Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1453-1821)1


ΜΕΡΟΣ 8ο
Γ.  17ος αιώνας (Η ΘΥΣΙΑ ΕΠΤΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ)
2. Παιδεία- Εκπαίδευση- Εθνική Διαπαιδαγώγηση (Συνέχεια 7ου μέρους)
β. Η κατάσταση (σχολείων-μαθητών-διδακτικού προσωπικού)-Μαρτυρίες (Συνέχεια 7ου μέρους)
14/ Πελοπόννησος Βενετοκρατία (1684-1714)
Η Μονή Φιλοσόφου και η Σχολή της Δημητσάνας
Μέχρι το 1691 η Μονή Φιλοσόφου εξακολουθούσε να ακμάζει και να φωτίζει το υπόδουλο Γένος με το φως τον γραμμάτων και της παιδείας χάρις στην απρόσιτη θέση της. Οι μοναχοί του Φιλοσόφου αποφάσισαν και ίδρυσαν νέο, μεγαλύτερο ναό και ξενώνα για τους ξένους και κυρίως για τους μαθητές της Σχολής, σε θέση περισσότερο ομαλή και ευρύχωρη. Ίδρυσαν νέο ναό περί τα 300 μέτρα βορείως του παλαιού κατά το έτος 1691, όταν ήταν ηγούμενος ο Άνθιμος, όπως αναφέρει η σχετική περιγραφή. Εδώ λοιπόν μεταφέρθηκε η Σχολή της Παλαιάς Μονής μετά το 1691.
Η Σχολή εξακολούθησε να λειτουργεί μέχρι το 1764 οπότε παρεχώρησε την θέση της στην νέα σχολή Δημητσάνας, η οποία υπήρξε το πνευματικό της τέκνο και συνεχιστής της λαμπρής της παραδόσεως.
Οι Ιερές Μονές του Οσίου Νίκωνος του «Μετανοείτε», του Βροντοχίου, του Ζωοδότου Χριστού εν Μυστρά και των Αγίων Τεσσαράκοντα
Οι κώδικες από τους οποίους απαρτίζονταν οι βιβλιοθήκες της Μητροπόλεως Λακε­δαιμονίας και συγκεκριμένα της περίφημης Μονής του Βροντοχίου, του Ζωοδότου Χριστού και των υπολοίπων τόσο στο Μυστρά όσο και των ευρισκομένων, στην ευρύτερη περιοχή της Λακεδαιμονίας, εκκλησιαστικών και θρησκευ­τικών κέντρων, διηρπάγησαν ή κατεστράφησαν στην διάρκεια των διαφόρων ανωμά­λων περιόδων του έθνους. Ο μεν Μυστράς υπέστη δύο φορές ερήμωση, κατά το Ορλωφικό κίνημα και κατά την επιδρομή του Ιμπραήμ Πασά, οι δε ναοί του κάηκαν, πλην του ναού της Μητροπόλεως.
Σπουδαία και πλούσια ήταν και η βιβλιοθήκη της Ι.Μ. Αγίων Τεσσαράκοντα. Μάλιστα, κατά τους προ της επαναστάσεως του 1821 χρόνους στην Μονή ανήκε ένας μεγάλος αριθμός χειρογράφων κωδίκων, ο οποίος αυξήθηκε με την εκεί εναποθέτηση άλλων κωδίκων, για λόγους ασφαλείας τις κρίσιμες εκείνες στιγμές του Αγώνος, από την Μητρόπολη κυρίως του Μυστρά, όπως η παράδοση των παλαιοτέρων αφηγείται και μαρτυρείται από ορισμένα χειρόγραφα της Μονής.
Τα εναπομείναντα χειρόγραφα, ωστόσο, της Ι. Μονής των Αγίων Τεσσαράκοντα βρήκε αργότερα ο αείμνηστος Νίκος Βέης, στην εκεί επίσκεψή του το 1903, να φυλάσσονται στο δικό τους χώρο και να προστατεύονται από τους εκεί μονάζοντες αδελφούς. Μάλιστα, προχώρησε στην καταλογογράφηση των ευρεθέντων 76 κωδίκων, ανάμεσα στους οποίους ο αρχαιότερος ανέρχεται στον δωδέκατο αιώνα, λίγοι στον δέκατο τέταρτο, ενώ οι περισσότεροι είναι μεταγενέστεροι.
*
Μετά από δύο περίπου αιώνες δουλείας στους Τούρκους, η Πελοπόννησος το 1684 περιήλθε στα χέρια των φρακοπαπικών Ενετών.    Οι υποτιθέμενοι «Χριστιανοί» Ενετοί, αντί να προσπαθήσουν να ανακουφίσουν την χώρα από την αθλιότητα, κατόρθωσαν να γίνουν ακόμη πιο μισητοί και από τους Τούρκους στους υποτελείς Έλληνες αυτόχθονες.
Η αντιπάθεια των πελοποννησίων οφειλόταν κατ’ εξοχήν στην εκκλησιαστική πολιτική των Ενετών. Οι ορθόδοξοι αντιμετωπίζονταν από τους νέους κατακτητές ως σχισματικοί και αιρετικοί που έπρεπε να επιστρέψουν στην Λατινόφρονα Παπική Εκκλησία. Είναι χαρακτηριστική επί του προκειμένου η προτροπή του λατίνου/παπικού κληρικού Paolo Sarpi προς τους ομόδοξους συμπατριώτες του:
«Οι Έλληνες είναι άπιστοι και έπειτα από ολίγον θα επανέλθουν ακόπως εις τον ζυγόν των Τούρκων μεταχειρισθήτε αυτούς όπως τα άγρια ζώα, εκριζώνοντας τους οδόντας και τους όνυχας, εξευτελίζοντες αυτούς, προπάντων δε αφαιρούντες παν όργανον πολεμικόν. Άρτος και ράβδος, ιδού τι τους αρμόζει. Άς φυλάξωμεν την ευσπλαγχνία μας δια καλλιτέραν περίστασιν».
Οι παραπάνω φράσεις που απηχούσαν πλήρως τις απόψεις του Παπισμού για τους Ορθοδόξους Έλληνες, αφιερώνονται σε όσους ανιστόρητους και αγράμματους Νεοέλληνες κακολογούν και καθυβρίζουν την Ορθοδοξίαν, με αφορμή όσα έλεγαν οι «ανθενωτικοί» διαρκούσης της πολιορκίας της Πόλης: «καλύτερα φέσι τούρκικο, παρά τιάρα παπική». Συγκεκριμένα:
.Σύμφωνα με τον ιστοριογράφο των τελευταίων χρόνων της αυτοκρατορίας, τον Δούκα [(1400-1462),XXXVII,10), ο «μέγας Δούκας» Λουκάς Νοταράς, έφτασε να πει το πασίγνωστο:
«κρειττότερόν ἐστιν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν λατινικήν» δηλαδή: «Είναι καλλίτερο να δούμε στην μέση της πόλεως να βασιλεύει το φακιόλι των Τούρκων παρά η λατινική καλύπτρα [η τιάρα του Πάπα]». 
.Μετά την άλωση της Πόλης, πρώτη ενέργεια του Μωάμεθ Β΄ ήταν να καλύψει την κενή θέση του πατριαρχικού θρόνου, με την εκλογή ως πατριάρχου του μοναχού Γεωργίου Γενναδίου (Σχολάριου), στις 6 Ιανουαρίου 1454.
Η ενθρόνισή του έγινε τον Ιανουάριο του 1454 και ο Μωάμεθ τού εδώρισε έναν καινούριο σταυρό, τον περιέβαλε με τα εμβλήματα και του είπε:
«Έσο Πατριάρχης με καλή τύχη και να είσαι βέβαιος για την φιλία μας, και για όλα τα προνόμια πού είχαν οι Πατριάρχες πριν από σένα».
.Ο Γεννάδιος Σχολάριος ανέλαβε να σηκώσει έναν μεγάλο σταυρό κατά τα επόμενα χρόνια. Ο Μωάμεθ επέβαλε στο Οθωμανικό κράτος το σύστημα των μιλιέτ, σύμφωνα με το οποίο κάθε έθνος θα ασκούσε μια διοίκηση, όπως το επιβάλλει η θρησκεία του. Έτσι, ο Πατριάρχης θεωρήθηκε Εθνάρχης, αρχηγός του ρωμαίικου μιλιέτ.
.Τα Πατριαρχικά δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία σε όλες τις υποθέσεις που αφορούσαν τούς Ρωμιούς, ήτοι τούς γάμους, τα διαζύγια, τις επιτροπείες των ανηλίκων, τις διαθήκες και τους διαδόχους, εκδίκαζαν εμπορικές υποθέσεις, αν οι διάδικοι ήταν Ορθόδοξοι. Δηλαδή, «τά πατριαρχικά δικαστήρια απένεμαν δικαιοσύνη σύμφωνα με τον κανονικό νόμο των Βυζαντινών και με το αστικό και εθιμικό βυζαντινό δίκαιο».
Συνεκτιμώντας λοιπόν, όσα συνέβησαν μετά την α΄ άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Παπικούς χριστιανομάχους το 1204, εκείνα που είπε ο παπικός κληρικός Paolo Sarpi προς τους ομόδοξους συμπατριώτες του για τους Ορθοδόξους Έλληνες και όσα είπε και έπραξε ο Μωάμεθ προς τον Ρωμηό Πατριάρχη και την Ορθόδοξη Εκκλησία, ας αναλογισθούμε τι θα είχε συμβεί εάν το 1453, κατελάμβαναν την Πόλη οι Παπικοί Σταυρωτές (κατ’ ευφημισμόν «Σταυροφόροι») αντί του Μωάμεθ.
Δηλαδή τι θα είχε συμβεί;
Οι Παπικοί δεν θα είχαν αλώσει μόνον την Πόλη, δεν θα είχαν υποτάξει τους Έλληνες πολιτικώς, δεν θα ηρκούντο σε αιματοχυσίες, σφαγές, λεηλασίες, βιασμούς, βδελυρές πράξεις και φρικαλεότητες, όπως είχαν κάνει οι ίδιοι τον 12ον και 13ον αιώνα (κατά την α΄άλωση το 1204), αλλά και οι Οθωμανοί το 1453 σε βάρος των Ορθοδόξων….Επιπλέον, θα είχαν απαιτήσει από τους Έλληνες την παράδοση της ψυχής τους, τουτέστιν θα τους είχαν εκφραγκεύσει βιαίως, θα τους είχαν μεταλλάξει με την απειλήν θανάτου, θρησκευτικώς/ πνευματικώς!!!
Και ποίον θα ήτο το αποτέλεσμα;
Η Ελλάς θα είχε εξαφανισθεί από τον πολιτικόν-πολιτισμικόν χάρτη της υφηλίου, θα είχε μεταβληθεί σε μία επαρχία της Δύσεως με γεωγραφικά χαρακτηριστικά, εντός της οποίας οι μεταλλαγμένοι Έλληνες, ως Ελλαδίτες λατινόφρονες πολίτες πλέον, θα προσκυνούσαν  τον «αλάθητο» Πάπα και θα συναγελάζονταν με τους κοσμοπολίτες της υπόλοιπης Ευρώπης, ως μαζοποιημένοι και ελεγχόμενοι αριθμοί και όχι ως ελεύθερες προσωπικότητες.
Το σπουδαιότερον όμως!
Οι Έλληνες θα ήσαν σκλάβοι αιωνίως. Δεν θα επαναστατούσαν ποτέ για να αποκτήσουν την εθνική τους ελευθερία. ΔΕΝ θα υπήρχε το 1821, αφού θα είχαν απολέσει την Ιστορική μνήμη, την Εθνική καθώς και την πνευματική τους ταυτότητα!!!
Ο αντιδυτικισμός μιας μεγάλης μερίδας του Γένους, συμπεριλαμβανομένης συχνά και της Εκκλησίας, δεν συνιστούσε μια εκ των προτέρων, αρνητική και μισαλλόδοξη στάση ενώπιον των δυτικών δυνάμεων, και κυρίως του παπισμού. Προϋπέθετε την γνώση των δεινών που επέφερε η παπο-φραγκική κατάκτηση της Ανατολής και την ρεαλιστική εκτίμηση των συνεπειών της.
Οι Ρωμιοί, υπό την κυριαρχία των Δυτικών (παπικών Φράγκων ή Ενετών) κινδύνευαν να χάσουν την πνευματική ταυτότητά τους, κάτι που ήταν ο κύριος στόχος των διαφόρων επιδρομέων δυτικής προελεύσεως, στην καθ’ ημάς Ανατολήν.
Αυτό που βάραινε περισσότερο στην ρωμαίϊκη συνείδηση δεν ήταν τόσο η σωματική - κατ' επίφασιν - ελευθερία, όσο η πνευματική, νοουμένη στα πλαίσια της παραδόσεως ως ακεραιότητα ορθοδοξίας (και κατ' επέκτασιν ορθοπραξίας, πορείας προς την αγιότητα).
Αντιθέτως, το τουρκοκρατούμενο Γένος ήταν εμποτισμένο μ’ αυτήν την συνείδηση, όπως του υπαγόρευε η ιστορική του μνήμη, και όπως οι μεγάλοι εκκλησιαστικοί κήρυκες, κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, φρόντιζαν να του υπενθυμίζουν.
Είναι χαρακτηριστική επί του προκειμένου, η ρήση του πατρο-Κοσμά του Αιτωλού:
«Ήξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν και ο Τούρκος δεν μας βλάπτει. Άσπρα δωσ' του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Και δια να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου και τον έχει ο Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη...».
Το Γένος γνώριζε ότι την ορθόδοξη ταυτότητά του (που σήμαινε όχι απλώς μια ιδεολογικοποιημένη εκδοχή του δόγματος, όπως εν πολλοίς σήμερα, αλλά έναν τρόπο υπάρξεως) «δεν την απειλούσαν οι Οθωμανοί τόσον, όσον οι Φράγκοι του Πάπα».
Καθ' όλη την διάρκεια της υποτέλειας των Ρωμηών στους διάφορους κατακτητές, η Ορθοδοξία ήταν αυτή που διατηρούσε ζωντανή την Μεγάλη Ιδέα της ανασυστάσεως της αυτοκρατορίας μας και ενδυνάμωνε τον αγώνα τους. Γι’  αυτό, οι Παπικοί Ενετοί πάσχισαν να αποκόψουν την τοπική Εκκλησία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Την ίδια τακτική ακολούθησαν και στα Ιόνια Νησιά.
Η ιερά Μονή της Αγίας Λαύρας
Η στενή σχέση ορθόδοξης εκκλησίας και παιδείας, έγινε εντονώτερη κατά τους χρόνους της δουλείας. Ο κλήρος ήταν ο φορέας της παιδείας. Έτσι, στα μοναστήρια δημιουργήθηκαν βιβλιοθήκες και στην συνέχεια έγιναν πνευματικοί θησαυροί του έθνους.
 Το 1585 καταστρέφεται η μονή από πυρκαγιά, η οποία αποδόθηκε στους Τούρκους για να ανακοπεί το Εθνικό της έργο. Οι μοναχοί έφυγαν σε μετόχια της Μονής. Για αρκετά χρόνια, η μονή είναι ερειπωμένη. Το 1600, αρχίζει πάλι το χτίσιμο της Μονής από έναν Καλαβρυτινό, Ιωάννη και αργότερα Ηγούμενο αυτής.
Περίοδος πραγματικής δημιουργίας και αναπτύξεως της Μονής της Αγίας Λαύρας ήταν επί ηγουμενίας του πατρός Ευγενίου, με έρανο που έκανε σ' όλη την Ελλάδα και Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Την 19η Μαρτίου 1689, άρχισε την ανέγερση νέου κτιρίου της Μονής. Από τότε μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου 1944, η Μονή της Αγίας Λαύρας πέρασε δια πυρός και σιδήρου. Υπέστη πολλές πυρκαγιές, λεηλασίες, διώξεις και εκτελέσεις μοναχών.
Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, παρά τις δραματικές πιέσεις του κατακτητού, οι μοναχοί της Αγίας Λαύρας κράτησαν με πίστη και σθένος, την ελπίδα για την ελευθερία. Τόνωναν θρησκευτικώς και εθνικώς το υπόδουλο έθνος.
Στην Μονή της Αγίας Λαύρας δημιουργήθηκε κέντρο, που αργότερα γνώρισε την δόξα του μεγάλου όρκου για την ελευθερία και έγινε πηγή εμπνεύσεως όλου του ελληνισμού για την αποφασιστική έναρξη του αγώνος του 1821. Πριν αρχίσει η επανάσταση, η Μονή ευρίσκεται και πάλι σε περίοδο αναπτύξεως. Η Μονή προετοιμάστηκε για την μεγάλη εξόρμηση του Γένους.
Στις 20 Μαρτίου 1821,2 κατά την πιθανώτερη εκδοχή, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός και όλοι οι οπλαρχηγοί δίνουν το σύνθημα της εξεγέρσεως μετά την δοξολογία, που έγινε σε ατμόσφαιρα κατανυκτικής μυσταγωγίας. Ο Διάκος της Μονής Γρηγόριος Ντόκος, κρατώντας το Λάβαρο, που ορκίστηκαν ελευθερία ή θάνατος, κατέβηκαν στα Καλάβρυτα, τα πολιόρκησαν, και η φρουρά αιχμαλωτίστηκε.
Αυτή ήταν η πρώτη ελληνική νίκη. Στην συνέχεια, η Αγία Λαύρα γίνεται ορμητήριο πολεμικών ενεργειών και συγχρόνως το μεγάλο κέντρο ανεφοδιασμού των πρώτων ελληνικών δυνάμεων.
Οι πνευματικοί θησαυροί της Μονής.
Το Λάβαρο.
Ο πολυτιμότερος θησαυρός της Μονής είναι το Λάβαρο, δηλαδή η πρώτη σημαία του Ελληνικού Έθνους. Τούτο ήταν παραπέτασμα (κουρτίνα) της Ωραίας Πύλης του ναού. Από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, χρησιμοποιείται σαν σύμβολο -σημαία και ορκίζει τους αγωνιστές. Στην συνέχεια, γίνεται πολεμική σημαία. Η παρουσία της στις πρώτες στρατιωτικές εξορμήσεις με τις χρυσοκέντητες μορφές του Χριστού και της Παναγίας, διασάλπιζε το δίκαιο και ιερό αγώνα των Ελλήνων και ενέπνεε, στήριζε, γιγάντωνε τους αγωνιστές.
Όπως φαίνεται στον κώδικα της Μονής,  το λάβαρο έφερε στην Μονή το 1737 ο Ιερομόναχος Νεόφυτος, επί ηγουμενίας Τιμοθέου. Το σχήμα του είναι επίμηκες ορθογώνιο (1,20 χ 0,95). Επάνω εικονίζεται η Κοίμηση της Θεοτόκου, ο Χριστός κρατώντας στα χέρια Tου βρέφος, που συμβολίζει την ψυχή της μητρός του και Άγγελοι, που υποδέχονται την ψυχή της Παρθένου. Είναι φιλοτεχνημένο με έμπνευση, επιμέλεια και θρησκευτική πίστη.



Η κεφαλή τού προς αριστερά Αγγέλου, φέρει τουρκική σφαίρα κατά την πολιορκία των Καλαβρύτων, που το Λάβαρο ήταν η πρώτη πολεμική σημαία.
Η ευσέβεια και φιλοπατρία των μοναχών έσωσαν το Λάβαρο από τις πυρκαγιές και λεηλασίες που υπέστη η Μονή και έτσι σήμερα αποτελεί τον πολυτιμότερο Εθνικό θησαυρό. Συντηρήθηκε το 1993 και διαφυλάσσεται σε ειδική θήκη στην Μονή.
Τα Λείψανα των Αγίων
 Στις λειψανοθήκες της Μονής φυλάσσονται λείψανα πολλών Αγίων της Εκκλησίας. Το πολυτιμότερο είναι η Αγία Κάρα του «Αγίου Αλεξίου, του ανθρώπου του Θεού». Είναι δωρεά του Αυτοκράτορα Εμμανουήλ Παλαιολόγου το 1398. Το χρυσόβουλο επικυρώσεως, δυστυχώς καταστράφηκε σε πυρκαγιά της Μονής. Η μνήμη του εορτάζεται με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια στις 17 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα και στο μετόχι «Άγιος Αλέξιος» στην Πάτρα.
Η Κάρα του αγίου Φιλαρέτου του Ελεήμονος, εορτάζει την 1η Δεκεμβρίου. Πολλά τεμάχια λειψάνων από Αγίους όπως: Αγ. Θεοδώρου Στουδίτου, Αγίου Παντελεήμωνος, Αγίας Παρασκευής, Αγίων Αναργύρων, κ.λπ.
Η βιβλιοθήκη της Μονής συνεχώς εμπλουτίζεται. Έχει 3.000 περίπου έντυπα και βιβλία. Το αρχαιότερο είναι χρονολογίας του 1502. Στην συγκρότηση της βιβλιοθήκης της Μονής σημαντικά συνέβαλαν αρχικά ο Κύριλλος Λαυριώτης, το 1796 και πολύ αργότερα το 1929 ο Καλαβρυτινός δάσκαλος μοναχός Γρηγόριος Ιωαννίδης.
Η Μονή του Μεγάλου Σπηλαίου
Ανάμεσα στα ονομαστά πρόσωπα που αποφοίτησαν από την σχολή του Μ. Σπηλαίου είναι τα ονόματα των δύο πατριαρχών Ιεροσολύμων, Δοσίθεου (1669-1707) και Χρύσανθου (1707-1731). Όσον αφορά στην πλούσια βιβλιοθήκη της μονής αυτή καταστράφηκε το 1934 από φωτιά.  Δεν είναι γνωστός ο ακριβής αριθμός των βιβλίων και χειρογράφων της βιβλιοθήκης αφού πολλοί τόμοι είναι στοιβαγμένοι σε διάφορα σημεία του μοναστηριού. Ο βιβλιοθηκάριος της μονής π. Νείλος Νικολαΐδης απαρίθμησε χίλιους τόμους. Εικάζεται, όμως, ότι ο αριθμός των βιβλίων σήμερα ξεπερνά τις 3.000. 
Για την απαρχή της βιβλιοθήκης, πάλι δε μπορούμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα. Υπάρχουν, όμως, δύο μαρτυρίες που ανάγουν την ύπαρξη της μονής στον 15ο αιώνα. Οι παλαιότεροι κώδικές είναι ευαγγέλια του 10ου και 12ου αιώνος. Τα θεολογικά βιβλία είναι πάρα πολλά: Λειτουργικά, κανονικού δικαίου, συναξάρια, έργα Πατέρων της Εκκλησίας. Εκτός των θεολογικών, βρίσκει κανείς και βιβλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, έργα του Αριστοτέλη, Πλάτωνα, Λουκιανού, Πλουτάρχου και Αριστοφάνη.
Τα βιβλία αυτά φανερώνουν και τον σταθερό προσανατολισμό της παιδείας, η οποία μέχρι τον 17ο αιώνα ως σκοπό είχε την σπουδή και μελέτη τόσον των πατερικών κειμένων, όσον και της αρχαιοελληνικής γραμματείας.
15/ Λοιπές περιοχές
Στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό χώρο τα καλύτερα σχολεία εμφανίστηκαν σε ορισμένα αστικά κέντρα, κυρίως, της περιφέρειας (Ιωάννινα, Μοσχόπολη, Σμύρνη, Τραπεζούντα κ.ά.) και όχι στο κέντρο, την Κωνσταντινούπολη..
Μακεδονία3
Οι πληροφορίες μας για την εκπαιδευτική ζωή στην Μακεδονία κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, είναι ασαφείς και σποραδικές. Οι διαθέσιμες μαρτυρίες αφορούν κυρίως την κατά περιόδους παρουσία λογίων -κατά κανόνα μοναχών και κληρικών- στην Θεσσαλονίκη και σε μερικά μοναστικά κέντρα, κυρίως στο Άγιον Όρος,  αλλά και την λειτουργία, κατά τον ΙΣΤ΄ αιώνα, κάποιων υποτυπωδών σχολείων στην Θεσσαλονίκη και στις Σέρρες.
Οι πρώτες μαρτυρίες για ύπαρξη σχολείων στην πόλη της Καστοριάς ανάγονται στα μέσα του 17ου αι. και προέρχονται από τον Κώδικα της Μητροπόλεως. Ο Παντελής Τσαμίσης4 διασώζει ονόματα δασκάλων της εποχής, καθώς και τις θέσεις των πρώτων σχολείων «του νάρθηκα»: Στην μονή Μαυριώτισσας, στο ασκηταριό της Αγίας Άννας μέσα στον ναό του Αγ. Στεφάνου, στον Αγ. Γεώργιο Βουνού και στον Αγ. Γεώργιο Μουζεβίκη, όπου λειτουργούσε μοναστήρι. 
Το 1662, χάρη στην χρηματική χορηγία του επιχειρηματία Μανολάκη του Καστοριανού, αναδιοργανώθηκε η Πατριαρχική Σχολή η οποία λειτούργησε με τρεις κύκλους σπουδών: Ο ένας για τα «κοινά γράμματα», ο δεύτερος για την «κυκλοπαιδεία» (γραμματική, ρητορική, λογική) και ο τρίτος, ο ανώτερος, για την θεολογία και την φιλοσοφία.
Από τα μέσα του ΙΖ΄ αιώνος και εξής, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει, χωρίς ωστόσο να προσεγγίζει την ολοένα και θετικώτερη εικόνα άλλων ελληνικών περιοχών. Οι Έλληνες, και ιδιαίτερα οι Μακεδόνες απόδημοι στις βόρειες χώρες της Χερσοννήσου του Αίμου και τις κεντροευρωπαϊκές χώρες, κατάφεραν μέσα σε μερικές δεκαετίες, όχι μόνο να προσαρμοσθούν στον κοινωνικό περίγυρο, αλλά και να αναδειχθούν σε σημαντικούς παράγοντες της τοπικής οικονομικής και πολιτιστικής ζωής.
Δείγματα αυτής της εξελίξεως είναι τα σχολεία και οι εκκλησίες που οικοδόμησαν στις νέες εστίες τους, οι δωρεές και τα κληροδοτήματα προς τις χώρες φιλοξενίας αλλά και οι τίτλοι ευγενείας που απέσπασαν από τις ηγεσίες των χωρών αυτών. Στην συνέχεια, οι απόδημοι στράφηκαν προς τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, προσπαθώντας να συνδράμουν με κάθε τρόπο στην ανάπτυξή τους, ιδιαίτερα στον χώρο της παιδείας:
Η προσπάθεια αυτή φαίνεται στην οικονομική στήριξη σχολείων, την αποστολή εκπαιδευτικών και επιστημονικών βιβλίων, από τα οποία μάλιστα πολλά τυπώνονταν σε εξειδικευμένα σε ελληνικές εκδόσεις, τυπογραφεία της Πέστης και της Βιέννης και την παροχή υποτροφιών σε παιδιά συμπατριωτών τους, για την ολοκλήρωση των σπουδών τους σε ευρωπαϊκές χώρες. Οι περισσότεροι, άλλωστε, λόγιοι και εκπαιδευτικοί που εργάσθηκαν στην Μακεδονία κατά τον ΙΖ΄ και τον ΙΗ΄ αιώνα, είχαν σπουδάσει σε ελληνικά και ξένα εκπαιδευτήρια της Δυτικής και της Κεντρικής Ευρώπης.
Παράλληλα, χρηματοδότησαν την ανακαίνιση εκκλησιών και την κατασκευή κοινωφελών έργων, κυρίως με δωρεές και κληροδοτήματα. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι κοινότητες που επέδειξαν αξιοσημείωτη δραστηριότητα στον τομέα του πολιτισμού και της παιδείας, ήταν εκείνες από τις οποίες κατάγονταν οι περισσότερο δυναμικές ομάδες των Μακεδόνων, που είχαν εγκατασταθεί στα Βόρεια της Χερσοννήσου του Αίμου και στην Κεντρική Ευρώπη.
«Από του 1662», γράφει ο Κοζανίτης λόγιος Χαρίσιος Μεγδάνης, αναφερόμενος στην ιδιαίτερη πατρίδα του, «ηύξησεν ο πολιτισμός της και επολλαπλασιάσθησαν οι πραγματευόμενοί της εις Γερμανίαν, Ουγγαρίαν, Πολωνίαν, Κωνσταντινούπολιν και αλλαχού, και επομένως η εισαγωγή του κέρδους εγένετο αδροτέρα· συνάμα εισήχθη και η όρεξις εις την πολυτέλειαν και η φιλοτιμία διά τα βελτίονα, πρώτον μεν εις το κατά μέρος και έκαστος των ευκαταστάτων συναμιλλώντο εις το να κτίζωσι και κοσμώσι τους οίκους των μεγαλοπρεπώς και να διαιτώνται πολυτελώς και αβροτέρως… Οι κάτοικοί της, περιτριβόμενοι εις ξενητείαν ήλλαξαν το ήθος και επολιτεύθησαν και απέκτησαν φιλοτιμικήν εις το να ζώσι πολιτικώτερα και να ορέγωνται την καλλιμάθειαν…».
Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες της Μακεδονίας άρχισαν, από τα τέλη του ΙΖ΄ και κυρίως από τον ΙΗ΄ αιώνα, να επιδεικνύουν πρώϊμες και εντυπωσιακά υψηλές (για την γεωγραφική τους θέση) πολιτιστικές επιδόσεις, που εκδηλώνονται σε πολλούς τομείς της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ιδιαίτερα την αρχιτεκτονική, την ζωγραφική και την ξυλογλυπτική. Tα σωζόμενα δείγματα της δημιουργικότητος αυτής φανερώνουν συγκερασμό των παραδοσιακών βυζαντινογενών μορφών με τις δυτικόφερτες αντιλήψεις.
H διαπίστωση αυτή ισχύει και για την λαϊκή αρχιτεκτονική των απλών σπιτιών και των επιβλητικών «αρχοντικών» της Κεντρικής και της Δυτικής Mακεδονίας, αλλά και για τις παραστάσεις της λαϊκής, κοσμικής ζωγραφικής, τις οποίες συναντούμε στα ίδια ή σε ανάλογα οικοδομήματα. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για την αρχιτεκτονική και την εικονογράφηση των εκκλησιών, αν και μπορεί κανείς να διακρίνει ακόμα και στον τομέα αυτόν μερικές δυτικόφερτες επιρροές.
Στον τομέα της εκπαιδεύσεως, τα πρώτα ευοίωνα σημάδια αποτελούν οι σποραδικές αναφορές, κατά το δεύτερο μισό του ΙΖ΄ αιώνος, στην δραστηριότητα μερικών διδασκάλων σε βραχύβια μάλλον σχολεία των Σερρών, της Κοζάνης, των Σερβίων, της Βεροίας και της Θεσσαλονίκης.
Θεσσαλία.
Στα ορεινά Άγραφα, καταφύγιο πεδινών Θεσσαλικών πληθυσμών, σημειώθηκε από τα μέσα του 17ου ως τα μέσα του 18ου αιώνα μεγάλη άνθηση των γραμμάτων, χάρη σε τρεις λογίους - δασκάλους, τον μοναχό και μαθητή του Κορυδαλλέα Ευγένιο Γιαννούλη Αιτωλό (+1682), δεινό Ελληνιστή, Λατινιστή και άριστο γνώστη της θεολογίας και της φιλοσοφίας, τον επιφανέστερο εκ των μαθητών του Αναστάσιο Γόρδιο (1654 - 1729), άριστο επίσης αρχαιοελληνιστή και θεολόγο με σπουδαίο συγγραφικό έργο, και τον Θεοφάνη τον εκ Φουρνά. Και οι τρεις αφιέρωσαν την ζωή τους στην μόρφωση των νέων της πτωχής πατρίδας τους.
Εδώ πρόσφεραν μεγάλο έργο η σχολή Καρπενησίου, που ιδρύθηκε από τον Γιαννούλη, η σχολή Βραγγιανών (Γούβας), που ιδρύθηκε επίσης από τον Γιαννούλη, όπου δίδαξε και ο Γόρδιος, και η σχολή Φουρνάς. Παρά τα λειτουργικά τους προβλήματα, οι σχολές αυτές πρόσφεραν πολλά στον πληθυσμό της κεντρικής Ελλάδας και ανέδειξαν πολλούς άξιους μαθητές (τους Χρύσανθο και Κοσμά Αιτωλό, κ.ά.).
Αθήνες
Σημαντικά σχολεία λειτούργησαν την εξεταζόμενη περίοδο και στην Αθήνα, όπου η πρώτη μνεία διδασκαλίας ανώτερων μαθημάτων ανάγεται στον 17ο αιώνα, με πιο γνωστό δάσκαλο τον Κορυδαλλέα. Από τα σχολεία των Αθηνών ξεχωρίζει η σχολή Επιφανίου που είχε ιδρυθεί το 1647 από τον Γιαννιώτη μεγαλέμπορο Επιφάνιο και λειτούργησε ως τις αρχές του 19ου αιώνα. H πρώτη περίοδος της Σχολής αυτής φθάνει ως το 1716 οπότε και αναδιοργανώθηκε από τον λόγιο κληρικό Γρηγόριο Σωτήρη.
Με δικά του χρήματα, η σχολή Επιφανίου, που μετονομάστηκε σε «Φροντιστήριον ελληνικών και κοινών μαθημάτων», απέκτησε ειδικό διδακτήριο με αίθουσες διδασκαλίας, βιβλιοθήκη και διαμερίσματα για την διαμονή των πολλών δασκάλων και των μαθητών που πέρασαν απ’ αυτή.
Νησιά του Αιγαίου 
Σε μεγάλο πνευματικό και εκπαιδευτικό κέντρο του Τουρκοκρατούμενου ελληνισμού αναδείχθηκε η πολυάνθρωπη Xίος, χάρη και στα προνόμια που είχαν παραχωρήσει στο νησί, κατά καιρούς, οι σουλτάνοι. Στα 1666 ο γνωστός για τις ευεργεσίες του πλούσιος Κωνσταντινοπολίτης έμπορος Μανωλάκης Καστοριανός ίδρυσε στην Xίο μια νέα σχολή.
Σμύρνη
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην «Ευαγγελική Σχολή» της Σμύρνης, ένα από τα σπουδαιότερα Ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα των χρόνων αυτών. Στην Σμύρνη, με το ανεπτυγμένο εμπόριο, είχαν ιδρυθεί τον 17ο αιώνα από Παπικούς και προτεστάντες Μισσιονάριους Ελληνικά σχολεία, με στόχο την προπαγάνδιση του Παπισμού και Προτεσταντισμού.
Η εποχή του 17ου μέχρι τα τέλη περίπου του 18ου αιώνα χαρακτηρίζεται, όχι μόνο από την αύξηση των σχολείων και των μαθητών, αλλά και από την ύπαρξη οργανωμένων σχολείων με ειδικά διδακτήρια, με πρόγραμμα σπουδών που περιείχε και μαθήματα ανώτερου επιπέδου, με κορμό όμως τα μαθήματα που απέβλεπαν στην εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής και των δογμάτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Οι λόγιοι δραστηριοποιήθηκαν πλέον ως καθηγητές και διευθυντές συγκροτημένων σχολών, όπως επίσης σημειώθηκε εκτύπωση και κυκλοφορία ολοένα και περισσότερων σχολικών εγχειριδίων πρωτοτύπων ή μεταφρασμένων στην ελληνική.
Από τις αρχές του 17ου αιώνα εμφανίστηκαν και οι πρώτες μορφωμένες γυναίκες, κόρες επιφανών Φαναριωτών, που μάθαιναν γράμματα στο σπίτι και ασχολήθηκαν, κυρίως, με το θέατρο και την μετάφραση βιβλίων.
Τα πιο λαμπερά, όμως, εκπαιδευτήρια της περιόδου αυτής με την πιο άρτια οργάνωση λειτούργησαν στις πλούσιες ελληνικές παροικίες της Ιταλίας και στις Ηγεμονίες (Βλαχία και Μολδαβία). Στις Ηγεμονίες οφείλεται, κυρίως, στην παρουσία Ελλήνων παροίκων και των Φαναριωτών, οι οποίοι λόγω των αξιωμάτων που κατείχαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και κυρίως στον Οθωμανικό Διοικητικό Μηχανισμό, είχαν αντιληφθεί την αξία της μορφώσεως των Ελληνοπαίδων.
γ. Πνευματική – καλλιτεχνική παραγωγή των πελοποννησίων διδασκάλων (17ος αι.)
Μάξιμος Καλλιουπολίτης: Πελοποννήσιος ιερομόναχος που έδρασε τον 17ο αιώνα  και έμεινε γνωστός για την πρώτη μετάφραση της Καινής Διαθήκης σε απλή διάλεκτο.
Μάλαξος Νικόλαος: Πρωτοπρεσβύτερος με καταγωγή από το Ναύπλιο. Ήταν ένας από τους λόγιους κληρικούς της περιοχής, του 17ου αιώνα.
Μάνας Ιάκωβος: Γεννήθηκε και έδρασε στην πόλη του Άργους τον 17ο αιώνα. Σε αυτόν αναφέρεται ο Προκόπιος στην απαρίθμηση που κάνει των «πεπαιδευμένων Ελλήνων». Τον χαρακτηρίζει πολυμαθή και σοφό άνδρα, ειδήμονα της ελληνικής γλώσσας, εξαίρετο μιμητή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, εμπειρότατο ανιχνευτή του βάθους της Αγίας Γραφής. Μάλιστα για τον Μάνα αναφέρει ο Προκόπιος ότι ήταν σχολάρχης στην σχολή της Κωνσταντινουπόλεως.
Μάξιμος ο Πελοποννήσιος: Υπήρξε από τις σπουδαιότερες πνευματικές μορφές της Θεολογίας κατά τον 17ο αιώνα. Ήταν ιερομόναχος με πελοποννησιακή καταγωγή που όμως έδρασε στο Βουκουρέστι στα τέλη του 17ου αιώνα. Αναφέρεται ως ένας από τους δεινούς θεολόγους της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Συνέγραψε εγχειρίδιο κατά του σχίσματος των Παπικών.
Παπάς Ιωάννης: γεννήθηκε στο Νεόκαστρο της Πελοποννήσου και η δράση του υπολογίζεται στα μέσα του 17ου αιώνα. Στα πονήματά του συγκαταλέγεται η ακολουθία του αγίου ενδόξου Βασιλέως και μεγαλομάρτυρος Ιωάννου του Βλαδίμηρου και θαυματουργού.
Στον οθωμανοκρατούμενο χώρο αναφέραμε ήδη το τυπογραφείο στο Πατριαρχείο (1627) επί Κύριλλου Λούκαρι. Τα τυπογραφικά στοιχεία έφερε από την Βρετανία ο Κεφαλονίτης λόγιος ιερομόναχος και αργότερα αρχιεπίσκοπος Κεφαλονιάς και Ζακύνθου Νικόδημος Μεταξάς. Το πρώτο τυπογραφείο, που ιδρύθηκε και λειτούργησε στην Ανατολή δεν ήταν εκείνο του Πατριαρχείου.
Ο Νικόδημος Μεταξάς, πριν πάει στην Κων/πολη, σταμάτησε στην Κεφαλονιά, όπου και εγκατέστησε, χωρίς φυσικά την άδεια των βενετικών αρχών, τυπογραφείο στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου, σ’ ένα δηλαδή χώρο αρκετά απομακρυσμένο από το διοικητικό κέντρο του νησιού και «υπεράνω πάσης υποψίας» για παράνομες δραστηριότητες.
Εκεί, το τυπογραφείο λειτούργησε τέσσερις περίπου μήνες – από τα τέλη του 1626 μέχρι τις αρχές του 1627 – με τυπογράφο ένα Γερμανό τεχνίτη, που είχε φέρει μαζί του ο Μεταξάς, βοηθούμενο από έμπιστο καλόγερο του μοναστηριού.
Πρόλαβε και τύπωσε έξι βιβλία, τα οποία διακινούνταν στο νησί. Oι περισσότερες, μάλιστα, μαρτυρίες μάς έρχονται από το Ληξούρι, όπου στο κατάστημα του Νικολάου Λούζη πουλιούνταν βιβλία του τυπογραφείου, όπου επίσης ο παπα-Πέτρος Χοϊδάς και ο παπα-Δελλαπόρτας προμηθεύονταν βιβλία-εκδόσεις του μοναστηριού του Αγίου Γερασίμου.
Τελικά την άνοιξη του 1627, μετά από κατάδοση στις βενετικές αρχές, το πρώτο  αυτό τυπογραφείο της Ορθόδοξης Ανατολής καταργήθηκε.
 
Συνεχίζεται
 
 




1 Όπως υποσ. 1 του 1ου μέρους.
2 Στην τέταρτη σελίδα του φύλλου υπ.αριθμ.157 της γαλλικής εφημερίδας Le Constitutionel της 6ης Ιουνίου 1821, στο κάτω δεξιά μέρος αναγράφεται: «Ομιλία του Γερμανικού, έξαρχου της πρώτης Αχαΐας, αρχιεπίσκοπου Πατρών, προς τον κλήρο και τους πιστούς της Πελοποννήσου, που εκφωνήθηκε στο μοναστήρι των αδελφών της Λαύρας του όρους Βελιά την 8η (20ή) Μαρτίου 1821».
3 Η Μακεδονία από τις αρχές του ΙΗ’ αιώνος έως την ίδρυση του ελληνικού κράτους, Ιωάννης Χασιώτης, Ίδρυμα Μουσείου μακεδονικού αγώνα
4 Η Kαστοριά και τα μνημεία της, Αθήναι 1949.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου