Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1453-1821)1


ΜΕΡΟΣ 9ο
Γ.  17ος αιώνας (Η ΘΥΣΙΑ ΕΠΤΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ) [Συνέχεια 8ου μέρους]
3. Η θυσία επτά πατριαρχών-ένοπλοι αγώνες
α. Οι επτά πατριάρχες-ενθομάρτυρες του απελευθερωτικού αγώνος.
Εις επτά ανέρχονται οι θυσιασθέντες Πατριάρχες διαρκούντος του 17ου αιώνος. Συγκεκριμένα:
1/ Ραφαήλ Β΄ (1603-1607).
Εξεβλήθη βιαίως του Οικουμενικού θρόνου και εδέχθη άγριον θάνατον εν εξορία, επί Σουλτάνου Αχμέτ του Α΄(1603-1617).
2/ Κύριλλος Λούκαρις.2
Μετά τον θάνατο του Πατριάρχου Τιμοθέου του Β' η Σύνοδος του Πατριαρχείου της Κωνσταντινοπόλεως τον εξέλεξε Οικουμενικό Πατριάρχη (4-11-1620 μ.Χ.), αλλά μετά από δυόμιση χρόνια απομακρύνθηκε από τον Θρόνο (Απρίλιος 1623 μ.Χ.), κατηγορούμενος ότι προετοίμαζε επανάσταση των ελληνικών νησιών, και σιδηροδέσμιος εξορίστηκε στη Ρόδο.
Ο νέος Πατριάρχης Άνθιμος, έστειλε εκεί Αρχιερείς με σκοπό να τον πείσουν να υποβάλει κανονική παραίτηση. Εκείνος όμως απέρριψε την πρόταση και, με διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη, επέστρεψε στην Βασιλεύουσα (Σεπτέμβριος 1623 μ.Χ.), όπου έγινε θριαμβευτικά δεκτός από τους Χριστιανούς. Πολλοί κατέφθαναν στον Γαλατά, όπου διέμενε, για να πάρουν την ευλογία του, ενώ οι Αρχιερείς, οι πρόκριτοι και ο λαός, ζητούσαν επίμονα την επάνοδό του στον Θρόνο. Ο Πατριάρχης Άνθιμος αναγκάστηκε να παραιτηθεί και στον Θρόνο επανήλθε ο Κύριλλος (2-10-1623 μ.Χ.). Η αποκατάστασή του έγινε αφορμή γενικής χαράς των Ορθοδόξων, οι οποίοι στο πρόσωπό του έβλεπαν τον γνήσιο και αληθινό ποιμένα και Πατριάρχη τους.
Οι πολέμιοι του Πατριάρχου, βρήκαν πειθήνιο όργανό τους τον Βεροίας (Χαλεπίου) Κύριλλο Κονταρή, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Πόλη (1632 μ.Χ.) και άρχισε να συκοφαντεί τον Πατριάρχη, διαδίδοντας στους κυβερνητικούς κύκλους ότι βρισκόταν σε μυστική επικοινωνία με τους εχθρούς της Υψηλής Πύλης και ότι συνωμοτούσε εναντίον της. Οι συκοφαντίες έγιναν αποδεκτές, ο Πατριάρχης απομακρύνθηκε αλλά, λόγω της γενικής αγανακτήσεως, μετά από επτά ημέρες επανήλθε στον Θρόνο. Παρά ταύτα οι πολέμιοί του δεν έπαυσαν ούτε στιγμή να εργάζονται για την απομάκρυνσή του. Καταβάλλοντας μεγάλα χρηματικά ποσά στους τούρκους κατόρθωσαν να τον εξορίσουν στην Τένεδο (7-5-1634 μ.Χ.) και να ανεβάσουν στον Θρόνο τον Θεσσαλονίκης Αθανάσιο Πατελλάρο. Η παρανομία όμως δεν είχε μεγάλη διάρκεια γιατί μετά ένα μήνα απομακρύνθηκε ο Αθανάσιος και ο Κύριλλος επανήλθε θριαμβευτικά στον Θρόνο.
Οι συνεχείς αποτυχίες να απομακρυνθεί ο Πατριάρχης Κύριλλος και να εγκατασταθεί άλλος της αρεσκείας τους δεν απογοήτευσαν τους εχθρούς του, αντίθετα τους έκαναν σκληρότερους στην πολεμική τους και εφευρετικότερους στις μεθοδεύσεις τους. Πάλι, (Μάρτιος 1635 μ.Χ.), οι Ιησουΐτες κινήθηκαν εναντίον του και δίνοντας άφθονα χρήματα κατόρθωσαν να επιτύχουν την απομάκρυνσή του και την άνοδο στο Θρόνο του Κονταρή, ο οποίος συνέλαβε και περιόρισε τον γέροντα πλέον Πατριάρχη.
Σύμφωνα με έγγραφο του Αυστριακού Πρεσβευτή Schmidt, ο Κονταρής και η συμμορία του, εσκέπτοντο να τυφλώσουν ή να δηλητηριάσουν τον Κύριλλο. Ο Schmidt σκέφτηκε να τον κρατήσει φυλακισμένο στην αυστριακή πρεσβεία αλλά φοβήθηκε μήπως οι φωνές του τραβήξουν την προσοχή των Ελλήνων γειτόνων. Με πρόταση του πρεσβευτή, αποφασίστηκε να ναυλωθεί πλοίο με έμπιστο πλήρωμα στο οποίο θα επιβιβαζόταν για να μεταφερθεί δήθεν εξόριστος στην Ρόδο. Ο πλοίαρχος είχε εντολή να προσεγγίσει το πρώτο πειρατικό πλοίο που θα συναντούσε, και επί τη βάσει εγγράφων της αυστριακής πρεσβείας, θα παρέδιδε τον Κύριλλο για να μεταφερθεί στην Μάλτα. Στην Κωνσταντινούπολη θα κυκλοφορούσε η φήμη ότι Μελιταίοι αιχμαλώτισαν το πλοίο, στο οποίο επέβαινε ο Πατριάρχης, και ότι τον μετέφεραν στο νησί τους.
Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις και αναβολές βρέθηκε το πλοίο και το πλήρωμα και δόθηκαν τα έγγραφα της αυστριακής Πρεσβείας στον Μητροπολίτη, ο οποίος θα συνόδευε τον αιχμάλωτο Πατριάρχη, αλλά η ολλανδική Πρεσβεία κατόρθωσε με κατάσκοπο να μάθει τα τεκταινόμενα.
Το πλήρωμα εξαγοράστηκε και οδήγησε το πλοίο στην Χίο, όπου βρισκόταν ο διοικητής της Ρόδου Μπεκήρ Πασάς, φίλος του Πατριάρχου, ο οποίος τον πήρε υπό την προστασία του στην Ρόδο, όπου και παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 1636 μ.Χ., οπότε και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Επανήλθε στον Θρόνο τον Μάρτιο του 1637 μ.Χ. Βρισκόταν ήδη σε προχωρημένη ηλικία και μπορούσαν οι πολέμιοί του να περιμένουν τον φυσικό θάνατό του για να εφαρμόσουν τα σχέδιά τους. Επειδή όμως αυτός εξακολουθούσε να αγωνίζεται υπέρ της Ορθοδοξίας, οι Ιησουΐτες πείστηκαν ότι ήταν ακατάβλητος «ὁ μέγας γέρων» και γι̉ αυτό αποφασίστηκε να επιδιωχθεί με κάθε μέσο ο θάνατός του.
Νέες ενέργειες των εχθρών του απέδωσαν το αποτέλεσμα που προσδοκούσαν. Τον Ιούνιο του 1638 μ.Χ. ο Schmidt κατόρθωσε να απομακρύνει τον Κύριλλο από τον Θρόνο προβάλλοντας την κατηγορία στις τουρκικές αρχές ότι προετοιμάζει επίθεση των Ρώσων κατά της Κωνστινουπόλεως και επανάσταση των Ελλήνων. Ο Σουλτάνος Μουράτ που βρισκόταν στην εκστρατεία κατά της Βαγδάτης, αποδέχθηκε τις κατηγορίες και με την εισήγηση του Μεγάλου Βεζύρη Μπαϊράμ πασά, διέταξε να τον θανατώσουν.
Ο Κύριλλος συνελήφθη από απόσπασμα τσαούσηδων (χωροφυλάκων) στις 22 Ιουνίου και φυλακίστηκε στο φρούριο Ρούμελη Χισσάρ, όπου στις 27 Ιουνίου 1638 μ.Χ. έφτασαν 15 Γενίτσαροι και άλλοι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι.3
Αφού τον παρέλαβαν, επιβιβάζοντάς τον σε ένα πλοιάριο, τον μετέφεραν στην παραλία του Αγίου Στεφάνου, όπου τον θανάτωσαν με στραγγαλισμό. Κατ’ αυτόν τον τρόπον ετελεύτησεν ο δευτερομάρτυς Κύριλλος Λούκαρις.. Ο λαός πληροφορήθηκε την επομένη ημέρα τον θάνατό του και εξεγέρθηκε εναντίον του Κονταρή, ο οποίος όμως προσποιήθηκε ότι δεν είχε γνώση των πραγμάτων. Το σώμα του τάφηκε πρόχειρα στην άμμο του αιγιαλού αλλά μετά τρεις μέρες άνθρωποι του Κονταρή το ξέθαψαν και το πέταξαν στη θάλασσα για να μη βρεθεί από τους Χριστιανούς. Βρέθηκε όμως από κάποιους αλιείς, η σύμφωνα με άλλους, από Χριστιανούς που το αναζήτησαν, μεταφέρθηκε κρυφά και ενταφιάστηκε στην Μονή του Αγίου Ανδρέα, στην ομώνυμη νησίδα του κόλπου της Νικομήδειας.
. Ο Ιερομάρτυς Πατριάρχης Κύριλλος αμέσως μετά τον μαρτυρικό θάνατό του τιμήθηκε ως Άγιος και Μάρτυς, ο δε Όσιος Ευγένιος ο Αιτωλός, συνέταξε και Ακολουθία για να εορτάζεται η Μνήμη του. Η επίσημη Αγιοκατάταξή του έγινε από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας την 6η Οκτωβρίου 2009 μ.Χ.

Άγιος Κύριλλος Λούκαρις

3/ Κύριλλος Κονταρής.
Καταγόταν από το Χαλέπι της Συρίας. Σπούδασε στο Γαλατά της Κωνσταντινουπόλεως, στην εκεί σχολή που διατηρούσαν οι παπικοί Ιησουΐτες. Ο πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις τον είχε θέσει υπό την προστασία του και τον προώθησε στην Μητρόπολη Βεροίας (Χαλεπίου). Γρήγορα όμως ανταπέδωσε την αγάπην του Λουκάρεως  με προδοσίαν, συνταχθείς με τους εχθρούς της Ορθοδόξου πίστεως Παπικούς, και σταδιακώς μετεβλήθη σε όργανο των Ιησουϊτών και των Λατίνων του Γαλατά, τασσόμενος υπέρ της άνευ όρων Ενώσεως  με τους Παπικούς, υπό τον Πάπα!!!.4
Κατάφερε να εκθρονίσει τον Λούκαρι τρεις φορές και να καταλάβει αυτός την θέση του (1633, 1635-36, 1638-39). Μάλιστα, το 1638, έφθασε στο έσχατο σημείον να συκοφαντήσει τον Λούκαρι για Καλβινιστή!!!!. Η αδυναμία του να διοικήσει το Πατριαρχείο και η δουλοπρέπειά του προς τους προστάτες του παπικούς (κυρίως τους πρέσβεις της Πολωνίας. Της Γαλλίας και της Αυστρίας), προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κρατηθεί στον θρόνο για μεγάλο διάστημα. Η πολιτεία του περιγράφεται από τους συγχρόνους του με ιδιαίτερα αρνητικό τρόπο. Μάλιστα σώζεται και μια ομολογία της λατινικής (παπικής) πίστεως υπογεγραμμένη από τον ίδιο, το 1638. Την ομολογίαν αυτή παρέδωσαν στον Σουλτάνον Μουράτ οι ίδιοι οι φίλοι του Ιησουΐτες κατηγορήσαντες μάλιστα τον Κονταρή,  ως «ενεργούντα επανάστασιν κατά των τούρκων».
Όταν έγινε γνωστή αυτή η ομολογία, ο Σουλτάνος τον καθαίρεσε, φοβούμενος εξέγερση των…Ορθοδόξων και τον εξόρισε στην Τυνησία, εις Βαρβαρίαν (Καρθαγένη). Καθ’ οδόν όμως, οι δήμιοι συνοδοί του τον απηγχόνισαν και ακολούθως έρριψαν το νεκρόν σώμα του εις την θάλασσαν (24 ιουνίου1640).
Έτσι απεδόθη θεία δικαιοσύνη για την προδοσίαν του, τόσον προς τον Πατριάρχη Λούκαρι όσον και προς την Ορθοδοξία.
4/ Παρθένιος Α΄ (1639-1644).
Τον Σεπτ. 1639, εισηγήσει του Παρθενίου εγένετο Συνοδική πράξις δια της οποίας εκηρύχθη άκυρος η επί Πατριάρχου Νεοφύτου Γ΄(1636-1637) παύσις, κατ’ αξίωσιν των κατακτητών, του μητροπολίτου Γαβριήλ και αντικατάστασις τούτου δια του πρώην μητροπολίτου Κορίνθου Κυρίλλου. Αποτέλεσμα της αδούλωτης στάσεως τού Πατριάρχου υπήρξεν η παρά των τούρκων σύλληψίς του και αποστολή του ως εξορίστου εις Κύπρον και κατόπιν εις Χίον, όπου και απέθανεν το 1646, δηλητηριασθείς.
5/ Παρθένιος Β΄ (1644-1646, 1648-1650).
Κατηγορήθηκε από τους παπικούς Ιησουΐτες, ότι «απειργάζετο επανάστασιν κατά των Τούρκων». Οι κατακτητές απεδέχθησαν τις κατηγορίες και κατά διαταγήν του σουλτάνου Ιμπραήμ Α΄, ο Παρθένιος Β΄συνελήφθη και την 6 Μαΐου 1650 ή κατ’ άλλους την 10ην Μαΐου 1651, εστραγγαλίσθη εντός ακατίου, παρά των Τούρκων δημίων. Ακολούθως το σώμα του ερρίφθη εις την θάλασσαν, οπόθεν το ανέσυρον ευσεβείς Χίοι οι οποίοι το μετέφεραν εις την γενέτειράν του νήσον, όπου και το ενεταφίασαν. Κατ’ άλλους ιστορικούς, ενεταφιάσθη εις κατά την νήσον Χάλκην, μονήν Θεοτόκου Καμαριωτίσσης.
6/ Παρθένιος Γ΄
Παρέμεινε εις τον θρόνον του μόνον τρεις μήνες. Ο πατριάρχης ανελθών εις τον θρόνον, απηύθυνεν επιστολήν προς τον πρώην μητροπολίτην Νικαίας μετά του οποίου συνεδέετο και ο οποίος διέμενεν εις την Ταυρίδα, πλησίον  του βασιλέως των Κοζάκων. Εις την επιστολήν έγραψε και την φράσιν, «Έρχεται γαρ η Βασιλεία των Ουρανών, εν ή αμειφθήσονται οι ελεήμονες».
Η επιστολή παρέπεσεν και εστάλη εις την υψηλήν Πύλην, η οποία εζήτησεν την ερμηνείαν της φράσεως «Βασιλεία των Ουρανών». Εις τας τρεις αυτάς λέξεις απεδόθη  «επαναστατική σημασία» (συνεννόησις μετά των Ρώσων για πόλεμον κατά της Τουρκίας). Ο Σουλτάνος  Ιμπραήμ Α΄, διέταξε την θανάτωσιν του πατριάρχου. Πράγματι, την 14 Μαρτίου 1657-κατά Σάββατον του Λαζάρου- ο Παρθένιος αφού ηρνήθη διαρρήδην τας περί εξισλαμισμού του προς σωτηρίαν του προτάσεις, απηγχονίσθη  «εν τη καγκελωτή λεγομένη πύλη-Παρμάκ Καπού» .
7/ Γαβριήλ Β΄. 
Μετά τον απαγχονισμόν του Παρθενίου Γ΄,οι κατακτητές επιθυμούσαν να αναβιβάσουν εις τον θρόνον τον Γαβριήλ, χωρίς την έγκρισιν της Πατριαρχικής συνόδου. Ο Γαβριήλ δεν παρέμεινεν εις τον θρόνον παρά μόνον 12 ημέρες. Κατόπιν εξωρίσθη υπό των κατακτητών εις Προύσαν, όπου «έζη ησύχως ιδιωτεύων». Μετά πάροδον διετίας, δήμιοι σταλέντες εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Προύσαν, απηύθυνον κατά του γαβριήλ κατηγορίαν ότι «εβάπτισε Μωαμεθανόν και ήσκει προσηλυτισμόν μεταξύ Ιουδαίων και Μωαμεθανών».
Ο Γαβριήλ επιέσθη να ασπασθεί τον ισλαμισμόν, αλλ’ ως φυσικόν, ηρνήθη ομολογήσας την χριστιανικήν πίστιν. Τότε οι δήμιοι τον απηγχόνισαν ή κατ’ άλλους τον αποκεφάλισαν (3 Δεκ. 1659).
β. Λοιπές επαναστατικές δραστηριότητες5
1/ Με την είσοδον του 17ου αιώνος, εξερράγη επανάστασις με κέντρον την Ήπειρον. Ηκολούθησε η μακρά σε έκταση νέα Επανάστασις, διαρκέσασα περίπου 12 έτη, μετά διαλειμμάτων (1600-1612). Παραλλήλως υπήρξεν και περισσότερον πανελλήνιος, λόγω δε τούτου και πολύ περισσότερον σκληρά και αιματηρά δια το Γένος, ως προς τα αποτελέσματά της.
Κύριος υποκινητής του κινήματος εμφανίζεται ο απόγονος του Μαρκίωνος, Μομφερράτης Θωμά- υιού του Ανδρονίκου Παλαιολογου- Δουξ  του Νεβέρ Κάρολος Β΄ Γονζάγας, ο οποίος προέβαλε κληρονομικά δικαιώματα επί του αυτοκρατορικού θρόνου των Παλαιολόγων. Ο Κάρολος απηυθύνθη προς τους ανωτάτους κληρικούς και δι’ αυτών επεζήτησε την εξέγερσιν των Ελλήνων.
Ούτω, ο μητροπολίτης Λακεδαίμονος Χρύσανθος Λάσκαρις και ο επίσκοπος Μάνης Νεόφυτος μετά των προυχόντων Κοσμά, Κοντόσαυλου, Καλαποθά, Φωκά, Μελισσηνού, Στεφανοπούλου, κ.α.  επεδόθησαν αμέσως εις την οργάνωσιν της Επαναστάσεως.
Οι Έλληνες κληρικοί εμύησαν εις την απελευθερωτικήν κίνησιν και άλλες κορυφές της Εκκλησίας, μεταξύ τούτων, τους μητροπολίτες Ναυπάκτου και Άρτης Γαβριήλ, Δυρραχίου Χαρίτωνα, Ιωαννίνων, τον Τυρνόβου Δημήτριον Ράλλην, τον πρωτόγερον των Αθηνών Λεονάρδον Φιλαράν, κ.α. Την κίνησι είχεν υιοθετήσει και ο κατόπιν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Τιμόθεος (1612-1620), τότε μητροπολίτης Πατρών.
2/ 1600-1611:
Η Εκκλησία ήτο η πρωτοστάτης δύναμις των επανειλημμένων εθνικών εξεγέρσεων και αναφέρουμε, μεταξύ άλλων, την τολμηρή επανάσταση του 1600 και 1611 του Μητροπολίτου Τρίκκης - Λαρίσσης Διονυσίου, φιλοσόφου, κατά την οποία, πλην αυτού και άλλων αρχιερέων και κληρικών, εμαρτύρησε και ο επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου Σεραφείμ.
Ο Διονύσιος ηγήθηκε δύο εξεγέρσεων αγροτών εναντίον των Τούρκων, μία στην περιοχή των Αγράφων το 1600 και μία το 1611 στα Ιωάννινα, τα οποία μάλιστα κατέλαβε για λίγο.
Μετά την αποτυχίαν της πρώτης φάσεως του μακροχρόνιου κινήματος, οι κατακτητές μη συλλαβόντες τον Διονύσιον, συνέλαβον εκ των πρώτων, τον Αρχιεπίσκοπον Φαναρίου και Νεοχωρίου Σεραφείμ, από τον οποίον απαίτησαν να αλλαξοπιστήσει. Του Σεραφείμ αρνηθέντος, οι Τούρκοι προέβησαν εις απαγχονισμόν (4 Δεκ. 1601) ή κατ’ άλλους ιστορικούς, εσουβλίσθη, η δε κεφαλή του ιεράρχου αποκοπείσα ερρίφθη εις τον Πηνειόν ποταμόν..
Την νύχτα της 10ης προς την 11ην Σεπτεμβρίου του 1611, ένα σώμα περίπου χιλίων χωρικών από την Θεσπρωτία και τις γύρω περιοχές έκανε έφοδο στα Ιωάννινα, πραγματοποιώντας εξέγερση εναντίον των Τούρκων. Οι χωρικοί ήταν οπλισμένοι με ρόπαλα, δρεπάνια, σφεντόνες και ό,τι άλλο όπλο μπορούσε να βρει ο καθένας. Υποκινητής και επικεφαλής της εξεγέρσεως ήταν ο «καθηρημένος» μητροπολίτης Τρίκκης (Τρικάλων), Διονύσιος ο Φιλόσοφος.
Ακολουθώντας τις οδηγίες των δύο ηγετικών στελεχών Ζώτου Τσίριπου και Γεωργίου Ντελή, το πλήθος εισέβαλε στο τουρκικό διοικητήριο, που βρισκόταν στην περιοχή της Καλούτσιανης Ιωαννίνων και έβαλε φωτιά. Ο Οσμάν πασάς και οι άντρες του αιφνιδιάστηκαν και την τελευταία στιγμή κατάφεραν να τραπούν σε φυγή με κατεύθυνση το Κάστρο της πόλεως. Ο Διονύσιος τους ακολούθησε και άρχισε να τους πολιορκεί.
Η εξέγερση του Διονύσιου αν και ήταν καλά οργανωμένη, απέτυχε, καθώς αρκετοί Έλληνες κάτοικοι του Κάστρου, τον πρόδωσαν και αντί να τον βοηθήσουν, όπως είχαν υποσχεθεί, ανοίγοντας τις πύλες του κάστρου, τάχθηκαν στο πλευρό των Τούρκων. Οι πολιορκημένοι Τούρκοι σώθηκαν από τμήμα του ιππικού τους, που πρόλαβε να φτάσει έξω από το κάστρο και να καταστείλει τους εξεγερμένους.
Περίπου 200 άντρες βρήκαν τραγικό θάνατο, ενώ ο Διονύσιος κατάφερε να κρυφτεί σε μια σπηλιά. Οι εχθροί του όμως που είχαν παραλλάξει το προσωνύμιό του από «Φιλόσοφο» σε «Σκυλόσοφο», τον κατέδωσαν και συνελήφθη από τους Τούρκους. Μετά την αποτυχία της τελευταίας εξεγέρσεως τον Σεπτέμβριο του 1611, βρήκε τραγικό θάνατο (γδάρθηκε ζωντανός) στα χέρια των Τούρκων, χωρίς, όπως αναφέρεται, να λυγίσει ούτε στιγμή. Το δέρμα του οι Τούρκοι το γέμισαν με άχυρο, και το περιέφεραν από πόλη σε πόλη μέχρι την Κωνσταντινούπολη.
Ο κύκλος της Επαναστατικής εκείνης κινήσεως έκλεισε με την εν Κούκη της Βορείου Ηπείρου (νυν κατεχομένης από την Σκιπερία/Αλβανία), συνελθούσαν γενική συνέλευση κληρικών και λαϊκών, αντιπροσώπων της Ηπείρου, Μακεδονίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, Ερζεγοβίνης και Δαλματίας κατά την οποίαν, εγκρίθηκε μεν και σχετικόν «επαναστατικόν ψήφισμα» αλλ’ άνευ πρακτικού αποτελέσματος.
3/ 1601:
Τουρκικό φιρμάνι με ημερομηνία 29η Μαρτίου 1601, για επιβολή παιδομαζώματος επ’ απειλή καρατομήσεως των γονέων πού αρνούνται την παράδοση των παιδιών τους, προκαλεί και πάλι εξεγέρσεις των υποδούλων Ελλήνων σέ Ρούμελη, Μακεδονία και Ήπειρο.
Εξ αιτίας των φοβερών διώξεων των Τούρκων κατά την εποχή εκείνη, παραδίδεται ότι, πολλοί Ηπειρώτες για να σώσουν τα παιδιά τους καταφεύγουν στα όρη Σουλίου, όπου ήδη κατοικούσαν Ελληνικές οικογένειες, απόγονοι φυγάδων προηγούμενων διωγμών και συναθροίζονται. Έτσι δημιουργούνται εκεί οι πρώτοι «πυρήνες» παρουσίας των -μετέπειτα- ξακουστών Σουλιωτών.
4/ 1602-1603:
Οι ιππότες της Μελίτης (Μάλτας) συνεννοηθέντες με τους φλογερώτερους Έλληνες κληρικούς και προκρίτους, εμελέτησαν σχέδιον αποβάσεως με σκοπόν την δημιουργίαν «προγεφυρώματος», επί του υπό κατοχήν ελληνικού εδάφους. Τα σχέδια όμως κατεδόθησαν  εις τους δυνάστες και έτσι η απόβασις απέτυχε, με αποτέλεσμα να σφαγούν οι περισσότεροι των μυημένων κληρικών και προκρίτων. Οι κεφαλές των σφαγέντων εστάλησαν εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου εξετέθησαν εις κοινήν θέαν.
5/ 1603 μέχρι 1606:
Επιδρομές Τοσκανών, Ναπολιτάνων και Ιπποτών τής Μάλτας στο Αιγαίο. Απόπειρα καταλήψεως τhς Πύλου και κατάληψη τής Κώ. Επαναστατικός οργασμός σέ όλη την Ελλάδα.
6/  1609:
Επανάσταση των Μανιατών. Ενέργειες του Δούκα της Νεβέρ (ο οποίος ήταν απόγονος του τελευταίου δεσπότη τού Μυστρά Θωμά Παλαιολόγου), πρoς ενίσχυση τής επαναστάσεως των Ελλήνων. Πέτυχε μόνον κάποια ειδικά προνόμια για τις περιοχές τους.
7/ 1645 μέχρι 1669:
Τούρκο-Βενετικός πόλεμος στήν Κρήτη.
Οι Έλληνες -όπως παντού- συμπαρατάσσονται με τους Βενετούς, παρά την μακρόχρονη σκληρή κατοχή τής μεγαλονήσου από αυτούς (Ενετούς) και τις δόλιες συμπεριφορές τους, γιατί η σκλαβιά υπό τους Τούρκους γινόταν ανυπόφορη και οι ψεύτικες, ως συνήθως, υποσχέσεις των Παπικών Ενετών, γίνονταν πιστευτές από τους «πάντα ευοκλόπιστους και πάντα προδομένους» Έλληνες. .
Ο φοβερός σέ πολεμικά γεγονότα αλλά και ιδιαιτέρως πολύνεκρος πόλεμος στην Κρήτη (απαριθμούνται ως νεκροί εκατέρωθεν, τριάντα χιλιάδες Κρητικοί και Βενετοί αλλά και εκατό χιλιάδες Τούρκοι…), περιγράφεται με ενάργεια σέ μακροσκελές επικό στιχούργημα τού Ρεθυμνιώτη Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, με ιδιαίτερη αναφορά στις πολιορκίες και καταλήψεις από τούς Τούρκους των Χανίων, τού Ρεθύμνου   και -τέλος- τού Χάνδακα (Ηράκλειο), η οποία διήρκεσε επί 25 ολόκληρα χρόνια και θεωρείται η πλέον μακροχρόνια πολιορκία στην παγκόσμια ιστορία τών πολέμων. (…)
(«Το δέ του Μπουνιαλή στιχούργημα, μνημείον πολύτιμον διά την νεοελληνικήν ιστορίαν και φιλολογίαν, εί και δίς τυπωθέν εν Ενετία επί τοσούτον κατέστη σπάνιον, ώστε ο φιλόβιβλος δύναται να θεωρήση σπουδαίον αληθώς εύρημα την απόκτησιν αντιτύπου…»)
Παράλληλα, κατά την διάρκεια τού ΤουρκοΒενετικού πολέμου για την κατοχή τής Κρήτης, στον υπόλοιπο Ελλαδικό χώρο συμβαίνουν έντονες επαναστατικές κινήσεις σέ συνεργασία μέ τούς Βενετούς πού τίς ενισχύουν κυρίως ως αντιπερισπασμό στην πολιορκία τού Χάνδακα.
Έτσι έχουμε πολιορκία τού Ναυπλίου τον Ιούνιο 1647 αλλά και επιδρομές τού Βενετικού στόλου με την συνδρομή καταδρομικών Ελληνικών πλοίων -ιδίως Μανιάτικων- σέ Εύβοια, Βόλο, Χίο, Μυτιλήνη και Τσεσμέ.6
Περιγράφεται ακόμη μια μεγάλη ναυμαχία παρά την Νάξο όπου, ο Βενετικός στόλος και καταδρομικά Ελληνικά πλοία από την Ζάκυνθο, την Κεφαλληνία, την Μάνη και την Κρήτη, καταναυμαχεί τον Τουρκικό στόλο και απαλλάσσει για μερικούς χρόνους τα νησιά του Αιγαίου από τίς φοβερές επιδρομές του (Τότε περιγράφεται και μία τρομερή έκρηξη τού ηφαιστείου τής Θήρας ή «Σαντορίνης», η οποία συνέβη την 29ην Σεπτεμβρίου 1650).
Οι Μανιάτες, πού διακρίνονται για τις παράτολμες πειρατικές τους καταδρομές, δεν διστάζουν να επιτεθούν στον Τουρκικό στόλο πού πολιορκεί τον Χάνδακα και το έτος 1661, «αναπετάσαντες την σημαίαν της επαναστάσεως επολιόρκησαν και κατέλαβαν τας Καλάμας…».
Οι Τούρκοι προκειμένου να «συνετίσουν» τούς Μανιάτες, με ισχυρή μοίρα του στόλου τους (στην οποία ναύαρχος ορίζεται ο Τούρκος αρχιπειρατής Χασάν Μπαμπάς), επιχειρούν απόβαση στις Κιτριές αλλά οι Μανιάτες ενισχυμένοι με ανέλπιστη επικουρία Μανιατισσών τούς  αποκρούουν στην παραλία και «κατά την νύκτα δέκα Μανιάτες ριφθέντες    εις την θάλασσαν έκοψαν τας κάλους των αγκυρών τού στολίσκου, εξ ού δύο πλοία ριφθέντα επί των βράχων συνετρίβησαν και διηρπάγησαν  υπό των Μανιατών, οίτινες και πολλούς Τούρκους ηχμαλώτισαν», μόλις δε ο Χασάν Μπαμπάς, αισχρώς φεύγων, ηδυνήθη ίνα σωθή επί ενός   και μόνου πλοίου…».
Αλλά και οι Χειμαριώτες, κατά την διάρκεια τού μεγάλου Κρητικού πολέμου, επαναστατούν για μία ακόμη φορά κατά των Τούρκων, πού - μη μπορώντας να τους καταβάλλουν- ανανεώνουν τα προνόμιά τους.
Στις αρχές τού έτους 1669, οι Τούρκοι απελπισθέντες ότι θα μπορέσουν να καταλάβουν τον Χάνδακα, προτείνουν συνθηκολόγηση με βασικό όρο την παγίωση των κεκτημένων, επομένως και διατήρηση   τής κατακτήσεως των Χανίων και τού Ρεθύμνου. Όμως Βενετοί και Ελληνες, παρά την τραγική κατάσταση στην οποία βρίσκονται και τήν -κατ’ εκείνες τίς ημέρες- απώλεια τού Κρητικού πολέμαρχου Κορνάρου από έκρηξη πυρίτιδος, αρνούνται ελπίζοντας σέ απελευθέρωση όλης τής μεγαλονήσου.
Εν τέλει όμως, κατά το έτος 1669, ο Βενετός αρχιστράτηγος Φραντζέσκο Μοροζίνι, συνθηκολογεί με τούς Τούρκους και παραδίδει τον Χάνδακα. Αρχίζει δουλεία διαρκείας 250 ετών για την υπερήφανη Κρήτη, η οποία επί πλέον έχει υποστεί τεράστιες καταστροφές και πρωτοφανή πληθυσμιακή ερήμωση.
Ο ποιητής Τζάνε Μπουνιαλής θρηνεί:
«…Ένα νησί περίφημον πώς  εκαταπατήθη και σκοτωθήκαν άμετροι και πόσον αίμα ‘χύθη. Οπού ‘χεν  όλον το νησί χιλιάδες εξακόσιες, ανθρώπους κ’ εστολίσαν το με χάρες άξιες τόσες… Αν μαζωχτούν οι Κρητικοί, όλοι δεν είνε, κρίνω, δέκα χιλιάδες ζωντανοί ‘που τον καιρόν εκείνον, διατί εσκοτωθήκανεν, διατί  εσκλαβωθήκαν, σταίς χώραις οι κακότυχοι εδιαμοιρασθήκαν…»(Και βέβαια οι Τούρκοι δέν αργούν…).
Μετά την κατάληψη τού Χάνδακα, οι Τούρκοι επανέρχονται εναντίον των Μανιατών και με άφθονο χρυσό προκαλούν -δυστυχώς- διχόνοια και «βεντέττες» (αλληλοσκοτωμούς), μεταξύ ισχυρών οικογενειών τής Μάνης.
Μία από τίς συνέπειες αυτής τής αστόχαστης Ελληνικής διχόνοιας είναι η εγκατάλειψη τής πατρώας γης από την μεγάλη οικογένεια των Στεφανόπουλων, πού εγκαταστάθηκε τότε σύσσωμη στην Γαλλική νήσο Κορσική, από αυτήν δε την ονομαστή οικογένεια τής Μάνης, είναι γνωστό ότι καταγόταν και  η μητέρα τού Μεγάλου Ναπολέοντος, η περίφημη Λετίτσια. Με αυτές τις ενέργειες οι Τούρκοι αποκαθιστούν την κυριαρχία τους στην Πελοπόννησο.
8/ 1684:
Στην Στερεά και την Εύβοια γίνονται μάχες, με επικεφαλείς τους Σπαθόγιαννο, Κούρμα, Σπανό, Φιλόθεο Σαλώνων, Ιερόθεο Θηβών, Μακάριο Λαρίσης και Αμβρόσιον Ευβοίας. Ο Μητροπολίτης Άμφισσας Φιλόθεος σήκωσε τα όπλα κατά των Τούρκων στην Κόρινθο, με ένοπλο σώμα που συγκρότησε ο ίδιος. Στην μάχη που ακολούθησε τραυματίστηκε θανάσιμα. Το αυτό έπραξαν εις Αθήνας ο μητροπολίτης Ιάκωβος, εις Θήβας ο επίσκοπος Ιερόθεος, εις Λάρισσαν ο μητροπολίτης Μακάριος και εις Εύβοιαν ο μητροπολίτης Αμβρόσιος.  
Την ίδια χρονιά, ο Μητροπολίτης Κεφαλλη­νίας Τιμόθεος Τυπάλδος συγκρότησε επίσης επανα­στατικό σώμα με 150 κληρικούς και μοναχούς και πήρε μέρος σε όλες τις απελευθερωτικές προσπάθειες που γίνονταν εκείνη την περίοδο στο νησί. Ενώ όμως συνεχίζετο η πολιορκία της Λευκάδος, οι Τούρκοι συνέλαβον τον μητροπολίτην Κορίνθου Ζαχαρίαν, ως συνεννοούμενον μετά των Ενετών και δια να χαρισθεί η ζωή του του συνέστησαν να αλλαξοπιστήσει. Ο Ζαχαρίας ηρνήθη μετά περιφρονήσεως, υπεβλήθη σε φρικτά βασανιστήρια και κατεδικάσθη να καεί ζων. Οι χριστιανοί δια πολλών χρημάτων κατώρθωσαν να μεταβληθεί το φρικώδες τούτο είδος της ποινής. Υπέστη τον δι’ αποκεφαλισμού θάνατον την 30ην Μαρτίου 1684.
9/ 1684 μέχρι 1686:
Η συντριβή των Οθωμανών προ των τειχών τής Βιέννης, προκαλεί ενθουσιασμό στους υπόδουλους λαούς των Βαλκανίων και οι Βενετοί σπεύδουν να στείλουν στο Ιόνιο πέλαγος τον στόλο τους, με ναύαρχο τον υπερασπιστή τής Κρήτης, τόν Φραντζέσκο Μοροζίνι, προκειμένου να συνεγείρει τους Ελληνες της Επτανήσου και της Ακαρνανίας. Πράγματι, οι πάντοτε «αρειμάνιες» επαρχίες  Βάλτου και Ξηρομέρου εξεγείρονται πρώτες.
Με τον στόλο των Βενετών συνεκστρατεύουν και τρείς ξακουστοί Ελληνες αρματωλοί, ο Αγγελής Σουμίλας ή «Βλάχος» από τα Γιάννενα, ο Πάνος Μεϊντάνης από τήν Κατούνα τής Ακαρνανίας και το «Μικρό» Χορμόπουλο από την ορεινή περιοχή των Αγράφων.
Αυτοί είχαν αιχμαλωτισθεί αρχικά από τούς Βενετούς με δόλο ως ανυπότακτοι και «φοροφυγάδες» αλλά, ενώ μεταφέρονταν σιδηροδέσμιοι στην Βενετία για δίκη και (βέβαιη) εκτέλεση, το Βενετσιάνικο πλοίο δέχθηκε επίθεση από Αλγερινούς πειρατές και κινδύνευε να κυριευθεί.
Τότε, οι αιχμάλωτοι αρματωλοί ζήτησαν από τον Βενετό πλοίαρχο να τους ελευθερώσει προκειμένου να πάρουν μέρος στην μάχη και εκείνος δέχθηκε. Ακράτητοι οι Έλληνες οπλαρχηγοί όρμησαν στους πειρατές  και οι Βενετοί αναθαρρήσαντες αντεπετέθησαν και όχι μόνο τούς απέκρουσαν αλλά κατέλαβαν και το πειρατικό πλοίο.
 Οι Βενετοί, εκτιμώντας την ανδρεία των Ελλήνων οπλαρχηγών, τους προσέλκυσαν στην υπηρεσία τους και στην νέα αυτή ναυτική εκστρατεία κατά των Τούρκων (η οποία έγινε με τριάντα οκτώ γαλέρες, έξη γαλεάτσες και πολλά φορτηγά πλοία), τούς αποβίβασαν στις Ηπειρωτικές ακτές, προκειμένου να επιστρατεύσουν τούς οπαδούς τους και να προετοιμάσουν την πολιορκία τής Λευκάδας.      
Στην νέα αυτή επαναστατική κίνηση με άμεσο στόχο την απελευθέρωση της Λευκάδας, συμμετείχαν συνολικά 2.000 Έλληνες μεταξύ δε αυτών, οι Κεφαλλήνες και Ιθακήσιοι με αρχηγούς τους: Μεταξά, Δελλαδέτσιμο και Άννινο, οι Ζακύνθιοι με τους ευγενείς Ιωάννη Κουτούβαλη και Νικόλαο Κομούτο και οι Κερκυραίοι μέ τούς ιππότες Βαρβάτη και Μιδάνο. Συμμετείχε επίσης ο ευγενής Ζακύνθιος Σταματέλος Καπνίσης, ο οποίος είχε εξοπλίσει, με δικά του χρήματα, πολεμική «γαλιότα» με πλήρωμα ογδόντα ανδρών.       
Οι συνδυασμένες ενέργειες Βενετών και επαναστατών Ελλήνων, έχουν σαν αποτέλεσμα την κατάληψη τής Λευκάδας (16η Αυγούστου 1684) και των πέριξ νήσων Μεγανήσι, Κάλαμο, Καστό κ.λπ., αμέσως δε κατόπιν (την 8ην Νοεμβρίου), την κατάληψη της Πρέβεζας, ενώ απελευθερώνονται -μετά από σκληρές μάχες με τους Τούρκους- το Μεσολόγγι, το Αιτωλικό, ο Αστακός, το Αγγελόκαστρο, η Αμφιλοχία και η Βόνιτσα.        
Σ’ αυτές τίς πολεμικές επιχειρήσεις -μεταξύ άλλων- διακρίνεται ιδιαίτερα ο Έλληνας «καταδρομεύς» Μανέτας, από τα Ιόνια νησιά.
Παραλλήλως στο Αιγαίο, καταδρομικά πλοία των Βενετών αποτρέπουν κατάληψη της νήσου Τήνου, κατά τής οποίας επιχειρεί για αντιπερισπασμό ο Τουρκικός στόλος και τον καταδιώκουν μέχρι τα στενά τού Ελλησπόντου.
Κατά τον χειμώνα 1684-1685, ο Βενετικός στόλος αποσύρεται στην Κέρκυρα για επισκευές και ανεφοδιασμό, ο δε ναύαρχος Μοροζίνι δέχεται επιτροπές και απεσταλμένους από όλο τον Ελλαδικό χώρο για τον συντονισμό των επαναστατικών κινήσεων πού προετοιμάζονταν για την άνοιξη τού 1685.
Οι μέχρι τότε επιτυχίες του Βενετικού στόλου και των Ελλήνων οπλαρχηγών Ρούμελης και Πελοποννήσου, συνεγείρουν και τον απόδημο Ελληνισμό.
Στήν Βενετία: «…Μετά μεγάλης χαράς ήκουσαν και πάλιν οι Ελληνες ταύτην προς απολύτρωσιν αυτών σταυροφορίαν. Γενικός ηλεκτρισμός κατέλαβε το τουρκοκρατούμενον γένος και, αρχιερείς, αρματωλοί, πρού-χοντες και εν γένει πάν το Ελληνικόν ηύχετο ίνα επί τέλους ίδη εκπληρουμένους τους προαιωνίους αυτού πόθους…»
Ο μετέπειτα ονομαστός ιεροκήρυκας Ηλίας Μηνιάτης -νεαρός σπουδαστής τότε- εκφώνησε «τήν περίφημον πρός τήν Παναγίαν δέησιν»  υπέρ τής Ελληνικής επαναστάσεως :
«…Έως πότε Πανακήρατε Κόρη,  το τρισάθλιον γένος των Ελλήνων θα ευρίσκεται εις τα δεσμά μιας ανυποφέρτου δουλείας; Έως πότε θα του πατεί τον ευγενικόν λαιμόν ο βάρβαρος; Το ελληνικόν γένος εστάθη το πρώτον όπου… αντεστάθη των τυράννων…Τούτο έδωσεν εις τον κόσμον τους διδασκάλους, οι οποίοι με το φως τής διδασκαλίας των εφώτισαν τούς ανθρώπους…»
«Δώσε μας τόσην δύναμιν εναντίον των ανθρωποκτόνων και αιμοβόρων βαρβάρων,… ώστε να λάμψη τού μυστικού ήλιου η ζωοποιός ακτίνα…».
Από την αδούλωτη Μάνη φθάνει στον Μοροζίνι δεκαμελής πρεσβεία και τού παραδίδει την ακόλουθη αναφορά :          
«…Εκλαμπρότατε καπιτάν γενεράλη…., τα υπογεγραμμένα χωριά της Μάνης, επίσκοποι, προεστοί, γέροντες και νέοι, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, προσκυνούμεν την εξοχότητά σου. ….Από τούς απερασμένους χρόνους οπού εκυρίευσε ο Οθωμανός το βασίλειον τής Κρήτης… απεφάσισε να χαλάσει και ημάς. Μην ημπορώντας όμως να   το κάμη… και διά να μάς έχει εις την υποταγήν του ηθέλησε και έφτιαξε ένα κάστρον εις τον λιμένα του Οιτύλου και άλλο ένα εις την Ζαρνάτα, οπού είναι το τέλος του τόπου μας και τώρα θέλει να μάς καταχαλάση όλως διόλου... Διά τούτο σε παρακαλούμεν να έλθης και εις ημάς ….και τότε όλοι ημείς είμεθα έτοιμοι να σε δεχθούμε… διατί με το μέσον το εδικόν σου και την μεγάλην σου αξίαν, ελπίζομεν να απολαύσωμεν την ποθουμένην ελευθερίαν μας…».
Ο Μοροζίνι δέχθηκε με ευμένεια την αίτηση των Μανιατών και τούς προμήθευσε με βαρέλια πυρίτιδας και ικανή ποσότητα μολύβι ώστε προετοιμαστούν κατάλληλα για την επερχόμενη πολεμική σύγκρουση  με τούς Τούρκους.
Ταυτόχρονα απευθύνθηκε στους -πάντοτε πρόθυμους για απελευθερωτικούς αγώνες- Χειμαριώτες που άρχισαν και αυτοί να προετοιμάζονται. (Ο Κων. Σάθας περιγράφει) : «Εκτός των Μανιατών, ο Μοροζίνης εφρόντισεν ίνα διαγείρη και τους φιλοπολέμους κατοίκους της Χιμάρας.
Τούτο ιδεασθείς ο Πασάς τού Δελβίνου, συνήθροισε 1.500 πεζούς και 500 ιππείς και επί τή προφάσει εισπράξεως των καθυστερουμένων φόρων, επέπεσε κατά τής (Χιμαριώτικης) κωμοπόλεως Νιβίτσας. Αλλ’ οι Χιμαριώται εξασφαλίσαντες τας οικογενείας και τα βοσκήματα αυτών εφώρμησαν και, φονεύσαντες ικανούς, έτρεψαν αυτόν εις φυγήν…»
«Αποστείλαντες δέ εις τον εν Κερκύρα διατρίβοντα αρχιστράτηγον τάς κεφαλάς των εχθρών, παρεκάλεσαν αυτόν ίνα τοίς στείλη δύο γαλέρας μεθ’ όπλων και πολεμοφοδίων. Οι δε Τούρκοι συνετισθέντες εκ τής ήττης δέν ετόλμησαν πλέον νά προσβάλωσι τήν ανεξαρτησίαν τών εμπειρο-πολέμων τούτων Ηπειρωτών». (Σ.Σ. «Ούτω πώς» διατηρείται η εθνική ανεξαρτησία πατριώτες…)
Εν τέλει, την άνοιξη τού 1685, ο Μοροζίνι μέ Βενετούς και Ελληνες   των Ιονίων νήσων προσβάλλουν την Κορώνη και -μετά από πολύμηνη πολιορκία- την κυριεύουν, ενώ οι Μανιάτες πολιορκούν και κυριεύουν   το ισχυρό φρούριο τής Ζαρνάτας. Ο Τούρκος φρούραρχος Χασάν-Αγάς, φοβούμενος την οργή του Σουλτάνου, ζητά άσυλο από τούς Βενετούς.
Ο «Καπιτάν-Πασάς» (ναύαρχος) τού Τουρκικού στόλου αποβιβάζει στην Καλαμάτα ισχυρό στράτευμα από οκτώ χιλιάδες πεζούς και χιλίους πεντακοσίους ιππείς το οποίο, βαδίζοντας γιά νά επανακαταλάβει τήν Ζαρνάτα συγκρούεται με στρατεύματα τού Μοροζίνι πού αποτελούνται από Βενετούς, Ιππότες τής Μάλτας, «Σκλαβούνους» (δηλ. Μαυροβούνιους), Έλληνες των Ιονίων νήσων και Μανιάτες που αποτελούν την εμπροσθοφυλακή.
Συνάπτεται σκληρότατη μάχη και οι Τούρκοι συντρίβονται, με άμεση συνέπεια την παράδοση τής Καλαμάτας. Στην συνέχεια, οι Μανιάτες με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Πέτρο Ιατράκο πολιορκούν και κυριεύουν   τα οχυρά Οιτύλου, Κελεφά και Πασαβά.
Κατά τον ίδιο χρόνο σημειώνεται εξέγερση των Ελλήνων στην Ευρυτανία υπό τον αρματωλό τού Καρπενησίου καπετάν-Λιβίνη ο οποίος νικά τούς Τούρκους σέ μάχη παρά το χωριό Γόλιανη. Όμως σέ δεύτερη μάχη, με ισχυρότερες Τουρκικές δυνάμεις, παρά την Αράχωβα, φονεύεται μαχόμενος και οι Τούρκοι πυρπολούν τα χωριά τής περιοχής.
Οι πολεμικές επιχειρήσεις συνεχίζονται και κατά το επόμενο έτος 1686 και -αφού μετά από σκληρή μάχη- τα νεοαφιχθέντα υπό τον νέο «σερασκέρη» Ισμαήλ-πασά- Τουρκικά στρατεύματα (τά οποία μετέφεραν στήν Πελοπόννησο τά μισθωμένα από τόν Σουλτάνο, Αγγλικά και Γαλλικά πλοία !!!...), συντρίβονται μπροστά στο φρούριο του Κελεφά, εν συνεχεία δε, οι Βενετοί υπό τον Σουηδό στρατηγό Καίνιξμαρκ και οι Μανιάτες συνεπικουρούμενοι από Ζακυνθίους υπό τον οπλαρχηγό Παύλο Μακρή, πολιορκούν και κυριεύουν τα ισχυρότατα φρούρια τού νέου και τού παλαιού Ναυαρίνου (Πύλος).
Κατά την ίδια χρονιά, τα Βενετικά στρατεύματα και οι Έλληνες επαναστάτες πολιορκούν το ισχυρότατο φρούριο τής Μεθώνης και το κυριεύουν την 7ην Ιουλίου 1686 ενώ οι Τούρκοι ξεσπούν την οργή τους κατακαίγοντας κωμοπόλεις και χωριά σέ όλη την υπόλοιπη Πελοπόννησο πού κατέχουν και αιχμαλωτίζουν μεγάλο αριθμό γυναικοπαίδων, τα οποία  και πωλούν ως δούλους στα σκλαβοπάζαρα.    
Εν συνεχεία, στο πολεμικό συμβούλιο των συμμαχικών δυνάμεων αποφασίζεται η πολιορκία τού Ναυπλίου και ο στόλος υπό τον Καίνιξ-μαρκ αποπλέει την 15ην Ιουλίου 1686 προς κατάληψή του.
Με την αποβίβαση των στρατευμάτων αυτών στην παραλία του Άργους, συνάπτεται ισχυρή μάχη και οι Τούρκοι ηττώνται, οπότε την επομένη ημέρα παραδίδεται αμαχητί το Άργος και μετά από ολιγοήμερη πολιορκία, το Ναύπλιον.

 Συνεχίζεται  












1 Όπως υποσ. 1 του 1ου μέρους.
2 Ορθόδοξος Συναξαριστής, Άγιος Κύριλλος Λούκαρις, 18 Μαρτίου 2012.
3 Την 29ην Ιανουαρίου 1638, κατά τον Κωνσταντίνον Σάθαν ή την 27ην Ιουνίου 1638 κατ’ άλλους ιστορικούς, παρελήφθη παρά των δημίων του εκ του Πατριαρχείου. Επειδή οι Τούρκοι (επί σουλτάνου Μουράτ Δ΄) εφοβήθησαν να τον απαγχονίσουν δημοσία, επεβίβασαν τον Πατριάρχην εις πλοιάριον, μόλις απεμακρύνθησαν από την Πόλη, οι δήμιοι τον εστραγγάλισαν και μετά τον έρριψαν εις την θάλασσαν.
Μετά από τρία χρόνια, το 1641 μ.Χ., ο Οικουμενικός Πατριάρχης Παρθένιος ο Α΄ ο Γέρων (1639 - 1644 μ.Χ.) μερίμνησε για την ανακομιδή και μεταφορά των λειψάνων του στο Πατριαρχείο και, αφού «ἔψαλλεν αὐτά», έδωσε εντολή να μεταφερθούν στη Μονή Καμαριωτίσσης της Χάλκης και να τοποθετηθούν στο ιερό Βήμα του Καθολικού της Μονής, κάτω από την αγία Τράπεζα. Από εκεί μετακομίστηκαν στο Πατριαρχικό Σκευοφυλάκιο και το 1975 μ.Χ. αποδόθηκαν στην Ιερά Μονή Αγκαράθου, όπου φυλάσσονται σήμερα.
4 Steven Runciman (2010). Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία. Εκδόσεις Γκοβόστη, σελ. 271.
5 ΟΙ ΣΥΝΕΧΕΙΣ ΕΞΕΓΕΡΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ     ΣΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΟΧΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟ 1453 ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821-1828 ΚΑΙ  ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΓΙΑΤΙ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821 ΔΕΝ ΗΤΑΝ «ΓΕΝΝΗΣΗ» ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΛΛΑ «ΠΑΛΙΓΓΕΝΕΣΙΑ», ΔΗΛΑΔΗ (Η) ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ. Γρηγόρης Νικηφ. Κοσσυβάκης, Δικηγόρος-Συγγραφέας.
6 Το Τσεσμέ (Çeşme, τουρκικά προφέρεται Τσέσμε), παλιότερα γνωστό στα ελληνικά ως Κρήνη, είναι παραθαλάσσια πόλη και περιφέρεια στο δυτικό άκρο της Τουρκίας, στην επαρχία Σμύρνης. Η πόλη το 2012 είχε 21.749 κατοίκους και η περιφέρεια 34.563. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της χερσονήσου Καραμπορούμ, 85 χιλιόμετρα δυτικά της Σμύρνης, απέναντι από τη Χίο, από την οποία απέχει 9 ναυτικά μίλια.
Σε ένα κόλπο βορειοδυτικά του Τσεσμέ, στο σημερινό χωριό Ildırı, κατά την αρχαιότητα βρισκόταν η αρχαία ιωνική πόλη Ερυθρές και η περιοχή της σημερινής πόλης λεγόταν Κύσος. Η πόλη στην σημερινή θέσης της άρχισε να αναπτύσσεται κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Κατελήφθη το 1508 από τον Βαγιαζήτ Β΄. Τον Ιούλιο του 1770, κατά την διάρκεια των Ορλωφικών, στην πόλη δόθηκε η ναυμαχία του Τσεσμέ, η οποία έληξε με νίκη του ρωσικού ναυτικού. Η πόλη ανέκαμψε ξανά τον 19ο αιώνα, με την άφιξη μεταναστών από την Πελοπόννησο (γνωστοί ως «Μωραΐτες») και τα νησιά του Αιγαίου και πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή είχε 19.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 17.000 ήταν Έλληνες!!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου