ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΝΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ (1974).
ΠΟΙΟΙ ΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΜΕΙΟΔΟΤΕΣ ΚΑΙ
ΠΡΟΔΟΤΕΣ;
ΜΕΡΟΣ 8ο
4. Διπλωματική δραστηριότης για επίλυση
του Κυπριακού Προβλήματος.
α. Η
Τουρκική αντίδραση στον ένοπλο αγώνα της ΕΟΚΑ
Με την έναρξη του ενόπλου απελευθερωτικού
αγώνος εντάθηκε η διπλωματική δραστηριότητα των ενδιαφερομένων μερών. Η
Κυπριακή πλευρά ακολούθησε την γραμμή της διεθνοποιήσεως του Κυπριακού προβλήματος
η οποία εγκαινιάστηκε με την προσφυγή στην Γενική Συνέλευση του Οργανισμού
Ηνωμένων Εθνών το 1954 (από τον Αλέξανδρο Παπάγο).
Η τουρκική αντίδραση στον ένοπλο αγώνα, όπως
ήταν φυσικό, υπήρξε έντονη και εκδηλώθηκε ποικιλοτρόπως. Αρχικώς με την προτροπή
και την βοήθεια των Άγγλων, συνεχίζοντας την παραδοσιακή συνεργασία Τουρκίας
και Αποικιοκρατικής Βρετανίας, πολλοί Τουρκοκύπριοι εντάχθηκαν στις δυνάμεις
ασφαλείας του νησιού ως επικουρικοί
αστυνομικοί.
Στην Κωνσταντινούπολη και την Σμύρνη,
οργανώθηκαν από αξιωματικούς της κυβερνήσεως Αντνάν Μεντερές, βιαιοπραγίες
μεγάλων διαστάσεων σε βάρος των Ελλήνων και Ελληνίδων της Τουρκίας.
Είναι
γνωστά τα αιματηρά Σεπτεμβριανά (1955) που έγιναν στην Πόλη μας, την
Κωνσταντινούπολη, αλλά και οι αισχρές πράξεις εις βάρος οικογενειών ελλήνων
στρατιωτικών που υπηρετούσαν στην Σμύρνη, (βιασμοί συζύγων Ελλήνων
αξιωματικών, χυδαιότητες και
προπηλακισμοί, κλπ) τις οποίες απέκρυψε η τότε ελληνική ηγεσία.
Τα Σεπτεμβριανά αποτελούσαν προειδοποίηση στην
ΕΟΚΑ, την οποία κατηγόρησαν ότι δήθεν σχεδίαζε «σφαγές» των Τουρκοκυπρίων. Τότε
ιδρύθηκε στην Κύπρο η μυστική οργάνωση VOLKAN (αργότερα μετονομάστηκε σε ΤΜΤ).
Σκοπός: Η δια τρομοκρατικών ενεργειών, με την ανοχή ή συνεργασία
της Βρετανικής κατοχικής αρχής, δημιουργία ανθελληνικού κλίματος και αβυσσαλέου
μίσους μεταξύ των Ελλήνων και των τουρκοφώνων μουσουλμάνων της Νήσου τους
οποίους για πρώτη φορά αποκαλούσαν αδελφούς Τούρκους.
Η οργάνωση αυτή (ΤΜΤ), σε περίπτωση που οι
Ελληνοκύπριοι θα πετύχαιναν την αυτοδιάθεση, θα διεκδικούσε το ίδιο δικαίωμα
και για τους Τουρκοκυπρίους. Δηλαδή
αμέσως θα ζητούσαν ΔΙΧΟΤΟΜΗΣΗ της Νήσου!
β. Διεργασίες
επιλύσεως του Κυπριακού στα πλαίσια του ΟΗΕ1
Το
Κυπριακό Ζήτημα έχει τις ρίζες του στο λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα. Αφετηρία του
ήταν οι άμεσες στρατιωτικές και διπλωματικές επεμβάσεις των Μεγάλων Δυνάμεων
στην απώλεια των κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κατά το τελευταίο
τέταρτο του 19ου αιώνα. Η Κύπρος, κατοικημένη στο μεγαλύτερο μέρος της από
ελληνόγλωσσο ορθόδοξο πληθυσμό, παραχωρήθηκε στην Αγγλία το 1878 με μυστικές
διαπραγματεύσεις2.
Η κυπριακή ηγεσία στήριζε εξ αρχής (ήδη από το
1950) τις ελπίδες της για δικαίωση του αιτήματος της αυτοδιαθέσεως και,
συνακόλουθα, της Ενώσεως με την Ελλάδα στην διεθνοποίηση του Κυπριακού, θέση
την οποία μετά από μία περίοδο αμφιταλαντεύσεων υιοθέτησαν και ανέλαβαν να
προωθήσουν οι ελληνικές κυβερνήσεις.
Δυστυχώς όμως, κατά την
δεκαετία του 1950, οι ελλαδικές κυβερνήσεις
έβλεπαν την αναζωπύρωση του Κυπριακού σαν επικίνδυνο φορτίο για την Ελλάδα.
Οι Ελληνικές κυβερνήσεις δικαιολογούσαν την στάση τους από το γεγονός ότι είχαν
να λύσουν πολλά ζητήματα μετά από τον συμμοριτοπόλεμο 1946 – 1949, κατά τον
οποίον οι Αγγλοαμερικανοί παραλλήλως με την βοήθειαν που παρείχαν στην νόμιμη
Ελληνική κυβέρνηση, υπεστήριζαν κρυφίως και τους συμμορίτες.
Συνεπώς δεν ήθελαν να
διαταράξουν την σχέση τους με τους Αγγλοαμερικανούς, αφού η στρατηγική της
στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στις ΗΠΑ, τον πιο στενό σύμμαχό της διεθνώς, αλλά
και στην Βρετανία.
Χαρακτηριστική της στάσεως
που κρατούσαν αρχικώς οι ελλαδικές κυβερνήσεις ήταν η απάντηση του αντιπροέδρου
της κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου (4.4.1950) στο αίτημα του δημάρχου Λευκωσίας να
αξιοποιήσει η ελληνική κυβέρνηση τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος που
διεξήχθη στην Κύπρο στις 15.1.1950:
«Η Ελλάς σήμερον αναπνέει με δύο πνεύμονας, του μεν αγγλικού, του δε
αμερικανικού και, δι' αυτό, δεν μπορεί, λόγω του Κυπριακού, να πάθη ασφυξίαν...»3.
Ο Νικ. Πλαστήρας ήταν ξεκάθαρος σε αυτό το
θέμα ακόμα και κατά την συνάντησή του με την αντιπροσωπεία της Εθναρχίας που
τον επισκέφτηκε μετά από το δημοψήφισμα στην Κύπρο (Απρίλιος 1950). Δήλωσε:
«Η κυβέρνησις εκφράζει την ελπίδα της
ικανοποιήσεως του πανελληνίου πόθου εντός
των πλαισίων της αγγλοελληνικής φιλίας, την οποίαν επιθυμεί αδιατάρακτον»4.
Είναι
εξίσου χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Ν. Πλαστήρα, και κατά το επόμενο έτος
1951, όταν ήταν πάλι πρωθυπουργός της Ελλάδας και συναντήθηκε για πρώτη φορά με
τον Μακάριο Γ΄, όταν ο δεύτερος ήταν ακόμα αρχιεπίσκοπος: «Αν ήρχεσο εις την
πτωχικήν μου καλύβη και μου εζήτεις να πάω να πολεμήσω διά την Κύπρον, θα το
έκανα ευχαρίστως, διότι είμαι στρατιώτης. Αλλά έρχεσαι εις το Γραφείον του
Πρωθυπουργού της Ελλάδος και μου ζητάς να κάψω την Ελλάδα, χωρίς να μπορώ να
ωφελήσω την Κύπρο. Κάθισε λοιπόν ήσυχα»5.
Οι
δηλώσεις αυτές δείχνουν και μια διαχρονική συνέπεια των ξενόδουλων πολιτικών
δυνάμεων της Ελλάδος ως προς το Κυπριακό, καθώς ήδη ο «εθνάρχης» για κάποιους
λωτοφάγους της ιστορίας, τέκτων κρυπτο-ιουδαίος Μπενί Ζελόν (Ελ. Βενιζέλος),
καταδικάζοντας την εξέγερση στην Κύπρο τον Οκτώβριο του 1931 (Οκτωβριανά) και
την συμπαράσταση που εκφράστηκε σε αυτήν από τους Έλληνες πολίτες στην Ελλάδα,
δήλωσε:
«Η
διατήρησις στενότατα φιλικών σχέσεων προς την Μεγάλην Βρετανίαν απετέλεσε παγίαν
πολιτικήν της Ελλάδος από της δημιουργίας του ελληνικού κράτους. Οσοι
νομίζουν ότι συμφέρει να διαταραχθούν αι σχέσεις αύται, διότι τοιουτοτρόπως
ημπορεί να εξαναγκασθή η Αγγλία να μας παραχωρήση την Κύπρον, είναι προφανώς
άνθρωποι ακαταλόγιστοι»6.
Σε συνέντευξη του στις
23 Ιανουαρίου 1950, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Νετζμεττίν Σαντάκ
δήλωσε: «Δεν τίθεται ζήτημα που
ονομάζεται Κυπριακό. Η Βρετανική Κυβέρνηση δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την
νήσο Κύπρο σε κάποιο άλλο κράτος». Στις 20 Ιουνίου 1950, ο τότε νέος
υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Αλί Φουάντ Κιουπρουλού, επίσης δήλωσε: «Για την Τουρκία δεν υφίσταται ζήτημα
Κυπριακού».
Για τους παραπάνω
λόγους, και μέχρι το 1954 η κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου αρχικώς, ο συνασπισμός
ΕΠΕΚ - Φιλελευθέρων που την διαδέχτηκε, αλλά και η κυβέρνηση Παπάγου στην
συνέχεια, αρνούνταν να διεθνοποιήσουν το Κυπριακό. Κινούνταν όπως υποδείκνυαν
και οι ΗΠΑ, να παραμείνει το πρόβλημα στο πλαίσιο της ελληνοβρετανικής
συμμαχίας. Πίεζαν, διά της διπλωματικής οδού, να υπάρξει έστω μια υπόσχεση της
Μ. Βρετανίας για την μελλοντική αυτοδιάθεση της Κύπρου, υποσχόμενοι την
εξασφάλιση των βρετανικών βάσεων στην Κύπρο «και ίσως αλλαχού της ελληνικής επικρατείας»7.
Η πρώτη
ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ έγινε τον Αύγουστο του 1954, με αίτημα την
εφαρμογή της αρχής της αυτοδιαθέσεως των λαών, στην περίπτωση του λαού της
Κύπρου. Το αίτημα, παρά τις έντονες αντιδράσεις του Άγγλου υπουργού Εξωτερικών,
έγινε αποδεκτό και εγγράφηκε στην ημερήσια διάταξη της 9ης Γενικής Συνελεύσεως.
Η αισιοδοξία όμως που δημιούργησε η κατ’ αρχήν αποδοχή του αιτήματος δεν έμελλε
να συνεχιστεί.
Κατά την
συζήτηση του θέματος στις 14 Δεκεμβρίου 1954 και μετά από έντονες «υπόγειες» δραστηριότητες
της Βρετανίας –με την οποία συμπαρατάχθηκαν οι Ηνωμένες Πολιτείες– αλλά και
εξαιτίας της δυναμικής τουρκικής παρεμβάσεως, η ελληνική πλευρά αναγκάστηκε να
συμφωνήσει σε αναβολή της συζητήσεως του θέματος, εκτιμώντας ότι η ενδεχόμενη
ψήφιση ενός σχεδίου προτάσεως θα ήταν ασύμφορη για την Κύπρο.
Είχε ήδη διαφανεί η επιδίωξη της Αγγλίας να μην
επιλυθεί το ζήτημα σε διεθνές επίπεδο αλλά να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγματεύσεως
μεταξύ όχι μόνο Ελλάδας – Βρετανίας (κάτι που είχε επιδιώξει η ελληνική πλευρά
στο παρελθόν πλην όμως δεν υπήρξε βρετανική ανταπόκριση), αλλά και με συμμετοχή της Τουρκίας.
Η ελληνική πλευρά δεν μπόρεσε να ανατρέψει τις
«όψιμες» τουρκικές αξιώσεις, βασιζόμενη στην συνθήκη της Λωζάνης, στο ότι
δηλαδή η Τουρκία παραιτήθηκε από όλα τα δικαιώματα και όλους τους τίτλους
οποιασδήποτε μορφής επί των εδαφών ή σχετικά με τα εδάφη τα οποία βρίσκονταν
εκτός των προβλεπομένων στην συνθήκη αυτή συνόρων, καθώς και επί των νήσων,
εξαιρέσει εκείνων, επί των οποίων η τουρκική κυριαρχία έχει αναγνωριστεί με την
συγκεκριμένη συνθήκη. Ειδικά μάλιστα για
την Κύπρο, η Τουρκία είχε αναγνωρίσει ρητώς την προσάρτησή της, από την Μεγάλη
Βρετανία (στις 5 Νοεμβρίου 1914).
Εξάλλου, ο επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας
στην διάσκεψη της Λωζάνης Ισμέτ Ινονού είχε δηλώσει ότι το τουρκικό κράτος
ανήκει σε εκείνα τα κράτη, τα οποία αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στον περιορισμό
της κρατικής εξουσίας τους στο δικό τους εθνικό έδαφος και διακήρυσσε πως η
Μεσοποταμία, η Αίγυπτος, η Συρία καθώς και όλα
τα εκτός των τουρκικών συνόρων εδάφη έχουν το δικαίωμα της απόλυτα ελεύθερης
εκλογής της διακυβερνήσεως την οποίαν προτιμούν.
Παρ’ ότι λοιπόν οι διατάξεις της συνθήκης της
Λωζάνης και οι δηλώσεις Ινονού παρείχαν στην ελληνική πλευρά αδιάσειστα
επιχειρήματα για την απόκρουση των τουρκικών απαιτήσεων επί της Κύπρου ή/και
μιας αξιώσεως της Άγκυρας για συμπροσδιορισμό του status του νησιού, η ελληνική αντιπροσωπεία φάνηκε ανίσχυρη μπροστά στη διπλή επίθεση που
δέχτηκε από Τουρκία και Μεγάλη Βρετανία στον ΟΗΕ.
Ο εκπρόσωπος της Άγκυρας, Σελίμ Σαρπέρ, χρησιμοποίησε κατά τις συζητήσεις το επιχείρημα ότι
πίσω από την αυτοδιάθεση κρύβεται η Ένωση, ενώ ο εκπρόσωπος του Λονδίνου Selwyn
Lloyd, παρακάμπτοντας το αίτημα της αυτοδιαθέσεως, με το οποίο προσέφυγε η
Ελλάδα στον ΟΗΕ, επικαλέστηκε επιχειρήματα άσχετα προς το αίτημα αυτό, όπως:
Το νόμιμο συμφέρον της Άγκυρας λόγω γεωγραφικής
εγγύτητας, το νησί ουδέποτε αποτέλεσε μέρος του νεοελληνικού κράτους, με την
προσφυγή της η Ελλάδα παραβιάζει τη συνθήκη της Λωζάνης την οποία υπέγραψε, η
Βρετανία χρειάζεται την Κύπρο για να ανταποκρίνεται στις στρατηγικές της
υποχρεώσεις, και το σπουδαιότερο ότι ο Ελευθέριος Βενιζέλος δήλωσε το
1931 (στα Οκτωβριανά) ότι δεν υφίσταται πρόβλημα Κύπρου μεταξύ των κυβερνήσεων
Ελλάδας και Μ. Βρετανίας και, επί πλέον, κατά την συνθήκη της Λωζάνης η Ελλάδα
δεν επιφυλάχθηκε για την Κύπρο.
Οι βρετανικές προθέσεις, στοχεύσεις και
μεθοδεύσεις σύντομα συγκεκριμενοποιήθηκαν απολύτως. Μετά την έναρξη του ένοπλου
αγώνος στην Κύπρο ακολουθεί νέα ελληνική
προσφυγή στον ΟΗΕ στις 25 Ιουλίου του 1955, η Αγγλία συγκαλεί στο Λονδίνο
τριμερή διάσκεψη και στις 29 Αυγούστου συναντώνται στο Λάνγκαστερ Χάουζ, ο
Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών και οι ομόλογοί του της Ελλάδας και της
Τουρκίας, ο δε Βρετανός πρωθυπουργός σπεύδει να προτείνει σύνταγμα για την
Κύπρο και καθεστώς αυτοκυβερνήσεως.
Η τριμερής διάσκεψη απέβη άκαρπη, ενώ σε λίγες
ημέρες (23 Σεπτεμβρίου) η ολομέλεια της Γενικής Συνέλευσης απέρριψε την δεύτερη
ελληνική προσφυγή με ψήφους 28 κατά, 22 υπέρ και 10 αποχές. Ασκώντας όλα τα
μέσα πιέσεως που διέθεταν σε διεθνές επίπεδο και εξασφαλίζοντας την αμέριστη
συμπαράσταση των ΗΠΑ, οι Βρετανοί εξουδετέρωναν την ελληνική επιχειρηματολογία.
Ειδικότερα, ως προς την πολιτική που
ακολούθησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο Κυπριακό, ο καθηγητής Σπ. Βρυώνης8 υποστηρίζει
ότι μπορεί να ερμηνευθεί και να κατανοηθεί εάν ληφθεί υπ’ όψιν το ψυχροπολεμικό
κλίμα που επικρατούσε την εποχή των γεγονότων και, πιο συγκεκριμένα, εάν
εξεταστεί μέσα σε ένα πλαίσιο που διαμορφώνεται από τρεις βασικούς παράγοντες:
Πρώτον, τον μακαρθισμό που
ταλάνισε την Αμερική, δεύτερον, την
επιθυμία της Αμερικής να βοηθήσει την Αγγλία η οποία έχανε διαρκώς έδαφος και, τρίτον, τις εκτιμήσεις της για τον ρόλο
που πίστευε ότι μπορούσε να διαδραματίσει η Τουρκία για τα αμερικανικά
συμφέροντα λόγω γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής θέσεως. Η γειτνίαση με την
Σοβιετική Ένωση καθώς και με τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες βάρυναν στις
τοποθετήσεις των Αμερικανών, που αξιολογούσαν την κατάσταση στην Ελλάδα ως
ασταθή και την παρουσία του κομμουνιστικού στοιχείου έντονη, άρα και
επικίνδυνη.
Έτσι, ο ρόλος των ΗΠΑ αποδείχθηκε καθοριστικός
στις αποφάσεις του ΟΗΕ για το Κυπριακό, λαμβανομένης υπ’ όψιν της επιδράσεως
που ασκούσαν σε μία σειρά από χώρες άμεσα ελεγχόμενες από την Αμερική (π.χ.
χώρες με συγκεκριμένα καθεστώτα στην Λατινική Αμερική)9.
Συνεχίζεται
1 Ο ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ 1955-1959 και η διαμόρφωση του
αποτελέσματος ως συνέπεια των ελληνοκυπριακών χειρισμών και της εξωτερικής
πολιτικής της Ελλάδας, της Αγγλίας και της Τουρκίας. Από το αίτημα για Ένωση
στις Συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου, ΙΩΑΝΝΑ-ΜΑΡΙΑ (ΙΩ) ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ,ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ,
2009
2 Η
συμφωνία ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Αγγλία παραχωρούσε την
χρήση της Κύπρου στην Αγγλία για την εγκατάσταση βάσεων σε αυτήν, έναντι ενός
ετήσιου χρηματικού ποσού και ορισμένων θρησκευτικών προνομίων για το
μουσουλμανικό (μειονοτικό) πληθυσμό της Κύπρου. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία
διατηρούσε τυπική κυριότητα της Κύπρου, ενώ η Αγγλία ήταν υποχρεωμένη να
επιστρέψει την Κύπρο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αν η Ρωσία επέστρεφε τα εδάφη
της Αρμενίας, τα οποία είχε κατακτήσει κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο.
Σε αυτήν την περίπτωση έπαυε να ισχύει ο λόγος
της συμφωνίας, που ήταν η στρατιωτική στήριξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από
την Μ. Βρετανία απέναντι στις επεκτατικές βλέψεις της Ρωσίας σε βάρος των
ασιατικών κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Ιούλιο του 1878 οι
Βρετανοί αποβιβάστηκαν στην Κύπρο και ανακήρυξαν την κατοχή της από το
βρετανικό Στέμμα.
Την Κύπρο διοικούσε Άγγλος αρμοστής, στον
οποίο εξαρχής διατυπώθηκε από τις εκκλησιαστικές αρχές των Ελληνοκυπρίων η
θέληση να ενωθούν με το ελληνικό κράτος, αίτημα στο οποίο δεν ανταποκρίθηκε η
Αγγλία, τυπικώς γιατί δεν είχε την ψιλή κυριότητα, ουσιαστικώς γιατί την
ενδιέφεραν πρωτίστως οι βάσεις της στην Κύπρο. Η Κύπρος είχε ιδιαίτερη
στρατηγική σημασία λόγω της θέσεως που έχει ανάμεσα σε τρεις ηπείρους, αλλά και
του υποθαλάσσιου πλούτου της.
Η Κύπρος προσαρτήθηκε πλήρως ως αποικία της Μ.
Βρετανίας μετά από το τέλος του Α' Παγκόσμιου Πολέμου και αναγνωρίστηκε ως
τέτοια από την Τουρκία, με τη Συνθήκη της Λωζάνης (24.7.1923).
3 Γιώργης
Δ. Κατσούλης, Ιστορία του ΚΚΕ, τόμ. Ζ' 1950 - 1968, σελ. 154, εκδ. Α. Λιβάνης
& Σία EE «Νέα Σύνορα», Αθήνα, 1978.
4 Γ.
Ζωΐδη - Τ. Αδάμου, Η πάλη της Κύπρου για τη λεφτεριά, σελ. 110-111, «Πολιτικές
και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», 1960.
5 Βλ.
Ευάγγελος Αβέρωφ - Τοσίτσας, Ιστορία χαμένων ευκαιριών - Κυπριακό 1950-1963 -,
τόμ. Α', σελ. 22, έκδ. «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα, 1982.
6 Βλ.
Ε - Ιστορικά, 16.2.2008, «Κύπρος. Η Οδύσσεια της ανεξαρτησίας». Π. Παπαπολύβιος, «Η νικηφόρα πορεία... προς
την ήττα», σελ. 47.
7 Ευάγγελος Αβέρωφ - Τοσίτσας, Ιστορία χαμένων
ευκαιριών (Κυπριακό 1950-1963), τόμ. Α', σελ. 31, έκδ. «Βιβλιοπωλείον της
Εστίας», Αθήνα, 1982.
8 Ο Σπυρίδων Βρυώνης γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου του 1928 στην Μέμφιδα του Τεννεσί των Ηνωμένων Πολιτειών, από
γονείς μετανάστες καταγόμενους από την Κεφαλονιά. Το 1950 αποφοίτησε από το South- Western College της Μέμφιδας και
έλαβε υποτροφία από το ίδρυμα Fulbright προκειμένου να ειδικευθεί στην ελληνική
κλασσική φιλολογία και αρχαιολογία στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών των
Αθηνών. Το 1951
επιστρέφει στις Η.Π.Α. και παρακολουθεί μεταπτυχιακές σπουδές στο Ιστορικό
τμήμα του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και αποκτά διαδοχικά μεταπτυχιακό και
διδακτορικό το 1956
με θέμα της διατριβής του "The internal history of Byzantium during the
time of troubles, 1057-81". Εργάστηκε ως ερευνητής στο Βυζαντινό
Ινστιτούτο του Dumbarton Oaks και στο Κέντρο Μεσανατολικών σπουδών του
Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ.
Διετέλεσε διευθυντής του Κέντρου Σπουδών της
Εγγύς Ανατολής του Πανεπιστημίου του Λος Άντζελες από το 1972 μέχρι το 1975 και από το 1979 μέχρι το 1982. Από το 1976 μέχρι το 1979 διορίζεται ως
μετακλητός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για να διδάξει Ιστορία των Μέσων
και των Νεωτέρων Χρόνων. Επιστρέφει στο Πανεπιστήμιο του Λος Άντζελες και
διορίζεται προϊστάμενος του Κέντρου Αρμενικών Σπουδών του ίδιου πανεπιστημίου.
Τον Ιούνιο του 1985
συστήνει στην μνήμη του πρόωρα χαμένου γιου του Σπυρίδωνα-Βασίλη, Κέντρο
Ελληνικών Σπουδών στο Σακραμέντο της Καλλιφόρνιας. Το 1988 καλείται να αναλάβει
τη διεύθυνση του Ωνάσειου Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Νέας
Υόρκης..
9 Προσωπική
συνέντευξη καθηγητή Σπυρίδωνα Βρυώνη, στην Ιώ Καλογεροπούλου, 6 Ιανουαρίου
2008.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου