Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΝΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ (1974). ΠΟΙΟΙ ΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΜΕΙΟΔΟΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ;
 

 ΜΕΡΟΣ 3ο

α. Οι πρώτοι αγώνες για την Ένωση (συνέχεια 2ου μέρους)
Η συμμετοχή των Ελλήνων Κυπρίων εθελοντών στον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελούσε έκφραση της πεποιθήσεως ότι θα υπήρχε και "Κυπριακό μερίδιο" κατά την "διανομή των κερδών" μετά την νίκη . Όμως οι ελπίδες - που είχαν πληρωθεί και με αίμα με την συμμετοχή Κυπρίων εθελοντών στους πολέμους - γρήγορα διαψεύστηκαν.
Κατά την "διανομή των κερδών" στην διάσκεψη των Παρισίων μετά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, δεν υπήρξε "Κυπριακό μερίδιο", αν και η ηγεσία των Ελλήνων Κυπρίων βρισκόταν εκεί, παρακαλώντας και ικετεύοντας. Μετά την συνθήκη της Λωζάνης (1923) δια της οποίας η Τουρκία παραιτήθηκε από όλα τα επί της Κύπρου δικαιώματά της, γεννήθηκαν κάποιες νέες ελπίδες γιατί έτσι είχε αρθεί ένα σοβαρώτατο εμπόδιο στην απόδοση της Κύπρου στην Ελλάδα.
Ωστόσο με την άρση του εμποδίου αυτού, η Αγγλία προχώρησε όχι στην εκχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα αλλά στην προσάρτησή της με την ανακήρυξη του νησιού (1.5.1925) ως αποικίας του Στέμματος. Είχε δε τότε γίνει απόλυτα σαφές στους Έλληνες Κυπρίους, από Άγγλους επισήμους (όπως ο υπουργός Αποικιών Έϊμερι)1 ότι ζήτημα Ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα δεν υπήρχε και ότι τέτοιο θέμα ήταν οριστικά κλειστό.
Και αργότερα όμως, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, κατά τον οποίο Ελλάδα και Αγγλία βρίσκονταν ξανά στο ίδιο στρατόπεδο, πολεμώντας αυτήν την φορά εναντίον του φασισμού και του ναζισμού, προβλήθηκε ως κυρίαρχο σύνθημα στις επίσημες τοιχοκολλήσεις της αγγλικής στρατολογίας το «Πολεμήστε για την Ελλάδα και την Ελευθερία».
Αποδείχτηκε για μία ακόμη φορά ότι η αγγλική πολιτική μεταχειρίστηκε επιδέξια τους πόθους του κυπριακού λαού, με αποκλειστικό στόχο την εθελοντική κατάταξη των Κυπρίων στον Αγγλικό στρατό. Ανεξαρτήτως με την βδελυρά πολιτική τους, οι Βρετανοί αναπτέρωσαν και πολλαπλασίασαν τις προσδοκίες του Κυπριακού Ελληνισμού για δικαίωση, από μια χώρα που ισχυριζόταν ότι πολεμούσε για τα ίδια ιδανικά.
Ωστόσο, η προσπάθεια ελέγχου της δημοτικής εκπαιδεύσεως έγινε εντονότερη το 1923 με τον περιορισμό των εξουσιών των τοπικών και επαρχιακών επιτροπών, στην αρμοδιότητα των οποίων βρισκόταν ο διορισμός του διδακτικού προσωπικού και η υποχρέωση πληρωμής του. Η διαδικασία υποταγής της εκπαιδεύσεως στην κρατική εξουσία, συνεχίστηκε με τους νόμους του 1929 και 1933, μέχρις ότου η διοίκηση της εκπαιδεύσεως έγινε απόλυτα συγκεντρωτική και επιβλήθηκε έλεγχος στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα2.
Το 1926 τοποθετήθηκε στο νησί νέος κυβερνήτης, ο σερ Ρόναλντ Στορς3. Βασικοί στόχοι που θέλησε να επιβάλει στο νησί ο νέος κυβερνήτης, εκτός των άλλων, ήταν η δημιουργία κυβερνητικού κόμματος και η καλλιέργεια κυπριακής συνειδήσεως μέσα από τα αναλυτικά προγράμματα της δημοτικής εκπαιδεύσεως.
Τέτοιου είδους καλλιέργεια ανθελληνικής-ανεξάρτητης-«κυπριακής» συνειδήσεως είχε αρχίσει να εφαρμόζεται αφανώς, βραδέως αλλά συστηματικώς, από την περίοδον της Μακαριακής προεδρίας, την δεκαετίαν 1960, με μερικές  φωτεινές παύσεις, σήμερον προωθείται συστηματικώς και συντηρείται από σύγχρονους Νενέκους, αργυρώνητους πολιτικούς Κυπρίους (μη διστάζοντες να διακηρύττουν δημοσία ότι δεν είναι Έλληνες αλλά Κύπριοι).
Αυτοί πρωτοστατούν στις μυστικές συνομιλίες, για την δήθεν επανένωση της Νήσου, που διεξάγονται στις ημέρες μας, οι οποίες εάν επισημοποιηθούν με την υπογραφή συμφωνίας, ουσιαστικώς , θα σημάνουν την απαρχήν της Τουρκοποιήσεως της Κύπρου!
Στην ανθελληνική στάση τους, συμπαρίστανται και ομοβώμιοι κατά την πίστη Ελλαδίτες πολιτικάντηδες, και αριστερόφρονες ομοϊδεάτες, της γνωστής αριστεροειδούς διεθνιστικής αδελφότητος.
Στα ανωτέρω μέτρα των αγγλικών Αρχών για απόλυτο έλεγχο σε θέματα παιδείας πρέπει να προστεθούν και τα δυσβάστακτα φορολογικά μέτρα, γεγονός που δεν επέτρεπε στον εξαθλιωμένο από την κακοδιοίκηση της Τουρκοκρατίας λαό, να ανακάμψει.
Η Τουρκία από την άλλη, η οποία με το Άρθρο 20 της συνθήκης της Λωζάνης (1923) αναγνώρισε επισήμως την προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία και παραιτήθηκε από κάθε «δικαίωμά» της επί της Κύπρου (που το 1925 ανακηρύχθηκε αποικία του Στέμματος), δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για την Κύπρο και την εκεί τουρκική μειονότητα, την οποία όλες ανεξαιρέτως οι απογραφές όλων των πλευρών προσδιορίζουν περίπου στο 18% του κυπριακού πληθυσμού4.
Χαρακτηριστικά μάλιστα για την έλλειψη ενδιαφέροντος όσον αφορά την τουρκική μειονότητα είναι και όσα αναφέρει ο Τουρκοκύπριος γιατρός Ιχσάν Αλή στα απομνημονεύματά του: «Είναι γεγονός ότι από το 1878, όταν η Τουρκία μεταβίβασε την Κύπρο στην Αγγλία για ένα ορισμένο ποσό ως ενοίκιο, ποτέ και με κανέναν τρόπο δεν ενδιαφέρθηκε για τους Τουρκοκυπρίους.
Εξάλλου από τη δική τους πλευρά, όταν το 1914 η Αγγλία ανακοίνωσε επίσημα ότι θεωρεί την Κύπρο αποικία της και κατάργησε μονομερώς τη συμφωνία του 1878, οι Έλληνες άρχισαν πιο έντονα τις ενέργειές τους για ένωση. Οι Τούρκοι έμειναν πιστοί υπηρέτες των Άγγλων και με το να ενεργούν δήθεν εναντίον της Ενώσεως, στην πραγματικότητα υποστήριζαν με κάθε τρόπο τον αποικιοκράτη5.
Συμπερασματικώς, μπορούμε να πούμε ότι κατά την πρώτη περίοδο της αγγλοκρατίας (1878-1925) υπήρχε μια συνεχής εναλλαγή αναπτερώσεως και διαψεύσεως των προσδοκιών των Ελλήνων Κυπρίων για επίτευξη του ιδανικού της ενώσεως. Έτσι, από ψυχολογική άποψη, το αυθόρμητο κίνημα του Οκτωβρίου του 1931 ήταν μια φυσιολογική αντίδραση ενός καταπιεσμένου και υπόδουλου πληθυσμού ενάντια στους καταπιεστές του.
Τα μέτρα αυτά σε συνδυασμό με την οικονομική εξαθλίωση της αγροτικής και εργατικής τάξεως οδήγησαν στην εθνική εξέγερση του 1931,τα γνωστά Οκτωβριανά. Η εξέγερση εκείνη έφερε και τον πρώτον νεκρό μάρτυρα της Κυπριακής ελευθερίας, τον Ονούφριο Κληρίδη..




Η εξέγερση κατεστάλη και τα τιμωρητικά μέτρα που επέβαλαν οι Άγγλοι στους Έλληνες ήσαν: Συλλήψεις, φυλακίσεις, λογοκρισία, εκτοπισμοί, απελάσεις και δεκάχρονη δικτατορία του κυπριακού λαού.. Μεταξύ των εκτοπισθέντων ήταν και η ψυχή των εξεγερθέντων ο μητροπολίτης Νικόδημος.
Η Ενωτική αυτή πλημμυρίδα, που χαρακτηριζόταν από αυθορμητισμό και οπωσδήποτε ελλιπή προετοιμασία, είχε καθολική διάσταση και εξέφραζε την αγανάκτηση από τηn διάψευση των προσδοκιών του συνόλου του Κυπριακού λαού, όπως διαφαίνεται και από το διάγγελμα του μητροπολίτη Κιτίου Νικόδημου Μυλωνά6.



Η καταστολή του κινήματος, που εκδηλώθηκε με διαδηλώσεις σε όλες τις πόλεις και τα χωριά της Κύπρου, πραγματοποιήθηκε μέσα σε μερικές μέρες από βρετανικά στρατεύματα που μεταφέρθηκαν από την Αίγυπτο. Ακολούθησαν εξορίες των πρωτεργατών, φυλακίσεις χιλιάδων ατόμων, καταστολή των όποιων ελευθεριών απολάμβαναν οι πολίτες, καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και απόλυτα δικτατορική διακυβέρνηση.
Η επίσημη Ελλάδα δεν είχε καμία ανάμειξη στο κίνημα του 1931. Ο δε Ελευθέριος Βενιζέλος, που τον Φεβρουάριο του 1919 περιλάμβανε στις ελληνικές διεκδικήσεις και την Κύπρο, και στο Συμβούλιο των Τεσσάρων ο Λόϋντ Τζορτζ διακήρυσσε: «Επιθυμία μου είναι επίσης να δώσω το νησί της Κύπρου στην Ελλάδα»7, άλλαξε στάση και με διπλωματικό τρόπο, δήλωσε το 1931, ότι δεν υφίστατο πρόβλημα Κύπρου μεταξύ των κυβερνήσεων της Ελλάδας και της Μεγάλης Βρετανίας. Θεωρούσε ότι τα «δίκαια της Κύπρου και των Δωδεκανήσων είναι ιερά. Αλλά δεν ήλθεν ακόμη η σειρά τους...»8.
Ουαί! Ουαί! Oυαί! Φαρισαίε Υποκριτά κρυπτο-Ιουδαίε Μπενί-Ζελόν (Bενιζέλε)!
Η πολιτική της Ελλάδας δεν διαφοροποιήθηκε ως προς το Κυπριακό κατά τις δύο επόμενες δεκαετίες. Εξάλλου το θέμα της Κύπρου ούτε ανακινήθηκε ούτε ήταν δυνατόν να ανακινηθεί και να απασχολήσει σοβαρά καμία χώρα, και εν προκειμένω την Ελλάδα, μέσα στα συνταρακτικά γεγονότα του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, την κατοχή και τον εμφύλιο που επακολούθησε.
Η αξίωση για ένωση με την Ελλάδα είναι όμως πολύ παλαιότερη. Η Κύπρος, αναπόσπαστο τμήμα του Ελληνισμού, είχε παραμείνει έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους και συνεπώς το αίτημα του λαού της για ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό, κρίνεται απολύτως φυσιολογικό.
Όμως η αποικιοκρατική πολιτική της Αγγλίας δεν άφηνε πολλά περιθώρια ελπίδας. Η πρώτη οργανωμένη και δυναμική αντίδραση στην αποικιοκρατική δουλεία, όπως προείπαμε, υπήρξε το κίνημα του 1931. Τα Οκτωβριανά, όπως καθιερώθηκε να ονομάζονται, σημαδεύουν και ορίζουν την πρώτη δυναμική αιματηρή αναμέτρηση του ελληνισμού της Κύπρου με την βρετανική τυραννία.
Την αποτυχία του κινήματος ακολουθεί μία εποχή τρομοκρατίας, καταπνίξεως του εθνικού φρονήματος και συστηματικής φιμώσεως του λαού. Απηγορεύθη η ανάρτηση της ελληνικής σημαίας και η ανάκρουση του ελληνικού εθνικού ύμνου.
Αυτό το κλίμα καταγράφει ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, όταν το 1953 ταξιδεύει στην Κύπρο. Γι’ αυτό και απευθύνεται στους Άγγλους, για να τους υπενθυμίσει πως:
«Η γη δεν έχει κρικέλια
για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν […]
Και τούτα τα κορμιά
πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν,
έχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,
δε θα μπορέσουν μόνο θα τις ξεκάμουν
αν ξεγίνουνται οι ψυχές».
                                                                                    («Σαλαμίνα της Κύπρος»)
Συγχρόνως καταγράφει στο ημερολόγιό του όλη την αγωνία του ελληνισμού της Κύπρου για εθνική αποκατάσταση και διασώζει μέσα από το φωτογραφικό υλικό της επισκέψεώς του στην Κύπρο το κυρίαρχο σύνθημα: «Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες»
Αποκορύφωμα της βρετανικής αρνητικότητος ήταν δηλώσεις του υφυπουργού Αποικιών Χένρι Χόπκινσον στην Βουλή των Κοινοτήτων, την 28η Ιουλίου 1954, ο οποίος αναφερόμενος στο αίτημα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση είπε : «Υπάρχουν ορισμένα εδάφη της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, τα οποία λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους, ουδέποτε θα πρέπει να αναμένουν ότι θα γίνουν πλήρως ανεξάρτητα»9.
 Πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις του Κυπριακού διαδραμάτισε ο πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος, του οποίου οι αποφάσεις για ενεργό ανάμειξη της Ελλάδας μπορούν να ερμηνευθούν ως αποτέλεσμα:
1.  Των πιέσεων της Εθναρχίας και της ελληνικής κοινής γνώμης
2. Του προκλητικώς αρνητικού τρόπου με τον οποίο αντιμετώπιζε η Μ. Βρετανία τα αιτήματα των Κυπρίων καθώς και τις κατά καιρούς ελληνικές προτάσεις για διευθέτηση του Κυπριακού μεταξύ ελληνικής και βρετανικής πλευράς. Η κυνικότητα μάλιστα με την οποία αντιμετώπισε (τον Σεπτέμβριο του 1953) τον Παπάγο ο πρωθυπουργός Άντονι Ήντεν («Δεν βλέπω τον λόγον δια τον οποίον η Ελλάς ενδιαφέρεται δια την Κύπρο») όπως και η δήλωση του υφυπουργού Αποικιών, Χόπκισνσον, στη Βουλή των Κοινοτήτων (Ιούλιος 1954) ότι η Κύπρος «ουδέποτε» θα αποκτούσε την ανεξαρτησία της, φαίνεται ότι αποτέλεσαν την τελευταία ώθηση προς την οριστική απόφαση του Παπάγου να συμπαρασταθεί δυναμικά στην κυπριακή υπόθεση.
Ο Έλληνας πρωθυπουργός, συνυπολογίζοντας τους κινδύνους στους οποίους εξετίθετο η Ελλάδα, πρόσφατα προσχωρήσασα στην συμμαχία του ΝΑΤΟ, και τις άσβεστες εθνικές διεκδικήσεις έκλινε υπέρ των δεύτερων και ακολούθησε την οδό της διεθνοποιήσεως. Μετά από απόρρητη σύσκεψη Παπάγου, Στ. Στεφανόπουλου, Αλ. Κύρου και δύο άλλων σημαντικών διπλωματών τον Απρίλιο του 1954, κατά την οποία οριστικοποιούνται οι προθέσεις της ελληνικής πλευράς και δρομολογείται η ελληνική πολιτική επί του θέματος, η Ελλάδα καταθέτει την πρώτη προσφυγή για την αυτοδιάθεση της Κύπρου στον ΟΗΕ τον Αύγουστο του ιδίου έτους.
Η Ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ, η οποία ακολούθησε το διαβόητο «ουδέποτε» του Χόπκινσον, στηρίχθηκε στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που διαλαμβάνει ότι ένας από τους σκοπούς των Ηνωμένων εθνών είναι «να αναπτύσσουν φιλικές σχέσεις μεταξύ των Εθνών, που να βασίζονται στο σεβασμό προς την αρχή της ισότητας των δικαιωμάτων και της αυτοδιαθέσεως των λαών».





Συνεχίζεται















1 Leopold Charles Maurice Stennett Amery CH (22 November 1873 – 16 September 1955), usually known as Leo Amery or L. S. Amery, was a British Conservative Party politician and journalist, noted for his interest in military preparedness, India, and the British Empire.
2 Κάτια Χατζηδημητρίου, Ιστορία της Κύπρου, σελ.295-296.
3 Sir Ronald Henry Amherst Storrs, KCMG, CBE (19 November 1881 – 1 November 1955) was an official in the British Foreign and Colonial Office. He served as Oriental Secretary in Cairo, Military Governor of Jerusalem, Governor of Cyprus, and Governor of Northern Rhodesia.
4 Χριστόδουλος Γιαλλουρίδης, Η ελληνοτουρκική σύγκρουση.
5 Δρ Ιχσάν Αλή, Τα απομνημονεύματά μου», σελ. 9.
6 Ο απελευθερωτικός μας Αγώνας ’55-’59, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, σελ. 18.
7 Γιάννης Πικρός, Ο Βενιζέλος και το Κυπριακό, Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του, σελ. 207 και 209. 
8 Γιάννης Πικρός, Ο Βενιζέλος και το Κυπριακό, Μελετήματα γύρω από τον Βενιζέλο και την εποχή του, σελ. 308.
9 -Nancy Crawshaw, The Cyprus Revolt. George Allen and Unwin, London 1978 p.76
-Την 28η  Ιουλίου 1954, στην βρετανική Βουλή, ο υφυπουργός Αποικιών Χένρι Χόπκινσον εξεστόμισε το διαβόητο «Ουδέποτε», που επέδρασε καταλυτικά στις εξελίξεις [κατάθεση ελληνικής προσφυγής στον ΟΗΕ, «όρκος της Φανερωμένης», συζήτηση του Κυπριακού στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, επανάσταση της 1ης Απριλίου 1955] και στοιχειώνει από τότε την σύγχρονη ιστορία της Κύπρου, υπογραμμίζοντας τις τεράστιες ευθύνες και τον καταστροφικό ρόλο της Μεγάλης Βρετανίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου