Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ:

ΤΟ ΑΜΑΧΗΤΟΝ ΟΠΛΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

ΜΕΡΟΣ 13ο


I.      Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ 1

Γενικά-Ετυμολογία
Η Ορθόδοξη Εκκλησία, έχοντας συνείδηση της πνευματικής αξίας και σημαντικότητος των αγίων εικόνων, ως μέσου αγιασμού και κοινωνίας των πιστών μετά των ιστορουμένων αρχετύπων, τις είχε ανέκαθεν σε μεγάλη εκτίμηση, ευλάβεια και σεβασμό. Θεωρούνται και είναι ένα σημαντικώτατο εποπτικό μέσο διδασκαλίας, μια εικαστική γλώσσα της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος αποφαίνεται:
«α γαρ ο λόγος της ιστορίας δι' ακοής παρίστησι, ταύτα γραφική σιωπώσα δια μιμήσεως δείκνυσι».
H Ζ' Οικουμενική Σύνοδος έθεσε τις άγιες εικόνες στο ίδιο επίπεδο με το Ευαγγέλιο και τον Τίμιο Σταυρό. Το θέμα των αγίων εικόνων, απασχόλησε ανά τους αιώνας τους θεολόγους και τους ερευνητές και ιδίως κατά τον εικοστό αιώνα.
Η λέξη «εικόνα» προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «είκω» ή «έοικα» και σημαίνει παρομοίωση, ομοίωμα, δηλαδή αποτύπωση των χαρακτηριστικών κάποιου πρωτοτύπου. Αυτό σημαίνει ότι η εικόνα δεν έχει δική της υπόσταση αλλά η αξία της βρίσκεται στην ομοιότητά της με το πρωτότυπο. «Άλλο γαρ εστί εικών και άλλο το εικονιζόμενον», λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η εικόνα λοιπόν, αποτελεί το αισθητό μέσο ανάμεσα στους πιστούς και στο πρωτότυπο, το οποίο είναι αθέατο γι' αυτούς.
Ο Μέγας Βασίλειος, κάνει ένα διαχωρισμό της εικόνος σε «φυσική» και «τεχνητή». Και τα δύο αυτά είδη εικόνων έχουν ένα κοινό γνώρισμα, την ομοιότητα με το πρωτότυπο που εικονίζουν. Διαφέρουν όμως στο εξής: Η ομοιότητα της φυσικής εικόνας προς το πρωτότυπον, αναφέρεται στην  ουσία του εικονιζομένου πρωτοτύπου, διατηρώντας την διαφορά ως προς την υπόσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα φυσικής εικόνας είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού σε σχέση με τον Θεό Πατέρα.
Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει ότι: «Ο Χριστός εστίν εικών του Θεού του αοράτου»( Κολ. 1,15). Είναι δηλαδή ο Υιός «απαράλλακτος εικών του Όντος», όπως αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ταυτίζεται με τον Θεό Πατέρα απόλυτα, κατά την ουσία. Εκείνο που κάνει τον Υιό να διαφέρει από τον Πατέρα είναι η υπόστασή Του και συγκεκριμένα το ιδίωμα του γεννητού.
Από την άλλη πλευρά, η τεχνητή εικόνα ομοιάζει με το εικονιζόμενο πρόσωπο ως προς την μορφή αλλά διαφέρει ως προς την ουσία. Εφ’ όσον η τεχνητή εικόνα αναφέρεται μόνο στην μορφή του εικονιζομένου προσώπου, αυτό που εικονίζεται δεν είναι η φύση, αλλά η υπόσταση του πρωτοτύπου, όπως αναφέρει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης:
«παντός εικονιζομένου, ουχ η φύσις, αλλ' η υπόστασις εικονίζεται». Αυτή η ομοιότητα εικόνος και εικονιζομένου αποτελεί τον όρο ύπάρξεως της τεχνητής εικόνας. Γι' αυτό και οι ορθόδοξες εικόνες δεν είναι γέννημα της φαντασίας του εκάστοτε καλλιτέχνη, αλλά τα πρωτότυπα (ο Κύριος, η Παναγία, οι Άγιοι), είναι ιστορικά πρόσωπα με τα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά τους. Σαφέστατα παρατηρούν οι Πατέρες της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου:  «Ιδόντες τον Κύριον, καθώς είδον, ιστορήσαντες εζωγράφησαν. Ιδόντες Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου, καθώς είδον, αυτόν ιστορήσαντες εζωγράφησαν...».



Διάκριση εικόνας και ειδώλου
Δύο είναι τα βασικά στοιχεία που αποκλείουν τον ταυτισμό εικόνας-ειδώλου. Πρώτον η ιστορικότητα των εικονιζομένων προσώπων και δεύτερον η ομοιότητα των εικόνων με τα αρχέτυπά τους. Κατά τον άγιο Νικηφόρο, «το δε είδωλον ανυπάρκτων τινών και ανυποστάτων ανάπλασμα».
Με άλλα λόγια, το αρχέτυπο του ειδώλου είναι ένα φανταστικό πρόσωπο ενώ της εικόνας είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο. Οποιαδήποτε προσπάθεια απεικονίσεως του Κυρίου πριν την Σάρκωσή Του, θα ήταν εσφαλμένη, εφ’ όσον δεν υπήρχε πρωτότυπο. Μετά, όμως, την Σάρκωση του Λόγου του Θεού, δεν μιλάμε για είδωλο, εφόσον ο Κύριος έλαβε συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή.
Σ' αυτό το σημείο έσφαλλαν οι εικονομάχοι (726-843 μ.Χ.), διότι υποστήριζαν ότι μια εικόνα πρέπει να είναι της ίδιας φύσεως με το πρωτότυπο, διαφορετικά είναι είδωλο. Γι' αυτό και θεωρούσαν ως εικόνα του Κυρίου μόνο τον Άγιο Άρτο και τον Οίνο της Θείας Ευχαριστίας.
Για τους ορθόδοξους όμως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Λεων. Ουσπένσκυ, «Τα Τίμια Δώρα δεν μπορούν να αναγνωρισθούν σαν εικόνα του Χριστού, γιατί ακριβώς είναι ταυτόσημα με Αυτόν, που είναι το Πρωτότυπό τους».2 Μεγάλη επίδραση στην διαμόρφωση της εικονοκλαστικής συνειδήσεως επέφεραν και τα θρησκεύματα του Ιουδαιοταλμουδισμού και Ισλαμισμού/ Μωαμεθανισμού, εξαιτίας της ανεικονικής διδασκαλίας που τους διέκρινε.
Κατηγορούσαν, μάλιστα, τους Χριστιανούς ως ειδωλολάτρες και δεισιδαίμονες.
Γενικά το πρόβλημα των εικονομάχων ήταν ότι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το κοσμοσωτήριο γεγονός της Θείας Οικονομίας. Ο Θεός έγινε άνθρωπος «ίνα τον άνθρωπο θεόν ποιήση». Εφ’ όσον η εικόνα είναι μια τρανταχτή απόδειξη της Σαρκώσεως του Θεού Λόγου, άρα η άρνηση της εικόνας κατ' επέκταση, σημαίνει την απόρριψη της εν Αγίω Πνεύματι ενανθρωπήσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Ο Ιησούς Χριστός προσέλαβε για την δική μας σωτηρία, σάρκα και αίμα. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να τον αγιογραφούμε, με βάση την συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή Του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χωρίζουμε την σάρκα Του από την Θεότητά Του.
Είναι πολύ λογικό, ότι αν δεν απεικονίσουμε τον Κύριο, τότε είναι σαν να αρνούμαστε την ανθρώπινη φύση Του.
Σημαντικό ακόμη στοιχείο για την σωστή κατανόηση της ορθοδόξου εικόνας, είναι και η σημασία που αποδίδει η Εκκλησία στα πρότυπα των εικόνων της. Τα πρότυπα αυτά μπορούν να είναι μόνο τα ίδια τα ιστορικά πρόσωπα που εικονογραφούνται και ποτέ άλλα άσχετα πρόσωπα, όπως έγινε στην Δυτική/Παπική εικονογραφία. Για όσους ζωγράφους δεν υπάρχουν κανόνες και όρια, το έργο τους μπορεί να μοιάζει με εικόνα, αλλά μπορεί να αγγίζει και τα όρια της βλασφημίας.
Ο Μέγας Βασίλειος διακηρύττει ότι: «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Βεβαίως εδώ ο Άγιος αναφέρεται στην σχέση του Υιού προς τον Θεό Πατέρα, όμως η θέση αυτή χρησιμοποιήθηκε και από την Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, για την δικαίωση των αγίων εικόνων. Σημειώνει η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος, ότι: Η προσκύνηση των εικόνων είναι σχετική και τιμητική, ενώ η λατρευτική προσκύνηση αναφέρεται μόνο στον Θεό.  Συμπερασματικώς, δεχόμαστε, ότι η τιμή της εικόνας του αγίου αναφέρεται στο πρωτότυπό της και μέσω του εικονιζομένου αγίου απονέμεται στον ίδιο τον Θεό.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφέρουμε ότι, η τυχόν αδεξιότης του αγιογράφου να αποδώσει επιτυχώς τα χαρακτηριστικά του εικονιζομένου προσώπου, δεν παραβλάπτει την λειτουργικότητα της εικόνας, διότι η προσκύνηση της εικόνας δεν αναφέρεται στις υπάρχουσες ατέλειες, αλλά στην ταύτισή της με το εικονιζόμενο πρόσωπο. Μας ενδιαφέρει, δηλαδή, το τι κοινό έχει η εικόνα με το πρωτότυπό της. Αυτό ακριβώς διδάσκει και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, γράφοντας: «Ου γαρ ή υπολέλειπται της εμφερείας αλλ' ή ομοίωται, η προσκύνησις».
Πάρα πολύ σημαντική παράμετρος στο θέμα των αγίων εικόνων είναι και η παρουσία του Αγίου Πνεύματος σ' αυτές. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός παρατηρεί: «οι άγιοι και ζώντες πεπληρωμένοι ήσαν Πνεύματος Αγίου και τελευτησάντων αυτών, η χάρις του Αγίου Πνεύματος ανεκφοιτήτως ένεστι και ταις ψυχαίς και τοις σώμασιν εν τοις τάφοις, και τοις χαρακτήρσι, και ταις αγίαις εικόσιν αυτών». Χάρις, λοιπόν, στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος, στα εικονιζόμενα πρωτότυπα και οι εικόνες της Εκκλησίας είναι «Πνεύματος Αγίου πεπληρωμέναι».
Η προσκύνηση των ορθόδοξων εικόνων είναι ειδωλατρική εκδήλωση ή ειδωλολατρικά κατάλοιπα;
Οι εικόνες δεν είναι ειδωλολατρικά κατάλοιπα, όπως ισχυρίζονται εσφαλμένως ή σκοπίμως, αρκετές ομάδες ετεροδόξων. Στην Π.Δ. π.χ., ο Θεός διατάζει τον Μωϋσή να κατασκευάσει δύο αντικριστά Χερουβίμ από χρυσό (ΕΞ:25/18-19). Ο βασιλιάς Σολομών έφτιαξε δύο Χερουβίμ, καλυμμένα με χρυσάφι, και τα τοποθέτησε στα άγια των αγίων του Ναού, στην Ιερουσαλήμ (Β΄ ΠΑΡΑΛ: 3/10).
Ο Ναός περιείχε επίσης γλυπτά λεόντων και αναπαραστάσεις από την φύση και το ζωϊκό βασίλειο. Ήσαν ο Μωϋσής και ο Σολομών ειδωλολάτρες; Φυσικά όχι! Διότι δεν λάτρευαν τα κατασκευάσματα αυτά ως θεούς, αλλά απέδιδαν δι’ αυτών λατρεία στον μοναδικό Θεό, τον Ιαχβέ/Ιησού Χριστό, και του έδειχναν τα ευσεβή αισθήματά τους. Άλλωστε και μέσω υλικών αντικειμένων, διοχετεύεται η χάρη του Θεού, αρκεί να υπάρχει πίστη, όπως συνέβαινε με την ράβδο του Μωϋσή, το χάλκινο φίδι στην έρημο, την ράβδο του Ααρών, τα σουδάρια του Παύλου κ.λπ. Αλλά και οι λιτανείες που επιτελούμε, προτάσσοντας τις εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων, έχουν σαν βάση και πάλι την Αγία Γραφή. Το ίδιο γινόταν στην Π.Δ. με την κιβωτό της Διαθήκης, όπου μπροστά βάδιζαν οι ιερείς και κατόπιν όλος ο λαός (ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΥΗ: 6/11-16).
Συνεπώς πρέπει να προσέξουμε ότι οι Ορθόδοξες εικόνες, δεν είναι απλά αντικείμενα τέχνης, αλλά εκφράζουν μια πνευματική πραγματικότητα, μας τονίζουν τον σκοπό της χριστιανικής ζωής, που είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος. Βεβαίως, η ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος στις εικόνες δεν είναι κατ' ουσίαν, αλλά χαρισματική. Όμως, η χάρις των εικόνων μετέχεται από τους πιστούς και τους αγιάζει. Κατά την θέα των εικονιζομένων προσώπων, ο αγιασμός που πηγάζει από τις εικόνες γίνεται μεθεκτός από τους πιστούς, όχι βεβαίως κατά τρόπο μηχανικό.
Βασικές προϋποθέσεις καρπώσεως αγιασμού, είναι η πίστη και η εσωτερική καθαρότητα, με τις οποίες οι πιστοί προσεγγίζουν τους εικονιζομένους αγίους. Αναφέρεται στα πρακτικά της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου:
«ούτως καγώ δέχομαι και ασπάζομαι και περιπτύσσομαι τας ιεράς εικόνας, ως αρραβώνα της σωτηρίας μου ούσας». Οι εικόνες λοιπόν,  αποτελούν αρραβώνα της σωτηρίας των πιστών λόγω της μετοχής αγιασμού των πιστών από την προσκύνηση των εικόνων.
Οι εικονομάχοι, λόγω της αρνητικής τοποθετήσεώς τους έναντι των εικόνων, γίνονται θεομάχοι, στερώντας τους πιστούς από μια βασική δυνατότητα για την πνευματική τελείωσή τους.



Δυστυχώς, πολλοί σημερινοί Χριστιανοί, έχουν παρεξηγήσει τις ορθόδοξες εικόνες ως αφύσικες και άσχημες. Σαφώς επηρεασμένοι από τις θρησκευτικές ζωγραφιές της Δύσεως, δυσκολεύονται να συλλάβουν το πνευματικό νόημα της ορθόδοξης τέχνης. Αγνοούν ή προσποιοιούνται πως δεν αντιλαμβάνονται το γεγονός, ότι τα εικονιζόμενα πρόσωπα ζουν πλέον σε ένα χώρο ουράνιο και άφθαρτο, όχι σ' αυτόν εδώ τον εφήμερο και φθαρτό και δεν ευαισθητοποιούνται από τους λόγους του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ότι, «το εκ της σαρκός σαρξ εστιν», ενώ «το εκ του πνεύματος πνεύμα εστιν».
Ανατολική Ορθόδοξη Αγιογραφία
α. Μετά το οριστικό σχίσμα (1054) και ιδίως μετά την Αναγέννηση, στην Δύση καλλιεργήθηκε άλλου είδους εικονογραφία. Κυριάρχησε η ανθρωποκεντρική ζωγραφική τέχνη, η οποία επιβλήθηκε στην παπική και μετά στην διαμαρτυρόμενη (προτεσταντική) θρησκευτική πίστη και θεολογία. Το κλασσικό ιδεώδες και εκείνο της Αναγεννήσεως, έγιναν τα κριτήρια αξιολογήσεως και αποτιμήσεως κάθε άλλης τέχνης. Το πρόσωπο με το οποίο αρχίζει κυρίως η αλλαγή από την θεοκεντρική, εκκλησιαστική και δογματική βυζαντινή τέχνη, στην ανθρωποκεντρική, γήϊνη, κοσμική και ελευθεριάζουσα δυτική τέχνη, είναι ο Giotto di Bondone (1266-1337), ο οποίος με την στήριξη του τάγματος των Φραγκισκανών, έγινε ο θεμελιωτής της νέας παπικής τέχνης και τεχνοτροπίας.
Λέγεται ότι ο Φραγκίσκος της Ασσίζης είναι ο εισηγητής της αναπαραστάσεως της φάτνης των Χριστουγέννων, όπως την γνωρίζουμε σήμερα διεθνώς, και δυστυχώς την αναπαριστούν κάθε χρόνο και οι ορθόδοξοι Χριστιανοί, με την ανοχή ή προτροπή της διοικούσης Εκκλησίας, η οποία αγνοεί την ιστορική αλήθεια ή απαραδέκτως σιωπά και ανέχεται την μετάλλαξη της Ορθόδοξης παραδόσεως.3
β. Η Δυτική/Παπική Εικονογραφία:
(1) Υιοθέτησε τους κανόνες της κοσμικής ζωγραφικής και πρώτα απ’ όλα την χρήση της προοπτικής με την οποίαν ο δισδιάστατος χώρος δίδει την ψευδαίσθηση της τρισδιάστατης πραγματικότητος, δηλαδή του βάθους. Αυτό γίνεται αμέσως αντιληπτό, γιατί μας το δηλώνουν συνήθως οι δοκοί της οροφής των δωματίων ή οι πλάκες του δαπέδου στις εικόνες της Αναγεννήσεως. Η Δυτική τέχνη στην Αγιογραφία είναι κοσμική (έργα απλής ζωγραφικής τέχνης).
(2) Εξανθρωπίζει τις θείες μορφές. Η εικόνα χάνει τον σκοπό και την πραγματική της έννοια και μεταβάλλεται σε ζωγραφικό πίνακα που αναπαριστά με ιδιαίτερη πιστότητα τον χώρο του πραγματικού και οι μορφές υποτάσσονται στην εικόνα της πραγματικότητος του χώρου και χάνουν την θεία τους υπόσταση.
(3) Αρέσκεται και επιμένει να προβάλλει τα θλιβερά θέματα εντόνως δραματοποιημένα με έντονη θεατρική και σκηνοθετική επιτήδευση, με αποτέλεσμα τα έργα τους να μεταδίδουν έντονη θλίψη και συναισθήματα απελπισίας.
(4) Είναι έργον ζωγράφων που εκτός του ότι χρησιμοποιούν φυσικά πρόσωπα (ηθοποιούς, oικείους, πόρνες, κ.α.) ως μοντέλα στις παραστάσεις τους, υποδυόμενα τον Χριστό, την Θεοτόκο και τους Αγίους, συνηθίζουν να ζωγραφίζουν  πολυπρόσωπα έργα, στα οποία υπερτονίζουν το περιβάλλον με την βοήθεια της προοπτικής, καθώς και δευτερεύοντα πρόσωπα, ενώ εικονίζουν τα πρωτεύοντα πρόσωπα, όταν αυτά είναι ο Χριστός και οι Άγιοι σε σμίκρυνση, υποτονισμένα, έτσι που παραπλανούν τον θεατή από το πραγματικό νόημα της εικόνας.
Ένας ξανθός ρομαντικός Ναζωραίος της Δυτικής τέχνης, με το ρεμβώδες και μελαγχολικό βλέμμα, δεν συγκλονίζει τον πνευματικό και νουνεχή άνθρωπο όσο ο βυζαντινός Χριστός, με την αδρότητα των χαρακτηριστικών του, τους μεγάλους και διαπεραστικούς οφθαλμούς, το εταστικό βλέμμα, την αυστηρή και ρωμαλέα αλλά συγχρόνως και γλυκεία μορφή του, τα μεγάλα δυσανάλογα χέρια του, που κρατούν το ευαγγέλιο που δεν είναι κατ’ άνθρωπον.
Ο Δυτικός Χριστός, παρουσιάζεται μόνον κατά την ανθρώπινη φύση Του και αυτή σε χολιγουντιανή διάσταση.
(5)  Συμφύρει τα πάντα αδιακρίτως. Το μόνο σταθερό είναι οι δώδεκα εικόνες των παθών του Κυρίου και στις θύρες των ναών ο εικονισμός της Δευτέρας Παρουσίας. Οι Δυτικοί τονίζουν μονομερώς το θείον πάθος και την κρίση του Θεού.
γ. Η τεχνοτροπία της Δυτικής εικονογραφίας διεμορφώθη βάσει προτύπων από φυσικά πρόσωπα. Έτσι «ωραίοι» και ονειροπόλοι νεανίες της Δύσεως έγιναν τύποι Χριστού, ωρισμένες δε γυναίκες, ερωμένες ή ευνοούμενες, κυρίως, των ζωγράφων κατέστησαν υποδείγματα για την μορφήν της Θεοτόκου!!! Μερικά παραδείγματα :
(1)  Ο Filippo Lippi (1406-1469) έλαβε για υπόδειγμα της Παναγίας την ερωμένην του και σύζυγόν του Lucrezia Buti.
(2)   Ο Ραφαήλ (1483-1520) είχε ως πρότυπον των πλείστων εικόνων της Θεοτόκου την σφοδρώς αγαπωμένην υπ’ αυτού ανθοπώλιν της Φλωρεντίας Fornarina.
(3)  O Rubens (1577-1640) είχε ως μοντέλο την φίλην του και κατόπιν δευτέραν σύζυγον του Ελένην Fourment.
(4)  Ο Τισιανός (1477-1576) δεν εδίστασε να παραστήσει την Ελεονώραν Gonzaga ως ολόγυμνον Αφροδίτην (Μουσείον Δρέσδης), έπειτα δε ως Θεοτόκον μετά του Παιδίου (όπως έχουμε την εικόνα Uffizi της Φλωρεντίας).
Ο Φραγκοπαπισμός, απορρίπτοντας την διάκριση ανάμεσα στην άκτιστη ουσία, η οποία είναι αμέθεκτη και απρόσιτη, και στην άκτιστη χάρη του Θεού, η οποία είναι προσιτή από τους ανθρώπους, άφησε στο περιθώριο την χαρισματική παρουσία του Θεού στις εικόνες και κατά συνέπεια τον αγιαστικό χαρακτήρα των εικόνων. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους, για τους οποίους οι δυτικοί ζωγράφοι χρησιμοποιούν στα έργα τους πρότυπα άσχετα από τα εικονιζόμενα πρωτότυπα και μάλιστα πολλές φορές ηθικώς διαβεβλημένα.
Ορθώς ο καθηγητής Δ. Τσελεγγίδης παρατηρεί, ότι η δυτική ζωγραφική δεν αποτελεί παρακμή της πρωτοβουλίας του ζωγράφου αλλά παρεκτροπή της δυτικής θεολογίας, η οποία όμως αποτελεί έκφραση της εσφαλμένης εκκλησιαστικής ζωής της.
δ. Σε αντίθεση, λοιπόν, με την Δυτική εικονογραφία, η Ανατολική / Ορθόδοξος / Βυζαντινή Τέχνη4:
(1) Είναι υπερβατική.
Δεν έχει φυσικότητα, επειδή δεν έχει σκοπό να εκφράσει μόνο το φυσικό, αυτό που βλέπουμε με τα σαρκικά μάτια, αλλά να εκφράσει κυρίως το υπερφυσικό και υπερλογικό. Δεν ταυτίζεται με την πραγματικότητα και αρνείται την καλλιτεχνική εκκοσμίκευση. Αυτή η άρνηση της καλλιτεχνικής εκκοσμικεύσεως γίνεται από ακάματους και αφοσιωμένους στην τέχνη, ταπεινούς αγιογράφους, οι οποίοι αν και άφησαν σπουδαία έργα, παραμένουν άγνωστοι, επειδή μέχρι τον 11ο αιώνα, μία από τις σπουδαιότερες αρετές του Αγιογράφου, ήταν η ανωνυμία του, η οποία τηρήθηκε με θρησκευτική ευλάβεια.
«Ο αγιογράφος, όπως και ο ψάλτης, έχει αποστολή όμοια, εν πολλοίς, με την αποστολή του ιερέως. Όλοι αυτοί είναι λειτουργικοί υπηρέτες του μυστηρίου της σωτηρίας του ανθρώπου. Δανείζουν τον εαυτό τους στον Θεό και την Εκκλησία του, για να τελεσιουργηθεί το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας. Γι’ αυτό, οι αγιογράφοι όταν υπογράφουν σημειώνουν «χειρ τάδε» ή «δια χειρός αμαρτωλού τάδε». Όχι δηλαδή ότι αυτός είναι ο δημιουργός αλλά ότι απλώς δάνεισε το χέρι του (ή την γλώσσα του ο ψάλτης) για να «λειτουργηθεί» το σύνολο των πιστών. Γι’ αυτό έχουμε και τις λεγόμενες αχειροποίητες εικόνες…
Γι’ αυτό ακριβώς, δεν αυτοσχεδιάζουν ούτε πρωτοτυπούν οι υπηρέτες των λειτουργικών τεχνών, αλλά ακολουθούν την παράδοση της Εκκλησίας. Είναι πρώτα μύστες και ύστερα τεχνίτες· πάντως δεν είναι εφευρέτες. Δεν παράγουν το εφήμερο και προσωπικό αλλά το αιώνιο και οικουμενικό. Συνεργούν βέβαια στο έργο της παραδόσεως. Δίνουν την δική τους συμβολή, τον δικό τους παλμό, την υφή της ψυχής τους, αλλά δεν αυθαιρετούν. Όλοι μιλούμε την ίδια γλώσσα με τους ίδιους κανόνες· κι όμως ο ένας γίνεται λογοτέχνης, ο άλλος ποιητής, ο άλλος ρήτορας κ.ο.κ. Έτσι και ο αγιογράφος δίνει την προσωπική του ψηφίδα, η οποία όμως δένει πλήρως με το συνολικό μωσαϊκό της Ορθοδοξίας» (Φώτης Κόντογλου).
Ο Ορθόδοξος αγιογράφος, μας ανεβάζει από τα αισθητά στα νοητά, από εκείνα που βλέπουμε με τα υλικά μάτια μας, σε εκείνα που βλέπει όποιος έχει μάτια πνευματικά. Αυτό το ανέβασμα το επιτυγχάνει με την λεγόμενη «Αναγωγή».
Ο πνευματικός χαρακτήρας των αγίων εικόνων της ορθοδόξου αγιογραφίας.
Το θέμα αυτό γίνεται περισσότερο αντιληπτό, εαν εστιάσουμε την προσοχή μας στον σκοπό της ορθοδόξου ζωγραφικής. Η ορθόδοξη εικόνα περιγράφει την ύπαρξη του εικονιζομένου στην εσχατολογική του μορφή, εκφράζει την μακαριότητα του ανακαινισμένου εν Χριστω ανθρώπου. Όταν ερωτήθη ο αείμνηστος Φ. Κόντογλου, γιατί η βυζαντινή τέχνη δεν είναι φυσική, απάντησε τα εξής: «Δεν είναι φυσική διότι δεν έχει σκοπό να εκφράσει μονάχα το φυσικό, αλλά και το υπερφυσικό».
Θέλοντας, λοιπόν, η Εκκλησία να μας εισαγάγει στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού, παραμέρισε από τις άγιες εικόνες το φυσικό κάλλος, την απεικόνιση του φυσικού ανθρώπου και προσπάθησε να μας διδάξει την πραγματικότητα και την αναγκαιότητα της αγιότητας. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ' εικόνα Θεού. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος αμαύρωσε αυτό το εκ Θεού γνώρισμά του. Μέσα, όμως, στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο αμαρτωλός άνθρωπος πετυχαίνει πάλι την επιστροφή του στον κόσμο της μακαριότητος του καινού ανθρώπου, στον ανακαινισμένο κατ' εικόνα.
Αυτοί οι πραγματικά σημαιοφόροι της εν Χριστώ θεώσεως είναι οι Άγιοι, οι οποίοι πέτυχαν τον αγιασμό εις το μέγιστο, κατά το δυνατόν, βαθμό.
Στην Ορθόδοξη Αγιογραφία, οι αναλογίες των σωμάτων δεν είναι φυσικές - συνήθως τα σώματα είναι επιμήκη -, διακρίνουμε έντονο το στοιχείο της ολικής σχηματοποιήσεως, οι οφθαλμοί είναι μεγάλοι φανερώνοντας μια βαθιά πνευματικότητα, υπάρχει έλλειψη της τρίτης διαστάσεως (προοπτική) ως βασικό αντινατουραλιστικό στοιχείο, χρήση του στοιχείου της λιτότητας στην σύνθεση, στα σχήματα, ως απόρροια ασκητικής διαθέσεως, αλλά και για να κυριαρχεί στην εικόνα το κεντρικό θέμα και άλλα πολλά στοιχεία, τα οποία στο σύνολό τους εκφράζουν την κατάσταση της Θείας χάριτος, την αγιότητα του προσώπου.
(2) Είναι αποκαλυπτική.
Μας μεταδίδει την εμπειρία και το αποτέλεσμα που περιγράφεται στα κείμενα της Ορθοδοξίας, των πατέρων, και ασκητών και κυρίως της Παλαιάς Διαθήκης και Καινής Διαθήκης. Σύμφωνα με τους θεολόγους και τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Θεός «κενούται» και αποκαλύπτεται στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος απαντά στον Θεό με την ανέγερσή του, δηλ. την σύμφωνη (προς την αποκάλυψη που έλαβε) ζωή του. Με άλλα λόγια, η εικόνα είναι ορατή Μαρτυρία, τόσο της «κενώσεως» του Θεού προς τον άνθρωπο, όσο και της ροπής του ανθρώπου προς τον Θεό.
(3) Είναι συμβολική.
Η ζωγραφική γλώσσα που καθιέρωσε η Ορθόδοξη τέχνη, με το πέρασμα του χρόνου, για να αποδώσει ορισμένες ιδιότητες, καταστάσεις και στοιχεία σημασιολογικά στην εικόνα, χρησιμοποίησε ευρύτατα την βοήθεια συμβολισμών. Π.χ. ο φωτοστέφανος που περιτριγυρίζει τα κεφάλια των Αγίων και ιερών μορφών. Ο ήλιος δεν μπορεί να απεικονισθεί φυσιοκρατικά, αλλά μπορεί να αναπαρασταθεί συμβολικά. Την αγιότητα που δεν την βλέπουμε, δεν μπορούμε να την αναπαραστήσουμε, ούτε να την αποδώσουμε με τίποτα παρά μόνο με σχήματα, χρώματα και συμβολικά μέσα.
(4) Είναι διδακτική.
Έχει μία κεφαλαιώδη εκπαιδευτική σπουδαιότητα. Μας φανερώνει την κατάσταση αντιδοξασμού του Αγίου που εικονίζεται και απευθύνεται σε μας, όπως όλα τα χωρία της Α.Γ. και των Πατέρων δεν απευθύνονται μόνο σε κληρικούς και μοναχούς αλλά σε όλους τους πιστούς. Διδάσκει την στάση που πρέπει να έχει ο πιστός την ώρα της προσευχής, απέναντι στον Θεό. Το περιεχόμενο της εικόνας, αποτελεί μία πραγματική πνευματική καθοδήγηση της χριστιανικής ζωής και ιδιαίτερα της προσευχής.
(5) Δεν είναι τέχνη επιφανειακή, ρηχή, εντυπωσιακή (ιμπρεσσιονιστική) κατ’ άνθρωπον.
 Είναι τέχνη εκφραστική (εξπρεσσιονιστική) και εκφράζει το βάθος της χριστιανικής κοσμοθεωρητικής πίστεως. Δεν απευθύνεται μόνο στο συναίσθημα αλλά κυρίως και κατά πρώτον λόγον, στο πνεύμα. Δεν επιδιώκει την στιγμιαία και παροδική συναισθηματική εντύπωση αλλά την μόνιμη και διαρκή επί της ψυχής επενέργεια.5
(6) Αισθητοποιεί και υπομνηματίζει ό,τι  τελείται «μυστικώς» στην θεία λατρεία.    
Περιγράφει εικαστικώς το μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου, το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Και επειδή πρόκειται περί μυστηρίου, γι’ αυτό μιλά στην ψυχή των πιστών με σύμβολα, σχήματα, και μορφές που αφίστανται της πραγματικότητας. Με τον ίδιο τρόπο που οι πιστοί «μυστικώς τα Χερουβίμ εικονίζουσιν…», έτσι και οι ιερές φυσιογνωμίες «μυστικώς» και όχι πραγματικώς εικονίζονται.
Στη κόγχη του ιερού βήματος εικονίζεται ο Χριστός «ιερουργών εαυτόν». Εικονίζεται μεταδίδων το Σώμα Του και το Αίμα Του στους αποστόλους. Είναι η αισθητοποίηση ότι ουσιαστικά ο Χριστός είναι «ο προσφέρων και προσφερόμενος, και προσδεχόμενος και διαδιδόμενος». Είναι «ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος· ο πάντοτε εσθιόμενος, και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τους μετέχοντας αγιάζων». Η αγιογραφία αισθητοποιεί ό,τι θεωρητικά διατυπώνει η θεολογία. Ότι ο Χριστός ουσιαστικά τελεί την θεία λειτουργία.
Άνωθεν της παραστάσεως που κοινωνεί ο Χριστός τους αποστόλους, εικονίζεται, εφ’ όσον ο χώρος του ναού επιτρέπει ή και στον τρούλλο μερικές φορές, ο Χριστός ως ο λειτουργών αρχιερεύς υποβοηθούμενος υπό αγγέλων διακόνων. Η απεικόνιση αυτή αισθητοποιεί την λειτουργία που επιτελείται στους ουρανούς. Αισθητοποιεί το χερουβικό του μεγάλου Σαββάτου:
«Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία καὶ στήτω μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μηδὲν γήϊνον ἐν ἑαυτῇ λόγιζέσθω, ὁ γὰρ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων προέρχεται σφαγιασθῆναι καὶ δοθῆναι εἰς βρῶσιν τοῖς πιστοῖς, προηγοῦνται δὲ τουτου οἱ χοροὶ τῶν ἀγγέλων μετὰ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας».
Ο σκοπός της ορθόδοξης αγιογραφίας είναι το «μηδέν γήϊνον εν εαυτή λογιζέσθω».   
Είναι ο κύριος χαρακτήρας της και το κύριο γνώρισμά της. Και το επιτυγχάνει πλήρως και επιτυχώς εν αντιθέσει με την κοσμική και ανθρωποκεντρική θρησκευτική ζωγραφική της φραγοπαπικής Δύσεως, η οποία μόνο γήϊνα λογίζεται και ιστορεί.
(7) Υπομνηματίζει τα ιστορικά γεγονότα της θείας οικονομίας.
Εξιστορεί σκηνές του βίου του Χριστού, της Θεοτόκου και των αγίων. Αυτό το κάνει όχι μόνο για όσους είναι αγράμματοι, για να γνωρίσουν μέσα από την εικόνα τα διαδραματισθέντα (Νείλος ασκητής, 5ος αιών), αλλά και για να υπομνηματίσει θεολογικά για όλους, αγραμμάτους και εγγραμμάτους, τα πρόσωπα και τα γεγονότα που σχετίζονται με το μυστήριο της θείας οικονομίας. Η ορθόδοξη αγιογραφία δεν ασχολείται με ο,τιδήποτε, αλλά μόνο με τα κεντρικά και χαρακτηριστικά γεγονότα της θείας οικονομίας, τα οποία εξαίρει άλλωστε και τονίζει και η θεία λατρεία. Σκηνές του ευαγγελισμού, της γεννήσεως, της Υπαπαντής, της Βαπτίσεως, του Πάθους, της Αναστάσεως, της Αναλήψεως δεν λείπουν από καμμιά ιστορημένη Εκκλησία. Μπορεί όμως να μη υπάρχουν κάποιες σκηνές από τα θαύματα του Κυρίου ή κάποια θέματα από την διδασκαλία Του.
Επίσης υπάρχουν σκηνές από τα γεγονότα της ζωής της Θεοτόκου ή θέματα που σχετίζονται με την θεολογία του προσώπου της, όπως οι 24 εικονογραφικές σκηνές του Ακαθίστου Ύμνου.
Από την ζωή των αγίων, απεικονίζονται κυρίως σκηνές του μαρτυρίου τους ή κάποιων θαυμάτων τους. Αυτά δηλαδή που παρουσιάζει η λατρεία δια των ύμνων της, τα παρουσιάζει εικαστικά η αγιογραφία.
(8) Είναι λειτουργική.
Η Εκκλησία δίδει μεγάλη σημασία στα μυστήριά της, τα οποία συνδέει με την σωτηρία του ανθρώπου. Κεντρική θέση εντός των μυστηρίων κατέχει το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Γι’ αυτό συγκεντρώνεται η κοινότητα των πιστών και γύρω απ’ αυτό, τελούνται οι ευχές, οι ύμνοι, το κήρυγμα.
Η αγιογραφία, κι’ αυτή, θέτει τον εαυτό της στην διάθεση του κεντρικού αυτού μυστηρίου. Προσπαθεί να το εξυπηρετήσει και να το διακονήσει εικαστικώς. Γι’ αυτό είναι τέχνη λειτουργική. Προσπαθεί με τις παραστάσεις της η κοινότητα των πιστών να κατανοήσει, βιώσει και οικειωθεί το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Σύμβολα της ευχαριστιακής θυσίας είναι ο ιχθύς, ο αμνός και μάλιστα ο εσφαγμένος, όπως παρουσιάζεται στην Αποκάλυψη του Ιωάννου, οι τρείς παίδες εν καμίνω, ο Δανιήλ στον λάκκο των λεόντων, η θυσία του Αβραάμ τα οποία ζωγραφίζονται μέσα στο ιερό βήμα.6
Έτσι η εικονογραφία συμπληρώνει την ιερά υμνωδία στην προσπάθεια της να βιώσουν οι πιστοί το μυστήριο της θείας ευχαριστίας με κατάνυξη, προσοχή, δέος, μετάνοια. Ο χερουβικός ύμνος π.χ. εικαστικά παρουσιάζεται με την «λειτουργία των αγγέλων». Οι υπερκόσμιες, άϋλες, επιβλητικές και κατανυκτικές μορφές των διακόνων αγγέλων και ο τρόπος που διακονούν στην ουράνια λειτουργία δίνουν το μέτρο και την στάση, που πρέπει να έχουν οι πιστοί, όταν και ενώ τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Η αγιογραφία με τις συνθέσεις της, μας δίνει την εντύπωση ότι βλέπουμε οράματα επουράνια και καταστάσεις υπερκόσμιες. Αντίθετα η Δυτική τέχνη μας παρουσιάζει γήϊνες σαρκικές διαστάσεις και κάνει χοϊκά τα ιερά πρόσωπα μ’ αποτέλεσμα και εμείς να παραμένουμε στην χοϊκότητά μας.
(9) Είναι Τέχνη υψηλής θεολογίας.
(α). Η Ορθόδοξη αγιογραφία δεν είναι τέχνη θρησκευτική ως της Δύσεως αλλά θεολογική. Δεν παραθέτει απλώς την θρησκευτική ιστορία αλλά την συστηματική δογματική θεολογία.
Σε μας έχουμε το δωδεκάορτο με σκηνές απ’ όλη την ζωή του Χριστού, το οποίο εμφανίζει στους πιστούς, συνολικά και όχι μερικά, όλη την επί γης παρουσία του Χριστού. Ιστορείται στο τέμπλο του ναού και στις καμάρες που σχηματίζουν τον σταυρό πέριξ του κεντρικού τρούλλου.
Στην είσοδο του ναού, στην κεντρική πύλη, όπως ήδη προαναφέραμε, υπάρχει ο Χριστός ως διδάσκαλος, ευλογών και φέρων το Ευαγγέλιον το οποίο έχει την επιγραφή «εγώ ειμί η Θύρα..», ή «εγώ ειμί το φως του κόσμου..», ή «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή..».
Στον τρούλλο υπάρχει ο παντοκράτωρ ο οποίος είναι α΄) ο Δημιουργός και Βασιλεύς του σύμπαντος, που συνεχώς το επιβλέπει και προνοεί γι’ αυτό, β΄) ο Σωτήρ του ανθρωπίνου γένους και γ΄) ο αυστηρός και αδέκαστος Κριτής της οικουμένης.
Η δημιουργία του σύμπαντος, η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους και η οριστική κρίση ολοκλήρου της οικουμένης είναι τα θέματα που αποτελούν την εν γένει θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Στη κεντρική κόγχη του ιερού βήματος έχουμε την Θεοτόκο μαζί με τον Χριστό. Είναι αυτή που ίσταται μεταξύ ουρανού και γης. Είναι η «κλίμαξ η επουράνιος δι’ ης κατέβη ο Θεός». Είναι «η τα άνω τοις κάτω συνάψασα».
(β). Η προσοχή των μορφών που ζωγραφίζει η Ανατολική/Βυζαντινή Αγιογραφία, είναι πάντα προσηλωμένη στον Θεό και κάθε χειρονομία τους είναι «έπαρση των χειρών αυτών»(Φώτης Κόντογλου).
(γ). Αν ο λόγος και ο ήχος της Εκκλησίας αγιάζει δια της ακοής την ψυχήν μας, η Εικόνα την αγιάζει με την όραση.
(δ). Η εικόνα είναι ισότιμη του Ευαγγελικού μηνύματος. Είναι λατρευτικόν σκεύος και όχι αντικείμενον λατρείας.
(ε). Μέσα στο φυσιοκρατικό πλαίσιο της Δυτικής Εικονογραφίας, οι θείες μορφές εξανθρωπίζονται και χάνουν την θεία τους υπόσταση.
(στ). Σκοπός της εικόνας δεν είναι να μας προκαλέσει ένα φυσικό ανθρώπινο συναίσθημα αλλά να κατευθύνει όλα τα συναισθήματά μας προς την μεταμόρφωση, όπως και τον νου μας και όλα τα χαρακτηριστικά της φύσεως μας, αποβάλλοντας κάθε επιβλαβή και αρρωστημένη έξαρση.
(ζ). Κάθε εικόνα που κυκλοφορεί στο εμπόριο δεν είναι αλάθητη και αυθεντική, γι’ αυτό πρέπει να ζητάμε την γνώμη ειδικών στα «μυστικά των Εικόνων», διότι :
1/ Η τιμητική προσκύνηση των Εικόνων είναι ένα Δόγμα της Χριστιανικής πίστεως που διατυπώθηκε στην 7η Οικ. Σύνοδο.
2/ Η μη αυθεντική Εικόνα αλλοιώνει την διδασκαλία της Εκκλησίας, (όπως ο προφορικός και ο γραπτός λόγος), νοθεύει τον χαρακτήρα της Βυζαντινής Τέχνης (Υπερβατικό-Αποκαλυπτικό-Συμβολικό-Διδακτικό) και πιθανώς να οδηγήσει σε πλάνη, αίρεση και σε ακόμη χειρότερες καταστάσεις.
(η). Την εικόνα δεν προσκυνούμεν απαραλλάκτως λατρευτικώς, δηλονότι την Εικόνα με το εικονιζόμενον πρόσωπον, ούτε ως Θεούς τας αγίας εικόνας λατρεύομεν. Σε αυτές απονέμομεν ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνηση όχι κατά την αληθινή λατρεία της πιστεώς μας, η οποία απονέμεται μόνο στην Θεία φύση.
(θ). Οι εικόνες κατά την Ορθόδοξη πίστη, πρέπει να τιμώνται για τα εξής:
1/Διότι κοσμούν και στολίζουν τους Ναούς.
2/Διότι διδάσκουν αυτούς που δεν γνωρίζουν γράμματα, τις προφητείες, την ζωή τα πάθη και τα θαύματα του Χριστού και τους αγώνες των Μαρτύρων.
3/Διότι υπενθυμίζουν στους εγγράμματους εκείνα που πιθανώς να ελησμόνησαν.
4/Διότι αυξάνουν τον πόθο των Χριστιανών που τις βλέπουν, για να μιμηθούν αυτούς που εικονίζονται και μαρτύρησαν για την πίστη τους.
5/Διότι παρακινούν αυτούς που τις βλέπουν, να επικαλούνται μετά πίστεως και ελπίδος, τον μεν Θεόν ως Σωτήρα, τους δε Αγίους σαν πρευσβευτές προς τον Σωτήρα.
Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 7
Καθιερώθηκε ως επίσημη γιορτή για την αναστήλωση των εικόνων. Προσκυνούνται οι εικόνες και περιφέρονται στο ναό. Δια των εικόνων δοξάζεται ο Τριαδικός Θεός, και φέρνουμε στη μνήμη μας όλα τα σωτηριώδη γεγονότα της ζωής του Κυρίου, την μεγάλη τιμή προς την Θεοτόκο καθώς και προς τους αγίους, τους φίλους και ακολούθους του Χριστού.
Τέλος, «Ο χορός των αγίων Πατέρων… κήρυξε μια ουσία και φύση του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και παρέδωσε με σαφήνεια στην Εκκλησία το μυστήριο της Θεολογίας» (Δοξαστικό των Αίνων Κυριακής Αγίων Πατέρων). Δια των αγίων και πατέρων, η Εκκλησία, «φορώντας χιτώνα αληθείας, που υφάνθηκε από την ουράνια θεολογία, διδάσκει ορθόδοξα και δοξάζει το μέγα μυστήριο της πίστης» (Κοντάκιο της Κυριακής των Αγίων Πατέρων).

Συνεχίζεται





Η θεολογία των εικόνων, www.impantokratoros.gr---Η Θεολογία των εικόνων κατά τον Θεόδωρο Στουδίτη, Κορναράκης Ι. Κωνσταντίνος.
2 Ο Λεωνίδας Αλεξάντροβιτς Ουσπένσκι (8/8/1902-11/12/1987) γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρωσία, στην ιδιοκτησία του πατέρα του, στο σημερινὸ Γκολόσνοβκα, βόρεια της επαρχίας του Βορονέζ. Το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του ωστόσο, δεν το έζησε στην πατρίδα του, αλλά στο Παρίσι. Ο Λεωνίδας Ουσπένσκυ, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εικονογράφους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Έγινε ευρύτερα γνωστός, όχι μόνο από τις εικόνες του, αλλά και τα άρθρα του και κυρίως το έργο του «Η θεολογία της εικόνας».
Οι εικονογραφίες, αναπαραστάσεις συμβόλων και γεγονότων της γεννήσεως του Ιησού, ή χριστουγεννιάτικα «έθιμα», όπως:
.Η φάτνη με τον Ιωσήφ την Θεοτόκο, το Θείον βρέφος και τους τρεις μάγους που προσκυνούν προσφέροντες τα δώρα,
.Το άστρο της Βηθλεέμ,
.Το Χριστουγεννιάτικο δένδρο με τα στολίδια,
.Ο παχύσαρκος «Αγιοβασίλης» από τις βόρειες περιοχές της Ευρώπης και το Ψήσιμο γαλοπούλας:
Είναι αντίθετα με την Παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αντι-Αγιογραφικά, διότι:
-Οι μάγοι δεν προσεκύνησαν τον Ιησούν στην φάτνη όπου εγεννήθη, αλλά στην οικία όπου είχαν καταλύσει Ιωσήφ και Μαρία, αρκετόν χρόνον μετά την γέννηση του Ιησού (ΜΑΤΘ: 2/11).
-Το άστρον της Βηθλεέμ όπως απεικονίζεται επί των ημερών μας, ΟΥΔΕΜΙΑΝ σχέση έχει με φυσικά /αστρονομικά ή αστρολογικά φαινόμενα, πολύ περισσότερον με το αποκρυφιστικό αστέρι των ταλμουδιστών ιουδαίων, Την Ιουδαϊκή Πεντάλφα, που σχεδόν όλοι οι λαοί απεικονίζουν στις παραστάσεις και τα έργα τους, και στολίζουν την κορυφή του χριστουγεννιάτικου δένδρου, την περίοδον των εορταστικών ημερών.
Η θεολογική άποψη της Ορθοδοξίας ταυτίζεται με την ερμηνείαν του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ο οποίος συμφωνώντας με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, γράφει στο «Υπόμνημά του στον Ευαγγελιστή Ματθαίο»:   
«…Ότι το αστέρι αυτό δεν ήταν ένα από τα πολλά, μάλλον δε ούτε καν ήταν αστέρι, αλλά κάποια δύναμη αόρατος η οποία μετασχηματίσθηκε σ’ αυτή την όψη, φανερώνεται από την πορεία του…Επειδή λοιπόν (τους μάγους) οδήγησε και χειραγώγησε (σ.σ. εννοεί τον Θεό) και προς την φάτνη έστησε, όχι με άστρο, αλλά με άγγελον λοιπόν μ’ αυτούς συζητά…» P.G. 37, 64 – 66.





-Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, δεν είναι χριστιανικό έθιμο. Ως χριστουγεννιάτικο σύμβολο, χρησιμοποιήθηκε μετά τον 8ο αιώνα. Λέγεται ότι εκείνος που καθιέρωσε το έλατο σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν, ο ΆγιοςΒονιφάτιος, που για να σβήσει την ιερότητα που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στην δρυ, έβαλε στην θέση του το έλατο, σαν σύμβολο χριστιανικό και ειδικότερα σαν σύμβολο των Χριστουγέννων.
Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, το πρώτο χριστουγεννιάτικο δέντρο εμφανίστηκε στην Γερμανία, πριν περίπου 1000 χρόνια. Ένας Άγγλος ιερέας επισκέφτηκε μια παγανιστική φυλή στην Γερμανία, για να κηρύξει τον Χριστιανισμό, κι όταν είδε πως ετοιμάζονταν να θυσιάσουν ένα μικρό αγόρι σαν δείγμα λατρείας σε μια βαλανιδιά, ξερίζωσε από θυμό το ιερό δέντρο.
Εκεί που ξερίζωσε την βαλανιδιά φύτρωσε ένα έλατο, πράγμα που ο ιερέας εξέλαβε σαν σημάδι της Χριστιανικής πίστεως και οι ακόλουθοι του, το στόλισαν με κεριά για να μπορεί να κηρύσσει στους παγανιστές και την νύχτα! Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, το δένδρο συμβολίζει για τους παγανιστές, την ανα-γέννηση της μάνας γης!!!
Μια άλλη εκδοχή είναι πως τα χριστουγεννιάτικα δέντρα ξεκίνησαν σαν τα δέντρα που παρίσταναν τον κήπο της Εδέμ στα θέατρα που γίνονταν κατά τον Μεσαίωνα για να μαθαίνουν τις ιστορίες της Βίβλου οι αγράμματοι.
 Αρχικά τα έλατα διακοσμούνταν με ειδικά χριστουγεννιάτικα μπισκότα και κεριά που συμβόλιζαν τα αστέρια. Επειδή όμως τα κεριά ήταν πολύ επικίνδυνα, ο Αμερικάνος Μόρις εφηύρε το 1895, τα ηλεκτρικά φωτάκια που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα.
Εκτός από έλατα χρησιμοποιούνται σε διάφορες χώρες και άλλα δέντρα, όπως για παράδειγμα τα δέντρα μπανάνας και μάνγκο στην Ινδία!
Φυσικά, στο πέρασμα των αιώνων, το νόημα του χριστουγεννιάτικου δέντρου πήρε αναρίθμητες μορφές.
Στην πατρίδα μας, το χριστουγεννιάτικο δέντρο το έφεραν για πρώτη φορά στην Αθήνα, οι παπικοί Βαυαροί. Για πρώτη φορά στολίστηκε δέντρο στα Ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Αρχικά στολίστηκε στα ανάκτορα του Ναυπλίου και εν συνεχεία στην Αθήνα, όπου οι κάτοικοι έκαναν ουρές για να το θαυμάσουν. Σημειώνεται ότι στην Γαλλία ως έθιμο εισήχθη αρκετά χρόνια μετά απ’ ότι στην Ελλάδα, από την Κόμισσα της Ορλεάνης.
Οι Έλληνες άρχισαν μαζικά να στολίζουν Χριστουγεννιάτικο δέντρο μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Το χριστουγεννιατικο δεντρο είναι συνήθως έλατο, αν και σε πολλες περιπτώσεις μπορεί να στολιστεί και κάποιο άλλο δέντρο.(Σε πολλές περιοχές της Ελλάδας δεν στολίζουν Χριστουγεννιάτικο δέντρο, αλλά καραβάκι.)
Το στόλισμα ενός δέντρου είναι και αυτό παγανιστικό έθιμο.
Οι παγανιστές στην Ευρώπη (φυσιολάτρες, είχαν σαν θρησκεία την λατρεία προς την μητέρα φύση-την μάνα γη όπως την αποκαλούσαν), χρησιμοποιούσαν πάντοτε κατά τους χειμερινούς μήνες σαν διακόσμηση στα σπίτια τους, κλαδιά από δέντρα για να τους θυμίζουν την άνοιξη που πρόκειται να έρθει. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν κλαδιά για διακόσμηση των ναών τους κατά την γιορτή "Σατουρνάλια".
.Ο παχύσαρκος δωρεοδότης «Αγιοβασίλης», αποτελεί ανίερη διακωμώδηση του ασκητή της Ορθόδοξης πίστεως Αγίου Βασιλείου. Φυσικά  και το μυθολογικό γεγονός του "Αγιοβασίλη" με το έλκηθρό του, που το κινούν οι ιπτάμενοι τάρανδοι, αποτελεί παγανιστικό κατάλοιπο. Τον μήνα Δεκέμβριο, οι Έλληνες γιόρταζαν τον Διόνυσο αλλά και τον «Φωτοφόρο» Απόλλωνα-Ήλιον, παριστάνοντάς τον, πάνω στο ιπτάμενο άρμα του, να μοιράζει το «φως». Το άρμα έγινε έλκηθρο, τα άλογα έγιναν τάρανδοι και το "δώρο" του φωτός που μοίραζε στους ανθρώπους ...έγινε κυριολεκτικά "μοίρασμα δώρων".
.Ο στολισμός του δένδρου είναι καθαρά συμβολικός της ευτυχίας των ανθρώπων και της φύσεως της μάνας-Γης κατά τους παγανιστές. Σύμφωνα με ερευνητές του αντικειμένου, το πρώτο στολισμένο δένδρο εμφανίστηκε στη Γερμανία το 1539 και τα πρώτα στολίδια ήταν συσκευασμένα φαγητά ή είδη ρουχισμού ή άλλα χρήσιμα είδη, που στο πέρασμα των χρόνων και με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου εξελίχθηκαν μόνο σε διακοσμητικά αντικείμενα. Κατά την παράδοση ο πρώτος που στόλισε δέντρο, ήταν ο αιρεσιάρχης Μαρτίνος Λούθηρος. Ο Λούθηρος, περπατώντας την νύχτα στα δάση και βλέποντας τα χειμωνιάτικα αστέρια να λάμπουν μέσα στα κλαδιά, συνέλαβε την ιδέα της τοποθετήσεως ενός φωτεινού δέντρου στο σπίτι του, που θα απεικόνιζε τον έναστρο ουρανό απ’ όπου ο Χριστός ήρθε στον κόσμο.
Ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, για όλα αυτά, καταθέτει μια ενδιαφέρουσα άποψη στο βιβλίο του «Δεσποτικές Εορτές»:
«Έχω την υποψία ότι η συνήθεια να στολίζουμε δένδρο κατά την διάρκεια των Χριστουγέννων δεν είναι απλά ένα έθιμο που μας ήλθε από την Δύση και το οποίο πρέπει να αντικαταστήσουμε από άλλα έθιμα πιο ορθόδοξα. Δεν έχω, βέβαια, ενδιατρίψει γύρω από την ιστορία του Χριστουγεννιάτικου δένδρου και από που προήλθε, αλλά νομίζω ότι συνδέεται με την εορτή των Χριστουγέννων και το αληθινό της νόημα.
Κατ’ αρχάς δεν είναι άσχετο με την προφητεία του Προφήτου Ησαΐου: "εξελεύσεται ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί, και άνθος εκ της ρίζης αναβήσεται" (Ησ. ια', 7). Αυτή την προφητεία είχε υπ’ όψη του ο ιερός Κοσμάς ο ποιητής, όταν έγραφε: "Ράβδος εκ της ρίζης Ιεσσαί, και άνθος εξ αυτής Χριστέ εκ της Παρθένου ανεβλάστησας...". Ρίζα είναι ο Ιεσσαί, ο πατήρ του Δαυίδ, ράβδος είναι ο βασιλεύς Δαυίδ, άνθος που βγήκε από την ρίζα και την ράβδο είναι η Θεοτόκος. Και ο καρπός που προήλθε από το άνθος της Παναγίας είναι ο Χριστός. Αυτό το παρουσιάζει θαυμάσια η ιερά αγιογραφία. Έτσι, το Χριστουγεννιάτικο δένδρο μπορεί να μας θυμίζη το γενεαλογικό δένδρο του Χριστού ως ανθρώπου, την αγάπη του Θεού, αλλά και τις διαδοχικές καθάρσεις των Προπατόρων του Χριστού. Στην κορυφή δε είναι το άστρο που είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός.
Έπειτα, το Χριστουγεννιάτικο δένδρο μας θυμίζει τόσο το ξύλο της γνώσεως, όσο και το ξύλο της ζωής, κυρίως όμως το δεύτερο. Υπογραμμίζει εμφανώς την αλήθεια ότι ο Χριστός είναι το ξύλο της ζωής και ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε, ούτε να εκπληρώσουμε τον σκοπό της υπάρξεώς μας, αν δεν γευθούμε αυτό το ξύλο, "τό παρεκτικόν ζωής". Χριστούγεννα χωρίς την θεία Κοινωνία δεν μπορούν να νοηθούν. Καί, φυσικά, θεία Κοινωνία, χωρίς να νικήσουμε τον διάβολο, όταν βρεθούμε μπροστά στον πειρασμό, αναφορικά με το ξύλο της γνώσεως καλού και πονηρού, όπου θα δοκιμασθή η ελευθερία μας, δεν είναι δυνατόν να συντελέση στην κατά Χριστόν θέωση.
Χαιρόμαστε και πανηγυρίζουμε, γιατί "τό ξύλον της ζωής εν τω σπηλαίῳ εξήνθισεν εκ της Παρθένου".  Πηγή: http://iereasanatolikisekklisias.blogspot.gr/
.Το έθιμο της χριστουγεννιάτικης γαλοπούλας, υιοθετήθηκε και στην χώρα μας από την παπική Ευρώπη που με την σειρά της το παρέλαβε από το Μεξικό. Η παράδοση αυτή του Μεξικό, έφτασε στην υπόλοιπη Ευρώπη, από τους Ισπανούς, το 1824. Παλαιότερα υπήρχε  η συνήθεια να μαγειρεύουν μεγάλα πουλιά για το γιορτινό γεύμα. Προτιμούσαν τους φασιανούς, τις χήνες και τα παγόνια. Όταν, όμως δοκίμασαν τη γαλοπούλα, την καθιέρωσαν ως το κατεξοχήν χριστουγεννιάτικο γεύμα. Γρήγορα, το έθιμο της γαλοπούλας στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι εξαπλώθηκε σε όλες τις πόλεις της Ισπανίας και πέρασε τα σύνορα της χώρας, περνώντας στην Αγγλία, τη Γαλλία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Από τα παλιά χρόνια συνηθιζόταν να σερβίρεται στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι πουλερικό, κυρίως χήνα, καθώς πίστευαν πως η χήνα είναι το αγαπημένο πουλί του Ήλιου και όσοι την έτρωγαν εξασφάλιζαν τη δύναμη και την αμέριστη προστασία του (παγανιστική αντίληψη).
Όσα αγνοούσα για τις εικόνες, Κων. Μαρινόπουλος, Αγιογράφος, Θεσσαλονίκη, 1996.--- Περιληπτική διασκευή και συνοπτική παρουσίαση των όσων εκθέτει διεξοδικά, εμπεριστατωμενα και επιστημονικά, ο ομότιμος καθηγητής του Α.Π.Θ., Κωνσταντίνος Δ. Καλοκύρης, στο βιβλίο του «Εισαγωγή εις την χριστιανικήν και βυζαντινήν αρχαιολογίαν», Θεσ/νίκη 1975. Επιμελεια: Αρχιμανδρίτης Μελέτιος Απ. Βαδραχάνης.
Το βάθος της χριστιανικής κοσμοθεωρητικής πίστεως, παρατηρούμε και στις εικόνες της σταυρώσεως του Χριστού. Οι Δυτικοί, αποβλέποντας μόνο στο συναίσθημα, παρουσιάζουν το μακάβριο και φρικαλέο της σταυρώσεως σ’ όλη του την έκταση. Αντιθέτως οι ορθόδοξοι, μη αποβλέποντας μόνο στο συναίσθημα αλλά και στην διδαχή της θεολογίας, παρουσιάζουν το βασιλικό μεγαλείο του Χριστού, το συγκρατημένο πάθος, την ηρεμία και την γαλήνη με την οποία αντιμετωπίζει ο Χριστός την οδύνη του μαρτυρίου. Έτσι ενώ ο Δυτικός ζωγράφος παρουσιάζει το ανθρώπινο δράμα στο οποίο κυριαρχεί ο πόνος, η φρίκη και το τραγικό, ο ορθόδοξος ζωγράφος παρουσιάζει την θεληματική εν σταυρώ θεία κένωση του θεανθρώπου. Παρουσιάζει όλο το θεολογικό βάθος του «Τετέλεσται».
Παρουσιάζει τον Χριστό να ελέγχει την ιστορία και το «πεπρωμένο» Του. Τον παρουσιάζει ως δυνατό που ξέρει ότι σε λίγο θ’ αναστηθεί και όχι σαν αδύνατο που απέτυχε στην αποστολή του. Και η Παναγία και ο Ιωάννης παρουσιάζονται με συγκρατημένη θλίψη. Η Θεοτόκος, κατά τον Γεώργιο Νικομηδείας (9ος αιών), «τω πάθει κοσμίως και ουκ αγενώς προσωμίλει». Βεβαίως, από την εποχή των Παλαιολόγων και μετά, επικρατεί στα πρόσωπα της Παναγίας και του Ιωάννου το λεγόμενο ρεαλιστικό στοιχείο. Όμως αυτό είναι συγκρατημένο και κόσμιο.
Το ίδιο παρατηρούμε και στην εξεικόνιση της αναστάσεως. Στην Δύση, από τον 11ο αιώνα και μετά, κυριαρχεί η αντιπαραδοσιακή, και αντιγραφική και ανορθόδοξη παράσταση της αναστάσεως, με τον Χριστό να ξεπετιέται από τον τάφο, που εκείνη την στιγμή ανοίγει, και οι Ρωμαίοι στρατιώτες πεσμένοι κάτω να τον κοιτούν φοβισμένοι. Στο Βυζάντιο, από τον 9ο αιώνα, έχουμε ως εικόνα της αναστάσεως την «εις Άδου κάθοδον του Κυρίου» μας. Ο ορθόδοξος αυτός εικονογραφικός τύπος δεν παρουσιάζει, ως ο λατινικός, την ανάσταση σαν ένα γεγονός που συμβαίνει μόνο στον ορατό κόσμο, αλλά εκφράζει αυτό που ψάλλει η Εκκλησία μας «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας, και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Από την εποχή των Μακεδόνων (867-1056) και των Κομνηνών (1081-1185), στην κεντρική κόγχη του ιερού βήματος αρχίζουν να ζωγραφίζουν κάτω από την Πλατυτέρα:
α΄) Την λειτουργία του Χριστού και των αγγέλων όπως τελείται στον ουρανό,
β΄) Τον Χριστό να κοινωνεί τους αποστόλους,
γ΄) Στο κάτω μέρος της κόγχης παρουσιάζονται οι ιεράρχες, και μάλιστα όσοι γράψανε θεία λειτουργία, κρατώντας στα χέρια τους τις λειτουργικές δέλτους με αντίστοιχα χωρία από τις ευχές της θεία λειτουργίας και
δ΄) Από του 12ου αιώνος έχουμε μεταξύ των λειτουργούντων αρχιερέων το δισκάριο με τον τεθυμένο αμνό. Όλα αυτά αποτελούν τον λεγόμενο λειτουργικό εικονογραφικό κύκλο, ο οποίος μετά του δογματικού και εορταστικού καθορίζουν την εικονογράφηση στους βυζαντινούς ναούς.
7 Με την ονομασία Κυριακή της Ορθοδοξίας φέρεται από τους χρόνους της εικονομαχίας στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, η πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής που πρωτοκαθιερώθηκε από τα μέσα του 9ου αιώνα.
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας αποτελεί ιδιαίτερη χριστιανική θριαμβική εορτή, σε ανάμνηση της οριστικής αναστηλώσεως των ιερών και σεπτών εικόνων στην Βασιλεύουσα, από την Αυτοκράτειρα Θεοδώρα (το 842), όπου και έπαψε από το γεγονός αυτό, ο μακροχρόνιος σάλος που είχε δημιουργηθεί εκ του ζητήματος των εικόνων. Στην Κωνσταντινούπολη, η αναστήλωση των εικόνων, εορτάσθηκε το έτος εκείνο, με λαμπρό πανηγυρισμό και λιτανεία με μεγάλη πομπή, όπου και αναθεματίστηκαν οι εικονομάχοι, συλλήβδην οι αιρετικοί και όλοι οι αναθεματισθέντες από τις Οικουμενικές Συνόδους. Στο τέλος μνημονεύθηκαν και όλοι οι αθλητές της ευσέβειας και της Ορθόδοξης πίστεως.
Σε ανάμνηση εκείνου του θριάμβου της Ορθοδοξίας, κάθε χρόνο επαναλαμβάνονταν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες μεγάλες πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η τελετή αυτή κατά τον ακόλουθο τρόπο: Ο κλήρος (ενδημούντες και παρεπιδημούντες) μαζί με τους μοναχούς που πρωτοστάτησαν στους αγώνες υπέρ των εικόνων, τελούσαν "πανήχιον υμνολογίαν" στον Ιερό Ναό της Θεοτόκου των Βλαχερνών, στο τέλος της οποίας ακολουθούσε λαμπρή λιτανεία στην Μεγάλη Εκκλησία, όπου παρίστατο ο Αυτοκράτορας.
Σήμερα σε ανάμνηση της αναστηλώσεως των εικόνων, εορτάζεται σε όλους τους χριστιανικούς ναούς, η "Κυριακή της Ορθοδοξίας" όπου κατά την λειτουργία αναγιγνώσκεται με ιδιαίτερη έμφαση, περικοπή εκ της προς Εβραίους επιστολής (ια':24-26, και 32-40), στην οποίαν εκτίθενται οι αγώνες των αγίων ανδρών της Παλαιάς Διαθήκης υπέρ της πίστεως, καθώς επίσης και περικοπή από το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο (α' 40 κ.έ.) όπου ιστορείται η κλήση του Φιλίππου και Ναθαναήλ που ομολόγησαν τον Ιησού Χριστό ως υιόν του Θεού "Ραββί, σύ εί ο υιός του Θεού, σύ εί ο Βασιλεύς του Ισραήλ".
Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, από Βασιλείας του Γεωργίου του Α', καθιερώθηκε την Κυριακή της Ορθοδοξίας να προσέρχεται ο Βασιλεύς στην Μητρόπολη Αθηνών όπου και να απαγγέλλει παρά το Δεσποτικόν, το “Σύμβολο της Πίστεως”. Το αυτοκρατορiκό αυτό έθιμο, έφθασε μέχρι των ημερών μας επί Βασιλέως Κωνσταντίνου Β', όπου μετά την μεταπολίτευση, συνεχίζεται από τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου