Τετάρτη 15 Μαρτίου 2017

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1453-1821)1


ΜΕΡΟΣ 13ο
Δ. 18ος αιώνας (Κύμα πρωτοφανών αγριοτήτων από τους κατακτητές- Εγκαρτέρηση και θυσίες)
2. Παιδεία- Εκπαίδευση- Εθνική Διαπαιδαγώγηση (Συνέχεια 12ου μέρους)
ιγ. Κοσμάς Αιτωλός
 Μέσα σε 20 χρόνια (1759-1779)  ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ή Πατροκοσμάς περιόδευσε, κήρυξε, σε τουλάχιστον 30 επαρχίες στις περιοχές της Κωνσταντινουπόλεως, της Θράκης, της Στερεάς Ελλάδος, της Αχαΐας, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, των νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου, καθώς και σε μέρη της Σερβίας και της Βορείου Ηπείρου, μέχρι το Δυρράχιο, ιδρύοντας σχολεία.
ΔΕΛΒΙΝΟ
       Στην περιοχή του Δέλβινου, και μετά από προτροπή του οσιομάρτυρα Κοσμά του Αιτωλού, ιδρύθηκαν δύο Ελληνοδιδασκαλεία τα οποία συντηρήθηκαν από τους κατοίκους της περιοχής μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνος, οπότε και έκλεισαν ελλείψει πόρων.
ΠΡΕΒΕΖΑ
Στην Πρέβεζα, μετά από προτροπή του οσιομάρτυρα Κοσμά του Αιτωλού ιδρύθηκε με έρανο το 1775 σχολείο όπου διδάσκονταν Γραμματική και Φιλολογικά μαθήματα. Το 1830 με χρήματα του Ηπειρώτη έμπορου στην Ρωσία Θεοφάνη, ιδρύθηκε και λειτούργησε η Θεοφάνειος Σχολή.
ΧΙΜΑΡΑ
Στην Χιμάρα λέγεται ότι εχρησιμοποίησε υλικά γκρεμισμένης και αχρησιμοποίητης εκκλησίας, για να χτίσει με τα υλικά της σχολείο. Στο διάστημα αυτό ίδρυσε περισσότερα από διακόσια σχολεία σε πόλεις και χωριά.


O Κοσμάς ο Αιτωλός συνέβαλε καίρια με τις περιοδείες του στην ίδρυση σχολείων ιδιαίτερα στην Ήπειρο και την Δυτική Στερεά Ελλάδα κατά το β' μισό του 18ου αιώνα. Κάνοντας έναν απολογισμό της δράσεώς του, σε επιστολή του προς τον ιερομόναχο Χρύσανθο, σχολάρχη της Νάξου τον Μάρτιο του 1779 γράφει:
Έως τριάκοντα επαρχίες περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια διά κοινά γράμματα[...]
Για το έργο του αυτό αποκλήθηκε ιεραπόστολος των γραμμάτων.
         



2


3. Επαναστατικά κινήματα
Δύναται αληθώς, να σεμνύνωνται οι Έλληνες διότι το Έθνος μας, παρά τους τέσσαρες αιώνες Οθωμανικής δουλείας και εξισλαμισμών (βιαίων κυρίως, και εθελούσιων), έχει να παρουσιάσει ασυγκρίτως ολιγώτερους αποστάτες της Ορθοδοξίας και προδότες του Έθνους, σε σχέση με τον αριθμόν των Ελλήνων εθνομαρτύρων υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Από της πρώτης δεκαετίας του 18ου αιώνος, οι Έλληνες με επικεφαλής πάντοτε την Εκκλησίαν εζήτουν την διέξοδον η οποία θα έφερε προς την οδόν της Εθνικής Ελευθερίας. Ο αυτοκράτωρ της Ρωσίας απέστειλε πολλές προκηρύξεις (1709) προς όλους τους μητροπολίτες, προύχοντες και αρματωλούς της Ελλάδος, υποσχόμενος ότι «με το σπαθί του θα έσωζε τους χριστιανούς από την τουρκική σκλαβιά, ενώ ταυτοχρόνως εις την πρωτεύουσάν του, έστηνε την σημαίαν του Σταυρού μετά της Κωνσταντινείου επιγραφής «Εν τούτω Νίκα».
Την 23ην Μαρτίου 1711 ο Μέγας Πέτρος απευθύνει προκήρυξη προς «πάντας τους πιστούς και πάντας τους μητροπολιτάδες όπου μας αγαπούν… και πάντας τους χριστιανούς όπου είναι στην πίστιν μας… Εγώ σας κράζω εις το ασκέρι μου και εις το μεγάλο τάμπουρό μου, και σεις να φέρετε και πιστούς σας φίλους. Με την δύναμιν τού σπαθιού μου να εύρετε ησυχίαν και να γλιτώσετε από τους Τούρκους…».
Παραλλήλως, στέλνει πλήθος δώρων σε πολλά μοναστήρια και αυτοανακηρύσσεται Russogrecorum Monarcha (Μονάρχης Ελληνορώσσων). Ο Μέγας Πέτρος είχε από νωρίς κατανοήσει ότι το στρατηγικό συμφέρον της Ρωσίας ήταν η σύγκρουση με την καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία και όχι με τα χριστιανικά κράτη της Ευρώπης.
Έτσι στην Ελλάδα, οι Τσεκουραίοι επετέθησαν κατά των Τούρκων (επρόκειτο περί επεισοδίου και όχι οργανωμένου κινήματος), όταν δε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος απέβη υπέρ των Τούρκων, οι μεν Ρώσοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα εις το έλεος του θεού, οι δε Τούρκοι βρήκαν πάλιν την αφορμήν για νέες αγριότητες κατά των Ελλήνων.
Από τα μέσα ήδη του 18ου αιώνα, άτακτα σώματα των Ελλήνων, αρχίζουν να έχουν σαφείς προσανατολισμούς εναντίον των Τούρκων, οι επιχειρήσεις τους εστιάζονται στις επιθέσεις εναντίον τουρκικών στόχων, αποτελούντες ουσιαστικώς "την μαγιά» της επερχόμενης λευτεριάς, όπως σημειώνει ο Μακρυγιάννης. Ταυτόχρονα, αρχίζουν να αποτελούν τον πυρήνα των στρατιωτικών σωμάτων αντιστάσεως κατά των Τούρκων. Ο Choiseul Gouffier γράφει σχετικώς το 1782: «Όχι στην πρωτεύουσα αλλά στις επαρχίες και μακριά από την έδρα της αυτοκρατορίας πρέπει να ιδή κανείς τους Ελληνες. Ο έρωτας της ελευθερίας ποτέ δεν έσβησε από τις καρδιές τους». (Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τ. 11, σελ. 147).
Στο τέλος του 18ου αιώνα, οι κλέφτες αποτελούν ένα υπολογίσιμο και δυνατό αντάρτικο σώμα, στελεχωμένο με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του Αγώνα: Κολοκοτρώνης, Ανδρούτσος, Κατσαντώνης, Διάκος, Καραϊσκάκης, Νικηταράς, κ.α.
1766-1767. 
Το σοβαρώτερον απελευθερωτικόν κίνημα των Ελλήνων, προς αποτίναξιν του Τουρκικού ζυγού, εσημειώθη μετά το δεύτερον ήμισυ του 18ου αιώνος, με την υποκίνηση των Ρώσων. Η Αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β΄ συνέλαβε το σχέδιον της «ανασυστάσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας». Τα βαθύτερα κίνητρα εκείνης της πρωτοβουλίας δεν δύνανται ασφαλώς να καθορισθούν επακριβώς, εφ’ όσον η επανάστασις δεν εστέφθη υπό επιτυχίας.
Επιτρέπεται όμως να λεχθεί μετά βεβαιότητος, ότι η Αικατερίνη δεν ενδιεφέρετο  για την αναβίωση της Ελληνικής αυτοκρατορίας, αλλά απλώς επεδίωκε την αλλαγήν του δυνάστου επί των κεφαλών των υπόδουλων Ελλήνων.
Η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας στέλνει τον Γεώργιο Παπαζώλη για επαφές σε ολόκληρη την Ελλάδα και υπήρξε συνεννόηση να ξεσηκωθούν με όπλα περίπου 100 χιλιάδες Έλληνες, όταν θα εμφανιστούν ρωσικά πλοία στην Πελοπόννησο. Ο Παπαζώλης διαπεραιωθείς στην Πελοπόννησον ήλθεν εις επαφήν με τους αρχηγούς της Εκκλησίας και τους Μαυρομιχαλαίους.
Οι μητροπολίτες Κορίνθου, Παλαιών Πατρών Παρθένιος, πρώην Πατρών, Κερνίτσης και Καλαβρύτων Δανιήλ, Λακεδαίμονος Ανανίας Λαμπάρδης εκ Δημητσάνης, Μονεμβασίας, Μεθώνης, ο Μ. Οικονόμος Καλαβρύτων Παναγιώτου κι άλλοι κληρικοί ετέθησαν επικεφαλής του επαναστατικού κινήματος.
Εις την Μάνην την πρωτοβουλίαν ανέλαβον οι Μαυρομιχαλαίοι και εις σύσκεψιν που έγινε εις την οικίαν του προύχοντος Π. Μπενάκη, με συμμετοχήν και των προεστών Σπάρτης, Ι. Μελιτάκη, Ι. Καφετζή, Κορίνθου Γεωργαντά, Νοταρά κλπ, απεφασίσθη η ένοπλος εκδήλωσις ευθύς ως ενεφανίζοντο εις τα Πελοποννησιακά παράλια Ρωσικά πλοία, τα οποία θα εκόμιζαν όπλα.
Η σημειωθείσα ασυνήθης κίνησις προεκάλεσε τις υποψίες των Τούρκων οι οποίοι αντέδρασαν ταχύτατα. Εκτός των άλλων τους οποίους εφόνευσαν, συνέλαβαν τον μητροπολίτην Ανανίαν, τον οποίον απεκεφάλισαν εντός της μητροπόλεως του Μιστρά (1767)
Την ίδια χρονιά, επαναστατεί η Ήπειρος, με πρωτοπόρους τους Χειμαριώτες.
1768-1770  
Στα Ορλωφικά του 1768-1770 μετείχε ενεργώς η Εκκλησία δια τοπικών επισκόπων και του εφησυχάζοντος στο Άγιον Όρος πρώην Κωνσταντινουπόλεως Σεραφείμ Β΄. Σχεδόν όλοι οι επίσκοποι (ο Πατρών Παρθένιος , ο Μεθώνης, ο Καλαμών, ο Καρύστου Ιάκωβος) αλλά και δεκάδες αγιορειτών μοναχών, εύρον τραγικό θάνατο. Τα αυτά και δεινότερα υπέστη και ο λαός μας. Συχνά εδίδοντο ποικίλες αφορμές στον Οθωμανό κατακτητή για να σχεδιάζει γενική σφαγή των Ελλήνων ή γενικό εξισλαμισμό, με τελική κατάληξη, πάντοτε, την αιμορραγία του Ελληνισμού.3

          
Οι κινήσεις των αντιμαχόμενων πλευρών κατά τα Ορλωφικά
Από τα 1763, που η Αικατερίνη Β΄, η επονομαζόμενη και «Μεγάλη», ανέρχεται στον θρόνο της Ρωσίας, πλήθος Ρώσων πρακτόρων αλωνίζουν τα Βαλκάνια ξεσηκώνοντας με επαναστατικές προκηρύξεις τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Πράκτορες στέλνονται στην Μολδοβλαχία, την Σερβία και το Μαυροβούνιο.
Στα 1766 στέλνεται από την Πετρούπολη στην Ελλάδα ένας έμπορος και στρατιωτικός από την Σιάτιστα, ονόματι Γεώργιος Παπαζώλης, που υπηρετούσε στο ρωσικό πυροβολικό με το βαθμό του λοχαγού. Ο Παπαζώλης που είχε φιλικές σχέσεις με έναν  Έλληνα, τον Γρηγόριο Ορλώφ, διοικητή του πυροβολικού, πείθει τον Γρηγόριο να μεταφέρει στην Τσαρίνα ένα σχέδιο για ξεσηκωμό των χριστιανών της χερσονήσου του Αίμου (Βαλκανικής).
Πράγματι, με την βοήθεια και των δυο άλλων αδερφών του, του Αλέξιου και του Θεόδωρου, ο Γρηγόριος καταστρώνει ένα σχέδιο διπλού χτυπήματος ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Πρώτα θα ξεσηκωνόταν η Πελοπόννησος, κινητοποιώντας ένα σημαντικό μέρος των οθωμανικών δυνάμεων, και εν συνεχεία οι Ρώσοι θα εισέβαλαν στις Παραδουνάβιες περιοχές.
Εκτός του Παπαζώλη, ο οποίος κατηγορήθηκε ως τυχοδιώκτης,4 δύο άλλοι Έλληνες, ο Μαρίνος Χαρβούρης και ο Πέτρος Μελισσινός, συνέβαλαν στην προώθηση του σχεδίου στα στρατιωτικά κλιμάκια της ρωσικής αυτοκρατορίας. Πρώτος σταθμός του Παπαζώλη είναι η Ήπειρος, όπου τυγχάνει θερμής υποδοχής από τους κληρικούς και τους προύχοντες. Στην Ακαρνανία συναντήθηκε με τους αρματολούς Χρήστο Γρίβα και Σταθά Γεροδήμο καθώς και με τον Μεσολογγίτη δάσκαλο Παναγιώτη Παλαμά. Στην συνέχεια κατευθύνθηκε στην Μάνη, όπου διέμεινε για αρκετούς μήνες, θέλοντας να μελετήσει τους ανθρώπους και να προωθήσει περεταίρω τα επαναστατικά σχέδια.
Παρά τον αρχικό ενθουσιασμό των κατοίκων, το συμβούλιο των οπλαρχηγών, υπό τους αδερφούς Μαυρομιχάλη, έδωσε μια πιο επιφυλακτική απάντηση στον Παπαζώλη. Ο Κων. Σάθας αναφέρει στην «Ιστορία της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας» ότι οι Μαυρομιχαλαίοι απάντησαν ως εξής:
«Οι Μανιάται δεν αρκούσι προς καταπολέμησιν των Τούρκων. Αι δε επικρατούσαι φατριαστικαί διχοστασίαι παρεμποδίζουσι πάσαν συνεννόησιν επί τω σκοπώ τούτω, ενόσω κοινός κίνδυνος δεν απειλεί αυτούς. Όθεν οι Ρώσοι οφείλουσι ουχί απλώς να επαναστατήσωσι την Ελλάδα, αλλά να την κατακτήσωσι».
Οι μπαρουτοκαπνισμένοι οπλαρχηγοί, εκτιμώντας την κατάσταση στρατηγικά και όχι απλά συναισθηματικά, απάντησαν ότι βασική προϋπόθεση της συμμετοχής τους στο, παράτολμο σχέδιο του Παπαζώλη και των Ορλώφ, ήταν η άφιξη, επί τόπου, ρωσικού στρατού και πολεμοφοδίων. Την ίδια επιφύλαξη διατύπωσε και συμβούλιο προυχόντων στην Καλαμάτα, που συνήλθε στο σπίτι του σημαντικώτερου προύχοντα της περιοχής, του Παναγιώτη Μπενάκη. Πάντως φέρονται όλοι οι παρευρισκόμενοι να υπέγραψαν συμφωνία με βάση την οποίαν, εκατό χιλιάδες Έλληνες θα ξεσηκώνονταν αν τους παρέχονταν τα απαραίτητα εφόδια.
Εν συνεχεία ο Παπαζώλης κατευθύνθηκε στην Τεργέστη και αφού συνέλεξε όλες τις πληροφορίες από τους Ρώσους πράκτορες, συνέταξε ένα υπόμνημα προς την Πετρούπολη με όλες τις εξελίξεις στην Χερσόνησο του Αίμου (Βαλκανική). Τον ενθουσιασμό των Ελλήνων, σχετικά με την επικείμενη επέμβαση της Ρωσίας στα Βαλκάνια, περιγράφουν και άλλοι απεσταλμένοι της Ρωσίας, καθώς και Άγγλοι, όπως ο Richard Chandler που περιηγείτο στα 1767 την Ελλάδα, ενώ άλλοι αναφέρουν ότι η Αικατερίνη Β΄ εθεωρείτο από τους ραγιάδες «αγία». Την ίδια περίοδο ακόμη ένας μυστικός πράκτορας της Ρωσίας ξεσήκωνε τους χριστιανούς της Πελοποννήσου. Κυκλοφορούσε με το ψευδώνυμο Χατζή- Μουράτης και αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη των προυχόντων, υπεσχέθη βοήθεια από την Αικατερίνη.
Επίσης την ελπίδα των Ελλήνων για αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού συντηρούσε άλλος ένας τυχοδιώκτης ονόματι Ταμάρας. Αυτός με το πρόσχημα αρχαιολογικών ερευνών, ξεσήκωνε τους χριστιανούς με την υπόσχεση συνδρομής από την Τσαρίνα. Παρά το πλήθος των πρακτόρων που κυκλοφορούσαν, λίγα πράγματα σχετικά με την συνωμοσία έγιναν γνωστά στις οθωμανικές αρχές, και αυτά μάλλον εξ αιτίας του επαναστατικού ενθουσιασμού μερικών ένθερμων.
Το πρώτο θύμα υπήρξε ο μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Ανανίας Λαμπάρδης, που καρατομήθηκε στα 1767.
1770. 
Το 1770 ο Μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος στο Αίγιο και ο Μητροπολίτης Μακάριος Νοταράς στην Κόρινθο, ανέλαβαν αντιστασιακή δράση κατά των Τούρκων.
Είναι η χρονιά των λεγόμενων Ορλωφικών, της ταυτόχρονης επαναστάσεως των  Ελλήνων Πελοποννήσου και Κρήτης, μετά την κατάπλευση ρωσικού στόλου υπό τον ναύαρχο Ορλώφ στο Οίτυλο της Μάνης. Επαναστατούν οι Έλληνες από την Σπάρτη ως την Στερεά και τα Επτάνησα. Ο Αντώνιος Ψαρρός καταλαμβάνει το Οίτυλο και τον Μυστρά. Επαναστατεί το Αίγιο, με τον μητροπολίτη Πατρών Παρθένιο, η Κορινθία με τον Γεώργιο Νοταρά, η Ανδρίτσαινα με τον προεστό Αναστάσιο Χριστόπουλο, στον Βάλτο ο Γεροδήμος Σταθάς, στο Αγγελόκαστρο ο Γεώργιος Λαχούρης, στο Μεσολόγγι ο Παναγιώτης Παλαμάς, στα Γκράβαρα5 ο Κωνσταντίνος Σούσμανης, στο Λιδωρίκι ο Λωρής, στον Παρνασσό ο Κομνηνός Τράκας, στην Λιβαδειά ο Ιωάννης Καλπούζος και στα Μέγαρα ο Μητρομάρας.
Μετά την ήττα των Ελλήνων, στην Τρίπολη σφαγιάστηκαν από τους τούρκους όλοι οι χριστιανοί της πόλεως, πάνω από 3.000 άμαχοι. 
Μάχη στο Ξηρόμερον (Αγγελόκαστρο) και σφαγή των Ελλήνων Αρβανιτών του Γρίβα από τους Τουρκαλβανούς. Πολιορκία Μεσολογγίου και ηρωϊκός θάνατος Ι. Μαυρομιχάλη στην Μεσσήνη.
Στην Κρήτη, τα πράγματα δεν πήγαν καλύτερα. Οι Κρητικοί με αρχηγό τον Δασκαλογιάννη (Ιωάννη Βλάχο), αγωνίστηκαν απεγνωσμένα αλλά τελικά υπέκυψαν. Ο Δασκαλογιάννης πιάστηκε αιχμάλωτος και γδάρθηκε ζωντανός.
Έτσι η Επανάσταση του 1770, που άρχισε με τόσες ελπίδες κατέληξε σε οικτρή αποτυχία. Όλες οι περιοχές που επαναστάτησαν, δοκιμάστηκαν σκληρότατα από τα τουρκικά και Τουρκαλβανικά στρατεύματα, ενώ ο Μοριάς κινδύνευσε να αφανιστεί.
1774
Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος διήλθε από πολλές φάσεις, η Ρωσία και η Τουρκία υπέγραψαν συνθήκην ειρήνης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή. Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή ωφέλησε έμμεσα, τους υπόδουλους Έλληνες. Δύο από τους όρους της Ρωσοτουρκικής ειρήνης υπήρξαν ευνοϊκοί, διότι:
1ον/ Οι Τούρκοι αναγνώριζαν στους Ρώσους το δικαίωμα να υπερασπίζονται τους υπόδουλους χριστιανούς και να φροντίζουν για τις εκκλησίες και
2ον/ Στα Ελληνικά εμπορικά πλοία επιτρεπόταν να υψώνουν την Ρωσική σημαία ώστε να μην παρενοχλούνται.
Οι Έλληνες που επαναστάτησαν με τις απατηλές υποσχέσεις των Ρώσων, εγκαταλείφθηκαν τελικά στην μοίρα τους. Από τότε η Πελοπόννησος ονομάστηκε «Κατακαημένος Μοριάς». Με την απόλυτη κυριαρχία των Αλβανών/Σκιπετάρων στην Πελοπόννησο, άρχισαν μαζί με τους Χριστιανούς να υποφέρουν και οι Τούρκοι γιατί τα αλβανικά στίφη ζητούσαν υπέρογκους λουφέδες αλλά και δεν δίσταζαν να εποφθαλμιούν ακόμη και τις τουρκικές περιουσίες.
Για αυτό η Πύλη αποφάσισε να δώσει τέρμα στην Αλβανοκρατία. Δώδεκα πασάδες στάλθηκαν στον Μοριά προκειμένου να πείσουν τους Αλβανούς να επιστρέψουν στις εστίες τους και τα τουρκαλβανικά στρατόπεδα, αλλά επέστρεψαν άπρακτοι. Τέλος, η αρχηγία ανατέθηκε στον αρχιναύαρχο Χασάν Τζεζαερλή Μαντάλογλου (Καπουδάν Χασάν πασά) [πιθανώτατα εξισλαμισμένος Έλλην Χριστιανός], ο οποίος πήρε επιπλέον τους τίτλους του Μορά Βάλεση και του Σερασκέρη της Ρούμελης.
Ζήτησε βοήθεια από τους ντόπιους Τούρκους αλλά πήρε ελάχιστη. Με την υπόδειξη όμως πιθανότατα του δραγουμάνου του στόλου Νικολάου Μαυρογένους, προσεταιρίστηκε τους Έλληνες Κλέφτες και Έλληνες Αρβανίτες της Πελοπονήσου, για την εκδίωξη των Αλβανών/Σκιπετάρων, μισθοφόρων των Οθωμανών. Έπεισε μάλιστα και τον Σουλτάνο πως δεν συμφέρει να εξολοθρευτούν οι ραγιάδες.
Φτάνοντας λοιπόν ο Καπουδάν πασάς στην Κόρινθο το 1779, κάλεσε τους Αλβανούς να φύγουν από τον Μοριά. Αρκετοί συμμορφώθηκαν και έφυγαν για την Ήπειρο. Την πρότασή του όμως απέρριψαν περί τους 7.000 Τουρκαλβανοί/Σκιπετάροι.
Ο Χασάν πασάς κάλεσε Τούρκους και Έλληνες Κλέφτες και λοιπούς αρματολούς, να συνεργαστούν κατά των Τουρκαλβανών, με την υπόσχεση ότι θα δώσει γενική αμνηστία στους τελευταίους. Όλοι οι Κλέφτες του Μοριά, δέχτηκαν, εκτός από τους Παναγιώτη Βενετσανάκη (Παναγιώταρος) και Κωνσταντίνο Κολοκοτρώνη, οι οποίοι δεν δέχτηκαν να προσκυνήσουν.
Τον Ιούλιο του 1779 οι εναπομείναντες Αλβανοί έπαθαν πανωλεθρία στην Τρίπολη. Ελάχιστοι κατόρθωσαν να σωθούν και να διαπεραιωθούν στην Ρούμελη και από εκεί στην  Ήπειρο. Η Μάνη είχε περάσει από το 1776 στην δικαιοδοσία του Καπουδάν πασά. Υποχρεώθηκε μάλιστα να πληρώνει ετήσιο φόρο 30.000 γρόσια (για άλλους 16.000),τον οποίο όμως ουδέποτε κατέβαλε.
1782-1792. 
Το επαναστατικό κίνημα στο Αιγαίον υπό τον Λάμπρο Κατσώνη (1788-1792)6
Με την έναρξη του νέου Ρωσοτουρκικού πολέμου, το 1787, ο Κατσώνης μετέβη στην Τεργέστη, όπου παρέλαβε από τους εκεί Έλληνες ομογενείς μερικά πλοία, με τα οποία ξεκίνησε τις επιδρομές και τις επιθέσεις κατά των Τουρκικών στο Ιόνιο Πέλαγος. Σταδιακώς επεκτάθηκε και στο Αιγαίο, όπου στις 31 Αυγούστου του 1788 στην Κάρπαθο νίκησε τον τουρκικό στόλο. Για την νίκη του αυτή, προήχθη σε υποχιλίαρχο ενώ ο στόλος του ονομάστηκε «στόλος της Ρωσικής αυτοκρατορίας». Το 1790 συγκρούστηκε για μια ακόμη φορά με τον Τουρκικό στόλο, στη ναυμαχία της Άνδρου, αλλά ηττήθηκε χάνοντας τα περισσότερα πλοία του, ενώ ο ίδιος τραυματίστηκε.
Κατέφυγε στα Κύθηρα, όπου η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ τον προήγαγε σε χιλίαρχο και τον διέταξε να συντονίσει την δράση του με τον Ρωσικό Αυτοκρατορικό στόλο στην Μεσόγειο. Κατάφερε να συγκεντρώσει στην Ιθάκη 24 πλοία, όμως πριν αναχωρήσει έφτασαν τα νέα για την ανακωχή μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων Αυτοκρατοριών, που συνομολογήθηκε στις 11 Αυγούστου του 1791 με την εντολή να αναστείλει κάθε δραστηριότητα.
Αρνούμενος να υπακούσει στις διαταγές των ανωτέρων του κατέφυγε στην Μάνη, όπου άρχισε να οργανώνει επαναστατικό κίνημα. Εν τω μεταξύ είχε υπογραφεί η Συνθήκη του Ιασίου (1792), με την οποία η Τουρκία και η Ρωσία συμφιλιώθηκαν. Τότε, τον Μάϊο του 1792, εξέδωσε το μανιφέστο «Φανέρωσις του εξοχότατου χιλιάρχου και ιππέος Λάμπρου Κατσώνη», με το οποίο διαμαρτυρόταν για την ρωσοτουρκική ειρήνη, κατηγορώντας την ρωσική πολιτική, η οποία είχε αγνοήσει τους Έλληνες και τον αγώνα τους για ανεξαρτησία. Συνέπεια αυτού ήταν η Μεγάλη Αικατερίνη να του αφαιρέσει τον βαθμό και να του απαγορεύσει να κάνει χρήση της ρωσικής σημαίας.
Παρά την άσχημη αυτή τροπή τον Απρίλιο του 1792, ο Λ. Κατσώνης κατέπλευσε στο Πόρτο Κάγιο,7 του οποίου το λιμάνι άρχισε να οχυρώνει μαζί με τον Ανδρούτσο. Όμως η Γαλλία, φοβούμενη για τα εμπορικά της συμφέροντα, αφού από την περιοχή περνούσαν αρκετά γαλλικά εμπορικά πλοία, δύο γαλλικά πολεμικά μονόκροτα με την συνεργασία 30 Τουρκικών πλοίων, επιτέθηκαν κατά του στόλου του Κατσώνη τον Ιούνιο του 1792.
Μετά από τρεις μέρες αντιστάσεως και δεινή σφαγή όσων αποβιβάζονταν από τους πολεμίους, αφού είχε σχεδόν χάσει την μάχη, με δώδεκα συντρόφους του διέπλευσε στα Κύθηρα, έπειτα με την προτροπή του Ηγεμόνα της Μάνης Τζανέτου Γρηγοράκη. Στην συνέχεια, απέπλευσε για την Ιθάκη, όπου μέσω Πάργας επέστρεψε στην Ρωσία και συγκεκριμένα στην Αγία Πετρούπολη, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα με την οικογένεια του.
Στην Κρήτη, ο Μητρομάρας και οι Σφακιανοί συνεχίζουν τον άνισο αγώνα.
1793
 Ο ιερέας Άνθιμος Αργυρόπουλος ίδρυσε στο ορεινό, απροσπέλαστο χωριό των Θεοδωριανών, στην Άρτα, ένα μοναστήρι και σχολείο, για να μορφώνονται τα παιδιά. Ο Αλή πασάς όμως, κατάφερε μετά από αλλεπάλληλες πολιορκίες, αλλά και προδοσία, να υποτάξει το ηρωϊκό Σούλι. Τότε πολλοί αγωνιστές έφυγαν κυνηγημένοι στα γύρω χωριά, όπως οι Μποτσαραίοι που βρήκαν καταφύγιο στην μονή του Αργυρόπουλου, ο οποίος τους περιέθαλψε.
   Όταν ο Αλή πασάς έμαθε για τις δραστηριότητες του ιερομόναχου, τον συνέλαβε, τον αλυσόδεσε και τον έκλεισε για 18 χρόνια, όπως λέγεται, σε σκοτεινό μπουντρούμι, με αποτέλεσμα αυτός να χάσει την όρασή του. Μετά από θερμές παρακλήσεις ισχυρών οπλαρχηγών, ο Αργυρόπουλος απελευθερώθηκε και πήγε στην Κέρκυρα, όπου γνώρισε και συνδέθηκε φιλικά με τον Ιωάννη Καποδίστρια.
   Στην συνέχεια, πήγε στην Ζάκυνθο ως εφημέριος στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Εκεί ορκίστηκε στην Φιλική Εταιρεία από τον Αναγνωσταρά, τον υπεύθυνο της Αόρατης Αρχής. Από τότε άρχισε συστηματικά να στρατολογεί και να ορκίζει τους οπλαρχηγούς της Επαναστάσεως, μεταξύ των οποίων και τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος είχε καταφύγει στην Ζάκυνθο, κυνηγημένος από τους Τούρκους. Όρκισε ακόμη τον Διονύσιο Σολωμό, καθώς και άλλους αγωνιστές της Επανάστασης, όπως τον Νικηταρά και τον Πετμεζά.
    Ο Κύριλλος Λούκαρις και οι διάδοχοί του, αλλά και οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων, με κύριους πρωταγωνιστές τον Διονύσιο Νοταρά (1707) και τον ανεψιό του Χρύσανθο, προστάτευσαν τα ιερά προσκυνήματα στην Παλαιστίνη.
                 

8


  
Συνεχίζεται



1 Βασική βιβλιογραφία όπως στην υποσ. 1 του 1ου μέρους
2 Η Εκκλησία εις τον αγώνα της ελευθερίας (1453-1953), Κωνστ. Β. Βοβολίνης, 1952,σ. 72-75.

3 Τα Ορλωφικά, Μανόλης Πλούσος, 4 Σεπτεμβρίου 2016. Πηγή: eranistis. net/wordpress/ 2016/09/04/τα-ορλωφικά/

4 Περί τα τέλη του 1766, ο Παπαζώλης (1725-1775), αποβιβάστηκε στο Οίτυλο, στην Μάνη όπου και παρέμεινε αρκετούς μήνες προκειμένου να μυήσει και να πείσει τους Μανιάτες για την επικείμενη εξέγερση, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι «η Μεγάλη Αυτοκράτειρα Αικατερίνη, υποστηρίζει την ελληνική θρησκεία και ότι όλα τα βασίλεια της Ευρώπης συμφώνησαν να καταστρέψουν το τουρκικό κράτος, (την Οθωμανική Αυτοκρατορία) και σε μια τέτοια περίπτωση σεις (οι Μανιάτες) υπερασπιστές της ελευθερίας, θα πρέπει να πρωτοστατήσετε δίνοντας το παράδειγμα και στους υπόλοιπους Έλληνες». Όταν όμως οι Μανιάτες του ζήτησαν κάποια συστατική επιστολή ή εξουσιοδότηση για αυτά που υποστήριζε, δεν είχε τίποτα να επιδείξει.
Πολλοί οπλαρχηγοί και προύχοντες της Πελοποννήσου και της Μακεδονίας, όπως ο γέρο Ζιάκας που συμμετείχαν στο κίνημα, απογοητεύτηκαν και κατηγόρησαν τον Παπαζώλη για τυχοδιωκτισμό. Τελικώς ο Παπαζώλης πέθανε στην Πάρο όπου είχε πλέον ελλιμενιστεί ο Ρωσικός στόλος.
5 Με την ονομασία Κράβαρα ή Γκράβαρα αναφερόταν παλαιότερα τοποθεσία της επαρχίας Ναυπακτίας, στο Νομό Αιτωλοακαρνανίας, που περιλάμβανε τα ακόλουθα 10 χωριά: Αβόρανη (Λιβαδάκι), Αράχωβα, Αρτοτίβα (Αχλαδόκαστρο), Ζηλίστα (Κυδωνιά), Κλεπά, Νεοχώριο, Πλάτανος, Σίνιστα (Περδικόβρυση), Στρωμήνιανη (Καλλονή) και Σίτιστα (Γραμμένη Οξυά).
6 Ο Λάμπρος Κατσώνης (1752-1804) ήταν Έλληνας συνταγματάρχης του Ρωσικού Αυτοκρατορικού Στρατού (ή Ναυτικού), ιππότης του ρωσικού Τάγματος του Αγίου Γεωργίου (4ης τάξεως) και ήρωας του απελευθερωτικού κινήματος του 1787. Γεννήθηκε στην Λιβαδειά και σε νεαρή ηλικία έλαβε μέρος στα Ορλωφικά. Το 1774 κατατάχθηκε ως αξιωματικός στο ελληνικό τάγμα του Ρωσικού στρατού, όπου ανήλθε μέχρι τον βαθμό του λοχαγού. Μετά την υπογραφή της Ρωσοτουρκικής συμφωνίας του Ιασίου (1792) επέστρεψε στην Ρωσία.
Εκεί αν και δεν έτυχε εκ μέρους της Αυτοκράτειρας ευμενούς υποδοχής, στην συνέχεια έχαιρε της εκτιμήσεώς της, παρευρισκόμενος στις επίσημες δεξιώσεις. To 1798 του αναγνωρίστηκε ο βαθμός του συνταγματάρχη. Εξ αιτίας όμως της αντιθέσεώς του με τον υπουργό των ναυτικών Μορντβίνοβ, δεν κατάφερε να πάρει τιμητικά προαγωγή και να ανέλθει στον βαθμό του στρατηγού. Παραιτήθηκε από τον ρωσικό στρατό το 1802. Από το 1798 είχε εγκατασταθεί στην Κριμαία, σε κτήμα που του δώρισε η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ εκτάσεως 22.000 εκταρίων, το οποίο και ονόμασε Λιβαδειά.
Ήταν παντρεμένος με την Αγγελίνα-Μαρία Σοφιανού. Είχε τρία παιδιά, από τα οποία ο πρώτος δολοφονήθηκε στην Τζια από τους Τούρκους, ο δεύτερος, ο Λυκούργος (17901863), πραγματοποίησε λαμπρή σταδιοδρομία στο ρωσικό στρατό φτάνοντας έως τον βαθμό του χιλιάρχου, ενώ ανήκε και στην τάξη των ευγενών, και ο τρίτος ο Αλέξανδρος, ο οποίος γεννήθηκε στην Κριμαία, έφτασε έως τον βαθμό του υπολοχαγού και αργότερα εκλέχτηκε αρχηγός των Ευγενών όλου του Νομού της Ταυρίδας.
Επίσης εγγονός του Λυκούργου ήταν ο Σπυρίδων Αλεξάνδρου Κατσώνης, ο οποίος διέπρεψε ως συγγραφέας στην Ρωσία. Απόγονος του Λάμπρου Κατσώνη είναι ο Ανατόλι Νικολάεβιτς Κατσώνης, κάτοικος Μόσχας. Απεβίωσε το 1804, ή κατά άλλους στις αρχές του 1806, στην Κριμαία. Ο Λάμπρος Κατσώνης ήταν πνευματικός πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου. [Πηγή: Κατσιαρδή-Hering, Ο., "Μύθος και Ιστορία. Ο Λάμπρος Κατσώνης, οι χρηματοδότες του και η πολιτική τακτική", Ροδωνιά. Τιμή στον Μ. Μανούσακα, τόμος 1ος, Ρέθυμνο 1994 (Πανεπιστήμιο Κρήτης), σελ. 195-214].
7 Το Πόρτο Κάγιο είναι παραθαλάσσιο χωριό του Δήμου της Ανατολικής Μάνης στο ανατολικό τμήμα της χερσονήσου της Μάνης. Βρίσκεται επί ενός μικρού κολπίσκου στον Λακωνικό κόλπο και σε απόσταση περίπου τριών μιλίων στα βόρεια του Κάβου Ματαπά, το νοτιότερο άκρο της χερσονήσου της Μάνης, καθώς και της ηπειρωτικής Ελλάδας. Το αρχαίο του όνομα ήταν Ψαμαθός, το οποίο και αναφέρεται από τον Παυσανία. Το σύγχρονο όνομα προήλθε από το ενετικό Porto Quaglio και το γαλλικό Port des Cailles (Λιμάνι των Ορτυκιών). [Πηγή: Paul Cartledge, Sparta and Lakonia: A Regional History 1300-362 BC, 2013].
Η Εκκλησία εις τον αγώνα της ελευθερίας (1453-1953), Κωνστ. Β. Βοβολίνης, 1952,σ. 75-76.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου