Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

ΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΝΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ
ΤΡΑΓΩΔΙΑ (1974). ΠΟΙΟΙ ΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΜΕΙΟΔΟΤΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΤΕΣ;

 

                                                            ΜΕΡΟΣ 2ο
α. Οι πρώτοι αγώνες για την Ένωση (συνέχεια 1ου μέρους)
    Το Αγγλικό ψευτο-Σύνταγμα του 18821
Κάτω από την πίεση των Ελλήνων της Κύπρου, οι Άγγλοι ηναγκάσθηκαν να υποσχεθούν μεταρρυθμίσεις, τις οποίες πραγματοποίησε ο Γλάδστων στα 1882, παραχωρήσας στους Κυπρίους ένα «ψευτο-σύνταγμα» αποτελούμενον από 31 άρθρα και το οποίον ίσχυσεν περίπου 50 χρόνια. Δια των μεταρρυθμίσεων αυτών ιδρύθηκαν εκπαιδευτικά συμβούλια, κατελύθη το Τουρκικόν δικαστικόν σύστημα και ανεστηλώθη η Δικαιοσύνη. Στο Νομοθετικόν Συμβούλιον εδίδετο μια αντιπροσωπευτική μορφή. Στο εξής αποτελείτο από 6 επίσημα μέλη διοριζόμενα υπό της Κυβερνήσεως και δώδεκα εκλεγόμενα υπό του λαού, εννέα μη μωαμεθανικά και τρία μωαμεθανικά, σύμφωνα με την τότε αναλογίαν του πληθυσμού.
Με τον τρόπον αυτόν, η σύνθεση του Συμβουλίου στην πραγματικότητα τους εξησφάλιζε την ισοψηφίαν, στην οποίαν, αν προσθέσουμε και το «βέτο» του εκπροσώπου του Στέμματος, σχηματίζομεν μιαν εικόνα του εμπαιγμού του Ελληνικού λαού της Κύπρου υπό των Άγγλων. Η εικόνα της Αγγλικής διοικήσεως στην Κύπρο συμπληρώνεται από την σύνθεση του Εκτελεστικού Συμβουλίου (είδος Κυβερνήσεως) που αποτελείται από τον Αρμοστήν, πάλιν ως Πρόεδρον, από τον Αρχιγραμματέα, από τον Νομικόν Σύμβουλον, τον Αρχιδικαστήν και άλλους υπάλληλους της Αγγλικής διοικήσεως, όλους χωρίς εξαίρεση Άγγλους.
Επίσης η παιδεία, καθώς και η δικαιοσύνη, ευρίσκοντο εις χείρας των Άγγλων. Τα κατώτερα δικαστήρια είχαν Πρόεδρον Άγγλον και μέλη έναν Έλληνα και έναν Τούρκον, κατ’ εφαρμογήν των αρχών της …(αν)ισότητος και της….δικαιοσύνης και προς δόξαν της Αγγλικής κοινοβουλευτικής…δημ(ι)οκρατίας.
Από της ενάρξεως της κατοχικής διακυβερνήσεώς τους οι Άγγλοι έδειξαν τις άγριες διαθέσεις τους για το Κυπριακό Ζήτημα. Από την αρχή ακόμη ήθελον να καταργήσουν την Ελληνική γλώσσα στα σχολεία, και ο Διοικητής της Κύπρου Ρόμπερτ Βίντολφ (Sir Robert Biddulph)2 είχε προτείνει να αντικατασταθή από την Αγγλικήν.
Όμως η Κυβέρνησις του Γλάδστωνος δεν ήταν σύμφωνος και με τον Υπουργό των Αποικιών Κύμπερ Λέϊ3 απήντησεν ότι «λαμβανομένου υπ’ όψιν της πλούσιας και ποικίλης αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας και της μεγάλης προόδου, την οποίαν επέτυχεν η νέα Ελλάδα από την εθνικήν της ανεξαρτησίαν, εις τα γράμματα, θεωρώ αδιαφιλονίκητον, ότι η Ελληνική γλώσσα, η γλώσσα της πλειοψηφίας των κατοίκων, είναι αρκετά κατάλληλη όχι μόνον δια την στοιχειώδη εκπαίδευσιν, αλλά και για επίτευξιν πιο ανωτέρου βαθμού ανάπτυξης».
Παρά την διαπίστωση όμως του λόρδου Κύμπερ Λέϊ, οι Άγγλοι δεν εγκατέλειψαν τις προσπάθειές τους για αφελληνισμό της Παιδείας. Στις 5 Δεκεμβρίου του 1923 εψηφίσθη νόμος, δια του οποίου η Κυβέρνησις καταργεί την καθοδήγησιν της παιδείας υπό των κοινοτήτων προς όφελός της. Το 1929 δια νόμου οι επαρχιακές εκπαιδευτικές Επιτροπές αντικαθίστανται από εκπαιδευτικόν Συμβούλιον διοριζόμενον υπό του Διοικητού. Το 1931 ο Κυβερνήτης δικτατορικώς παίρνει το δικαίωμα να διευθύνει και να καθοδηγεί την παιδείαν. Με τους Νόμους του 1952 και 1953 η Κυβέρνηση εκλέγει ως Εφόρους όποια πρόσωπα θέλει, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος. Σε όλην την περίοδον της κατοχής όλα τα νομοσχέδια που κατετέθηκαν υπό των Άγγλων, εψηφίσθησαν και έγιναν δεκτά.
Ταυτοχρόνως όλα τα νομοσχέδια που κατετέθησαν από τους Έλληνες λαϊκούς αντιπροσώπους απερρίφθησαν, διότι οι Άγγλοι με την πολιτικήν του «Διαίρει και Βασίλευε», εξησφάλιζον προς όφελός τους τας ψήφους των Τούρκων. Με το Βασιλικό Διάταγμα της 10.ΙΙΙ.1925, διά του οποίου η Κύπρος εκηρύσσετο αποικία, προσετέθησαν στο Νομοθετικόν Συμβούλιον 3 Ελληνικές έδρες. Για να υπάρχει όμως εξίσωση μεταξύ των Ελληνικών ψήφων και των ηνωμένων Αγγλο-τουρκικών, προσετέθησαν και τρεις έδρες επισήμων (Άγγλων υπαλλήλων).
Ο Ενωτικός πόθος των Κυπρίων και οι πρώτες Εθνικές κινητοποιήσεις
Τις πρώτες δεκαετίες της Αγγλοκρατίας, οι Έλληνες της Κύπρου είδαν με ευχαρίστηση την αλλαγή. Η Τουρκική-Οθωμανική κακοδιοίκηση και τυραννία τερματιζόταν, οι νέοι κυρίαρχοι, αν και ξένοι, θεωρήθηκαν ότι ήσαν «χριστιανοί» και τους συνόδευε η φήμη ότι κυβερνούσαν τους λαούς με πνεύμα φιλελεύθερο και ανεκτικό. Από την πρώτη στιγμή γεννήθηκαν ελπίδες ότι οι Άγγλοι θα παραχωρούσαν τελικά την Κύπρο στην μητέρα Ελλάδα.
Οι ελπίδες, όμως, των Ελληνοκυπρίων ήσαν ουτοπικές διότι, στην Κύπρο είχε δημιουργηθεί μια σημαντική μουσουλμανική (τουρκική) μειονότητα, από τους ασταμάτητους εποικισμούς που έκαναν οι τούρκοι κατακτητές αλλά και τους βιαίους εξισλαμισμούς στα χρόνια της τυραννίας τους (1571-1878). Επίσης:
-Η Κύπρος βρισκόταν πολύ μακριά από την Ελλάδα και πολύ κοντά στην Τουρκία.
-Η Αγγλία αφ’ ενός είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της Κύπρου με σαφείς δεσμεύσεις έναντι της Τουρκίας, και αφ’ ετέρου, η Κύπρος παρείχε πολλά στρατηγικά πλεονεκτήματα στην Βρετανία, όπως ο έλεγχος της διώρυγας του Σουέζ και η διασφάλιση του θαλάσσιου δρόμου προς τις Ινδίες. Με βάση την Κύπρο, η Μεγάλη Βρετανία ήταν ευκολώτερο να αναχαιτίσει την Ρωσική επέκταση προς την Μεσόγειο, και μπορούσε να εδραιώσει την ναυτική της υπεροχή στην Μεσόγειο (με την Κύπρο και το Γιβραλτάρ στα άκρα και την Μάλτα στο κέντρο).
Παρά τα υπαρκτά γεωστρατηγικά εμπόδια και τις διαφαινόμενες αρνητικές προθέσεις των Άγγλων, για την ευόδωση των εθνικών αγώνων των Κυπρίων, καθ’όλην την από του 1878 πεντηκονταετίαν, ο ενωτικός πόθος και το εθνικόν αίσθημα τους δεν εκάμφθη, δεν ελιποψύχησε και δεν εσίγησε ποτέ. Οι αρχιεπίσκοποι, οι βουλευτές, οι δήμαρχοι, ο τύπος, τα σωματεία, οι διανούμενοι, διερμηνεύοντες πάντοτε την ομόφωνη αξίωση του κυπριακού Ελληνισμού δεν έπαυσαν να διατυπώνουν και να κηρύττουν εκάστοτε την Ενωτικήν Ιδεολογίαν, εργαζόμενοι και δρώντες προς εκπλήρωση του ονείρου της εθνικής αποκαταστάσεως.
Από των πρώτων ημερών της αγγλικής κατοχής ο αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος Γ΄, διερμηνεύων δια της προς τον πρώτον Άγγλον αρμοστήν υποστράτηγο Sir Garnet Joseph Wolseley, προσφωνήσεώς του, τις αντιλήψεις και τα αισθήματα του Κυπριακού Ελληνισμού, ετόνιζεν ότι:
«Ο Κυπριακός λαός θέλει διατελεί αφωσιωμένος εις την νέαν «πατρικήν» διακυβέρνησιν, χωρίς ούτος να αρνηθεί την καταγωγήν και τους πόθους αυτού».
«Αποδεχόμεθα την μεταπολίτευσιν τοσούτω μάλλον καθ΄ όσον έχομεν την πεποίθησιν ότι η Μεγάλη Βρεταννία θα βοηθήση την Κύπρον, ως έπραξε και περί των Ιονίων Νήσων, να ενωθή με την μητέρα Ελλάδα, με την οποίαν φυσικώς συνδέεται»4.  



 Δύο έτη μετά την αγγλικήν κατοχήν απευθυνόμενοι σε κάποιον Κάρολο Λουζινιάν, επίδοξο κατακτητή της νήσου, οι Κύπριοι απαντούν: «Γνήσιοι Έλληνες όντες, ένα έχομεν πόθον, μίαν γλυκείαν και παρήγορον ελπίδα, την μετά της μητρός Ελλάδος Ένωσιν».
Από το 1880 μέχρι το 1895 βροχή τηλεγραφημάτων και ψηφισμάτων των Κυπρίων περί διακαούς πόθου των για την «Ένωση μετά της ομοφύλου και ομαίμονος Ελλάδος», δεν τυγχάνουν θετικής ανταποκρίσεως.
14 Οκτωβρίου 1907: Ο Γουΐνστον Τσώρτσιλ (Sir Winston Leonard Spencer-Churchill5) υπουργός αποικιών της Μ. Βρετανίας, τότε, επισκέπτεται την Κύπρον. Ιδού τι έγραψε ο τύπος της εποχής: «Ο Γουΐνστον Τσώρτσιλ, υπουργός αποικιών της Μ. Βρετανίας, παρεπιδημεί εις την Κύπρον, μετά την Αμμόχωστον, όπου του έγινε μεγαλειώδης υποδοχή, επισκέπτεται και τις άλλες πόλεις της Μεγαλονήσου. Κατά μήκος της προς Λευκωσίαν διαδρομής του, οι χωρικοί είχαν εγείρει και από τις δύο πλευρές των σιδηροδρομικών γραμμών, δύο συνεχή φράγματα από ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΣΗΜΑΙΕΣ, ενώ από παντού αντηχούσε η ιαχή-από κάθε χωριό και κάθε κάμπο-Ένωσις, Ένωσις. Το αποκορύφωμα των ενωτικών εκδηλώσεων σημειώθηκε στην Λευκωσία, η οποία έπλεε κυριολεκτικά στα χρώματα της Κυανολεύκου…..».
O τότε υφυπουργός Αποικιών Γουΐνστον Τσώρτσιλ, αναγνώρισε με δηλώσεις του την ελληνικότητα της Κύπρου και ως φυσικό επακόλουθο την ένωση με την «μητρική», όπως χαρακτήρισε ο ίδιος, χώρα.6 
Αλλά και σε δύο περιπτώσεις κατά την δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα, έγινε λόγος από την Αγγλία για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Στην πρώτη περίπτωση, την οποία αναφέρει ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε μνημόνιό του το 1913, μετά από συνομιλία του με τον Άγγλο πρέσβη στην Αθήνα για το θέμα αυτό, όταν ο Έλληνας πρωθυπουργός βρισκόταν στο Λονδίνο για το συνέδριο της ειρήνης ύστερα από τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο. Οι Άγγλοι, οι οποίοι ενδιαφέρονταν να αποκτήσουν ερείσματα στην Αδριατική, τον ρώτησαν κατά πόσον η Ελλάδα ήταν διατεθειμένη σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο να παράσχει διευκολύνσεις στο Αργοστόλι, με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κύπρου. Παρ’ όλο όμως που η απάντηση του Ελ. Βενιζέλου ήταν καταφατική, οι Άγγλοι δεν έδωσαν συνέχεια7.  
Στη δεύτερη περίπτωση κατά το 1915, όταν προτάθηκε στην κυβέρνηση Ζαΐμη από την Βρετανία η παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα ως αντάλλαγμα της ελληνικής συμμετοχής στο πλευρό της συμμαχίας της Αντάντ, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο8.  
 Τέλος, για μερικούς ιστορικούς ερευνητές, θεωρείται ότι οι εσωτερικές πολιτικές διαμάχες βασιλικών-αντιβασιλικών στην Ελλάδα για το θέμα της προσχωρήσεως στην συμμαχία, δεν επέτρεψαν την αξιοποίηση της συγκεκριμένης προτάσεως, ανεξαρτήτως από τις πραγματικές προθέσεις των Άγγλων. Αυτή η άποψη έχει κάποια θεωρητική βάση,  η οποία όμως είναι σαθρή, καθ’όσον ανατρέπεται από τα ιστορικά γεγονότα που καταδεικνύουν ότι οι Άγγλοι σε καμμία περίπτωση θα επέστρεφαν το Ελληνικό σμαραγδένιο Νησί στις αγκάλες της μητρός πατρίδος.  
Η ενέργεια όμως αυτή, της προτάσεως των Άγγλων για παραχώρηση της Κύπρου στην Ελλάδα, από οποιαδήποτε πλευρά και αν την ερευνήσουμε, αποτελούσε άλλη μια ουσιαστική μορφή αναγνωρίσεως, εκ μέρους της χώρας κατοχής, των δικαιωμάτων των Κυπρίων για εθνική τους αποκατάσταση.
Την 15ην Απριλίου 1912 έγιναν σε όλη την Κύπρο ογκώδη συλλαλητήρια στα οποία ο Κυπριακός λαός με ένδεκα ψηφίσματα σταλέντα στον αρμόδιο υπουργό, διεκήρυξεν ότι: «Ουδεμία εγκόσμιος δύναμις δύναται να καταστείλει ή καταβάλη τα εθνικά αυτού φρονήματα και την αναλλοίωτον θέλησιν,όπως προσαρτηθή εις το ομόφυλον βασίλειον της Ελλάδος».
Μετά την είσοδο της Τουρκίας στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων (Γερμανίας, Αυστρίας) και τα γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι την Συνθήκη της Λωζάνης, η Αγγλία κήρυξε άκυρη την Συνθήκη Κωνσταντινουπόλεως (1878), απέλασε και ακύρωσε όλες τις Τουρκικές βλέψεις προς την Κύπρο, και προσάρτησε την νήσον στις 5 Νοεμβρίου 1914, καθιστώντας την «αποικία του Στέμματος».
Οι σαφείς δεσμεύσεις έναντι της Τουρκίας, με τις οποίες η Αγγλία είχε αναλάβει την διακυβέρνηση της Κύπρου (1878), δεν υφίσταντο πλέον. Αφού λοιπόν η Βρετανία είχε σαφείς δεσμεύσεις απέναντι στην Τουρκία πως επρότεινε στην Ελλάδα την παραχώρηση της Κύπρου; Μία ακόμη επιβεβαίωση για τις παραπλανητικές προτάσεις των απατήλιων Βρετανών.
Η Αγγλία ανακήρυξε την Κύπρο ως αποικία για καθαρά δικά της συμφέροντα. Οι ελπίδες των Ελλήνων της Κύπρου για εκπλήρωση των προαιωνίων πόθων τους ανεπτερώθησαν. Σύντομα όμως οι Ελληνοκύπριοι αντιμετωπίζουν και πάλι την σκληρή πραγματικότητα.
Το 1915 και το 1917 καταψηφίζεται πρόταση περί Ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα, υποβληθείσα υπό των Ελλήνων βουλευτών στο «κοινοβούλιον» της Κύπρου του οποίου την πλειοψηφίαν είχαν φροντίσει να έχουν …δημοκρατικώτατα οι Άγγλοι και Τούρκοι βουλευτές, παρά το γεγονός της συντριπτικής πληθυσμιακής πλειοψηφίας των Ελλήνων.
Οι Κύπριοι δεν απελπίζονται, δεν εγκαταλείπουν τον αγώνα. Την 16/29 Ιουλίου 1917, οι Έλληνες βουλευτές συνέταξαν ενωτικόν υπόμνημα προς τον υπουργόν των Αποικιών, προς το οποίον εδόθη την 27 Οκτωβρίου αρνητική απάντηση, η οποία συνετάραξε τον ελληνικόν πληθυσμό της νήσου. Δια ψηφίσματος της παγκυπρίου συνελεύσεως της 24 Νοεμβρίου του ιδίου έτους διεκηρύσσετο ότι: «Η μόνη ισχυρά και αναλλοίωτος θέλησις του κυπριακού λαού είναι η Ένωσις..»
Ηκολούθησαν χιλιάδες ψηφίσματα από το 1917 μέχρι το 1931 με χαρακτηριστικώτερο εκείνο των 500 ψηφισμάτων υπογραφέντων υπό των Ελλήνων κατοίκων από 25 Μαρτίου μέχρι 7 Απριλιου 1921, σταλέντων στην Αγγλική κυβέρνηση. Το αίτημα ήταν μονίμως το ίδιο. Ένωσις και μόνον Ένωσις. Η απάντηση ομοίως η ίδια αρνητική.
Σημειωτέον επίσης ότι, όταν τον Δεκέμβριο του 1918 Κυπριακή αποστολή με επικεφαλής τον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο υπέβαλε το αίτημα των Κυπρίων στον υπουργό Αποικιών Μίλνερ9,  ο Άγγλος πολιτικός δήλωσε: «Σας συγχαίρω διότι τόσον επιδεξίως υπεβάλετε την αίτησίν σας. Το αίτημα του Κυπριακού λαού, όπως ενωθεί μετά ομοφύλου Κράτους είναι φυσικό και μου είναι σεβαστόν..10.  

Συνεχίζεται


1










 

 To ψευτο-συνταγματικό καθεστώς του 1882 διετηρήθη εις την Κύπρον μέχρι του 1931, όταν οι Άγγλοι παίρνοντας αφορμή από τις καθολικές διαδηλώσεις των Ελλήνων της Κύπρου, στις οποίες διαδήλωσεν σύσσωμος ο λαός της μαρτυρικής νήσου την αγανάκτησίν του για την Αγγλικήν συμπαιγνίαν και ηξίωσεν την Ένωσιν της νήσου με την Ελλάδα, κατήργησεν το ψευτο-σύνταγμα. Σε απάντηση οι Άγγλοι εφήρμοσαν μια στυγνήν φασιστικήν, αποικιακήν δικτακτορίαν.
  Βάσει του Βασιλικού Διατάγματος της 12.ΙΙ.1931 όλη η εξουσία συνεκεντρώθη εις τας χείρας του Κυβερνήτου. Εγκαθιδρύθηκε καθεστώς τρομοκρατίας και καταπιέσεως, που συνεχίστηκε μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον. Η περίοδος αυτή είναι γνωστή στην νήσον σαν καθεστώς της Παλμοκρατίας, από το όνομα του Κυβερνήτου Πάλμερ. Η εκμετάλλευσις από την πλευράν της Αγγλικής αποικιακής διοικήσεως αντανακλά στο βιοτικόν επίπεδον του πληθυσμού της νήσου.
  Η αθλιότης του λαού της νήσου φαίνεται από μίαν έρευναν της Βρετανικής Κυβερνήσεως που έγινε το 1938, σύμφωνα με την οποίαν τα 25% του λαού ζούσαν κάτω από το επίπεδον συντηρήσεως και μόνον 25% πάνω από το επίπεδον συντηρήσεως και το 1/4 του πληθυσμού της νήσου να είναι καταδικασμένον σε μόνιμη πείνα.
  Σύμφωνα με την αμυντικήν Συμφωνίαν μεταξύ Μεγάλης Βρεταννίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Αγγλία υπεχρεούτο να πληρώνει στον Σουλτάνο 92.638 αγγλικάς λίρας ετησίως.
 Το τεράστιο αυτό ποσόν, που η Αγγλία ποτέ δεν επλήρωσεν εις την Υψηλήν Πύλην, έπεσε εις τους ώμους του Κυπριακού πληθυσμού. Μέχρι το 1927, οπότε κατηργήθη ο «φόρος υποτελείας» κάτω από την πάλη του Κυπριακού λαού, εσυσσωρεύθησαν εις το Αγγλικόν θησαυροφυλάκιον το συνολικό ποσόν των 2.559.049 αγγλικών λιρών. Αν λάβωμεν υπ’ όψιν ότι το ετήσιον εισόδημα της Κύπρου ήτο 150.000 λίρες, μπορούμε να καταλάβουμε την φοβερήν αφαίμαξιν που εγίνετο στους Κυπρίους. Μετά την κατάργησιν του «φόρου υποτελείας» οι Άγγλοι ηξίωσαν από τους Κυπρίους να πληρώνουν 10.000 λίρες το χρόνο δια την στρατιωτικήν ασφάλειαν της νήσου. Παράλληλα με τις 10.000 λίρες οι Κύπριοι επλήρωναν και μια σειρά άλλους φόρους αμέσους και εμμέσους.
  Σύμφωνα με τις ομολογίες των ιδίων των Άγγλων, οι φόροι που είχον επιβληθεί στους Κυπρίους επί Αγγλοκρατίας, είναι μεγαλύτεροι απ' αυτούς που επλήρωναν επί Τουρκοκρατίας.
Ακόμη τα περισσεύματα των προϋπολογισμών της Κύπρου κατατίθεντο στην Αγγλίαν με τόκον 1%-1,5%, το δε Αγγλικόν δημόσιον τα τόκιζε με 4%-5%, ενώ θα έπρεπε να δαπανηθούν για δημόσια έργα στην Κύπρον. Φυσικά δεν περιμένει κανείς από τους Άγγλους αποικιοκράτες να λάβουν μέτρα για την οικονομικήν ανόρθωσιν της νήσου Κύπρου.
Πηγή: Μαρίτσας Κ. Δημήτριος,,  «Το Κυπριακόν ζήτημα στο φώς του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς Πολιτικής», Εκδ. Ζύγιατρον, 2000. Το βιβλίο που έγραψε  ο  Δημήτρης Κ. Μαρίτσας το 1959,  στην Βουλγαρία, απαγορεύθηκε από το κομμουνιστικό  καθεστώς και στην συνέχεια  απαγορεύθηκε και από  το…δημοκρατικό καθεστώς.
Βασική Βιβλιογραφία του ανωτέρω πονήματος: Νικ. Κλ. Λανίτης.«Η Δούλη Ελλάς του Νότου», Αθήναι 1954.---Νικ. Κρανιδιώτης «Η Κύπρος εις τον Αγώνα της Ελευθερίας», Αθήναι, 1958.
2 Sir Robert Biddulph [1835–1918, (23 June 1879-9 March 1886)].
3 John Wodehouse, 1st Earl of Kimberley (7 January 1826 – 8 April 1902), known as the Lord Wodehouse from 1846 to 1866, was a British Liberal politician. He held office in every Liberal administration from 1852 to 1895, notably as Secretary of State for the Colonies and as Foreign Secretary. 
4 Ι. Κουτσοχέρας, «Το ιστορικό της Κύπρου», Αθήναι, 1965 σελ. 5
5 Ο Σερ Ουΐνστον Τσώρτσιλ (Sir Winston Leonard Spencer-Churchill, 30 Νοεμβρίου 187424 Ιανουαρίου 1965). Ήταν Βρετανός πολιτικός, στρατιωτικός, δημοσιογράφος και συγγραφέας, πρωθυπουργός της χώρας του, κατά τις περιόδους 1940-45 και 1951-55, ένας από τους αρχιτέκτονες της συμμαχικής νίκης κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (γνωστός ως ο Πατέρας της Νίκης). Πηγή: Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 9Α, σ. 231, Εκδοτική Αθηνών, 1988.
6 Ο απελευθερωτικός μας Αγώνας ’55-’59, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Λευκωσία 1995, σελ. 16.
7 Κάτια Χατζηδημητρίου, Ιστορία της Κύπρου, σελ. 300.
8 Σπύρος Παπαγεωργίου, Κυπριακή Θύελλα, 1955-1959, σελ. 32.
  Για το θέμα αυτό, έχουν καταγραφεί δύο εκδοχές:
  Πρώτη εκδοχή: Ο πρέσβης της Αγγλίας στην Αθήνα, σερ Φράνσις Έλλιοτ, ανακοίνωσε στον Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη, ότι η Μεγάλη Βρετανία υπόσχεται παραχώρηση της νήσου Κύπρου στην Ελλάδα, εάν η Ελλάδα σπεύσει σε βοήθεια της Σερβίας, που υπέστη βουλγαρική επίθεση. Στην ουσία, δηλαδή, εάν η Ελλάδα έμπαινε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την ΑΝΤΑΝΤ και εναντίον των Κεντρικών Δυνάμεων Γερμανίας - Αυστροουγγαρίας κ.ά. Η πρόταση έγινε στις 3/16 Οκτωβρίου 1915. Ο Ζαΐμης, απάντησε αρνητικά, με τηλεγράφημα της 8/21 Οκτωβρίου 1915, που απέστειλε στον πρεσβευτή Ι. Γεννάδιο στο Λονδίνο.
 Δεύτερη εκδοχή: Η προσφορά έγινε από τον Άγγλο Υπουργό Εξωτερικών Ed. Grey, [Edward Grey, 1st Viscount Grey of Fallodon, Bt KG PC FZL DL (25 April 1862 – 7 September 1933)], περισσότερον γνωστός ως Sir Edward Grey, 3rd Baronet),  χωρίς προηγουμένη έγκριση του βρετανικού Υπουργικού Συμβουλίου. Την επομένη της αρνητικής απαντήσεως Ζαΐμη, δηλαδή στις 9 Οκτωβρίου 1915, η Αγγλία διεμήνυσε διά του ΥΦΕΞ Eyre Crow ,ότι η προσφορά είναι άκυρη και την θεωρεί ως ουδέποτε γενομένη.   
 Αρκετοί εύπιστοι ή επιπόλαιοι, θεώρησαν την αρνητική απάντηση της κυβερνήσεως παραφροσύνη και μωρία. Παράφρονες και μωροί όμως, απεδείχθησαν εκείνοι που προέβησαν τότε σε τέτοιους χαρακτηρισμούς και είναι κάποιοι που πρεσβεύουν τα ίδια και σήμερον. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει, μετά από συνεκτίμηση των εξής:
- Το γεγονός ότι δεν έχει ξεκαθαρισθεί ποίος έκανε την προσφορά, από Βρετανικής πλευράς, ο Άγγλος πρέσβυς στις Αθήνες (με δική του πρωτοβουλία ή με επίσημη εξουσιοδότηση από την Βρετανική κυβέρνηση) ή ο Άγγλος ΥΠΕΞ, δείχνει το σκοτεινόν και το επιπόλαιον του θέματος, εάν όντως υπήρξε τέτοιο θέμα..
- Την εντός ολίγων ωρών ακύρωση της προσφοράς των Βρετανών, χωρίς να επανέλθουν έστω μία δεύτερη φορά για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα.  Θα έσπευδε ο Βρετανός ΥΦΕΞ, λίγες ώρες μετά την αρνητική απάντηση της Ελληνικής κυβερνήσεως, να θεωρήσει την προσφορά ως μη γενομένη και δεν θα προσπαθούσε να μεταπείσει τον Έλληνα πρωθυπουργό, εάν όντως είχε πρόθεση να παραχωρήσει την μεγίστης στρατηγικής σημασίας για τους Βρετανούς, νήσον Κύπρον; Γιατί δεν πρότεινε την υπογραφήν επίσημης συμφωνίας με αμοιβαίες δεσμεύσεις, από μεν την Ελληνική πλευρά να συμμετάσχει στον πόλεμο, από δε την Βρετανική, να παραχωρηθεί αυτομάτως η Κύπρος στην Ελλάδα;
- Την «μπλόφα» των Άγγλων για παροχή διευκολύνσεων στο Αργοστόλι με αντάλλαγμα την παραχώρηση της Κύπρου, μετά τον Α΄ Βαλκανικό πόλεμο, αίτημα που υπεβλήθη σ’ ένα δικό τους άνθρωπο, τον Ελ. Βενιζέλο. Ποιός σώφρων πιστεύει ότι οι αποικιοκράτες Άγγλοι προς χάριν μερικών ναυτικών διευκολύνσεων, που θα μπορούσαν άνετα να τους είχαν παραχωρηθεί, χωρίς ιδιαίτερες δυκολίες, από τον φίλο τους Βενιζέλο, θα αντιπαραχωρούσαν την Κύπρο; 
-Την αιμορραγία της Ελλάδος στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, προς όφελος των συμμάχων, χωρίς αντάλλαγμα.
- Την επανάληψη της προτάσεως της Αγγλίας και των συμμάχων το 1919, για αποκατάσταση εθνικών εδαφών, όταν μας εγγυήθηκαν την Ένωση της Μ. Ασίας με την Ελλάδα, μας οδήγησαν σε ένα καταστροφικό πόλεμο, μας εγκατέλειψαν στο έλεος του Θεού, με αποτέλεσμα την Μικρασιατική τραγωδία. 
- Τα αμέτρητα ιστορικά διδάγματα περί της διαχρονικής μισελληνικής συμπεριφοράς των Άγγλων και της χωρίς όρια, διαχρονικής φιλοτουρκικής στάσεώς τους, όπως θα επιβεβαιωθεί και κατά την ανάλυση του Κυπριακού Ζητήματος.
Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, οι προτάσεις των Βρετανών, όπως πάντα, ήσαν παραπειστικές, διερευνητικές απλώς και μόνον για να αναπροσαρμόσουν την στρατηγικήν τους, να εξαπατήσουν για μία ακόμη φορά τους Έλληνες και να εξυπηρετήσουν τα γεωστρατηγικά τους σχέδια εκείνης της εποχής..
  Αυτό απεδείχθη περιτράνως τόσον στα τραγικά γεγονότα της Μικρασιατικής εκστρατείας (1919-1922), όσον και με την «πολιτείαν» τους απέναντι στους Έλληνες της Κύπρου, κατά την διάρκεια της κατοχικής διακυβερνήσεώς τους..
9 Alfred Milner, 1st Viscount Milner KG GCB GCMG PC (23 March 1854 – 13 May 1925) was a British statesman and colonial administrator who played an influential leadership role in the formulation of foreign and domestic policy between the mid-1890s and early 1920s.
10 Ο απελευθερωτικός μας Αγώνας ’55-’59, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Λευκωσία 1995, σελ. 13.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου