανών συγγραφέων και ασκήσεις των μαθητών στην
σύνταξη λόγων. Κυρίως αφορούσε στους μαθητές που προέρχονταν από την τάξη του
κλήρου και ήθελαν να γίνουν ιεροκήρυκες. Το μάθημα της Λογικής το
διδάσκονταν από βιβλίο του Θεόφιλου Κορυδαλλέως το οποίο από τα μέσα του 18ου
αι. αντικαθίσταται από ομότιτλο έργο του Ευγένιου Βούλγαρη.
Στα τελειότερα
μαθήματα διδάσκονταν η φιλοσοφία και η θεολογία και από τα τέλη του 17ου
αι. προστίθενται και τα μαθηματικά.
Η Αριστοτελική φιλοσοφία διδάσκονταν μέσα από τα έργα Μεταφυσική, Περί Ουρανού, Περί ψυχής και το Περί
γενέσεως και φθοράς των ειδών.
Ως προς
τη διδασκαλία της θεολογίας σε
αυτήν ανήκαν τα μαθήματα δογματικής, ηθικής και λειτουργικής. Στα τελειότερα
μαθήματα εισήχθησαν από τα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αι. και τα μαθηματικά:
Φυσική, γεωμετρία, τριγωνομετρία, αριθμητική και άλγεβρα.9
Έτσι στην βιβλιοθήκη της Σχολής της Σύμης έχουν
εντοπιστεί: Η Λογική του Βλεμμύδη, η Φυσική του Βενιαμίν του Λέσβιου και το
Στοιχειώδες μέρος της Φυσικής του Καΐρη.10
4/ Ξένα σχολεία
Σε πολλά νησιά του
Αιγαίου, όπως στην Χίο και στη Νάξο, ιδρύονται παπικά σχολεία. Η δράση τους
επεκτείνεται τον 17ο αι. όπου τώρα εγκαθίστανται και καπουτσίνοι.11
Ιδρύουν σχολεία στην
Χίο (1627), στην Σμύρνη και στη Νάξο (1628), στην Κωνσταντινούπολη το 1629, στην
Σύρα και στην Άνδρο (1637), στο Κουσάντασι (1640),12 στο Ναύπλιον (1656), στις Αθήνες (1657) στην Μήλο (1661) κ.α.13
Στην Χίο στο σχολείο
που συστήνουν οι Ιησουίτες φοιτούν 250 μαθητές, κατά το πλείστον ορθόδοξοι, που έθεσε στο
περιθώριο το ορθόδοξο σχολείο κοντά
στην μητρόπολη του Αγίου Βασιλείου των Πετροκοκκίνων.14
5/ Οικονομικοί πόροι
Η πρώτη πηγή οικονομικής ενισχύσεως
ήταν η τοπική εκκλησία.
Έπρεπε προηγουμένως να
αναγνωριστούν τα σχολεία ως κοινά παιδευτήρια μέσω του
Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σε αυτήν την περίπτωση, οι τοπικοί μητροπολίτες
παρείχαν τα έσοδα ενός ή περισσότερων ναών. Ανάλογη βοήθεια έδιναν και
μοναστήρια πάντα σε σύμφωνη γνώμη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως συνέβη
στην σχολή της Δημητσάνας, στην σχολή Ντέκα της Αθήνας και στην σχολή Γκούμα
των Ιωαννίνων.15
Επίσης βοηθούσαν
οικονομικά και Πατριαρχεία της Ανατολής, όπως των Ιεροσολύμων την Σχολή
Καστριώτη στην Καστοριά. Ο Χρύσανθος Ιεροσολύμων
στα 1715 καταθέτει 1092 δουκάτα στην τζάκα -τραπεζα-της Βενετίας για όφελος της
Σχολής.16
Η
δεύτερη πηγή και πρώτη κύρια πηγή από τον 17ον αιώνα και μετέπειτα, ήταν οι δωρεές.
Σημαντικά ποσά
διετίθεντο από εύπορους Έλληνες της διασποράς (Βλέπε
την περιπτωση των Ελλήνων της Βενετίας: Γ.Σ. Πλουμίδης, «Σχολεία στην Ελλάδα
συντηρούμενα από κληροδοτήματα των Ελλήνων της Βενετίας (1663-1797)»,
Θησαυρίσματα τομ.9 (1972), σελ236-249) και του εσωτερικού για την ίδρυση
σχολείων στην γενέτειρά τους ή σε άλλες υπόδουλες περιοχές.
Έτσι ο ξενιτεμένος στην
Λειψία Κοζανίτης έμπορος Δημ. Εμμ. Παγούνης, πεθαίνοντας άκληρος κληροδοτεί
στην πατρίδα του το σπίτι του και τα απαιτούμενα κεφάλαια για την ίδρυση ενός
σχολείου που λειτουργεί ως το 1798.17
Τα μισά σχεδόν, ελληνικά σχολεία μέσης και
ανώτερης βαθμίδος να έχουν ιδρυθεί από δωρεές.18
Στην κατηγορία των
δωρεών ανήκει η ακίνητη περιουσία-κυρίως καλλιεργήσιμες γαίες-για την κάλυψη
των λειτουργικών αναγκών με την εκμίσθωση των γαιών. Στην κατηγορία των γαιών
ανήκουν και τα διάφορα ποσά που κατά διαστήματα Έλληνες του εξωτερικού,
ανώτεροι κληρικοί και αρκετοί Φαναριώτες ηγεμόνες, παρείχαν σε ετήσια βάση για
την μισθοδοσία δασκάλων, χορήγηση υποτροφιών, αγορά βιβλίων.
Ο Μανωλάκης Υψηλάντης
ευεργετεί μια σχολή στην Πάτμο.(Ν. Iorga, Το Βυζάντιο μετά το
Βυζάντιο,μτφρ.Γιάννης Καράς, εκδ.Gutenberg, Αθήνα, 1985, σελ. 218).
Η τρίτη σημαντική πηγή χρηματοδοτήσεως ήταν οι κοινότητες:
Η χρηματοδότηση γινόταν
με μορφή εκτάκτων επιχορηγήσεων και τακτικής ενισχύσεως με την επιβολή ειδικού
κοινοτικού φόρου ή δασμού σε συγκεκριμένα προϊόντα. Ο ρόλος των κοινοτήτων στα
εκπαιδευτικά πράγματα αναπτύσσεται κυρίως στα τέλη του 18ου αιώνα και στις
αρχές του 19ου όταν αρχίζει ένας λανθάνον ανταγωνισμός με την Εκκλησία.
Οι παροικιακές
κοινότητες του εξωτερικού με την σειρά τους επέβαλαν ειδικούς φόρους και
δασμούς για την συντήρηση των σχολείων τους, επειδή τα σχολεία ιδρύονταν από το
συλλογικό όργανο που διοικούσε τις κοινότητες, τα έσοδα των ορθοδόξων ναών στις
παροικίες δεν επαρκούσαν για την συντήρησή τους, ενώ, οι επίσημες αρχές της
χώρας υποδοχής τους δεν ενδιαφέρονταν να ενισχύσουν οικονομικώς, τα ελληνικά
σχολεία.19
Η
τέταρτη πηγή εσόδων ήταν οι διάφορες επαγγελματικές
συντεχνίες των βιοτεχνών ή των εμπόρων της πόλεως που έδρευε το σχολείο.
Μεταξύ των συνδρομητών
για την ανοικοδόμηση της Ακαδημίας της Μοσχοπόλεως ήταν και οι Συντεχνίες της
πόλεως με την δωρεά 312.000 άσπρων.20 Οι
συντεχνίες ενίσχυαν τα σχολεία, κυρίως περιστασιακά κι’ όχι επίσημα ή τακτικά.21
Μια πέμπτη πηγή εσόδων ήταν ο δανεισμός
κεφαλαίων που διέθετε το σχολείο στην ελεύθερη αγορά με τόκο με σκοπό την
κάλυψη των λειτουργικών αναγκών τους.
Η
Σχολή Μονεμβασιάς είχε κεφάλαιο 2.500 γρόσια δανεισμένα με τόκο 10% τον χρόνο.
Από τα 250 γρόσια που απέφεραν οι τόκοι τα 150 αφορούσαν στον ετήσιο μισθό του
δασκάλου. Στον Μυστρά το σχολείο δάνειζε 2000 γρόσια.22
6/ Κατάλογος κυριώτερων σχολείων23
|
1/ Ο 18ος αιώνας, φέρνει ωστόσο κάποιες αλλαγές, κάποιες
ανατροπές στο περιεχόμενο κυρίως των διδασκόμενων μαθημάτων, γεγονός που θα
προκαλέσει αντιπαλότητες και αναταραχές. Η πνευματική και ειδικώτερα η
εκπαιδευτική κίνηση υπήρξε εντονώτερη, καθώς άλλαξαν τα δεδομένα και οι
εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες έφυγαν από τα χέρια της Εκκλησίας και πέρασαν στα
χέρια της λεγόμενης αστικής τάξεως. Είναι η εποχή που δομούνται τα πρώτα
κύτταρα της υπόδουλης ελληνικής αστικής τάξης, καθώς οι δραστηριότητες των
Ελλήνων εμπόρων και ναυτικών αυξάνονται και ποικίλλουν. Εμπόριο και ναυτιλία
γίνονται πηγή πλούτου αλλά και φορέας των λεγομένων «προοδευτικών» ιδεών του
Δυτικού Διαφωτισμού.
Γι’ αυτό, λοιπόν, ο
εμπορικός κόσμος ιδρύει σχολεία, μισθοδοτεί δασκάλους, τυπώνει και διακινεί
βιβλία. Με άλλα λόγια, επωμίζεται την οικονομική ευθύνη της υλικής υποδομής της
ελληνικής εκπαιδεύσεως και μεριμνά για όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα: Στοιχειώδες,
μέσο και ανώτερο.
Ήδη από τις πρώτες
δεκαετίες του αιώνα αυτού, πολλοί Έλληνες λόγιοι γνωρίζουν την σύγχρονή τους
δυτικοευρωπαϊκή και κυρίως την γαλλική φιλοσοφία, την οποία και επιχειρούν να «μετακενώσουν»
στην σκλαβωμένη πατρίδα τους. Παρατηρείται ένας συναγερμός. Διαφαίνεται,
λοιπόν, το ξεκίνημα της ξενόφερτης λεγομένης νεοελληνικής πνευματικής
αναγεννήσεως, ή του λεγόμενου Νεοελληνικού Διαφωτισμού που δεν είναι τίποτε
άλλο από ένα ξενοκίνητο σκοταδισμό και αντιχριστιανικό παραλήρημα, με κύριο
στόχο τον απογαλακτισμό των Ελλήνων από την Ορθόδοξη Εκκλησία και τις
Ελληνορθόδοξες παραδόσεις.
2/ Ο Αναστάσιος Πολυζωίδης24 σημειώνει
ότι «από το 1730 και εφεξής, άρχεται
αύξησίς τις επαισθητή και κρείττων κατάστασις της ελληνικής παιδείας»...
Την περίοδο αυτήν η πλειονότητα των πρωτοβουλιών για την ίδρυση σχολείων
οφειλόταν σε ιδιώτες και εν μέρει σε μονές, όχι στην Εκκλησία, η οποία όμως
μεριμνούσε για την έγκριση των σχετικών πρωτοβουλιών, εφ’ όσον τα παρεχόμενα
εκπαιδευτικά προγράμματα δεν αντιτίθετο στην επίσημη εκκλησιαστική παράδοση και
Ελληνορθόδοξη Πίστη.
3/ Στα σχολεία τώρα παραμερίζεται ή και
ελαχιστοποιείται η εκκλησιαστική εκπαίδευση, αυξάνεται η προσήλωση στην κλασική
φιλολογία αλλά και προωθείται η
απλούστερη μορφή γλώσσας, η ομιλουμένη. Να τι γράφει λόγιος της εποχής Κων. Κούμας: «Εάν δεν μάθη τις ορθώς την μητρικήν του
γλώσσαν, ας μη ελπίζη μεγάλας προόδους ούτε εις τας άλλας γλώσσας, ούτε εις τας
επιστήμας. Έως σήμερον αμελείτο η λαλουμένη ημών γλώσσα και εσπουδάζετο μόνον η
παλαιά. Αλλά κατά το παρόν κρίνεται [η λαλουμένη] όχι μόνον όργανον προκοπής όλου
του γένους, αλλά και μέσον του να μανθάνουσιν οι νέοι μας και την παλαιάν
ευκολώτερα».25
4/ Πέρα από όλα τα παραπάνω, το
σπουδαιότερο, το καινούργιο είναι ότι το 18ο αιώνα εισάγονται στα σχολεία τα μαθήματα
της φιλοσοφίας και των θετικών επιστημών. Με την διδασκαλία των τελευταίων
μαθημάτων δημιουργούνται εργαστήρια, εξοπλισμένα με εποπτικά όργανα, όπου
γίνονται πειράματα. Πρωτοπορούν τα Γιάννενα, όπου ο Μ. Ανθρακίτης καθιερώνει
«τας γεωμετρικάς επιστήμας, ικανάς να ανάψωσι το φως του λόγου και να διερεθίσωσιν
επί πλέον την έμφυτον του ανθρώπου φιλομάθειαν».
Οι Νεοέλληνες διαφωτιστές και δάσκαλοι οραματίστηκαν
και προσπάθησαν να πραγματώσουν σε όλη τη διάρκεια του 18ου και μέχρι το τέλος
της τρίτης δεκαετίας του 19ου αιώνα ένα σχολείο με χρήση σχολικών βιβλίων
συνδυασμένων με την μεταρρύθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και την ανάπτυξη
της κριτικής αντίληψης.
Τα βιβλία
των διαφωτιστών, γραμμένα στην κοινή νεοελληνική γλώσσα, δεν συσσώρευαν γνώσεις
αλλά πρόβαλλαν τα σύγχρονά τους επιστημονικά επιτεύγματα.
Οι παρεχόμενες γνώσεις όμως, είχαν πρακτικό χαρακτήρα,
που ταυτόχρονα καταπολεμούσαν τα δόγματα της Ορθοδοξίας και τις εθνικές
παραδόσεις, τις οποίες χαρακτήριζαν προλήψεις και δεισιδαιμονίες μέσα από την
ορθολογική ερμηνεία και την πειραματική απόδειξη.
ιβ. Η αντίδραση του Πατριαρχείου.
Αυτή ακριβώς η νέα κατεύθυνση της υπόδουλης ελληνικής
εκπαιδεύσεως συνάντησε την αντίδραση των Ορθοδόξων λογίων και της Εκκλησίας,
που θεωρούσαν τις θετικές επιστήμες πηγή αθεΐας. Ο λόγιος κληρικός Αθανάσιος
Πάριος κήρυξε τον πόλεμο σε όποιο μάθημα/σε όποια γνώση ερχόταν από την Δύση. Ο
ιερομόναχος και δάσκαλος Σέργιος Μακραίος κατηγόρησε το σύστημα του Κοπέρνικου
ως αντίθεο και καταδίκασε τους νόμους του Νεύτωνα. Αντιδρώντας ο λόγιος
κληρικός Θεόκλητος
Φαρμακίδης, έγραφε με σαφές πνεύμα αλαζονείας και συκοφαντίας:
«φοβούνταν την παιδείαν […]· εισήγαγον το σκότος της αμαθείας διά να δύνανται
να αρμέγωσιν ευκολώτερα τα ποίμνιά των».
Μερικοί από τους λόγιους, που κατηγορήθηκαν από το
Πατριαρχείο είναι οι Θ. Κορυδαλλέας, Μ. Ανθρακίτης, Ευγ. Βούλγαρης, Βενιαμίν ο
Λέσβιος, Κ. Κούμας, Θεόφιλος Καΐρης. Χαρακτηριστική του κλίματος εκείνης της
περιόδου είναι η περίπτωση του Μ. Ανθρακίτη. Θεολόγος και λόγιος, άφησε την Βενετία, όπου
ιερουργούσε στην εκεί ελληνική εκκλησία και ήρθε να διδάξει στην Καστοριά, στη
Σιάτιστα και μετά στα Γιάννενα. Κατηγορήθηκε, όμως, ότι με την
διδασκαλία του στα μαθηματικά και την φιλοσοφία εισήγαγε απαράδεκτες απόψεις
και το Πατριαρχείο τον καταδίκασε (1723), καθαιρώντας τον από το ιερατικό
αξίωμα και απαγορεύοντάς του να διδάσκει τις «κακοδοξίες» του.
Αργότερα,
ο ίδιος ο Ανθρακίτης αναγκάστηκε να παραδεχτεί μπροστά στην Σύνοδο του
Πατριαρχείου ότι είχε πέσει σε πλάνη και να κάψει δημόσια τις σημειώσεις του.
Ήταν η πρώτη ίσως επιβεβλημένη επέμβαση της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε θέματα που
αφορούσαν άμεσα στον αφυπνιζόμενο νεοελληνικό στοχασμό.
Παρα ταύτα, η δήθεν αναγεννητική εφόρμησις ήταν
δύσκολο να αναχαιτιστεί. Επεβλήθη από τους κρατούντες προεστούς της αστικής
εμπορικής τάξεως, σπουδαγμένους κυρίως στην παπική Δύση, η άποψη ότι, η
επιστημονική διδασκαλία είναι αναγκαία για την προκοπή του λαού.
Δυστυχώς την επιθετικήν κατά του Ορθόδοξου λαού
προσπάθεια ακολούθησαν και αρκετοί ρασοφόροι, όπως άλλωστε συμβαίνει και
σήμερον με τους Οικουμενιστές και μεταπατερικούς Ιεράρχες και «θεολόγους».
Συνεχίζεται
1 Βασική βιβλιογραφία όπως υποσ. 1 του 1ου
μέρους.
2 Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ OΘΩMANIKHΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΚΗΣ
KYPIAPXIAΣ (ΜΕΡΟΣ Β'), www.slideshare.net/lamprosnikolaras/9-42692793, 14 Δεκ 2014
3 Ο Γάλλος ιστορικός Βιλμέν υπήρξε ο ανάδοχος της
νέας ονομασίας του ιστορικού αυτού εκπαιδευτηρίου ως «Πατριαρχικής Μεγάλης του
Γένους Σχολής». Πότε ακριβώς εδόθη επισήμως η ονομασία αυτή δεν είναι γνωστό.
Βέβαιο όμως είναι ότι κατά τους πρώτους, μετά την άλωση της Πόλεως από τους Οθωμανούς,
η λειτουργία αυτής υπήρξε υποτυπώδης και η ιστορική πορεία της υπήρξε ακατάλυτα
συνυφασμένη με την παρουσία και πορεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.Η άλλοτε λεγομένη «Πατριαρχική Ακαδημία» και μετέπειτα
«Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή» ακολούθησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο,
ήτοι την έδρα της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της
Κωνσταντινουπόλεως, από τον ιερό ναό της Του Θεού Σοφίας στο ναό των Αγίων
Αποστόλων (το σημερινό Φατίχ τζαμί), και από την Ιερά Μονή της Παμμακαρίστου
(σημερινό Φετχιγιέ τζαμί) στο ιστορικό φανάριον, όπου πιθανότατα εγκατεστάθη
μεταξύ των ετών 1600/1603.
Ενδιαμέσως
λειτούργησε άλλοτε σε αρχοντικά και άλλοτε σε μετόχια και μοναστήρια στο
Βόσπορο ή και στα Πριγκηπόννησα. Από τον 17ο αιώνα (1603) οπότε εγκατεστάθη
στην συνοικία του Φαναρίου, αναφέρεται ότι λόγω οικονομικών δυσχερειών
λειτούργησε σε διάφορα ταπεινά και ακατάλληλα οικήματα. Για ορισμένες περιόδους
(1804-1825 και 1836-1839) μεταφέρθηκε στην Ξηροκρήνη του Βοσπόρου και στο
αρχοντικό του Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου.
Σε κάθε περίπτωση ο φυσικός φορέας
που ενίσχυε οικονομικά και συντηρούσε το εμπερίστατο αυτό εκπαιδευτήριο του
Γένους ήταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και σε πολλές περιπτώσεις η εύπορη
κοινωνική τάξη των φαναριωτών.
Άξια μνείας
είναι τα εν πολλοίς άγνωστα γεγονότα τα οποία συνδέονται με την λειτουργία της
Μεγάλης του Γένους Σχολής κατά τους πρώτους σκοτεινούς αιώνες της
οθωμανοκρατίας. Ειδικώτερα, κατά το έτος 1556, ο μεγαλόπνοος Οικουμενικός
Πατριάρχης Ιωάσαφ μετεκάλεσε από το Ναύπλιο τον λόγιο Ιωάννη Ζυγομαλά, ο οποίος
εδίδαξε στην Σχολή και συνέβαλε σημαντικώς στην ανάπτυξή τους. Λίγα έτη
αργότερα, το 1561, αναφέρεται ο Ιβάν ο Τρομερός, ηγεμόνας της Ρωσίας, ο οποίος
για την προς την Σχολή αρωγή του εζήτησε ως αντάλλαγμα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη
να επικυρώσει τον τίτλο του ως Τσάρου της Ρωσίας. Κατά τα τέλη του 16ου αιώνα
και συγκεκριμένα το έτος 1583 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιερεμίας ο Β΄ απέστειλε
στην Βενετία τον λόγιο Διάκονο Νικηφόρο Πασχάλη, προκειμένου να αγοράσει τα
απαραίτητα για το διδακτικό έργο της σχολής επιστημονικά βιβλία που
κυκλοφορούσαν την περίοδο εκείνη.
Οι
επιφανέστεροι λόγιοι του Γένους, οι οποίοι εδίδαξαν και ορισμένοι εξ
αυτών ως «Σχολάρχες», που μέχρι και σήμερα ανέρχονται περίπου στους 70, την
διύθυναν, υπήρξαν ο Ματθαίος Καμαριώτης, πρώτος μετά την άλωση, ο Μιχαήλ
Ερμόδωρος, ο Ιωάννης Ζυγομαλάς, ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς, ο Αλέξανδρος
Μαυροκορδάτος (1665), ο Ηλίας Μηνιάτης (1704), ο Ευγένιος Βούλγαρης
(1760-1763), ο Διαμαντής Ρύσιος (παππούς του Αδαμαντίου Κοραή), ο Κωνσταντίνος
Κούμας(1814-1815), Φιλόθεος Βρυένιος(ο Νικομηδείας).
Ο Περ. Εμμ.
Κομνηνός αναφέρει ότι: «Στη σχολή αυτή εκπαιδεύτηκαν από τον ΙΕ’ έως και τον
ΙΗ’ αιώνα ανώτεροι κληρικοί και αξιωματούχοι της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας
και ανώτεροι υπάλληλοι των ηγεμονιών της Μολδοβλαχίας. Χάρη στη σχολή αυτή
κατόρθωσαν οι Έλληνες να διασώσουν την εθνικότητά τους και την γλώσσα τους,
γιατί χάρη σ’ αυτήν τροφοδοτήθηκαν με εξαίρετους δασκάλους όλα τα σχολεία του
υπόδουλου ελληνισμού, όταν έγινε δυνατή η ίδρυσή τους. Από τα μέσα του ΙΘ’, η
σχολή διαμορφώθηκε σε κλασικό γυμνάσιο. Ειδικός κανονισμός την χαρακτήριζε τότε
ως το «ανώτερον εν κωνσταντνουπόλει κεντρικόν εκπαιδευτήριον της υψηλοτέρας
εγκυκλίου εκπαιδεύσεως».
Το υπάρχον μέχρι
και σήμερα «κόκκινο κτίριο, σε μικρή απόσταση από το άλλοτε περίφημο Ιωακείμειο
παρθεναγωγείο (κατοικία του Πατριάρχου Ιωακείμ του Β΄), δεσπόζει επάνω στον
πέμπτο λόφο της επταλόφου Κωνσταντινουπόλεως. Το ακροπαλλάδιο τούτο της
Ρωμηοσύνης ίσταται ως «ναός των μουσών» και της τηλαυγούς παιδείας του
φιλόμουσου και μουσοστειρούς Γένους μας. Επιβλητικό στολίδι όχι μόνον
πνευματικό της εποχής του αλλά και αρχιτεκτονικό. Πηγή: Η Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή της
Κωνσταντινουπόλεως, enromiosini.gr/arthrografia/η-πατριαρχικη-μεγαλη-του-γενουσ-σχολη/11 Απριλίου 2014.
4 Αντώνης Αναστασόπουλος,
«Προσεγγίζοντας το ζήτημα της ανάγνωσης των πηγών: μια μαρτυρία περί
οικοδιδασκαλίας τον 17ο αιώνα και το Κρυφό Σχολειό», Τα Ιστορικά, 53
(Δεκέμβριος 2010), σελ. 353
5 Δημήτριος Γέροντας,
«Τινά περί της παιδείας εν Αθήναις κατά τα τελευταία έτη της Τουρκοκρατίας», Τα
αθηναϊκά τχ. 26 (Χριστούγεννα 1963), σελ.52-53
6 Κωνσταντίνος
Χατζόπουλος, Ελληνικά σχολεία στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας
(1453-1821), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 330--- Ν. Iorga, Το βυζάντιο μετά το Βυζάντιο, μτφρ.Γιάννης
Καράς, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1985, σελ. 225
7 Ν. Iorga, Το Βυζάντιο
μετά το Βυζάντιο, μτφρ. Γιάννης Καράς, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1985, σελ. 225
8 Κωνσταντίνος
Χατζόπουλος, Ελληνικά σχολεία στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας
(1453-1821), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 331 .
Ο Ιωάννης Πατούσας
ήταν Έλληνας λόγιος του 17ου και 18ου αιώνα, σημαντικότερος ως επιγραμματοποιός
και γενικά ως μορφή φιλολογική. Γεννήθηκε στιις Αθήνες
γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα. Τα εγκύκλια γράμματα
έμαθε στην πατρίδα του, και αποδήμησε στην Ιταλία
για να συνεχίσει την μόρφωσή του. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας και
αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Θεολογίας. Πήγε στην Βενετία και χειροτονήθηκε ιερέας στον ναό του
Αγίου Γεωργίου και διορίστηκε σχολάρχης του Φλαγγιανού Ελληνομουσείου.
Δίδαξε επί ένδεκα έτη.
Συνέλαβε και πραγματοποίησε την ιδέα να συλλέξει όλους τους προς διδασκαλίαν
Έλληνες συγγραφείς. Εξέδωσε φιλολογική Εγκυκλοπαίδεια το 1710, η οποία πρόσφερε
πολλά στην μόρφωση των Ελλήνων πριν και κατά την διάρκεια της Επανάστασης. Στην Βενετία
επιμελήθηκε και μετατύπωσε την Γραμματική του Λάσκαρη το 1711. Μετέφρασε επίσης
τους μύθους του Αισώπου, οι οποίοι τυπώθηκαν
το 1768.
9 Κωνσταντίνος
Χατζόπουλος, Ελληνικά σχολεία στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας
(1453-1821), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 332-333 και 334.
10 Αλέξανδρος Καρανικόλας,
«Κατάλογος χειρογράφων προερχομένων εκ της Σχολής Σύμης».
11 Οι λεγόμενοι Καπουτσίνοι ή Καπουκίνοι,
πλήρες λατινικό όνομα Ordo Fratrum
minorum Cappucinorum δηλ. Τάγμα Αδελφών Ελάσσονων Καπουτσίνων,
είναι θρησκευτικό μοναχικό τάγμα του Παπισμού. Προέρχονται από το μοναστικό
τάγμα των Φραγκισκανών. Ονομάσθηκαν έτσι από το κάλυμμα που έφεραν στο κεφάλι
τα μέλη του, εκ του capuce που
σημαίνει «κουκούλα».Το Τάγμα των Καπουτσίνων ιδρύθηκε από τον Φραγκισκανό
μοναχό Ματθαίο ντε Μπάσι και επικυρώθηκε από τον Πάπα Κλήμη Ζ΄.
12 Το
Κουσάντασι είναι παραθαλάσσιο τουριστικό θέρετο στην Ιωνική ακτή στο
Αιγαίο, στην επαρχία Αϊδινίου. Σύμφωνα με την απογραφή του 2012, το Κουσάντασι
έχει 70.143 κατοίκους, ενώ όλη η περιοχή έχει 90.652 κατοίκους. Η πόλη
βρίσκεται 95 χιλιόμετρα νότια της Σμύρνης, κτισμένη σε μια χερσόνησο. Το όνομά
του σημαίνει «Νησί των Πουλιών» και οφείλεται στο σχήμα της χερσονήσου, καθώς
μοιάζει με κεφάλι πουλιού. Κατά την βυζαντινή περίοδο ήταν γνωστό ως Ἔφεσος
Νεόπολις, ενώ οι Βενετοί και οι Γενουάτες το ονόμαζαν Σκάλα Ν(ου)όβα (Scala Nova ή Scala Nuova).
13 Παντελής Κυπριανός,
Συγκριτική ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης, εκδ.Βιβλιόραμα , Αθήνα, 2004,
σελ. 52
14 Κωνσταντίνος Άμαντος,
«Η παιδεία εις την τουρκοκρατούμενην Χίον (1566-1822)», Ελληνικά, τομ.3 (1930),
σελ.383
15 Κωνσταντίνος
Χατζόπουλος, Ελληνικά σχολεία στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας
(1453-1821), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 315-316
16 Δημήτρης Σκρέτας,
«Μετόχια και σχολεία του Παναγίου Τάφου στην Μακεδονία», Παρνασσός, τομ.50
(2008),σελ.180
17 Απόστολος Βακαλόπουλος,
Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833,εκδ.Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1992, σελ.407 ή δες
την περίπτωση του Μάνου Γγιόνμα Κωνσταντίνος Μέρτζιος, «H Σχολή του Γγιόνμα»,
Ηπειρωτικά Χρονικά, τομ. 13 (1938), σελ.112-113
18 Κωνσταντίνος
Χατζόπουλος, Ελληνικά σχολεία στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας
(1453-1821), εκδ.Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 313/315
19 Κωνσταντίνος
Χατζόπουλος, Ελληνικά σχολεία στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας
(1453-1821), εκδ.Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 316-317 και 318.
20 Θεόφραστος Γεωργιάδης,
Μοσχόπολις, Έκδοσις Συλλόγου προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων, Αθήναι,
1975, σελ.42
21 Κωνσταντίνος
Χατζόπουλος, Ελληνικά σχολεία στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας
(1453-1821), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 318-319
22 Νεοκλής Σαρρής,
Οσμανική πραγματικότητα. Συστημική παράθεση δομών και λειτουργιών. II Η
δοσιματική διοίκηση, εκδ.Αρσενίδης, χ.χ.,σελ. 391
23 Κωνσταντίνος
Χατζόπουλος, Ελληνικά σχολεία στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας
(1453-1821), εκδ.Βάνιας, Θεσσαλονίκη, 1991, σελ. 306 --- Παρανίκας, Ματθαίος, Ιστορία της Ευαγγελικής Σχόλης
Σμύρνης, Αθήνα, 1885, σ. ιγ'.--- Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, "Ακαδημία
Κυδωνιών, Αϊβαλί"
24 Ο
Αναστάσιος Πολυζωίδης (20 Φεβρουαρίου 1802- 7 Ιουλίου
1873) ήταν Έλληνας
πολιτικός, δημοσιογράφος, συγγραφέας και δικαστικός. Είχε εκλεγεί πληρεξούσιος
και είχε πάρει θέσεις υπουργού Παιδείας, νομάρχη, μέλους του Αρείου Πάγου και
του Συμβουλίου της Επικράτειας στο νεοσύστατο Ελληνικό κράτος.
25 Κων. Κούμας, Σύνταγμα
Φιλοσοφίας, τ. Δ΄, 1820, σ. 348.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου