Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΟΝ
ΑΓΩΝΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ (1453-1821)1
ΜΕΡΟΣ
6ο
Γ. 17ος αιώνας (Η ΘΥΣΙΑ ΕΠΤΑ ΠΑΤΡΙΑΡΧΩΝ)2
1. Γενικά
Ο 17ος αιών υπήρξε πλούσιος εις εθνικά
γεγονότα, των οποίων η σημασία καθίσταται ακόμη μεγαλυτέρα, αν αναλογισθεί
κανείς εν μέσω ποίας ατμοσφαίρας, ποίων αντιξοοτήτων και ποίων κινδύνων και
συμφορών οι Έλληνες ακολουθούσαν ακλόνητοι την πορείαν προς την ελευθερίαν.
Η Ελληνική Εκκλησία ευρίσκεται και πάλιν
συνεχώς επικεφαλής του υπερτάτου αγώνος
και καταβάλει βαρύ τίμημα της πρωτοπορείας της.. Όπως γράφει ο Παύλος
Καρολίδης, «….Πατριάρχαι και
μητροπολίται απηγχονίζοντο και εσφάζοντο, αλλ’ ο θρόνος και τα αξιώματα
αυτών εξαγνιζόμενα έτι μάλλον δια του εκχυθέντος αίματος υψούτο μετά μείζονος
αίγλης, αγιότητος και ηθικής γοητείας εν τω στρατοπέδω της στρατευομένης
Εκκλησίας και του ηθικώς αγωνιζομένου Έθνους».
2. Παιδεία- Εκπαίδευση- Εθνική Διαπαιδαγώγηση
α. Γενικά
Στις αρχές τού 17ου αι. οι μορφωμένοι μοναχοί, όπως ό Μάξιμος ό
Πελοποννήσιος, στιγματίζουν την πλημμελή μόρφωση των ιερέων και
ιδίως των αρχιερέων. Ακόμη και μέσα στο
ίδιο το Άγιον Όρος, διαπιστώνει ό λόγιος μοναχός Π. Ρουσάνος, την απουσία πνευματικών
ενδιαφερόντων:
«Αλλ’ άπαντες σχεδόν οι λόγιοι αντιποιούμενοι ταύτα
πάσχουσι• και τον κόσμον αίρονται μάλλον οικείν ή την έρημον, διά την σύγχυσιν.
. .».
Η κατάσταση βελτιώνεται
τον 17ο αιώνα, ώστε κάποιες πόλεις να προβάλλονται για το επίπεδό τους όπως αι
Αθήναι. Από τα τέλη αυτού του αιώνος, σημειώνεται μια ολοένα και μεγαλύτερη
ανάμειξη των συντεχνιών στην διοίκηση των σχολείων.
Από το 1630 και κυρίως
από της πατριαρχίας του εθνομάρτυρος Κυρίλλου Λουκάρεως άρχισε μία περισσότερον συστηματική προσπάθεια
δια την ανάπτυξιν της ελληνικής παιδείας-των ελληνικών γραμμάτων. Οι Έλληνες
είχαν ανάγκη πρωτίστως στοιχειώδους εκπαιδεύσεως η δε Μεγάλη του Γένους Σχολή,
αφεώρα ανωτέρας ή ανωτάτας σπουδάς.
Έτσι σχολεία του
Γένους κατέστησαν ΟΛΕΣ οι Ελληνικές εκκλησίες και τα μοναστήρια. Τα μαθήματα
εδίδοντο σχεδόν πάντοτε κατά την νύκτα και κρύφα, δια τον φόβον των κατακτητών.
Εκτός όμως των
Εκκλησιών-Σχολείων, με φροντίδα της Εκκλησίας διετηρούντο επίσημες Ελληνικές
σχολές εις την Κύπρον, Χίον, Κύθηρα, και το Ηράκλειον της Κρήτης. Λαμπροτάτη
Ελληνική Σχολή εις την οποίαν εφοίτησε και ο Κύριλλος Λούκαρις, υφίστατο εις το
μετόχιον της Μονής Σινά.
Το 17ο αιώνα, η
Κωνσταντινούπολη, το εθνικό, θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο του Ελληνισμού,
άρχισε να παρουσιάζει κάποια εξέλιξη στον τομέα της εκπαιδεύσεως, όπως
αποδεικνύεται από την αρτιότερη οργάνωση και την διεύρυνση του αντικειμένου
διδασκαλίας της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Η αναβάθμιση της Σχολής σε
πανεπιστημιακό επίπεδο και η συμπλήρωση των θεολογιών μαθημάτων με την
διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών, της φυσικής, των μαθηματικών και της
φιλοσοφίας, έδωσε την δυνατότητα σε αρκετούς νέους όχι μόνο να μορφωθούν οι
ίδιοι, αλλά και σταδιακά να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους στους πτωχούς και
στερημένους Έλληνες.
Η κατάσταση στην
παιδεία βελτιώθηκε σημαντικά τα χρόνια της Πατριαρχίας του Κύριλλου Λούκαρη
(1620-1638), του πρώτου Πατριάρχου με πανεπιστημιακή μόρφωση, ο οποίος ίδρυσε
πολλά σχολεία ακόμη και τυπογραφείο.
β. Η κατάσταση
(σχολείων-μαθητών-διδακτικού προσωπικού)-Μαρτυρίες
1/ Από τα μέσα του 17ου αιώνος τα πράγματα σαφώς
βελτιώνονται στον εκπαιδευτικό τομέα και οι υπόδουλοι Ρωμηοί αρχίζουν να
ιδρύουν, υπό την αιγίδα της Εκκλησίας, σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Με αργά αλλά σταθερά
βήματα ιδρύονται σχολεία με την επίβλεψη, την συνεισφορά και την οικονομική
ενίσχυση της Εκκλησίας, των αποδήμων Ελλήνων και των κοινοτήτων. Τα σχολεία της
πρώτης βαθμίδος, τα «κοινά», δίδασκαν στους Ελληνόπαιδες ανάγνωση, γραφή και
αριθμητική. Σ’ αυτά καλλιεργήθηκαν τα ιερά
γράμματα και η «θύραθεν παιδεία», ενώ παραλλήλως, κατηρτίζοντο οι μαθητές, εγκυκλοπαιδικώς
και επιστημονικώς.
Τα βιβλία που
χρησιμοποιούσαν ήταν το Ψαλτήρι, η Οκτώηχος και ο Απόστολος μέχρι το τέλος του
18ου αιώνα, οπότε κυκλοφόρησαν τα πρώτα Αλφαβητάρια. «Ελληνικά» συνήθως
ονομάζονταν τα σχολεία της δεύτερης βαθμίδος, τα οποία είχαν περισσότερα
αντικείμενα διδασκαλίας, όπως Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, ρητορική, ηθική,
γεωμετρία, φυσική, φιλοσοφία, θεολογία.
2/ Εκτός από την Κωνσταντινούπολη, όπου λειτούργησαν επίσης η
Ελληνική Ιατρική Ακαδημία, η Πατριαρχική Μουσική Σχολή, η Εμπορική Σχολή της
Χάλκης και η Θεολογική Σχολή, αρκετά εκπαιδευτήρια ιδρύθηκαν μέχρι το 19ο αιώνα
σε διάφορες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας.
3/ Τον 17ο αιώνα ιδρύονται νέα εκπαιδευτήρια στην Κωνσταντινούπολη, στα
Γιάννενα (η του Επιφανίου Σχολή), στην Άρτα, όπου για κάποιο διάστημα δίδαξε
φιλοσοφία ο Ληξουριώτης Σωφρόνιος
Λειχούδης, στην Λάρισα, στις Αθήνες, στην Κύπρο (απ’ όπου ήρθε στο Ληξούρι
ο λόγιος κληρικός
Ιλαρίων Κιγάλλας και συνέστησε σχολείο), στην Πάτμο και αλλαχού.
4/ Αξιοσημείωτη είναι η φροντίδα προ
πάντων, των ξενιτεμένων Ιωαννιτών και γενικά των Ηπειρωτών για την προαγωγή τής
παιδείας στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και γενικά σε όλο το σκλαβωμένο έθνος.
Τα αλλεπάλληλα και ποικίλα κληροδοτήματά τους, πού από την εποχή αυτή αρχίζουν
ν’ ανακουφίζουν τούς σκλαβωμένους ομοεθνείς τους, πέφτουν σαν ευεργετική βροχή
στην ηπειρωτική γη. Καμιάς άλλης ελληνικής χώρας τα τέκνα δεν έχουν να
επιδείξουν ανώτερα αισθήματα φιλαλληλίας και φιλαδελφίας προς τούς σκλάβους
αδελφούς τους, προς το μέρος και προς το σύνολο του έθνους.
5/ Εκτός από τούς Ηπειρώτες ευεργέτες
πρέπει να μνημονευθεί ιδιαιτέρως, ό Κερκυραίος Θωμάς Φλαγγίνης (1579 - 1648) πού διέθεσε τους τόκους τής
περιουσίας του - 200.000 περίπου δουκάτα - για την ίδρυση στην Βενετία και για
την συντήρηση του Φλαγγινιανού Φροντιστηρίου, για την ίδρυση επίσης ενός
νοσοκομείου για τούς άπορους Έλληνες ασθενείς, για την εξαγορά αιχμαλώτων, για
την προικοδότηση απόρων Ελληνίδων, για την οικονομική ενίσχυση των εφημερίων
τής εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου και για άλλους ακόμη φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Από τον άλλο
βενετοκρατούμενο ελληνικό κόσμο, μνημονεύουμε την Ακαδημία των Εξησφαλισμένων (Degli Assicurati) στην Κέρκυρα, η
οποία ιδρύεται στα 1656 και έχει 30 μέλη, Έλληνες και ξένους, κληρικούς,
γιατρούς, κ.α. Για την Ακαδημία όμως
αυτή γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα.
6/ Γύρω στα 1599, εγκαινιάζεται στον Χάνδακα η Ακαδημία
των Estravaganti ή Stravaganti (των Υπερβολικών)4
Από τα
ορθόδοξα ελληνικά μέλη τής Ακαδημίας, μνημονεύουμε τους διδάκτορες τής νομικής Αδριανό
Σπιέρα, Ιωάννη Βεργίτζη και Πέτρο Πατελάρον, διδάκτορα τής νομικής και τον
ιατροφιλόσοφον Δανιήλ Φουρλάνον, όλοι τους απόφοιτοι του πανεπιστημίου τής
Πάδοβας.
7/ Την περίοδο εκείνη, εμφανίζονται
ικανοί δάσκαλοι του γένους, πού ασκούν κάποια ακτινοβολία στους συγχρόνους τους,
σημάδι πού προαγγέλλει την εποχή του λεγομένου ελληνικού «διαφωτισμού». Από τις
παιδευτικές εκείνες μορφές, χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, δύο, ό Θεόφιλος
Κορυδαλλεύς5 και ό μαθητής του Ευγένιος ό Αιτωλός.
Θεόφιλος Κορυδαλλεύς
Ύστερ’ από τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο τής
Πάδοβας, ό Κορυδαλλεύς διδάσκει ένα τετράμηνο στο σχολείο τής ελληνικής
κοινότητας τής Βενετίας (1609) και κατόπιν στις Αθήνες, φιλοσοφία και
αστρονομία. Απογοητευμένος όμως από τις αντιδράσεις των συμπατριωτών του,
φεύγει στην Κεφαλληνία, όπου τον προσκαλεί ό μαθητής και φίλος του Νικόδημος
Μεταξάς.
Από την Κεφαλληνία μεταβαίνει στην Ζάκυνθο, όπου κείρεται
μοναχός και στην συνέχεια ιερεύς (1622-1624). Εκεί, οι πρόκριτοι τον
θεωρούν «άριστο γνώστη» των ορθόδοξων δογμάτων, τον εκτιμούν πολύ για την
μεγάλη του μόρφωση και σ’ αυτόν, ως εξαίρετο δάσκαλο, εμπιστεύονται τα παιδιά
τους. Αργότερα ονομάζεται και πατριαρχικός έξαρχος.
Ο οργίλος όμως και αλαζονικός χαρακτήρας του, ό οποίος έχει
διαμορφωθεί μέσα σ’ ένα παπικό και «φιλελεύθερο» ιδεολογικώς παιδευτικό
περιβάλλον, ήταν δύσκολο να συμβιβαστεί με το ιερατικό σχήμα. Γι’ αυτό και μετά
από μερικά χρόνια αποσχηματίζεται.
Ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις τον εκάλεσεν στην
Κωνσταντινούπολη, του αναθέτει την διεύθυνση τής πατριαρχικής σχολής (Σχολάρχης),
θέση την οποίαν διετέλεσεν μέχρι το 1640. Αργότερα του απονέμει τον τίτλο του
Μεγάλου Διερμηνευτού τής Εκκλησίας. Ο Κορυδαλλεύς αναδιοργανώνει την
πατριαρχική σχολή και εξυψώνει το κύρος της με την προσωπική του
διδασκαλία.
Ύστερ’ από την δολοφονία τού προστάτη του Κυρίλλου
Λούκαρι (1638), ό Κορυδαλλεύς δοκιμάζει πολλές, αλλά όχι αδικαιολόγητες, πικρίες.
Ο πατριάρχης
Κύριλλος Β΄ Κονταρής, στρέφεται εναντίον του, ενώ ό άλλοτε μαθητής
του Μέγας Ρήτωρ Μελέτιος Συρίγος τον
κατηγορεί στις 27 Οκτωβρίου 1639 από τον άμβωνα τού πατριαρχικού ναού, ως καλβινιστή.
Μολαταύτα ό διάδοχος τού Κονταρή, Παρθένιος Α΄ στις 14
Νοεμβρίου 1640 τον επανέφερε στην ιερατικήν τάξη (!!!) και τον χειροτόνησε μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτας. Όμως,
η εμφανής ανεπάρκειά του στα θεολογικά ζητήματα και οι νέες κατηγορίες τού
Συρίγου, όχι αβάσιμες, περί αιρετικών διδασκαλιών, συνετέλεσαν, ώστε ό νέος
πατριάρχης Παρθένιος Β΄ να τον απαλλάξει των καθηκόντων του και να στείλει
άλλον στην θέση του.
Τότε οι συμπατριώτες του Αθηναίοι
τον κάλεσαν στις Αθήνες, όπου είχε την χαρά να διδάξει φιλοσοφία εμπρός σε
πολλούς Έλληνες και ξένους ακροατές. Τα τελευταία χρόνια τής ζωής του υπέφερε
από τα μάτια του και από αρθρίτιδα, αρρώστιες πού τον έφεραν σε βαθιά
μελαγχολία και τελικά στον θάνατο (1646).
Τα έργα του Κορυδαλλέως τα σχετικά με τον Αριστοτέλη
εξακολουθούν να τυπώνωνται ως τα τέλη σχεδόν του 18ου αι., ενώ παράλληλα
κυκλοφορούν πολλά χειρόγραφα, πράγμα πού δείχνει ότι εθεωρούντο έγκυρα
εγχειρίδια της νεοαριστοτελικής φιλοσοφίας στην ελληνική, έως την εποχή πού οι
ιδέες της νεώτερης ευρωπαϊκής φιλοσοφίας άρχισαν να εισδύουν στους κύκλους των
διανοουμένων της προεπαναστατικής Ελλάδας. Ακόμη και στην μακρινή Κύπρο
διαδίδονται τα έργα του.
Κατά τον Κορυδαλλέα, όλα τα φυσικά φαινόμενα, είτε
έχουμε την δυνατότητα να τα ερμηνεύσουμε είτε όχι, έχουν την γένεσή τους σε μιά
αυστηρά καθορισμένη και σταθερή αιτιώδη αρχή κα όχι σε υπερφυσική δύναμη.
Απέκλειε κάθε μυστικιστική τάση, μαγεία, θεοσοφία,
αστρολογία κ. λ.π. και δεν πίστευε στα θαύματα, τα οποία θεωρούσε
συμβεβηκότα, τυχαία δηλαδή περιστατικά, των οποίων τις αιτίες δεν τις ξέρουμε,
γιατί δεν τις έχουμε μελετήσει. Απέκρουε κάθε ανάμειξη του θείου στην
δημιουργία του κόσμου και στην λειτουργία των φυσικών νόμων.
Παρεδέχετο
δηλαδή ότι ό Θεός είναι το Υπέρτατον Ον, το ακίνητον, το τελικόν αίτιον του
σύμπαντος, αλλά όχι το ποιητικόν αίτιον.
Ως πρώτο κίνητρο, πού έθεσε σε κίνηση το σύμπαν, θεωρούσε
μιά αρχή μάλλον φυσική, μιά ανάγκη για τάξη μέσα στην φύση, πού δεν έχει καμιά
από τις μεταφυσικές ιδιότητες του θεού των χριστιανών, ούτε την παντοδυναμία
ούτε κα την παντογνωσία.
Εάν αυτές οι αντιλήψεις και θεωρίες του Κορυδαλλέως
δεν είναι αιρετικές, αντι-αγιογραφικές και αντιχριστιανικές, τότε τι είναι;
Το περιεχόμενο αυτό τής διδασκαλίας του, καθώς και ό
θερμός ζήλος του για την διάδοση της αριστοτελικής φιλοσοφίας, ή οποία τον
έφερνε αντιμέτωπο με την πίστη και τα θεολογικά δόγματα της Ανατολικής Ορθόδοξης
Εκκλησίας, ήταν επόμενο, παρά τα προφυλακτικά του μέτρα, να τον κάνουν ύποπτο
και να τον εκθέσουν στους ορθόδοξους κύκλους των ελληνικών χωρών.
Έτσι, κατηγορήθηκε κατά καιρούς, και όχι αβασίμως ή αδίκως, ως
άθεος αιρετικός και καλβινιστής, καθώς επίσης και οι μαθητές και οι οπαδοί του.
Είναι φανερόν, ότι η χριστιανική του πίστη δεν ήταν σταθερή ή, όπως έλεγε και ό
αγαπημένος του μαθητής Ευγένιος
Γιαννούλης ό Αιτωλός, «ούκ ορθοποδών ην όλως προς την αλήθειαν».
Η φιλοσοφική μέθοδος του Κορυδαλλέως, που
ονομάστηκε «Κορυδαλλισμός», αποτέλεσε την βάση της δυτικόφερτης παιδείας, ξένης
προς την παραδοσιακήν Ελληνικήν, κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Κατά την
τελευταία περίοδόν της, στα χρόνια του κατ’ ευφημισμόν λεγομένου Διαφωτισμού, ο
όρος «κορυδαλλισμός» ταυτίστηκε με τον σχολαστικισμό και τον αιρετικόν
Χριστιανισμόν, δεχθείς επικρίσεις από εκφραστές όχι μόνον από ορθοδόξους
ελληνιστές αλλά και από ετέρους νεωτερικών πνευματικών και παιδαγωγικών τάσεων.
Από τούς Έλληνες μαθητές του Κορυδαλλέως ξεχωρίζουν ό
Ιωάννης Καρυοφύλλης, ό Μελέτιος Συρίγος, ο Παϊσιος Μεταξάς, ό πατριάρχης
Ιεροσολύμων Νεκτάριος και προ πάντων ό διδάσκαλος του Γένους Ευγένιος Γιαννούλης.
Ευγένιος
Γιαννούλης.
Η κατάσταση στην παιδεία, ιδιαιτέρως στις Αθήνες,
βελτιώνεται ακόμη περισσότερο κατά τον 17ον αι., ώστε ό γνωστός δάσκαλος τού
γένους Ευγένιος
Γιαννούλης να ονομάζει «τας Αθήνας έτι και νυν χρυσάς» και
συνεχίζοντας να λέγει : «συγκρινόμεναι γάρ ταις πανταχού πόλεσι πολλήν ξύν θεώ
εν αυταίς ευρήσεις την διαφοράν. Τας Αθήνας λέγω τας μητέρας των λόγων και
προξένους τοις ανθρώποις μυρίων αγαθών».
Ο Ευγένιος Γιαννούλης, μία ολοκληρωμένη ηθική
προσωπικότητα, γνωστότερος ως Ευγένιος ό Αιτωλός, είναι η χαρακτηριστική
έκφρασις του φλογερού κληρικού του 17ου αιώνος. Εκάρη μοναχός εις το Άγιον Όρος, και το 1619 προεχειρίσθη εις ιερέα υπό του
τότε Πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίλλου.
Έρχεται στην Ελλάδα και διδάσκει στην Άρτα (1639-
1640), στο Αιτωλικό (1640- 1641), στο Μεσολόγγι (1641 - 1644) και κατόπιν στην
ορεινή περιοχή των Αγράφων (Καρπενήσι και Βραγκιανά).
Εκεί, έως τον θάνατό του (1682), ιδρύει αρκετά σχολεία
και βάζει τις βάσεις για την πνευματική ανάπτυξη του τόπου. Εννοώντας πολύ καλά
«την πολλήν έλλειψιν και σπάνιν πεπαιδευμένων ανθρώπων και φρονίμων», εργάστηκε
πρακτικά κυρίως στις απόκεντρες περιοχές τής Αιτωλίας, διδάσκοντας, ιδρύοντας
σχολεία ή εκκλησίες, και γενικά τονίζοντας στους «άγαν τρισβαρβάρους»
συμπατριώτες του, την μεγάλη σημασία τής παιδείας.
Ο Ευγένιος είναι δυνατόν να θεωρηθή ό παιδαγωγός των
συμπατριωτών του και γενικώτερα των κατοίκων τής καθυστερημένης πολιτιστικώς,
Δυτικής Στερεάς Ελλάδας.
Παρηγορεί τούς Αγραφιώτες τονίζοντας την αξία της
αγάπης, της ομόνοιας, της ταπεινώσεως και τής ευλάβειας:
«Και ας μη λυπήται ή αγάπη σας,
γράφει, τόσον πολλά παρακαλώ εις τα τωρινά κακά και εις την αναποδίαν των
καιρών• ή παντοδύναμος χάρις του θεού θέλει οικονομήσει τίποτε καλόν διά τούς
εκλεκτούς. …Η
εκκλησία και ό κόσμος είδασιν πολλά εις τον καιρόν τους και τα απέρασαν• μόνον
ας είναι ριζωμένος εις την ψυχήν σας ό φόβος του θεού και ή μνήμη των
υστερινών• μισάτε από μέσα από την καρδίαν σας το ψεύδος και τας διαβολάς και
τον φθόνον και ας μη λείπη απ’ αυτήν ή προσευχή και ή μελέτη του θεού.
Πάντα λέγετε την αλήθειαν και βλέποντας ό πανάγαθος θεός την ταπείνωσιν τής
ψυχής σας και την ευλάβειαν θέλει λυπηθή την ανθρωπότητα να την ελευθερώση από
τα βάρη και τα άμετρα κακά».
Συνεχίζεται
1 Όπως υποσ.1 του 1ου μέρους.
2 -Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τομ.
Β1, Τουρκοκρατία 1453-1669. Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και
οικονομίας, Θεσσαλονίκη, 1964, σελ. 26
-Νεοκλής Σαρρής, Οσμανική πραγματικότητα. Συστημική
παράθεση δομών και λειτουργιών. Η
δοσιματική διοίκηση, εκδ. Αρσενίδης, χ.χ., σελ. 390.
3 Η Εκκλησία εις τον αγώνα της ελευθερίας
(1453-1953), Κωνστ. Β. Βοβολίνης, 1952, σ. 47
4 Η Ακαδημία είχε σαν έμβλημα ένα σκύλο σ’ ένα δρόμο και
το ρητό et per invia (=και για τα άβατα). Ιδρυτής και πρώτος πρόεδρός της
υπήρξε ό ποιητής και ιστορικός Andrea Cornaro, γόνος τής γνωστής βενετοκρητικής
οικογένειας, συγγραφέας διεξοδικής «Ιστορίας τής Κρήτης», ανέκδοτης ως σήμερα,
εκτός από ορισμένα αποσπάσματα, και αδελφός του Βιτζέντζου Κορνάρου πού έγραψε τον «Ερωτόκριτο».
Η Ακαδημία αυτή συγκαταριθμούσε στους κόλπους της
εκλεκτούς λογίους, όπως τούς φιλόμουσους στρατιωτικούς τής φρουράς του Χάνδακα
Giambattista Basile και Niccolo Craso, τον ζωγράφο και ποιητή Romano Alberti,
τον κλασσικό φιλόλογο, φιλόσοφο και κριτικό τής λογοτεχνίας Paolo Beni, καθώς
και άλλους ευγενείς και αστούς τής βενετοκρητικής κοινωνίας.
5 Ο Θεόφιλος
Κορυδαλλεύς ή Σκορδαλός, όπως ήταν το πραγματικό του επίθετο, γεννήθηκε το
1563 στις Αθήνες, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα. Τις σπουδές του τις συνέχισε
στο γνωστό Collegio Greco τής Ρώμης και στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, όπου
σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική. Ο Κορυδαλλεύς έκανε τις σπουδές του σε μιά
εποχή, όπου στην Δύση και προ πάντων στην Πάδοβα είχαν αρχίσει να μελετούν τον
Αριστοτέλη από το ελληνικό πρωτότυπο και όχι από τις γεμάτες σφάλματα
μεταφράσεις και τα σχόλια των Αράβων και ιδίως του Αβερρόη (Abū l-Walīd
Muhammad ibn Ahmad ibn Muhammad ibn Rushd, γνωστού και ως Ibn Ruschd, 1126 - 1198), πού είχαν
αλλοιώσει την έννοια πολλών χωρίων του μεγάλου φιλοσόφου.
Μέσα λοιπόν από τα ελληνικά κείμενα προβάλλει ένας νέος Αριστοτέλης. Έτσι αναφαίνεται η νεοαριστοτελική φιλοσοφία, με κύριο εκπρόσωπό της στην Πάδοβα τον παπικό Cremonini, δάσκαλο του Κορυδαλλέως ο οποίος (Cremonini) ήταν άκρατος Ορθολογιστής, σχολαστικιστής, πολέμιος του Αγιογραφικού κειμένου της Αποκαλύψεως, Υλιστής οπαδός του Αριστοτελισμού και αρνητής της αθανασίας της ψυχής.
Η νεοαριστοτελική φιλοσοφία έτσι όπως εδιδάσκετο τότε, οδηγούσε προς ένα νέο δρόμο, υπεστήριζαν οι οπαδοί της (Μόνον ή αρμονία του κόσμου, μας επιτρέπει να φανταστούμε τον Θεό σαν μία ανώτερη διάνοια), για το άνοιγμα του οποίου εργάζονταν παράλληλα οι φυσικές επιστήμες: Τον δρόμο προς την νεώτερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία, προς την θετικιστική αντίληψη του σύμπαντος.
Όμως, δεν
είναι δύσκολον να αντιληφθεί κανείς, πόσο επικίνδυνη ήταν ή διδασκαλία μιας
τέτοιας μορφής φιλοσοφία, την εποχή εκείνη.
Cesare Cremonini, ή
Cesare Cremonino (Italian
pronunciation: [ˈtʃeːzare
kremoˈniːni]; 22 December 1550 – 19 July 1631)
was an Italian professor of natural philosophy, working rationalism (against revelation) and Aristotelian materialism (against the dualist
immortality of the soul) inside scholasticism.
His Latinized name was Cæsar Cremoninus.
Πηγές:
Πηγές:
1. Birth in 1550 is by far the most common date, but
sometimes 1552 is found (inferred by some from the assertion that he started
teaching at age 21 in 1573, see Pierre Bayle or "Archived copy". Archived from the original on 2007-04-16. Retrieved
2007-02-12.). Thus,
some sources will say "ca. 1550", or "1550 or 1552".
2. "Caesar Cremoninus", International Catalogue
of Mediaeval Scientific Manuscripts, Munich University Archived October 1, 2007, at the Wayback Machine.
3. "Cæsar Cremonius", Manuscripts Catalogue of
Italian litterati, British Library Archived September 7, 2004, at the Wayback Machine.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου