Σάββατο 11 Μαρτίου 2017

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1453-1821)1


ΜΕΡΟΣ 11ο
Δ. 18ος αιώνας (Κύμα πρωτοφανών αγριοτήτων από τους κατακτητές- Εγκαρτέρηση και θυσίες)
1. Γενικά
Ο 18ος αιών υπήρξεν δυσκολώτατος. Οι κατακτηταί επείθοντο πλέον ότι εκείνο το οποίον είχαν επιτύχει εις στιγμάς αδυναμίας και  εγκαταλείψεως, δεν θα διαρκούσε πολύ. Ήδη η συνθήκη του Κράλοβιτς2 είχε σημάνει τον πρώτον διαμελισμόν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε αρχίσει μοιραίως διαγραφομένη η οδός προς την κατάπτωσιν.
Με την είσοδον σχεδόν του 18ου αιώνος, οι κατακτητές άρχισαν να εκδηλώνουν πρωτοφανή αγριότητα. Εκδικούμενοι την κατά του σουλτάνου Μουσταφά Β΄ (1695-1703), σημειωθείσαν στάσιν, «οι κατακτητές εισβαλόντες εις το Πατριαρχείον κατέκοψαν εις τεμάχια και διεσκόρπισαν τα άγια λείψανα, έχυσαν το Άγιον Μύρον, κατεπάτησαν την θείαν Ευχαριστίαν, κατέθραυσαν τας εκ της μονής της Παμμακαρίστου ψηφιδωτάς εικόνας και άλλας προξένησαν ζημίας…».
Οι πατριάρχαι ανεβιβάζοντο και κετεβιβάζοντο από του Οικουμενικού θρόνου με την πλέον ασήμαντον αφορμήν. Ο Σουλτάνος Αχμέτ Γ΄ (1703-1730) άρχισε εκ νέου το «παιδομάζωμα» ενώ παραλλήλως απηγόρευσεν εις τους χριστιανούς  να κατοικούν εντός πόλεων. Οι Τούρκοι κατά την έκφρασιν χρονογράαφου του 18ου αιώνος, προσπαθούσαν ει δυνατόν, να απαγορεύσουν στους Χριστιανούς να αναπνέουν και αυτόν τον αέρα. Πολλαχού εγένοντο βίαιοι εξισλαμισμοί.
Αντιστοίχως, το ιδιαίτερον και αμετάβλητον χαρακτηριστικόν το οποίον παρηκολούθη το Ελληνικόν Γένος από της ημέρας της Αλώσεως, ήταν ο άσβεστος πόθος της Εθνικής Ελευθερίας. Εις το νέον κύμα της αγριότητος, οι Έλληνες απαντούσαν δια της εγκαρτερήσεως και δια νέων θυσιών.
2. Παιδεία- Εκπαίδευση- Εθνική Διαπαιδαγώγηση
α. Γενικά
Μέγιστος ήταν ο ρόλος, αν όχι ο μοναδικός και καταλυτικός, της Εκκλησίας, στην ανάπτυξη της παιδείας. Όλη σχεδόν η ιστορία της νεοελληνικής παιδείας αρχή και τέλος έχει την Εκκλησία: Λόγιοι, σχολεία, χειρόγραφα, βιβλία, πνευματική κίνηση εκκινεί και τερματίζει σ' αυτήν.
Από την Μεγάλη του Γένους Σχολή ως το κοινό σχολείο του τελευταίου χωρίου του ευρύχωρου ελληνισμού, η Εκκλησία είναι παρούσα ως κινητήριος δύναμη: Ακαδημία της Πάτμου, η Πατμιάς, η Αθωνιάς, σχολεία στις Αθήνες, την Ήπειρο, την Μακεδονία, σχολεία παντού ιδρύονται και ως έγραψε περί το 1768 ο Ιωαννίτης λόγιος Γεώργιος Κωνσταντίνου, στα σχολεία αυτά, «η ημετέρα διάλεκτος πολιτεύεται και η ευσέβεια της Ανατολικής Εκκλησίας κηρύττεται και δάσκαλοι σπουδαίοι  κοσμούσι τας ομηγύρεις των τε αρχιερέων και των κληρικών και απ' άμβωνος συνεχώς κηρύττουσι λόγους».
Ακόμη και ο αντικληρικαλιστής «διαφωτιστής» Αδαμάντιος Κοραής δέχεται ότι οι περισσότεροι διδάσκαλοι «των ευρωπαϊκών μαθήσεων» ήσαν ιερωμένοι. Ακόμη και αυτού του «Νεοελληνικού Διαφωτισμού» τα καλά του στοιχεία εισήλθον στην Ελληνική Ανατολή, μέσω της Εκκλησίας και μέσω των στελεχών της, ως ο Ευγένιος Βούλγαρις, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, οι Μηλιώτες Κωνσταντάς και Γαζής .
Παραλλήλως, σειρά ολόκληρη φιλολόγων, θεολόγων, φιλοσόφων, έγραφε και εστήριζε την Ορθοδοξία, αγωνιζόμενη κατά του ανθελληνικού Παπισμού, αναπτύσσοντας τα φιλολογικά και θεολογικά συγγράμματα, ακόμη και εκλαϊκευμένη θεολογία ως ο Σεβαστός Κυμινήτης στις αρχές του 18 ου αι. και ο σχεδόν σύγχρονός του Μελέτιος Συρίγος αγωνιζόμενος κατά του Προτεσταντισμού και του Παπισμού.
Στις δυτικόφερτες και αντιχριστιανικές ακρότητες του πρωτοεμφανισθέντος «Νεοελληνικού Διαφωτισμού», άνθρωποι της Εκκλησίας αντέταξαν με επιτυχία τον Ορθόδοξο Φωτισμό, με κύριους εκπροσώπους τον άγιο Αθανάσιο Πάριο και τον Νικόδημο Αγιορείτη, που ήσαν και οι γνήσιοι εκφραστές του γενναίου κινήματος των Κολλυβάδων.3
Και δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι όλη η νεοελληνική φιλολογία, συλλήβδην η νεοελληνική γραμματεία από του 15ου μέχρι τις αρχές του 20ου αι. είναι ουσιαστικώς εκκλησιαστική φιλολογία, αφού οι λόγιοι της περιόδου εκείνης, προέρχονται από την Εκκλησία.
Και δεν νοούνταν στον Ελληνισμό της Διασποράς να μην υπάρχει εκκλησία και εφημέριος που αποτελούσαν τον συνεκτικό κρίκο των Ελλήνων αποδήμων, οι οποίοι καλούσαν ιερείς και μοναχούς από την Ελληνική Ανατολή.
Οι ιερωμένοι αυτοί συνετήρησαν την πίστη στην Ορθοδοξία με το κήρυγμα και την συνεχή επικοινωνία με τους απόδημους αδελφούς τους.
β. Η κατάσταση στην παιδεία (σχολείων – μαθητών - διδακτικού προσωπικού) -Ίδρυση νέων σχολείων και σχολών-Μαρτυρίες
1/ Μακεδονία 4
Οι ευοίωνες αλλαγές που άρχισαν να παρατηρούνται κατά τον ΙΗ΄ αιώνα, θα πρέπει να αποδοθούν στην οικονομική άνοδο των ελληνορθοδόξων κοινοτήτων αλλά και στην δημιουργική παρέμβαση της Διασποράς. Η παρέμβαση αυτή εκδηλώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα σε δύο πεδία: Στις παροικίες και στις γενέτειρες.
Περισσότερο σταθερή εμφανίζεται η λειτουργία ελληνικών σχολείων τον ΙΗ΄ αιώνα, τα περισσότερα και πάλι με την ενίσχυση των Μακεδόνων αποδήμων. Τα πιο γνωστά παραδείγματα αφορούν στην Θεσσαλονίκη (από τα τέλη του ΙΖ΄ αιώνος), την Καστοριά (από το 1705, αν όχι νωρίτερα), την Σιάτιστα (από το 1710), τις Σέρρες (από το 1735), την Κοζάνη (που στα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος απέκτησε, χάρη στους «πραγματευτάδες» της, την εμπορική της σχολή), το Μπλάτσι (1761),5 την Κλεισούρα (1775), τη Νάουσα και την Έδεσσα (1773) καθώς και μερικά ακόμα αστικά κέντρα.
Στις αρχές του 18ου αι., καστοριανοί απόδημοι ίδρυσαν δύο εκπαιδευτικά ιδρύματα στην πόλη: Την Ιερά Εκκλησιαστική Σχολή Καστριώτη (1705) που στεγάστηκε σε κελί της Παναγίας Μουζεβίκη (Άγιος Μηνάς) και το Ελληνικό Φροντιστήριο (1711) που λειτούργησε στο σπίτι των αδελφών Κυρίτζη, στην συνοικία Δραγωτά.
Η πρώτη σχολή προετοίμαζε τους μελλοντικούς κληρικούς και η δεύτερη περιελάμβανε τμήματα πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαιδεύσεως, όπου δίδαξαν λόγιοι της εποχής όπως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, ο Σεβαστός Λεοντιάδης και ο Θωμάς Μανδακάσης.
Περίπου στα 1800 τα δύο σχολεία μετατράπηκαν σε σχολείο «κοινών γραμμάτων» και σε «Ελληνικόν Σχολείον», αντίστοιχα με το σημερινό Δημοτικό και Γυμνάσιο. Από τον κώδικα της Μητροπόλεως σώζονται αρχεία που αφορούν στην χρηματοδότηση των δύο σχολείων και αρκετά ονόματα δασκάλων.
Προς τα μέσα του αιώνα (1748) άρχισε να λειτουργεί στο Άγιον Όρος, με πρωτοβουλία της Μονής Βατοπεδίου και με δεκάδες μαθητές, ένα σημαντικό εκπαιδευτικό ίδρυμα του τουρκοκρατούμενου Ελληνισμού, η γνωστή «Αθωνιάς Ακαδημία». Η σχολή, που για μια εικοσαετία περίπου είχε την τύχη να στηριχθεί στο διδακτικό έργο και το πνευματικό κύρος σημαντικών Ελλήνων λογίων -από τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη (1713-1784) έως τον Ευγένιο Βούλγαρη (1716-1806) και τον Παναγιώτη Παλαμά (†1803)- δεν μακροημέρευσε, εξ αιτίας κυρίως της αντιδράσεως των τοπικών μοναστικών και εκκλησιαστικών παραγόντων να αποδεχθούν την διδασκαλία των δυτικόφερτων μαθημάτων των θετικών επιστημών και της νεώτερης δυτικής αντιχριστιανικής ψευτοανθρωπιστικής φιλοσοφίας/διδασκαλίας.
Τελικά, οι διδάσκαλοι της Αθωνιάδος απομακρύνθηκαν ο ένας μετά τον άλλο και από την σχολή και από το Άγιον Όρος (με πρώτο τον Βούλγαρη, στα 1759). Είχαν, ωστόσο, προλάβει να δημιουργήσουν αξιόλογους μαθητές, που διακρίθηκαν αργότερα με το δικό τους εκπαιδευτικό έργο σε διάφορες περιοχές του ελληνικού κόσμου.
Ανάλογη επιφυλακτικότητα έναντι των νέων εκπαιδευτικών ρευμάτων και γενικώτερα έναντι των ιδεών του Δυτικόφερτου «Διαφωτισμού» έδειξαν και οι ηγεσίες αρκετών ελληνικών κοινοτήτων της Μακεδονίας. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Θεσσαλονίκης, παρά τον σχετικά κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της πόλεως και το πλήθος των ξένων εμπόρων που ζούσε εκεί, διακρίθηκε για την δυσπιστία της σε κάθε πρωτοβουλία που έτεινε προς τον πνευματικόν και εκπαιδευτικόν νεωτερισμόν (οι δυτικολάτρες τον ονόμαζαν «ανανέωση»), αντίθετον με την Ορθόδοξη παράδοση.
Γι' αυτό και στην ελληνική σχολή της, κυριαρχούσαν για πολλά χρόνια, από την πρώτη δεκαετία έως τα τέλη τουλάχιστον του ΙΗ΄ αιώνος, οι ορθόδοξοι λόγιοι Ιωάννης Γιαννακός, Κοσμάς Μπαλάνος (1731-1808) και Αθανάσιος Πάριος (περ. 1725-1813). Ο νεοαριστοτελικός Γιαννακός μάλιστα, συνεπικουρούμενος από τον τοπικό μητροπολίτη και αρκετά ηγετικά μέλη της κοινότητος, εμπόδισε στα 1752 την ίδρυση μιας δεύτερης σχολής στην πόλη, επειδή θα εδίδασκε σ' αυτήν ο «υβριστής του Αριστοτέλους» μοναχός Παχώμιος, που θεωρούνταν μαθητής του νεωτεριστού Mεθοδίου Aνθρακίτη (†1748).
Ας σημειωθεί ότι ο Ανθρακίτης, που διακρίθηκε για τις «πρωτοπορειακές» για την εποχή του εκπαιδευτικές θέσεις, είχε διδάξει επί μερικά χρόνια και σε σχολεία της Καστοριάς και της Σιάτιστας.
Η προσήλωση στην Ορθόδοξη παράδοση που επέδειξαν οι ηγεσίες των ελληνορθοδόξων κοινοτήτων έναντι των ρηξικέλευθων τάσεων των εκπροσώπων του λεγομένου «Νεοελληνικού Διαφωτισμού», κατέστη ανυπέρβλητον εμπόδιον στην άλωση της Εκπαιδεύσεως και υποταγής της Παιδείας στις αντιχριστιανικές και αιρετικές ιδέες των Φραγκοπαπικών και Προτεσταντών, αλλά ΔΕΝ εμπόδισε την ίδρυση όλο και περισσοτέρων σχολείων στην Μακεδονία. Με το πέρασμα στον ΙΘ΄ αιώνος, τα ελληνικά εκπαιδευτήρια αυξάνονται σε αριθμό, συμπεριλαμβάνοντας ακόμα και μακεδονικές περιοχές με σχετικά περιορισμένο, τότε, χριστιανικό πληθυσμό (όπως π.χ. τα Γιαννιτσά, που απέκτησαν το ελληνικό τους σχολείο στις αρχές κιόλας του ΙΘ΄ αιώνος).
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα σχολεία αυτά λειτουργούσαν κανονικά: Συχνά οι κοινότητες δεν ήταν σε θέση ή δεν ήταν πρόθυμες να καλύψουν τους μισθούς των διδασκάλων, με αποτέλεσμα την συχνά ελλιπή κάλυψη του εκπαιδευτικού προγράμματος. Η κατάσταση αυτή παρατηρούνταν ακόμα και στη Θεσσαλονίκη. Στα 1818 π.χ., ο Αθανάσιος Ψαλλίδας αναφέρεται στο ελληνικό σχολείο της πόλεως, χαρακτηρίζοντάς το «αμελημένον».6
Η εικόνα θα αρχίσει ουσιαστικά να αλλάζει μετά το πέρασμα στο δεύτερο μισό του ΙΘ΄ αιώνος. Από τότε άρχισε -την φορά αυτή με την στήριξη του εθνικού κέντρου- η ίδρυση πολλών και καλά στελεχωμένων σχολείων στις περισσότερες μακεδονικές πόλεις και κωμοπόλεις.
2/ Η Ακαδημία και το Ορφανοδιοικητήριο της Μοσχοπόλεως
Στην Μοσχόπολη Το 1740 ο νέος σχολάρχης Θεόδωρος Καβαλιώτης αποφάσισε την ανέγερση νέου μεγαλοπρεπούς κτιρίου της Νέας Ακαδημίας, αφού το παλιό κτίριο δεν μπορούσε να χωρέσει τους σπουδαστές που συνέρρεαν από όλα τα μέρη της Ελλάδας, κυρίως της Δυτικής.
Τον έρανο άνοιξε ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος Ιωάσαφ. Και απέδωσε ο έρανος αυτός τόσους πλούσιους καρπούς, ώστε είναι να θαυμάζει ο σημερινός αναγνώστης την φιλομουσίαν,  την προθυμία και τον πατριωτισμόν των ανθρώπων εκείνων.
Ο Μητροπολίτης Καστοριάς: 60.000 άσπρα. Ο ηγούμενος του Οσίου Ναούμ: 12.000. Οι πρόκριτοι της Μοσχόπολης: 250.000. Οι συντεχνίες Μοσχοπόλεως: 312.000 κ.λ.π. Με τα άφθονα αυτά χρηματικά μέσα κτίστηκε η νέα σχολή, αληθινό μέγαρο, του οποίου τα εγκαίνια έγιναν στα 1750.7
Την ίδια εποχή με τις φροντίδες του Καβαλιώτη, ιδρύθηκε το "Ορφανοδιοικητήριο" της Μοσχοπόλεως, που χρησίμευσε ως προπαιδευτήριο της Νέας Ακαδημίας. Τα δύο αυτά ιδρύματα μαζί με το Μοσχοπολίτικο τυπογραφείο της Ανατολής, υπήρξαν οι πνευματικές εστίες που έδωσαν στην Μοσχόπολη την σφραγίδα του μεγάλου πνευματικού κέντρου.
Μετά την διάλυση της Ακαδημίας από τις επιδρομές των Τουρκαλβανών, ο Θεόδωρος Καβαλιώτης άφησε την Μοσχόπολη και ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου η Μεγάλη Εκκλησία, για να τον τιμήσει τον ονόμασε με πατριαρχικό γράμμα Ιεροκήρυκα Του Θρόνου Της Πρώτης Ιουστινιανής Αχριδών. Από την Κωνσταντινούπολη ταξίδεψε στην Γερμανία για πλατύτερη μάθηση και εκεί μέσω της Βενετίας επέστρεψε στην Μοσχόπολη, όπου πέθανε σε βαθιά γηρατειά το 1786, αφού δυστύχησε να δει την καταστροφή της Μοσχοπόλεως από τους Αλβανούς-Σκιπετάρους, στην περιπέτεια των Ορλωφικών, όταν όλη η Ελλάδα έπαθε τα πάνδεινα από τις ληστρικές επιδρομές των Σκιπετάρων.
Η σχολαρχεία του Καβαλιώτη στην Μοσχόπολη υπήρξε κατά κοινή ομολογία λαμπρή. Ο Ζαβίρας και ο Σάθας οι ιστορικοί της νέας ελληνικής φιλολογίας, τον χαρακτηρίζουν με τα πιο εγκωμιαστικά λόγια ("δαιμόνιος ανήρ" "εκ των ολίγων διδασκάλων του ημετέρου γένους") γιατί ήταν άριστος ελληνιστής και γραμματικός κι’ έφερε την Ακαδημία της Μοσχοπόλως στην μεγαλύτερη ακμή της ιστορίας της. Πολλοί από τους μαθητές του υπήρξαν διαπρεπείς λόγιοι.
Γνωρίζουμε απ' αυτούς λίγους, όσοι αφιέρωσαν στο σχολάρχη τους έμμετρα επιγράμματα, που δημοσιεύτηκαν στα πρώτα φύλλα της περίφημης γραμματικής του: ο Τέρπος Μάνος που διακρίθηκε αργότερα ως δάσκαλος στην Κορυτσά, ο ιερέας και νομοφύλακας Βρέτος, ο Νικόλαος Σαμπάλας, ο Ναούμ Γκούσιας, ο ιερομόναχος Σάββας, οι αδελφοί Γεώργιος και Ναούμ Νικολαϊδη και άλλοι.
Τα έργα του ιερέα και μέγα πρωτοπαπά, Θεοδώρου Καβαλιώτη, που τυπώθηκαν άλλα στο τυπογραφείο της Μοσχοπόλεως και άλλα στην Βενετία θεωρούνται - τα περισσότερα - σπουδαίοι σταθμοί της εξελίξεως των ελληνικών γραμμάτων. Εκτός από την "Λογικήν Πραγματείαν" το 1743, τύπωσε το 1760 την γραμματική του (Εισαγωγή Γραμματικής) "συναρμοσθείσαν εις ευχέρειαν των πρωτοπείρων".
Το σπουδαιότερο από τα έργα του είναι η "Πρωτοπειρία" που τυπώθηκε στην Βενετία το 1770, με δαπάνη του Μοσχοπολίτη Γεωργίου Τρίκουπα Κοσμήκη. Περιέχει λεξικό Νεοελληνικό -Κουτσοβλάχικο – Αλ(ρ)βανίτικο 1200 λέξεων. Πρόκειται για την πρώτη απόπειρα γραφής, έντυπης μάλιστα, της κουτσοβλαχικής και Αλ(ρ)βανίτικης γλώσσας. Αργότερα, ο δάσκαλος επίσης της σχολής, Δανιήλ Μοσχοπολίτης, εξέδωσε ένα τετράγλωσσο λεξικό της Ελληνικής, Κουτσοβλαχικής, Αλ(ρ)βανίτικης και Βουλγαρικής.
                                      
Το λεξικό αυτό ήταν πολύ χρήσιμο στα μέρη εκείνα όπου ζούσαν τόσοι ξενόφωνοι. Έγραψε ακόμη "περί της εν Μοσχοπόλει Ακαδημίας" και - κάτι πολύ σπουδαίο - μετέφρασε στην Αλβανική γλώσσα την Καινή Διαθήκη. Αν η πληροφορία αυτή του Σάθα είναι αληθινή, τότε ο Καβαλιώτης, πρέπει να θεωρείται από τους μεγαλύτερους ευεργέτες των Αλβανών/ Σκιπετάρων.
Και ο άλλος δάσκαλος, ο ιερομόναχος Γρηγόριος Κωνσταντινίδης, εγκατέστησε στην Μοσχόπολη, λίγο πριν από το 1731, τυπογραφείο. Είναι το δεύτερο τυπογραφείο που λειτούργησε επί τουρκοκρατίας. Είχε προηγηθεί το τυπογραφείο του Νικόδημου Μεταξά στην Κωνσταντινούπολη το 1627 επί πατριαρχίας Κυρίλλου Λουλάρεως.
3/ Πελοπόννησος
Στην Πελοπόννησο από το 1764 χρονολογείται η αξιόλογη Σχολή της Δημητσάνας. Κατά τα Ορλωφικά (1770) και τις βαρβαρότητες των Τουρκαλβανών που ακολούθησαν, μεταξύ των σχολείων που έκλεισαν ήταν και της Δημητσάνας, το οποίο επαναλειτούργησε μετά από δέκα περίπου χρόνια, το 1779.
Από το 1715-1821 λειτούργησαν στον Μοριά σχολεία διαφόρου εμβέλειας, των οποίων ο αριθμός ποικίλλει κατά συγγραφείς (41 ή περίπου 50). Αναμφισβήτητα, πάντως, το σπουδαιότερο υπήρξε της Δημητσάνας. Και στην Μεσσηνία κατά το αμέσως παραπάνω χρονικό διάστημα αναφέρονται σχολεία σε Καλαμάτα, Μάνη, Μελέ Αλαγονίας, Νησί (Μεσσήνη), Πολιανή, Κυπαρισσία, Γαργαλιάνους.
4/ Μολδαβία και Βλαχία
Στην Μολδαβία και Βλαχία οι πρώτες προσπάθειες για ίδρυση ανώτερων σχολείων έγιναν το 16ο και 17ο αιώνα. Το 18ο και στις αρχές του 19ου υπάρχουν στις Ηγεμονίες τα σημαντικότερα σχολεία του υπόδουλου Ελληνισμού. Μεταξύ των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων που ιδρύθηκαν στις διάφορες πόλεις ξεχωρίζουν η Ηγεμονική Ακαδημία του Βουκουρεστίου και η Ηγεμονική Ακαδημία του Ιασίου. Το 1690 αναδιοργανώθηκε και ονομάστηκε Ακαδημία, το σχολείο που υπήρχε στο Βουκουρέστι.
Σταθμό στην ανοδική της πορεία αποτέλεσε η τοποθέτηση στο θρόνο της Βλαχίας του Φαναριώτη Αλέξανδρου Υψηλάντη το 1774. Με διάταγμα του 1776 κανονίστηκαν τα μαθήματα και οι υποτροφίες της σχολής, από τις οποίες όμως αποκλείονταν τα παιδιά των ελεύθερων χωρικών και των δουλοπαροίκων.
Η Ηγεμονική Ακαδημία του Ιασίου ιδρύθηκε το 1707 και το 1714 ο πρώτος Φαναριώτης ηγεμόνας της Μολδαβίας, Νικόλαος Μαυροκορδάτος, την αναδιοργάνωσε. Στην Ακαδημία αυτή πιθανώς από το 1728 άρχισε η διδασκαλία της νέας ελληνικής γλώσσας, την οποία ο Ιώσηπος Μοισιόδακας την καθιέρωσε ως γλώσσα διδασκαλίας το 1776.
Από το 1764, με σχολάρχη το Νικηφόρο Θεοτόκη, αναδείχθηκε ως ένα από τα καλύτερα σχολεία του υπόδουλου Ελληνισμού και το 1766 ο σχολάρχης Νικ. Ζερζούλης δίδαξε φιλοσοφία σύμφωνα με τα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής, εγκαταλείποντας την νεοαριστοτελική μέθοδο του Θεόφιλου Κορυδαλλέως. Η Ακαδημία συνέχισε με διακυμάνσεις την πορεία της και το 1821, με την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, έκλεισε με διαταγή του σουλτάνου, όπως και η Ακαδημία του Βουκουρεστίου, γιατί θεωρήθηκε ότι, αντί να μορφώνουν τους νέους, έτρεφαν επαναστάτες.
5/ Σχολεία και Σχολές των Αθηνών 
Στα μέσα του 18ου αιώνα ιδρύθηκε στις Αθήνες από τον Αθηναίο μεγαλέμπορο στην Βενετία Ιωάννη Ντέκα, η σχολή Ντέκα που στεγάστηκε σε λαμπρό κτίριο. Λειτούργησε ως την αναδιοργάνωσή της (το 1813 - 1814) με βάση τα πρότυπα των σχολείων που ακολουθούσαν την λόγια παράδοση. Mε την κατάλυση της Ενετικής Δημοκρατίας (1797) σταμάτησαν κι’ εδώ οι χορηγίες του κληροδοτήματος Ντέκα, αλλά τα έξοδα συντηρήσεώς της τα ανέλαβε η μονή Πετράκη.
Από το 1813 θα την αναλάβει υπό την προστασία της η «Φιλόμουσος Εταιρεία», που είχε ιδρυθεί στις Αθήνες την ίδια χρονιά.
6/ Νησιά του Αιγαίου 
Από την μακρά ιστορία της Χίου πρέπει να σημειώσουμε ότι το 1786 οι κοινοτικοί άρχοντες του νησιού ανέθεσαν την διεύθυνσή της στον πολύ μορφωμένο, αλλά και με τις αληθώς ορθόδοξες θέσεις, μοναχό Αθανάσιο τον Πάριο, που είχε σπουδάσει στην Ευαγγελική σχολή Σμύρνης.
Χάρη στις προσπάθειες των κατοίκων και στην καλή διαχείριση από 4 εφόρους, η σχολή αυτή απέκτησε πολλούς οικονομικούς πόρους και έγινε ένα από τα πιο καλά οργανωμένα εκπαιδευτήρια του Ελληνισμού, ώστε συγκέντρωνε μεγάλο αριθμό μαθητών.Λίγο πριν από την Επανάσταση (το 1815) ανέλαβε την διεύθυνσή της ο Νεόφυτος Βάμβας, που την αναδιοργάνωσε πάνω σε Ευρωπαϊκά πρότυπα.
7/ Σχολεία και Σχολές της Σμύρνης
Το πρώτο καθαρά Ελληνικό σχολείο που ιδρύθηκε εδώ ήταν το «Σχολείο του Χριστού» το 1708, με στόχο την αντιμετώπιση της Παπικής προπαγάνδας. Στα 1718, με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Σμύρνης Ανανία, ιδρύθηκε η νέα «Ελληνική Σχολή», που μετονομάστηκε αργότερα σε «Ευαγγελική».
Χάρη στην καλή της οργάνωση, την οικονομική της ευρωστία και το ειδικό καθεστώς που απολάμβανε κάτω από την Αγγλική προστασία, η Ευαγγελική Σχολή αναδείχθηκε από τα μέσα του 18ου αιώνα, σ’ ένα από τα σημαντικότερα Ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ανατολής, που συγκέντρωνε πολλούς μαθητές από μακρινές περιοχές. Όμως μία πυρκαγιά μετά από έναν καταστροφικό σεισμό (το 1778) αποτέφρωσε το κτίριό της. Λειτούργησε όμως πάλι το επόμενο έτος με ίδιο πρόγραμμα σπουδών και με δύο δασκάλους, τον σχολάρχη που δίδασκε στον ανώτερο κύκλο και ένα ή δύο υποδιδασκάλους που δίδασκαν στον κατώτερο. Λόγω όμως του παραδοσιακού της χαρακτήρα έχασε την παλαιά της αίγλη.
Από τα άλλα Ελληνικά Μικρασιατικά σχολεία αυτής της περιόδου πολύ γνωστή είναι η σχολή Κυδωνιών (Αϊβαλί).
γ. Αθωνιάδα Σχολή
Ιδρύθηκε αρχικά το 1749, επί Πατριαρχίας  Κύριλλου Ε΄, και στεγάστηκε σε κτίριο της Μονής Βατοπεδίου. Αν και τα οικονομικά των μοναστηριών βρίσκονταν σε άθλια οικονομική κατάσταση την εποχή εκείνη, ιδρύθηκε η Σχολή αυτή με σκοπό την διάδοση της ελληνικής παιδείας.
Κατά το Πατριαρχικόν σιγίλιον, που ρύθμιζε τα της λειτουργίας της Σχολής, η Ακαδημία «φροντιστήριον καταστῆσαι ἑλληνικῶν, μαθημάτων παιδείας τε και διδασκαλίας παντοδαποῦς ἕν τε λογικαῖς, φιλοσοφικαῖς τε καὶ θεολογικαῖς ἐπιστήμαις»8
Από τους πρώτους διευθυντές της Ακαδημίας ήταν ο κληρικός Ευγένιος Βούλγαρης. Δίδασκαν δε λαμπρά ονόματα όπως ο Μελέτιος Βατοπεδινός, ο Νικόλαος Ζερζούλης, ο Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης, ο Νικόδημος ο Αγιορείτης και ο μετέπειτα Πατριάρχης Αλεξανδρείας Κυπριανός. Στους μαθητές διδάσκονταν θεολογία, φιλοσοφία και λογική.
Η Ακαδημία σύντομα απέκτησε ιδιαίτερη φήμη και προσέλκυσε μεγάλο αριθμό σπουδαστών. Μεταξύ αυτών οι Κοσμάς ο Αιτωλός, Ιώσηπος Μοισιόδαξ, Χριστόφορος Μακραίος, Χριστόδουλος Παμπλέκης, Γαβριήλ Καλωνάς, Αθανάσιος Πάριος και ο Ρήγας Φεραίος.
δ.  Η Πατμιάδα Σχολή
Στο αιγαιοπελαγίτικο νησί, την Πάτμο, ιδρύθηκε το 1713 από τον Πάτμιο ιερωμένο Μακάριο Καλογερά η Πατμιάδα Σχολή, με βάση τα πρότυπα της Πατριαρχικής Σχολής, στην οποία είχε και ο ίδιος φοιτήσει. Γρήγορα η Σχολή αυτή, που οργανώθηκε πάνω σε παραδοσιακά διδακτικά πρότυπα (διδάσκονταν κυρίως αρχαία Ελληνικά, θεολογία και φιλοσοφία του Κορυδαλλέα), έγινε τόσο γνωστή ώστε συγκέντρωσε μαθητές ακόμη και από τη μακρινή Ρωσία Από την πολυκύμαντη ιστορία της πρέπει να σημειώσουμε την ανάληψη της διεύθυνσής της από τον Δανιήλ Κεραμέα, το 1773. Στη διάρκεια της σχολαρχίας του (ως το 1801) η «Πατμιάδα» θα γνωρίσει μία περίοδο μεγάλης ακμής.
Ο Μακάριος Καλογεράς, είχε συνδεθεί με οικογένειες όπως των Μαυροκορδάτων και των Υψηλάντηδων, οι οποίες τον υποστήριξαν στο έργο της δημιουργίας μιας «κοινής του γένους σχολής» στο νησί. Γύρω από το σπήλαιο της Αποκαλύψεως, έκτισε αρχικά την αίθουσα για τις παραδόσεις μαθημάτων και μερικά κελιά για τη διαμονή των μαθητών.
Η φήμη της σχολής εξαπλώθηκε και μέσα σε μικρό διάστημα άρχισαν να μαθητεύουν εκεί νέοι από πολλά μέρη. Έτσι χρειάστηκε να γίνουν επεκτάσεις από το 1729 και μετά. Μαθητές της σχολής υπήρξαν πάρα πολλοί μεταγενέστεροι λόγιοι. Στο τέλος του 18ου αιώνα, η Πατμιάδα αναδείχθηκε ως μία από τις πιο σημαντικές σχολές στην Ελλάδα,  δεχόταν χορηγίες και δωρεές κι’ έδινε υποτροφίες στους πτωχότερους μαθητές.
Από το 1796 όμως αρχίζει μία νέα περίοδος κρίσεως από την οποία δεν συνήλθε ποτέ.
ε.  Σχολή Εμμανουήλ Γκούμα/Μπαλάνειος Σχολή
Ενώ η Σχολή Επιφανίου λειτουργούσε, ιδρύθηκε,στα Ιωάννινα το 1676, με δωρεά του εμπόρου στη Βενετία Ιωαννίτη Εμμανουήλ Γκούμα η Σχολή Γκούμα σαν «Ιεροσπουδαστήριο» με διευθυντές γνωστούς λογίους όπως τον Μακρή Βησσαρίωνα ο οποίος συνέταξε δική του Γραμματική, τον διάδοχό του Γεώργιο Σουγδουρή που είχε σπουδάσει στην Ευρώπη και δίδαξε εκτός των άλλων Φυσική και Αριστοτελική Φιλοσοφία και Λογική.
Μαθητής του ήταν ο Μεθόδιος Ανθρακίτης ο οποίος δίδαξε πρώτος συστηματική Άλγεβρα, Γεωμετρία και Τριγωνομετρία στην Ελλάδα συνδυάζοντας τη Φιλοσοφία και τη Θεολογία. Εξέδωσε το βιβλίο «Βοσκός Λογικών Προβάτων».
Τόσο ο Σουγδουρής όσο και ο Ανθρακίτης, της Σχολής Γκούμα,9 κατηγορήθηκαν σαν άθεοι και νεωτεριστές και εγκατέλειψαν την σχολή, την διεύθυνση της οποίας ανέλαβαν οι Μπαλάνοι και το 1725 μετονομάζεται σε Μπαλάνειο Σχολή, από το όνομα του Διευθυντού της Έλληνος ηπειρώτη κληρικού, διδασκάλου και λογίου Μπαλάνου Βασιλόπουλου,(1694-1760), μαθητού του Ανθρακίτη ο οποίος παρέμεινε διευθυντής για 37 χρόνια και την αναδεικνύει σε Αρχιγυμνάσιο των Ιωαννίνων.
Ο Μπαλάνος ως γνήσιος ορθόδοξος, θεωρούσε κάθε δυτικόφερτον σαν άθεο. Δίδαξε Μαθηματικά, Φιλοσοφία και Θεολογία. Ήλθε σε σύγκρουση με τον Ευγένιο Βούλγαρη που διηύθυνε τότε την Μαρουτσαία Σχολή. Τον διαδέχθηκε ο γιός του Κοσμάς Μπαλάνος ο οποίος ήρθε σε ρήξη με τον Αθανάσιο Ψαλίδα ο οποίος εθεωρείτο, και όχι αβασίμως,  βολταιριστής και ελευθεροτέκτων.
Η φήμη των σχολείων των Ιωαννίνων ξεπέρασε τα τοπικά όρια. Τα σχολεία διέφεραν ριζικά από τα άλλα. Ο Νεόφυτος Δούκας είπε: «Εκ των σχολείων των Ιωαννίνων εξέρευσαν ρύακες ικανοί να ποτίσωσι την διψώσαν Ελλάδα και ότι οι μαθηταί αυτών, ως απο μέσον ποταμού εχέοντο κατά πάσας τας πόλεις καταρδεύοντεςαυτάς με των λόγων τα πότιμα νάματα, ανέστησαν σπέρματα πολλαπλάσια, και ότι οι μέχρι της παρελθούσης εκατονταετηρίδος (18ο αιώνα) αναδειχθέντες συγγραφείς Έλληνες υπήρξαν ή Ιωαννίται (κατά το πλείστον) ή τελειόφοιτοι των Ιωαννιτικών σχολείων» ενώ ο Γάλλος ιστορικός Πούκεβιλ αναφέρει:
«Τα Γιάννινα φημίζονται για τη σιωπηλή καλλιέργεια των γραμμάτων. Ένα εργαστήρι Φυσικής, σφαίρες, χάρτες, διάφορα όργανα Χημείας και μια βιβλιοθήκη που περιελάμβανε περίπου χίλιους πεντακόσιους τόμους των τριών γλωσσών που διδάσκονται στο κολλέγιο της πόλης, ήταν αρκετά για να μυήσουν τους μαθητές στη γνώση των επιστημών. Έτσι δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η πόλη αυτή ανέδειξε μεγάλους συγγραφείς και δασκάλους».
Ο Πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως αποκαλεί την πόλη των Ιωαννίνων «Μητρόπολιν πάσης μαθήσεως». Γνωστό επίσης είναι το δημώδες «Γιάννενα πρώτα στα άρματα στα γρόσια και στα γράμματα».
Εκτός των άλλων παραγόντων οι οποίοι συνέβαλαν στην ανάπτυξη των γραμμάτων στα Ιωάννινα θα πρέπει να αναφερθούν αφενός μεν τα ειδικά προνόμια που παραχωρήθηκαν από τον Μουράτ Β΄ στα Γιάννενα (γνωστά σαν ορισμός του Σινάν πασά που κυβερνούσε τα Γιάννενα μετά την κατάληψη της πόλης από τους τούρκους το 1430) και αφετέρου ο Αλή Πασάς (1798 – 1822) που κι  αν ο ίδιος ήταν αγράμματος, διψούσε για γράμματα και κάτω από την επίδραση του Αγίου Κοσμά ιδρύει σε όλο το κράτος του σχολεία, συντηρεί δασκάλους και προτρέπει τους Μητροπολίτες να πρωτοστατήσουν στην εκπαίδευση.
Στην εποχή του τα Γιάννενα προβάλλονται σαν Ακρόπολη των Γραμμάτων τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Υπενθυμίζεται ότι το πιο αρχαίο σχολείο που λειτούργησε στο κάστρο των Ιωαννίνων ήταν η Σχολή των Δεσποτών που ιδρύθηκε το 1204. Δίδαξαν στην σχολή κυρίως ιερομόναχοι. Η σχολή έπαυσε να λειτουργεί το 1611 μετά την αποτυχημένη επανάσταση του Διονυσίου Σκυλοσόφου.
στ.  Μαρούτσειος Σχολή
Με δωρεά του Ιωαννίτη Λάμπρου Μαρούτση, που ήταν έμπορος στη Βενετία, ιδρύθηκε το 1742 η Μαρούτσειος Σχολή. Πρώτος διευθυντής ήταν ο ελληνιστής, φιλόσοφος, μαθηματικός, φυσικός και χημικός Ευγένιος Βούλγαρης ο οποίος καθιέρωσε τη διδασκαλία των φυσικών επιστημών, τη νεότερη φιλοσοφία και την ελληνική γλώσσα. Ο Ευγένιος Βούλγαρης θα είχε γίνει πραγματικός αναμορφωτής της παιδείας αν δεν είχε διαπράξει το σφάλμα να περιφρονήσει τη δημοτική γλώσσα. Κατηγορούμενος για το λόγο αυτό εγκαταλείπει τη σχολή η οποία πέφτει στην αφάνεια το 1797, σε συνδυασμό με την κατάσχεση των χρημάτων στη Βενετία από τους Γάλλους.
ζ. Η συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή το 1774 δίνει νέα ώθηση στην οικονομική και εκπαιδευτική ανάπτυξη αρκετών περιοχών στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο: Οι Μηλιώτες Γρηγόριος Κωνσταντάς και Δανιήλ Φιλιππίδης έγραφαν υπερήφανοι για τους συμπατριώτες τους, ότι όλα σχεδόν τα χωριά έχουν σχολεία της ελληνικής...
Υπολογίζεται ότι κατά την δεκαετία του 1780 λειτουργούσαν στον ελληνικό χώρο τριάντα πέντε περίπου οργανωμένα σχολεία. Παράλληλα σημειώνεται διαφοροποίηση στο περιεχόμενο και τη μεθοδολογία της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Ωστόσο όλοι δεν είχαν πρόσβαση στην εκπαίδευση και αυτήν την περίοδο, στο Νέον Μαρτυρολόγιον σημειώνεται ότι ο μαρτυρήσας κατά το 1770 άγιος Μιχαήλ ο Κηπουρός, έμεινε αγράμματος διά την πολλήν πτωχείαν των γονέων του.
η. Νέα Σχολεία στην υπόλοιπη υπόδουλη Ελλάδα
Με την κατάλυση από το Ναπολέοντα το 1797 της Βενετικής Δημοκρατίας και την κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων και των κληροδοτημάτων με βάση τα οποία λειτουργούσαν τα σχολεία στις Ιόνιες νήσους, πέρασαν κρίση οι σχολές της Αθήνας και των Ιωαννίνων.
Νέα σχολεία ιδρύονται που κατανέμονται σχεδόν σε όλον τον ελληνικό χώρο. Σε αυτήν την περίοδο του οργασμού ιδρύσεως νέων σχολείων, δεν συναντάμε καμιά μαρτυρία αρνήσεως ή κλεισίματος σχολείου από την πλευρά των Οθωμανών. Αντιθέτως, καταγράφεται το εξής εκπληκτικόν:
Τούρκοι αξιωματούχοι μαζί και ο τοπικός αγάς, συνεισφέρουν χρήματα για την ίδρυση ελληνικών σχολείων στην περιοχή της Πρέβεζας, μετά από σχετικό κήρυγμα του Κοσμά του Αιτωλού το 1779.10
Κατά τον 18ον αιώνα, λοιπόν, έχουμε νέα σχολεία:
-Στην Κων/πολη, επιπλέον άλλα 13 σχολεία σε ισάριθμες συνοικίες της Πόλης, στο Άγιο Όρος (Αθωνιάς Σχολή), στην Σμύρνη (Ευαγγελική Σχολή, 1723 – ανάμεσα στους ιδρυτές της συγκαταλέγεται ο Ιθακήσιος Ιερόθεος Δενδρινός, οποίος δίδαξε σε αυτήν μέχρι το θάνατό του, 1777, καθώς και ο Ιθακήσιος Χρύσανθος Καραβίας), στις Κυδωνιές/ Αϊβαλί,  στην Πάτμο, στην Χίο (τρεις δημόσιες Σχολές – φημισμένο το Γυμνάσιο Χίου με βιβλιοθήκη και τυπογραφείο, την εποχή της καταστροφής του, αριθμούσε 700 μαθητές, από τους οποίους οι 200 ήταν ξένοι).
-Στην Σάμο, στην Λέσβο, στην Ύδρα (όπου επικρατούσε ο αρβανίτικος πληθυσμός, οι κάτοικοι ίδρυσαν ελληνικό σχολείο, στο οποίον δίδαξε ο Ιθακήσιος Γρηγόριος Ξανθόπουλος).
-Στην Κρήτη, στην Σιάτιστα, στα Γρεβενά (η μονή του Σπηλαίου διατηρούσε αξιόλογη βιβλιοθήκη), στην Πάργα, στην Πρέβεζα, στα Γιάννενα (η Μαρουτσαία Σχολή), στο Μέτσοβο, στο Ζαγόρι, στην Κόνιτσα, στη Νάουσα, στην Λάρισα, στον Τύρναβο, στα Τρίκαλα, στα Αμπελάκια, στις Μηλιές Πηλίου, στη Ζαγορά, στις Σέρρες, στο Μεσολόγγι (Παλαμαία Σχολή), στα Σάλωνα/Άμφισα, στην Αθήνα (Σχολή του Ντέκα).
-Στην Τρίπολη, στην Δημητσάνα (στην περίφημη Σχολή της Δημητσάνας φοίτησαν ο μετέπειτα πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ και ο μετέπειτα επίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός) στην Καλαμάτα, στο Μυστρά, στο Ναύπλιο (δίδαξε ο ασματογράφος ιερομόναχος Μητροφάνης, που έχει μελοποιήσει την Ακολουθία του Αγίου Γερασίμου, 1778), στην Πάτρα.
Σε αυτές τις σχολές διδάσκουν κορυφαίοι δάσκαλοι, οι λεγόμενοι Διδάσκαλοι του Γένους. Μερικά ονόματα:
Οι Κερκυραίοι Ευγένιος Βούλγαρις και Νικηφόρος Θεοτόκης, ο Κεφαλονίτης Σπυρίδων Ασσάνης, οι Ηπειρώτες Νεόφυτος Δούκας, Αθανάσιος Ψαλίδας και Μεθόδιος Ανθρακίτης, οι Θεσσαλοί Θεόκλητος Φαρμακίδης, Άνθιμος Γαζής, Κων/νος Κούμας, Γρηγόριος Κωνσταντάς και Κων/νος Οικονόμου,  ο Γεώργιος Γεννάδιος, ο Νεόφυτος Βάμβας (ήρθε στην Κεφαλονιά, όπου και δίδαξε), ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο Αθανάσιος Πάριος, ο Θεόφιλος Καΐρης από την Άνδρο και αρκετοί άλλοι.
Με το συγγραφικό τους έργο προωθούν την επιστημονική γνώση, εκλαϊκεύοντας την επιστήμη. Και φυσικά δεν παραλείπουμε τον Ρήγα Βελεστινλή, που δραστηριοποιείται έξω από τον οθωμανοκρατούμενο χώρο και εργάζεται για την μόρφωση των υπόδουλων και την αποτίναξη της σουλτανικής κυριαρχίας.


Συνεχίζεται






1 Όπως γενική βιβλιογραφία υποσ. 1 του 1ου μέρους.
2 Η Συνθήκη του Κάρλοβιτς ήταν μια διεθνής συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε στις 26 Ιανουαρίου 1699 στο Σρέμσκι Καρλόβτσι (κυριλλικά σερβικά: Сремски Карловци, κροατικά: Srijemski Karlovci, γερμανικά: Karlowitz, τουρκικά: Karlofça, ουγγρικά: Karlóca), μια πόλη στην σημερινή Σερβία. Η συνθήκη τερμάτισε τον αυστρο-οθωμανικόν πόλεμον του 1683-1697 στον οποίο οι Οθωμανοί ηττήθηκαν.
Η συνθήκη του Κάρλοβιτς συνομολογήθηκε κατόπιν της μεσολαβήσεως της Αγγλίας και της Ολλανδίας και υπογράφτηκε μετά από ένα συνέδριο, πληρεξούσιων αντιπροσώπων, διαρκείας δύο μηνών, όπου συνήλθαν σε 36 συνεδριάσεις από 17 Νοεμβρίου του 1698 μέχρι τον Ιανουάριο του 1699, μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφενός και των συνασπισμένων δυνάμεων της Ιεράς Συμμαχίας του 1684 αφετέρου (μίας συμμαχίας διαφόρων ευρωπαϊκών δυνάμεων που περιελάμβανε την Αψβουργική Αυτοκρατορία, την Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία, την Δημοκρατία της Βενετίας και την Ρωσική Αυτοκρατορία).
Την συνομολόγηση της συνθήκης αυτής, έκαναν 7 πρόσωπα, 5 πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι των Αυτοκρατόρων και Βασιλέων των δυνάμεων που είχαν εμπλακεί ένας διερμηνέας και ένας στρατιωτικός σύμβουλος. Πληρεξούσιος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ο Ρεϊσούλ-κιουτάμπ, (Βασιλικός πληρεξούσιος διπλωμάτης), ο Ρεμί Μεχμέτ Πασάς, με Μέγα διερμηνέα (μπαστερκρουμάν) τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο [Ο Αλέξανδρος Νικολάου Μαυροκορδάτος (1641-1709), ο επιλεγόμενος «ο εξ απορρήτων», ήταν Φαναριώτης ιατρός και διπλωμάτης του 17ου αιώνος. Τρισέγγονός του ήταν ο γνωστός ως πολιτικός στην Ελληνική Επανάσταση και μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδος Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (1791-1865)].
Οι όροι της Συνθήκης
1. Η Υψηλή Πύλη αναγκάσθηκε ν’ αναγνωρίσει την κυριαρχία της Γαληνοτάτης   Δημοκρατίας (Δημοκρατία της Βενετίας) επί των Δαλματικών ακτών, της Πελοποννήσου, της Λευκάδας, της Αίγινας και της Κρήτης.
2. Στον Αυτοκράτορα της Αυστρίας παραχωρήθηκε η Τρανσυλβανία με τα φυσικά όριά της, από της Ποδολλίας, (περιοχή της Ουκρανίας), μέχρι της Βλαχίας. Η δε Ποδολλία περιήλθε στο Βασίλειο της Πολωνίας.
3. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία αναγνωρίζει αντίστοιχα την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί της Στερεάς Ελλάδος και των νήσων του Αιγαίου, υποχρεωθείσα παράλληλα να εκκενώση τα υπ’ αυτής κατεχόμενα φρούρια της Ναυπάκτου, του Αντιρρίου, της Μπούκας της Πρέβεζας μετά του Ξηρομερίου, παρά τις ατελέσφορες προσπάθειες του Ενετού πληρεξούσιου για διατήρησή τους. Τελικά η Βενετία παραιτήθηκε της τελευταίας αξιώσεώς της, με τον όρο μετά την εκκένωσή τους αυτά τα φρούρια να κατεδαφιστούν.
4. Επίσης δόθηκε τέλος στον ετήσιο φόρο των 500 δουκάτων που κατέβαλε η Βενετία από το 1485 για την επικυριαρχία του "Φιόρε του Λεβάντε" (της Ζακύνθου). Έτσι και το μεγαλύτερο μέρος της Δαλματίας πέρασε στην Βενετία, μαζί με την Πελοπόννησο, και την Κρήτη, τα οποία όμως οι Οθωμανοί επανέκτησαν, περίπου 20 χρόνια μετά, με την Συνθήκη του Πασάροβιτς το 1718.
3 Ο χαρακτηρισμός Κολλυβάδες εμφανίστηκε αρχικά ως χλευαστικό προσωνύμιο. Αποδόθηκε σε Αγιορείτες Μοναχούς, που διαφωνούσαν με την τέλεση των Μνημοσύνων (διά κολλύβων) την ημέρα της Κυριακής. Στα Μοναστήρια και τις Σκήτες της Αθωνικής Πολιτείας τα Μνημόσυνα διαβάζονταν πάντοτε μετά την τέλεση της θείας Λειτουργίας του Σαββάτου.
Η Κυριακή πάντοτε γιορταζόταν ως πασχάλια ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου και ο αναστάσιμος αυτός χαρακτήρας, απέκλειε το πένθος των επιμνημοσύνων δεήσεων για τους κεκοιμημένους. Οι «Κολλυβάδες», παράλληλα με την τέλεση των ῾Ιερών Μνημοσύνων το Σάββατο, υιοθέτησαν την συνεχή θεία Μετάληψη. Έτσι έχομε μία αναγέννηση στην πνευματική ζωή.
Ο Φιλοκαλισμός, δηλαδή ο νηπτικός πνευματικός αγώνας, είναι αναποτελεσματικός, χωρίς τακτική συμμετοχή στα Μυστήρια της ᾿Εκκλησίας. Και στα Μυστήρια, όμως, δεν πρέπει να προσέρχεται κανείς χωρίς προηγούμενον πνευματικόν αγώνα. Ούτε Μυστήρια χωρίς Φιλοκαλισμό ούτε Φιλοκαλισμός χωρίς Μυστήρια. Ο συνδυασμός και των δύο αποτελεί την Παράδοση της ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας.
Ηγετικές φυσιογνωμίες του κινήματος των Κολλυβάδων υπήρξαν:
1. Νεόφυτος ο Καυσοκαλυβίτης (1713-1784).
2. Αθανάσιος ο Πάριος (1721-1813).
3. Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς (1731-1805).
4. Νήφων ο Χίος († 1810).
5. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (1749-1809).
Ο δρόμος, που πρέπει να πάρουμε, για να γνωρίσουμε την θεία γνησιότητα της ᾿Ορθοδοξίας μας, αρχίζει από τον πλησιέστερο σ’ εμάς Άγιο της ᾿Εκκλησίας μας, τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, περνά από τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, τον Άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, τον Άγιο ᾿Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, τους Τρεις Μεγάλους Ιεράρχας, τον Άγιο Διονύσιο τον ᾿Αρεοπαγίτη και φθάνει μέχρι τον Άγιο ᾿Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, τον ῞Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και τον Απόστολο Παύλο. Αυτός είναι ο δρόμος που εγγυάται την ᾿Ορθοδοξία της Εκκλησίας μας.
Οι θέσεις των Κολλυβάδων αποκαλύπτουν μια απροσδόκητη για την εποχή θεολογική εγρήγορση. ᾿Αντίθετα τα επιχειρήματα των αντιπάλων τους είναι, κατά κανόνα, σχολαστικά και αθεολόγητα. Όμως, στην διαμάχη αυτή κυριάρχησαν οι αντικολλυβάδες. ᾿Επιβάλλουν τις απόψεις τους στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και προκαλούν αλλεπάλληλες συνοδικές καταδίκες των Κολλυβάδων.
Από τις ηγετικές φυσιογνωμίες του κινήματος των Κολλυβάδων, οι περισσότεροι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το Άγιον Όρος και να διασκορπισθούν κυρίως στα νησιά του Αιγαίου, Χίο, ᾿Ικαρία, Σάμο, Πάτμο, Πάρο, Ύδρα και Σκιάθο. Το σημαντικώτερο κέντρο της Κολλυβαδικής παραδόσεως διατηρήθηκε στη Σκιάθο. Ήταν το ῾Ιερόν Κοινόβιον του Ευαγγελισμού, που ίδρυσε ο εξόριστος Κολλυβάς Ιερομόναχος Νήφων ο Χίος το 1794.
Το Ιερώτατο τούτο Κοινόβιο ύμνησαν αργότερα ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραιτίδης. Τόσον η προσωπικότητα του Νήφωνος όσο και η παράδοση της Μονής του επηρέασαν αποφασιστικά την ζωή και το έργο των Σκιαθιτών λογοτεχνών Παπαδιαμάντη και Μωραιτίδη.[«Κολλυβάδες», του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Χριστοδούλου Φεργαδιώτη].
4 Η Μακεδονία από τις αρχές του ΙΗ’ αιώνος έως την ίδρυση του ελληνικού κράτους, Ιωάννης Χασιώτης, Ίδρυμα Μουσείου μακεδονικού αγώνα.
5 Η Βλάστη [παλαιότερες ονομασίες: Μπλάτσι ή Βλάτσι, Μπλάτζι (1830), Μπλάτζη (1858), Βλάτζη (1860) και Βλάτση, αλλά πιθανότατα και Βλάττη], είναι ορεινό χωριό του νομού Κοζάνης. Υπήρξε ένα από τα σημαντικά προπύργια του Ελληνισμού κι’ ένα από τα μεγαλύτερα κεφαλοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας. Η Βλάστη βρίσκεται περίπου 24 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Πτολεμαΐδος. Είναι κτισμένη σε υψόμετρο 1.180 μέτρων, ανάμεσα στους ορεινούς όγκους του Ασκίου (Σινιάτσικου) και του Μουρικίου.
 Η Βλάττη ήταν έδρα της εν Μακεδονία ομωνύμου κοιν. της υποδ. Καϊλαρίων, εν τω νομώ Κοζάνης, έχουσα 1609 κατοίκους (Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη, 1928). Υπήρξε ορμητήριον των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων κατά τον Μακεδονικόν αγώνα (1904-1908).
6 Η Επανάσταση του 1821 θα χειροτερεύσει τα πράγματα, προπάντων στις περιοχές που είχαν ενεργό συμμετοχή στον Απελευθερωτικό Αγώνα, στις οποίες άλλωστε είχαν ανασταλεί για αρκετά χρόνια όλες σχεδόν οι ειρηνικές και παραγωγικές επιδόσεις των Χριστιανών κατοίκων. Στην Θεσσαλονίκη, πάντως, άρχισε και πάλι το 1825 να λειτουργεί το ελληνικό σχολείο στη μικρή εκκλησία του Aγίου Aντωνίου, κοντά στο Iπποδρόμιο. Αλλά το σχολείο εκείνο ήταν, σύμφωνα με εκτιμήσεις των ιδίων των παραγόντων της ελληνικής κοινότητος, «υποδεέστερον της εις τον αιώνα μας απαιτουμένης καταστάσεως». Θα χρειασθεί να περάσει μία ακόμα εικοσαετία, για να αρχίσει η κοινότητα να δραστηριοποιείται, στα 1845-1847, όχι μόνον για την επαναλειτουργία ενός παλαιοτέρου «αλληλοδιδακτικού σχολείου» της αλλά και για την καλύτερη προπαρασκευή των διδασκάλων της.
7 Σε παλιό κώδικα της Μοσχοπόλεως που δεν σώζεται δυστυχώς πια, γράφτηκε τότε η παρακάτω ενθύμηση: «Κατά το ΑΨΝ΄ έτος σωτήριον επί του Πανιερωτάτου, Λογιωτάτου και Θεοπροβλήτου Μητροπολίτου της αγιωτάτης μητροπόλεως Μοσχοπόλεως, Κορυτσάς και Σελασφόρου κυρίου Νικηφόρου, επί των εντιμοτάτων και ευγενεστάτων αρχόντων της καθ’ ημάς πολιτείας κυρίου Θεοδώρου Βρέτα κ.τ.λ. ιθύνοντος τους διδασκάλους του σοφωτάτου και λογιωτάτου και της ημών πατρίδος αρίστου διδασκάλου κ. Θεοδώρου Καβαλιώτου, εκτίσθη εκ θεμελίων το περίφημον Ελληνικόν Σχολείον ο άκρος στολισμός της Πολιτείας, η ευκοσμία των ηθών, το φως εκ της εκκλησίας, το επί το πρώτον φως ανάγον και διά των διαρκεστάτων αγωνισμάτων αυτών και του ενθέου ζήλου και προθυμίας ευσεβούς εστερεώθη κατά πάντα αιωνία η μνήμη τρις».
8 Επίσημος ιστότοπος Αθωνιάδας Εκκλησιασιαστικής Ακαδημίας) [Βλέπε Εκκλησιαστική Αλήθεια, τ. 24, έτος Κ' (1900), σ. 395].
9 Ο Μεθόδιος Ανθρακίτης (1660 - 1736) ήταν Έλληνας κληρικός, θεολόγος, παιδαγωγός και μαθηματικός. Είναι ο πρώτος που αντικατέστησε την αρχαΐζουσα, ως γλώσσα διδασκαλίας, με την δημώδη και από τους πρώτους που δίδαξε νεώτερα μαθηματικά. «Ο Μεθόδιος Ανθρακίτης», κατά τον Κωνσταντίνο Κούμα, «έφερε περί το 1708 από την Ιταλία τας γεωμετρικάς επιστήμας ικανάς να ανάψωσι το φως του Λόγου και να διερεθίσωσιν επί πλέον την έμφυτον του ανθρώπου φιλομάθειαν...» Και ο Μανουήλ Γεδεών αναφέρει τον Μεθόδιο Ανθρακίτη ως προδρομική φυσιογνωμία και συμπληρώνει «...ούτος δε εραδιουργείτο προς το Πατριαρχείον... Είναι η απαρχή του λεγομένου νεοελληνικού διαφωτισμού».
Ενός «διαφωτισμού» όμως που ουσιαστικώς αποσκοπούσε στον εκδυτικισμό της ελληνικής παιδείας, και απογαλακτισμόν από την Ελληνορθόδοξη παιδεία. Για τον λόγον αυτόν, συνάντησε αντιδράσεις από αρκετούς Ορθοδοξους Έλληνες. Ο Μακάριος ο Πάτμιος έγραφε «(...) ο κύρ Μεθόδιος τρίγωνα και τετράγωνα διδάσκει τους μαθητάς του και την άλλην πολυάσχολον ματαιοπονίαν της Μαθηματικής». Κατηγορήθηκε ακόμη και όχι αβασίμως, ως αιρετικός και συγκεκριμένα οπαδός του αιρετικού Ισπανού θεολόγου Μιγκέλ ντε Μολινός (Miguel de Molinos).
Εξαιτίας αυτών των κατηγοριών, η Σύνοδος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως τον κάλεσε σε απολογία ενώπιόν της με αποτέλεσμα ο Ανθρακίτης αρχικά να εγκαταλείψει την Καστοριά το 1719 και να μεταβεί στην Σιάτιστα, όπου επρόκειτο να διδάξει για τα επόμενα δύο περίπου χρόνια.
Ο Γεώργιος Σουγδουρής γεννήθηκε στην Κρεσουνίστα (σήμερα Δεσποτικό) της περιοχής του ποτ. Καλαμά. Μετά τις πρώτες σπουδές του στα Ιωάννινα, μετέβη ως διάκονος στην Βενετία γύρω στα 1673, όπου εργάστηκε ως διορθωτής σε τυπογραφείο και μετά ως δάσκαλος. Το 1681, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον μητροπολίτη Φιλαδελφίας Γεράσιμο Βλάχο. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στα Ιωάννινα όπου υπηρέτησε έως το 1715, ως διδάσκαλος των «ελευθέριων τεχνών», κυρίως όμως της φιλοσοφίας, και ως σχολάρχης στην Σχολή Εμμανουήλ Γκούμα.
Θα εμπλακεί σε διαμάχη με τον μητροπολίτη Ιωαννίνων Κλήμεντα και τον θεολογικό του σύμβουλο Βησσαρίωνα Μακρή, για τον τρόπο διακρίσεως ουσίας και ενεργειών του Θεού, η οποία οφειλόταν μάλλον σε εκατέρωθεν παρεξηγήσεις. Η διαφορά κρίθηκε αρχικά από επαρχιακή σύνοδο και τελικά από τον ίδιο τον Πατριάρχη.
10 Άρτεμις Ξανθοπούλου Κυριακού. Ο Κοσμάς ο Αιτωλός και οι Βενετοί (1777-1779). Τα τελευταία χρόνια της δράσης του και το πρόβλημα των Διδαχών, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1984, σσ. 103-108).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου