Κυριακή 19 Μαρτίου 2017

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1453-1821)1


ΜΕΡΟΣ 15ο
ΣΤ. ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ2
«Στην διάρκεια της τουρκοκρατίας η Εκκλησία κατόρθωσε να επιβιώσει. Και όσο η Εκκλησία επεβίωνε, το Έθνος δεν μπορούσε να πεθάνει» ( Στήβεν Ράνσιμαν )



Κατά καιρούς, λέγονται και γράφονται διάφορα σχετικά με το «Κρυφό Σχολειό» επί Τουρκοκρατίας. Ορισμένοι επιχείρησαν και επιχειρούν να αμφισβητήσουν την ύπαρξή του, να κλονίσουν μια πεποίθηση βαθειά ριζωμένη στην συνείδηση του λαού μας. Και είναι προφανές ότι οι περισσότεροι από τους αμφισβητίες - αν όχι όλοι - έχουν ως στόχο την βαθύτερη αμφισβήτηση του ρόλου και της προσφοράς της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας κατά την περίοδο της μακραίωνος δουλείας του Γένους, από τον οθωμανικό ζυγό.  
Τα δύο σπουδαιότερα επιχειρήματα-ερωτήματα των αρνητών του «Κρυφού Σχολειού» είναι τα εξής :
1ο/ Αφού οι Οθωμανοί Τούρκοι υπήρξαν ανεκτικοί στα θέματα Πίστεως και Παιδείας, δεν καταδίωκαν την εκπαίδευση των Ελλήνων και γενικώτερα των Ορθοδόξων υπηκόων τους (Ρούμ μιλλέτ = Το Γένος των Ρωμηών ), γιατί χρειάζονταν Κρυφά Σχολεία στους νάρθηκες των Ναών και των Μοναστηριών;
2ο/ Σε ποια κείμενα της εποχής της Τουρκοκρατίας, αναφέρονται στοιχεία που μαρτυρούν την ύπαρξη τέτοιων μυστικών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας; Εάν δεν υπάρχουν, τότε το «κρυφό Σχολειό» αποτελεί μύθον.
Απάντηση 1η  
Είναι γεγονός ότι οι Οθωμανοί Σουλτάνοι για λόγους θρησκευτικούς και διοικητικούς, παρεχώρησαν προνόμια και έδειξαν ένα βαθμό ανοχής προς τους Ρωμηούς υπηκόους τους. Όμως, υπήρξαν περίοδοι και περιοχές, στις οποίες δεν τηρήθηκαν αυτές οι υποσχέσεις και προνομιακές διατάξεις της Πύλης, διότι δεν ασκήθηκε ενιαία πολιτική, γεωγραφικώς (σ’όλη την επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) και διαχρονικώς.
Κατά τους πρώτους αιώνες, υπήρχε διαφορετική (πιο καταπιεστική) μεταχείριση των υποδούλων και διαφορετική στο δεύτερο ήμισυ της Τουρκοκρατίας. Αλλά και κατά τόπους, η εφαρμογή των σουλτανικών αποφάσεων και των δικαιωμάτων των υποδούλων υπέκειτο στην βούληση, στις ιδιορρυθμίες, στον βαθμό θρησκευτικού φανατισμού και γενικά στην προσωπικότητα του τοπικού Οθωμανού ηγεμόνος.
Σε μια αχανή αυτοκρατορία και μάλιστα υπό τις συνθήκες διοικήσεως και επικοινωνίας της εποχής εκείνης, η αυθαιρεσία των τοπικών μπέηδων και πασάδων ήταν φαινόμενο σύνηθες. Δεν είχαμε, λοιπόν, ομοιόμορφη εφαρμογή των θεμελιωδών αποφάσεων περί θρησκείας και παιδείας των Ορθοδόξων Ελλήνων. Οι αποφάσεις αυτές καταστρατηγήθηκαν ή αλλοιώθηκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους και σε διάφορες επαρχίες και τοπικές διοικήσεις (βιλαέτια).
Το 1537, ο Σουλεϊμάν Α' εξέδωσε διαταγή δια της οποίας ζητούσε να εκτελεστεί ως άπιστος οποιοσδήποτε αμφισβητούσε τα λόγια του «προφήτη» Μωάμεθ.
Από τις αρχές του 16ου αιώνος, γίνεται φανερή η αυξανόμενη επιρροή των φανατικών μουσουλμάνων στην Αυλή των Σουλτάνων, γεγονός που δυσκόλευε τους Χριστιανούς στην υλοποίηση των προνομίων τους.
Οι ζηλωτές αυτοί του Ισλάμ εστράφησαν γενικά εναντίον κάθε μορφής εκπαιδεύσεως, που δεν συμφωνούσε με το Κοράνι. Υπό την επιρροή τους βρέθηκε ο σουλτάνος Μουράτ Δ΄ (1623-1640), ενώ οι φανατικοί οπαδοί της ίδιας ιδεολογίας και πολιτικής, το 1711 επέτυχαν να κατασχεθεί η βιβλιοθήκη του βεζύρη Τσορλουλού πασά και να απαγορευθεί η μελέτη επιστημονικών βιβλίων.
Σε μια περίοδο κατά την οποία διώκονταν ακόμη και μουσουλμάνοι εραστές της μορφώσεως, καθίστατο ακόμη πιο δύσκολο σε Χριστιανούς να διδάσκουν και να διδάσκονται ελευθέρως την Ορθόδοξη Χριστιανική Πίστη, την ιστορία και τα στοιχεία της Εθνικής ταυτότητός τους. Εκτός τούτου, υπήρξαν και πολλές αυθαιρεσίες τοπικών Οθωμανών ηγεμονίσκων.
Σε τέτοιες σκοτεινές εποχές δημιουργήθηκε η ανάγκη για Κρυφά Σχολειά. Για τέτοια δύσκολα χρόνια, ο Γάλλος Ιησουΐτης Richard Simon, έγραψε στα μέσα του 17ου αιώνος :
«Να σκεφθή κανείς ότι ουδέποτε από την εποχή του Νέρωνος, του Δομητιανού και του Διοκλητιανού έχει υποστή ο Χριστιανισμός διωγμούς σκληρότερους από αυτούς, που αντιμετωπίζει σήμερα η ανατολική Εκκλησία»3
Από τα μέσα του 17ου αιώνος τα πράγματα σαφώς βελτιώνονται στον εκπαιδευτικό τομέα και οι υπόδουλοι Ρωμηοί αρχίζουν να ιδρύουν, υπό την αιγίδα της Εκκλησίας και με την βοήθεια των ξενιτεμένων και των ευεργετών, σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπου καλλιεργήθηκαν τα ιερά γράμματα και η «θύραθεν παιδεία», συμπεριλαμβανομένων των εγκυκλοπαιδικών και επιστημονικών γνώσεων.
Όμως, δεν ήταν εύκολο κάτω από το γιαταγάνι του δυνάστη, να καλλιεργηθεί το εθνικό φρόνημα και η συνείδηση της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού.
Στην περίοδο αυτή, την οποία ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄, σε Υπόμνημά του (17/1/1879) χαρακτηρίζει «ως ανέσεως εποχή, καθ’ ην ήρξατο υποφώσκουσα ελπίς βελτιώσεως», η λειτουργία Κρυφών Σχολειών ίσως περιορίσθηκε, δεν έπαυσε όμως τελείως. Διότι η κρυφή εκπαίδευση χρειαζόταν για εκείνα τα ειδικά μαθήματα Eλληνικής Ιστορίας και Ορθοδόξου Πίστεως που φούντωναν τον πόθο για την Εθνική Ελευθερία.
Οι δύο πρώτοι αιώνες υπήρξαν πολύ δύσκολοι και μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνος, δεν μπορούμε να ομιλούμε για δυνατότητα ακώλυτης ασκήσεως των θρησκευτικών και εκπαιδευτικών ελευθεριών. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι ο Σουλτάνος Σελήμ Α΄ στις αρχές του 16ου αιώνος εξεδήλωνε δημοσίως το μίσος του προς τους Χριστιανούς και την άποψή του περί βιαίου εξισλαμισμού όλων των μη μουσουλμάνων.
Σε τέτοιες σκοτεινές εποχές δημιουργήθηκε η ανάγκη για Κρυφά Σχολειά. 
Και είναι προφανές, πως εάν εδιδάσκοντο φανερώς τέτοιου είδους μαθήματα και υπέπιπτον στην αντίληψη του δυνάστου, οι αντιδράσεις των κατακτητών θα ήσαν οδυνηρές και καταστροφικές για τον λαό, την Εκκλησία και το Έθνος….
Ο ιστορικός συγγραφεύς Αθανάσιος Κομνηνός Υψηλάντης, στο έργο του «Τα μετά την άλωσιν 1453-1789» (εγράφη τον 18ο αιώνα και εξεδόθη στην Κωνσταντινούπολη το 1870), αναφέρει ένα περιστατικό, το οποίον ο ίδιος τοποθετεί στον 18ο αιώνα. Στο παζάρι (αγορά) του Καΐρου είδε 30.000 κομμένες γλώσσες Ελλήνων, οι οποίοι επέμεναν να ομιλούν ελληνικά παρά την σχετική απαγόρευση των τοπικών αρχών.
Σε μια εποχή που οι Οθωμανοί γενικά είχαν επιτρέψει ή ανεχθεί την δημόσια λειτουργία ελληνικών εκπαιδευτηρίων, ο τοπικός Οθωμανός ηγεμόνας της Αιγύπτου απαγόρευε την χρήση της ελληνικής επί ποινή αποκοπής της γλώσσας. Τριάντα χιλιάδες (30.000) ηρωϊκοί Έλληνες αντέστησαν!


Πως όμως θα μπορούσε να διατηρηθεί η ελληνική γλώσσα κάτω από τέτοιες συνθήκες, αν δεν υπήρχαν τα Κρυφά Σχολειά με το Ψαλτήρι και την Οκτάηχο και τα άλλα εκκλησιαστικά βιβλία;
Κατά 18ο αιώνα έχουμε περιόδους νέων διωγμών. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά τα Ορλωφικά και τις αγριότητες των Τουρκαλβανών, ο άγιος Κοσμάς διέκοψε τις περιοδίες του και κατέφυγε επί αρκετά έτη στο Άγιον Όρος!
Απάντηση 2η
Ο 2ος ισχυρισμός περί μη υπάρξεως ιστορικών μαρτυριών της εποχής εκείνης για τα «κρυφά Σχολειά» είναι αβάσιμος και το συναφές ερώτημα, με το αυθαίρετο συμπέρασμα περί «μύθου», είναι αφελές.
Αφού επρόκειτο για κρυφή δραστηριότητα, η οποία εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους και επέσυρε δυσάρεστες συνέπειες, εάν ανεκαλύπτετο από τους Τούρκους, θα ήταν εγκληματική ανοησία για οποιονδήποτε κληρικό ή λαϊκό, να εκδώσει γραπτή (!) απόφαση και οδηγίες περί Κρυφού Σχολειού, ή για οποιονδήποτε λόγιο να καταγράψει δημοσίως υπό τα όμματα των κατακτητών μια τέτοια δραστηριότητα.
Όμως, αμέσως μετά την απελευθέρωση και την ίδρυση του πρώτου Ελλαδικού κρατιδίου (1830 και εξής) πολλοί λόγιοι και ιστορικοί καταγράφουν την προφορική παράδοση που οι ίδιοι είχαν βιώσει ή τους είχε μεταδοθεί από γενεάς σε γενεά, περί του Κρυφού Σχολειού.
Το 1842, ο πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, στον επιμνημόσυνο λόγο, που εκφωνεί στις Αθήνες για τους ευεργέτες Ζωσιμάδες, τονίζει : «… Άλλ’ η Πανάγαθος Πρόνοια, καθώς εφώτιζε τας μαίας και εζωογόνει κρυφίως τα άρρενα των Εβραίων, ωσαύτως διέταξε και ψυχάς ευσεβείς και φιλοθέους και ταύτας ούτε Αιγυπτίας, αλλ’ ομογενείς και ομόφρονας, αίτινες εν ταπειναίς εκκλησίαις και απωκισμένοις μοναστηρίοις, και εν σχολαίς μικραίς και πενιχραίς, δια της Ιεράς διδασκαλίας, εμαίευον εις ζωήν τα πάτρια των αιχμαλώτων Ελλήνων φρονήματα».
Και αν ακόμη θεωρήσει κάποιος ότι ο κληρικός Οικονόμος υπερβάλλει, υπάρχουν μαρτυρίες που έχουν καταγραφεί και καταδεικνύουν την ύπαρξη των «κρυφών σχολειών». Σταχυολογούμεν μερικές από αυτές:
α/ Το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο του Γάλλου δημοσιογράφου Rene Puaux «Δυστυχισμένη Βόρειος Ήπειρος», (ελλην. Έκδοση εκδ. Τροχαλία, Αθήναι α. χρ.), είναι λίαν εύγλωττο και συνιστά κατά την άποψή μας, αποστομωτική απάντηση προς τους αρνητές των «Κρυφών Σχολειών».


Ο Puaux (Πυώ) που περιηγήθηκε την Ήπειρο το 1913, ακριβώς μόλις τα εδάφη αυτά είχαν ελευθερωθεί από τον ελληνικό στρατό, συνομιλώντας με Έλληνες Ηπειρώτες, οι οποίοι τότε για πρώτη φορά απηλλάγησαν από τον τουρκικό ζυγό, μαθαίνει έκπληκτος και καταγράφει τα εξής:
«Κανένα βιβλίο τυπωμένο στην Αθήνα δεν γινόταν δεκτό στα σχολεία της Ηπείρου. Ήταν επιβεβλημένο να τα προμηθεύονται όλα από την Κωνσταντινούπολη. Η Ελληνική Ιστορία ήταν απαγορευμένη. Στην περίπτωση αυτή λειτουργούσαν πρόσθετα κρυφά μαθήματα, όπου χωρίς βιβλία, χωρίς τετράδια, ο νεαρός Ηπειρώτης μάθαινε για την μητέρα Πατρίδα, διδασκόταν τον Εθνικό της Ύμνο, τα ποιήματά της και τους ήρωές της.
Οι μαθητές κρατούσαν στα χέρια τους την ζωή των δασκάλων τους. Μία ακριτομυθία, μια καταγγελία ήταν αρκετή. Δεν είναι συγκινητικό, αυτά τα διακόσια μικρά αγόρια και τα διακόσια πενήντα κοριτσάκια να δέχονται τις επιπλέον ώρες των μαθημάτων (στην ηλικία, που τόσο αγαπούν τα παιχνίδια), να συζητούν για την Ελλάδα και επιστρέφοντας στις οικογένειές τους με τα χείλη ραμμένα να κρατούν τον ενθουσιασμό μυστικό στην καρδιά;» (σελ. 126).
Το ντοκουμέντο αυτό, που προέρχεται από μαρτυρία ξένου περιηγητή, άρα κατά κανόνα αντικειμενικού και ανεπηρέαστου από τα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής του, μας δείχνει ότι ακόμη και 5-6 χρόνια πριν από την διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, ακόμη και σε εποχή που λειτουργούσαν ελεύθερα τα ελληνικά σχολεία, υπήρχαν παράλληλα κρυφά σχολεία για:
.Να μεταδώσουν την αγωνιστικότητα και τον πόθο για Εθνική Ελευθερία.
.Να μεταφέρουν στα παιδιά το μήνυμα που τους διδάσκει ο Ιερεύς στο συγκινητικό ποίημα του Ιωάννη Πολέμη με τίτλο «Το Κρυφό Σχολειό»:
«Μη σκιάζεστε στα σκότη! Της λευτεριάς το φεγγοβόλο αστέρι της νύχτας το ξημέρωμα θα φέρει»!
β/ Ο Κύπριος Αρχιμανδρίτης Γαβριήλ Σαμπατακάκης γράφει το 1921 για τις εξελίξεις στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ένα εξόχως μαρτυρικό και ταλαιπωρημένο τμήμα του Ελληνισμού, την μεγαλόνησο Κύπρο:
«Η θαυμασία αυτή ανάπτυξις του εθνικού αισθήματος οφείλεται, προ παντός, εις τα Σχολεία, τον Τύπον και την Εκκλησίαν. Της ευκαιρίας της Αγγλικής κατοχής δραξάμενος ο Κυπριακός Λαός έσπευσεν, ως η διψασμένη έλαφος τρέχει δρομαία επί τας πηγάς των υδάτων, ούτω και ούτος προς τα νάματα της παιδείας. Και ηδύνατό τις να ίδη φιλοτιμουμένους τους πολίτας και τους χωρικούς να ιδρύωσι δι’ ιδίων δαπανών σχολάς, να φροντίζωσι να διορίζωσι δάσκαλον τον καλύτερον μεταξύ αυτών. Ιδρύθη το Παγκύπριον Γυμνάσιον και αι λοιπαί των κεντρικών πόλεων σχολαί, αίτινες ήρξαντο να χαλκεύωσιν Έλληνας χαρακτήρας, να εξαποστέλλωσι διδασκάλους εις τα διάφορα χωρία, διδάσκοντας ουχί πλέον την Οκτώηχον, ουχί το ψαλτήριον, ουχί θρησκείαν, αν και ταύτα και αύτη ήσαν αναγκαία, αλλά τα ανδραγαθήματα των αρχαίων και νεοτέρων Ελλήνων ηρώων,… τας μαύρας της δουλείας ημέρας, και τέλος την ιδέαν της πατρίδος και της ελευθερίας…».4
Το κείμενο αυτό μας λέγει δυο σημαντικές αλήθειες!
Πρώτον ότι οι Έλληνες της Κύπρου έσπευσαν να ανοίξουν σχολεία όλων των βαθμίδων μόνο όταν άρχισε η αγγλική κατοχή (1878 κ.ε.), προφανώς διότι εφοβούντο ή δεν εμπιστεύονταν τους Τούρκους. Οργανωμένη Ελληνική παιδεία δεν υπήρξε επί Τουρκοκρατίας στην Κύπρο, με εξαίρεση την σχολή της Μονής Κύκκου, που και αυτή λειτούργησε στα μέσα του 18ου αιώνος.
Δεύτερον ότι η δασκαλία στοιχειωδών γνώσεων μέσω του Ψαλτηρίου και της Οκτωήχου, γινόταν στα Μοναστήρια και στους Ναούς.
Όταν, λοιπόν, οι Έλληνες μιας περιοχής φοβούνταν ή παρεμποδίζονταν να ανοίξουν δημοσίως σχολείο κατά την διάρκεια των «μαύρων της δουλείας χρόνων», κατέφευγαν στα «κολλυβογράμματα» του ιερέως ή του μοναχού. Αυτό ακριβώς ήταν το Κρυφό Σχολειό!
γ/ Ο Αμερικανός διπλωμάτης Charles Tuckermann, πρώτος Αμερικανός Πρόξενος στις Αθήνες (1867-1874), στο έργο του «Οι Έλληνες της σήμερον» (Ελληνική μετάφραση Αντωνίου Ζυγομαλά, Αθήνα, 1877), γράφει μεταξύ άλλων:
«Φεγγαράκι μου λαμπρό φέγγε μου να περπατώ, να πηγαίνω στο σχολειό να μαθαίνω γράμματα του Θεού τα πράγματα.»
Τοιούτον περίπου ήτο το άσμα, όπερ ετραγώδουν οι Ελληνόπαιδες, πορευόμενοι εν καιρώ νυκτός εις το σχολείον επί τουρκοκρατίας. Το άσμα τούτο είναι γνωστόν εις πάντα Έλληνα νυν ως και πρότερον, και οι πατέρες δεικνύοντες εις τα τέκνα των την σελήνην, επαναλαμβάνουσι τους στίχους τούτους, αφηγούμενοι αυτοίς πόσον τοις εχρησίμευσεν αύτη κατά τους σκοτεινούς χρόνους της Οθωμανικής κυριαρχίας.
Μη επιθυμούντες, έστω και κατ’ ελάχιστον, να ερεθίσωσι τους δεσπότας αυτών δυναμένους να παρακωλύσωσιν τας προς ιδίαν παίδευσιν προσπαθείας των, οι παίδες ουχί δε σπανίως και αυτοί οι πατέρες, εφοίτων δια νυκτός και κρύφα εις την οικίαν του διδασκάλου, όπως εξακολουθήσωσι τας σπουδάς των».
Προφανώς, ο Αμερικανός Πρόξενος καταγράφει την προφορική παράδοση, που είχε ακούσει από πολλούς συνομιλητές του στην ελεύθερη πλέον Ελλάδα, πολλοί εκ των οποίων είχαν πρόγονον (πατέρα, θείον ή παππού), που εμαθήτευσε σε Κρυφό Σχολειό.
δ/ Αδιάψευστη μαρτυρία για την ύπαρξη του Κρυφού Σχολειού αποτελούν και τα τοπωνύμια.
Σε διάφορες γωνιές του Ελληνισμού διατηρείται άσβεστη η παράδοση και ζωντανή η μνήμη ότι «κάποτε εδώ λειτουργούσε το Κρυφό Σχολειό». Ο  ερευνητής Τάσος Γριτσόπουλος στο βιβλίο του «Σχολή Δημητσάνης» (Αθήναι 1962), αναφέρει ότι η λαϊκή παράδοση συνδέει το Κρυφό Σχολειό με την Ι. Μονή Φιλοσόφου της Δημητσάνης, με την Μονή Στρατηγοπούλου ή Μονή Ντίλιου στο νησί των Ιωαννίνων, ενώ τοπωνύμιο Κρυφό Σχολειό υπάρχει και στην Ίο των Κυκλάδων στην παραλία του λιμένος, και μάλιστα κοντά σε σπήλαιο. Και επισημαίνει ο Γριτσόπουλος:
«Ακριβώς τα λανθάνοντα, αλλά πάντοτε παρόντα στοιχεία ταύτα ανεύρεν εις την συνείδησιν του Έθνους ο Γκύζης και εδημιούργησε τον περίφημο πίνακά του, το «Κρυφό Σχολειό» [«Σχολή Δημητσάνης» (Αθήναι 1962), σελ.26].
ε/ Ο φιλόλογος και ιστορικός Σαράντος Καργάκος δηλώνει σχετικά στην εφημερίδα «Εξουσία» της 24/3/1998: «Ό,τι είναι θρύλος δεν είναι ψέμα». Υποστηρίζει μάλιστα ότι, στο χωριό Βέργοια Λακωνίας υπάρχουν δύο σημεία, που ο λαός ονομάζει «Κρυφά Σχολειά». Και συμπληρώνει : «Δεν είναι δυνατόν ένας ολόκληρος λαός να ψεύδεται». Στην Κρήτη επίσης υπάρχει ζωντανή ανάμνηση του Κρυφού Σχολειού στις Μονές Φανερωμένης, Τοπλού, Κρεμαστών, Καρδαμίτζας, Μεραμπέλλου κ.α.
στ/ Ο αγωνιστής Ιωάννης Μακρυγιάννης γράφει στα «Οράματα και Θάματα» :
«Τ’ άγια τα μοναστήρια, οπού έτρωγαν οι δυστυχισμένοι… από τους κόπους των Πατέρων, των Καλογήρων. Δεν ήταν Καπιτσίνοι Δυτικοί, ήταν υπηρέτες των Μοναστηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες, δούλευαν και προσκυνούσαν (=λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ’ αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι ‘περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνο με μένα οι σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήναν» (Αθήναι 1983, εκδ. Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, σελ. 163-4).
ζ/ Ο Φωτάκος, που ήταν υπασπιστής του Θ. Κολοκοτρώνη, αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «Μόνοι των οι Έλληνες εφρόντιζαν διά την παιδείαν, η οποία εσυνίστατο εις το να μανθάνουν τα κοινά γράμματα και ολίγην αριθμητικήν, ακανόνιστον. Εν ελλείψει δε διδασκάλου, ο ιερεύς εφρόντιζε περί τούτου. Όλα αυτά εγίνοντο εν τω σκότει και προφυλακτά από τους Τούρκους» (Φωτάκου, «Απομνημονεύματα»).
η/ Στο θέμα του «Κρυφού Σχολειού», αναφέρεται και ο γνωστός ακαδημαϊκός Διον. Κόκκινος: «Ο παπάς κάτω από τα ράκη του ράσου του κρατεί το ψαλτήρι και πηγαίνει να μάθη τα παιδιά, που τον περιμένουν, να διαβάζουν. Ομιλεί ακόμη εις τα παιδιά και διά τους μεγάλους ανθρώπους που εδόξασαν άλλοτε αυτόν τον τόπον. Διδάσκει την ολίγην ιστορίαν που γνωρίζει και αυτός. Το Κρυφό Σχολειό δεν είναι θρύλος. Το συνετήρησε παρά τας διώξεις, παρά την αξιοθρήνητον έλλειψιν παντός μέσου, παρά την φοβεράν πίεσι τόσων αμέσων αναγκών, που θα ήτο φυσικόν να οδηγήσουν προς τον εξισλαμισμόν, ο βαθύτατος πόθος του τυραννουμένου έθνους να υπάρξη».5
θ/ Ο Γάλλος περιηγητής και πολιτικός Victor Berard στο βιβλίο του «Τουρκία και Ελληνισμός – Οδοιπορικό στη Μακεδονία» (ελλην. Έκδοση Τροχαλία, Αθήναι 1987), γράφει ότι στην Αττάλεια της Μικράς Ασίας είδε το εξής φαινόμενο περί τα τέλη του 19ου αιώνος:
«Μέσα στο Κάστρο οι χριστιανοί μιλούν μόνο τούρκικα και δηλώνουν Έλληνες. Απέξω οι μωαμεθανοί, απόγονοι των Τουρκομωραϊτών που στην διάρκεια της επανάστασης του 1821 έφυγαν από την Μεθώνη και Κορώνη μιλούν μόνο ελληνικά».
Οι χριστιανοί, λοιπόν, οι Ορθόδοξοι δήλωναν Έλληνες αν και είχαν χάσει την μητρική τους γλώσσα. Ακόμη και στην δύσκολη αυτή κατάσταση η Πίστη και η Εκκλησία διατηρούσαν την εθνική συνείδηση.
Πως διετηρήθη η εθνική συνείδηση, εάν δεν υπήρχε η «κρυφή διδασκαλία» των ραγιάδων στα «κρυφά σχολειά» της Εκκλησίας;
Συμπερασματικώς, τα Κρυφά Σχολειά, ήταν απαραίτητα στους πρώτους δύο αιώνες της τουρκοκρατίας λόγω του κλίματος φόβου και τρόμου που επικρατούσε, στους δε επόμενους αιώνες, παρά την βελτίωση της οθωμανικής συμπεριφοράς, λειτούργησαν είτε για να δώσουν λύση απέναντι στην ανθελληνική και αντιχριστιανική τακτική ορισμένων Οθωμανών διοικητών, είτε για να διδάσκονται εκεί μαθήματα εθνικού φρονηματισμού με στρατηγικό στόχο, την εκπλήρωση των πόθων του Γένους
*
Ματαίως, προσπαθούν ορισμένοι να αρνηθούν την προσφορά της Εκκλησίας στην προετοιμασία και στην υλοποίηση των εθνικών οραματισμών και του Αγώνος. Ματαίως, επιχειρούν να παρουσιάσουν την ύπαρξη του «Κρυφού Σχολειού» ως μύθον. Τους διαψεύδουν οι πρωταγωνιστές των γεγονότων και πλήθος αποδεικτικών στοιχείων και μαρτυριών, προερχομένων από πολλές πηγές ελληνικές και ξένες, μερικές των οποίων μόλις προαναφέραμε.
Κι’ όμως! Τα αποδεικτικά στοιχεία για την ιστορική ύπαρξη του «Κρυφού Σχολειού» μεταξύ των οποίων οι μαρτυρίες του Tuckermann (Τάκερμαν), του Κωνσταντίνου Οικονόμου, του Νικολάου Δραγούμη και άλλων λογίων του 19ου αιώνος, τις απορρίπτουν αυθαιρέτως και με λογικοφανή επιχειρήματα οι πάσης φύσεως δοκησίσοφοι λογικοκράτες, αμετανόητοι αντιχριστιανοί, ανόητοι ορθοδοξίζοντες και εγκάθετοι του Συστήματος, αρνητές του!!!,
Ένας απ’ αυτούς είναι και ο Άλκης Αγγέλου ο οποίος σε  μελέτημά του (Το κρυφό Σχολειό, χρονικό ενός μύθου, Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 1997), δογματίζοντας ότι όλοι αυτοί που αποδέχονται την ύπαρξη του «κρυφού Σχολειού», είναι επηρεασμένοι από έναν μύθο που καλλιεργούσε η Εκκλησία και η συντηρητική ιδεολογία!
Αλλά η γνώμη των ανθρώπων που έγραψαν τον 19ο αιώνα είναι πρόσφατες και ζωντανές μαρτυρίες των γεγονότων της τουρκοκρατίας βαρύνει πολύ περισσότερο από έναν ιδεολογικώς και αντιεκκλησιαστικώς προκατειλημμένο συγγραφέα της εποχής μας, δηλαδή του τέλους του 20ου αιώνος.
Το ενδιαφέρον μάλιστα είναι ότι ο Αγγέλου επικαλείται ως κύριο αμφισβητία του Κρυφού Σχολειού τον γνωστό ιστοριοδίφη του 20ου αιώνος Γιάννη Βλαχογιάννη. Ο Βλαχογιάννης, όμως, είναι αντιφατική πηγή. Διότι σε κείμενό του, με τίτλο «Καραϊσκάκης», που δημοσιεύθηκε στη «Νέα Εστία», (τεύχος ΛΔ’, 1948, σ. 1110), αναφέρεται στο ποιήμα «Φεγγαράκι μου λαμπρό…» και δέχεται ότι:
«σ’ όσα χωριά το μοναστήρι ήταν πολύ μακριά, έπρεπε το παιδί να κινήσει με άλλα, και να τραβάει αξημέρωτα ανάμεσα σε άγριο λόγγο».
Δηλαδή ακόμη και ο Βλαχογιάννης δέχεται την σύνδεση του άσματος με την εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων στα μοναστήρια.!!!
Ο Αγγέλου και άλλοι αμφισβητίες του «Κρυφού Σχολειού» που κάνουν επιλεκτική και κατά βούληση χρήση των κειμένων ονομάζονται «ραμφιστές των κειμένων». Όπως οι όρνιθες ραμφίζουν την γη για να βρουν κάποια ωφέλιμη γι’ αυτές τροφή, έτσι και οι  «ραμφιστές των κειμένων» ξεφυλλίζουν τα κείμενα και υπογραμμίζουν εκείνα που ταιριάζουν ή συμφωνούν με την εκ των προτέρων εκπεφρασμένη θέση τους, χωρίς να ενδιαφέρονται για την αυθεντικότητα των κειμένων ή την αξιοπιστία των συγγραφέων, χωρίς να προβαίνουν σε κριτική μελέτη, αναφέροντες μάλιστα, κείμενο και συγγραφέα.
Παραλλήλως, εκείνα τα κείμενα που δεν τους εκφράζουν, δεν τους συμφέρουν ή δεν συμφωνούν με τις εκ των προτέρων εκπεφρασμένες θέσεις τους, τα παραλείπουν αποσιωπώντας και τον συγγραφέα τους!!!!
Αυτοί ονομάζονται «ραμφιστές των κειμένων», «ενσυνείδητοι ή ασυνείδητοι πλαστογράφοι της ιστορίας» και «επίδοξοι λεηλάτες ψυχών» και όχι ερευνητές, μελετητές ή αναζητητές της αληθείας!
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, με όποια μελανά σημεία και αν  βαραίνουν την διοίκησή της και την ένδοξη ιστορία της, στους τέσσαρες αιώνες τουρκικής δουλείας, ήταν η πρόμαχος της προετοιμασίας του Γένους των Ελλήνων για την Εθνικήν Ελευθερίαν του! Φρόντιζε να τονώνει το εθνικό συναίσθημα των ελληνοπαίδων ακόμη και με την προβολή ορισμένων αρχαίων προγόνων μέσω της αγιογραφίας.
Ο έγκυρος ιστορικός του Νέου Ελληνισμού Απόστολος Βακαλόπουλος γράφει σχετικώς:
«Οι νάρθηκες - σχολεία, λοιπόν, των εκκλησιών ήταν οι πιο κατάλληλοι τόποι, όπου θα ταίριαζε να ζωγραφηθούν ανάμεσα στους χριστιανούς αγίους οι μορφές των μεγάλων ειδωλολατρικών σοφών, προδρόμων του χριστιανισμού, συνήθεια παλιά βυζαντινή... Άραγε η τόνωση της παλιάς αυτής συνήθειας κατά τους αιώνες της τουρκοκρατίας οφείλεται σε μια λατρεία των ένδοξων προγόνων από τους ξεπεσμένους επιγόνους, σ' ένα ρευστό και αδιαμόρφωτο ακόμη εθνικό κίνητρο;».6
Ας αφήσουμε την τελευταία λέξη στον έλληνα ιστορικό Νίκο Σβορώνο (1911-1989), στην ανάγλυφον κεφαλήν του οποίου οι πάσης πολιτικής αποχρώσεως «αντιχουντικοί» Έλλαδίτες, ακόμη και οι αγέννητοι την περίοδον της επταετίας 1967-1974, καταθέτουν στεφάνους και άνθη κάθε χρόνον κατά την επέτειον «εξεγέρσεως του Πολυτεχνείου»:
«Οι αξιόλογες προσπάθειες της Ορθόδοξης Εκκλησίας για την εκπαίδευση, η οποία στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια της από τη στοιχειώδη εκπαίδευση, με μοναδικούς δασκάλους τους μοναχούς και τον κατώτερο κλήρο (στα σχολεία που λειτουργούσαν στις εκκλησίες και στα μοναστήρια ως την κάποιαν ανώτερη παιδεία των διαφόρων μητροπόλεων και της Πατριαρχικής Ακαδημίας, που ίδρυσε αμέσως μετά την άλωση ο Γεννάδιος και αναδιοργάνωναν οι διάδοχοι του), οι αγώνες για τη διαφύλαξη της χριστιανική πίστης και την καθαρότητα της Ορθοδοξίας, τα μέτρα για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, αποτελούν θεμελιακή συμβολή για τη διατήρηση της εθνικής συνείδηση των Ελλήνων.
Οι Νεομάρτυρες, συχνό φαινόμενο της εποχή, που δέχονται τον μαρτυρικό θάνατο για την χριστιανική τους πίστη, είναι συγχρόνως και οι πρώτοι εθνικοί ήρωες του νέου ελληνισμού(...). Άλλωστε στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας η Εκκλησία όχι μόνο δεν αντιτίθεται στα απελευθερωτικά κινήματα από τις δυτικές χριστιανικές δυνάμεις, αλλά συχνά συμμετέχη ενεργά και πολλές φορές τα κατευθύνει».7
Ώ άπιστοι, αγράμματοι, ανιστόρητοι, εμπαθείς, εθνομηδενιστές Ελλαδίτες! Ώ αφελείς και ευκολόπιστοι Ελληνόφωνοι! Δεν επείσθητε ακόμη για το «κρυφό Σχολειό» και για ό,τι συνδέει την Ορθόδοξη Εκκλησία με την Εθνική επανάσταση του 1821;
Όταν η Ελλάς εδέχθη την εχθρικήν επίθεση του Γερμανο-ιουδαίου Φαλμεράϋερ, που ισχυρίζετο ανιστορήτως, ότι η Ελλάς είχε εκσλαβισθεί, εξηγέρθη η Ελληνική -και η ξένη ακολούθως- επιστήμη, για ν᾿ αποδείξη την συνεχή και αδιάκοπη παρουσία της Ελλάδος στην Ιστορία με αδιάσειστα επιχειρήματα.
Απόηχος της δικαιολογημένης εκείνης αντεπιθέσεως της διανοούμενης Ελλάδος φαίνεται πως υπήρξε και το γνωστόν ποίημα του Πολέμη «Κρυφό Σχολειό» και ο περίφημος πίνακας του Γκύζη «Κρυφό Σχολειό».
Ο ισχυρισμός των αυτόκλητων κατηγόρων της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αρνητών του «Κρυφού Σχολειού», ότι η εμφάνισις ενός Ποιητού και ενός Ζωγράφου, στον γενικώτερον εκείνον συναγερμόν επιστήμης και λαού, έγινε «κατά παραγγελίαν των κατασκευαστών λειτουργίας Κρυφού Σχολειού», αποτελεί ΑΝΑΠΟΔΕΙΚΤΟΝ και βδελυκτήν συκοφαντίαν!!!
Αντιθέτως, πιστούται ότι ο ποιητής και ο καλλιτέχνης (Πολέμης και Γκύζης στην προκειμένη περίπτωση), απηχεί την ζωντανή Παράδοση του Έθνους.
Στην συνάφεια της παιδευτικής και προεπαναστατικής προετοιμασίας του Γένους των Ελλήνων, με κύριον μοχλόν την Ορθόδοξη Εκκλησία, θέση έχει και το κρυφό σχολείο, το οποίο συνετήρησε πίστη και εθνική συνείδηση των υποδούλων, με διδασκάλους τους απαίδευτους μοναχούς ή ιερείς και ενίοτε τους πεπαιδευμένους επισκόπους, οι οποίοι με το Ψαλτήρι και την Οκτώηχο, μετέδιδαν τα πρώτα γράμματα στα νέα παιδιά υπό το τρεμάμενο φως του κανδηλιού της εκκλησίας.
Πανταχού της Ελλάδος ο επισκέπτης-προσκυνητής μπορεί να ιδεί αυτούς τους τόπους στο Πήλιο, στα Άγραφα, στα Ιωάννινα, στην Πελοπόννησο, στα νησιά μας και αλλαχού.
Σε όσους συνεχίζουν να σχετικοποιούν, αμφισβητούν ή να αρνούνται την συμβολή της Εκκλησίας στον Αγώνα για την Εθνικήν Ελευθερίαν, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε το πλήθος των Νεομαρτύρων, τον απαγχονισμό του Πατριάρχη, την συμβολή των ρασοφόρων και λαϊκών (λεπτομερή στοιχεία και μαρτυρίες για τους εθνικούς αγώνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, παρουσιάσαμε ήδη, στις προηγούμενες αναρτήσεις, κατά αιώνα τουρκικής δουλείας), καθώς και την μαρτυρία των ίδιων των αγωνιστών.
Μόνον όσοι αγνοούν ή διαστρεβλώνουν σκοπίμως τις ιστορικές πηγές και τα γεγονότα του νεοελληνικού βίου, αμφισβητούν τον εθνικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό ρόλο της Εκκλησίας μας στους αγώνες του Έθνους (1453-1821). Και μέσα σ’ αυτήν την γενικώτερη αμφισβήτηση εντάσσεται και η άρνηση του Κρυφού Σχολειού.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, δεν χρειάζεται το ψέμα, διότι πέραν του ότι είναι «ο στύλος και το εδραίωμα της Αληθείας», το αίμα των εθνομαρτύρων της είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αληθείας της. Ούτε έχει ανάγκη από μύθους διότι εκεί που υπάρχει ο μύθος ελλείπει το ΗΘΟΣ. Αυτό ακριβώς το Ελληνορθόδοξο ΗΘΟΣ που προέβαλλε η Ορθόδοξη Εκκλησία, απετέλεσε τον πνευματικό εξοπλισμό απαραίτητο και για την πορεία και τους αγώνες του Γένους των Ελλήνων προς απόκτηση της Εθνικής Ελευθερίας.

Συνεχίζεται
          
          









1 Βασική βιβλιογραφία, όπως υποσ. 1 του 1ου μέρους.
2 Περιοδικὸ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Ιούλιος 2004
-Το Κρυφό Σχολειό: Μύθος ή Πραγματικότητα; (από φυλλάδιο των εκδόσεων της Αποστολικής Διακονίας)
-ΤΟ ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ, Τάσου Γριτσόπουλου, Ἱστορικοῦ – Συγγραφέως. [Ιστορικός Τάσος Γριτσόπουλος, ΣΤ: Υψηλάντης, (Δημητσάνα 1910 – Αθήνα 21.12.2008). Σπούδασε Φιλολογία  στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1928-32) και αργότερα ανακηρύχτηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών (1966)].
3 Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ.10ος, Αθήνα, 1974, σ. 150.
4 Κωστή Κοκκινόφτα, Κυκκώτικα Μελετήματα, τόμος Α’, Λευκωσία 1997.
5 Δ. Κόκκινος, «Η Ελληνική Επανάστασις», Τόμος 1, Αθήναι 1976, σ. 21.
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, έκδοση Β', τόμος Β', Θεσσαλονίκη 1976.
7 Ν. Σβορώνος,  Το ελληνικό έθνος, Αθήνα 2004, σελ. 84-85.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου