Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015


ΜΕΡΟΣ 26ο

ΣΤ. ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ (ΑΝΑΛΥΣΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ-ΟΡΩΝ-ΔΟΓΜΑΤΩΝ)




ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ
ΣΥΣΤΗΜΙΚΟΣ
ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ
ΖΗΛΩΤΙΚΟΣ
ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ
7. ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ  
ΑΠΕΙΛΕΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ  ΤΩΝ
ΕΛΛΗΝΩΝ
Ιουδαιογενείς/
Ιουδαιόφρονες/
 Ιουδαϊζουσες ηγεσίες
(Πολιτειακή, πολιτική,οικονο-
μική, στρατιωτική,
Θρησκευτική), των ομόρων
της Ελλάδος κρατών
 [Τουρκίας,Βουλγαρίας,
Σκιπερίας (Αλβανίας),
Σκοπίων] (34)
- Εθνικιστικές /
Υπερεθνικιστικές
Κυβερνήσεις  ομόρων 
Κρατών (35)
-Σιωνιστικό Ισραήλ (36)
- Εθνικιστικές/
Υπερεθνικιστικές
Κυβερνήσεις ομόρων
Κρατών(35)

-Εβραίοι (Σημίτες) (37)













       34. ΕΞΩΤΕΡΙΚΕΣ ΑΠΕΙΛΕΣ
Οι Ιουδαιογενείς, Ιουδαιόφρονες ή Ιουδαϊζουσες ηγεσίες (πολιτειακή-πολιτική-οικονομική-στρατιωτική-θρησκευτική) των ομόρων της Ελλάδος κρατών (Τουρκίας-Σκοπίων-Σκιπερίας/Αλβανίας- Βουλγαρίας).

ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

                                                                                                                Σημαία                                            Εθνόσημο

Εθνικό σύνθημα: Съединението прави силата
Η ενότητα δημιουργεί την δύναμη
Η πρώτη ιστορική παρουσία των Βουλγάρων
Τον 7ο μ. Χ. αιώνα διάφορα φύλα, ουραλοαλταϊκής προελεύσεως, μετανάστευσαν στην περιοχή του κάτω ρου των ποταμών Δούναβη, Δνείστερου και Δνείπερου, υπό την ηγεσία του Ασπαρούχ. Mετά το 670, πέρασαν από τον Δούναβη στην Χερσόνησο του Αίμου, ορδές  πρωτοβουλγάρων και το 680 απέσπασαν την Μικρή Σκυθία από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Στην συνέχεια συνήψαν συνθήκη ειρήνης με το Βυζάντιο και ίδρυσαν μόνιμη πρωτεύουσα στην Πλίσκα, νοτίως του Δουνάβεως. Οι Βούλγαροι αναμείχθηκαν σταδιακως με τον εντόπιο πληθυσμό, υιοθετώντας κοινή γλώσσα στην βάση της Σλαβονικής.
Οι πρωτοβούλγαροι1 θεωρούνται τουρανικό φύλο που κατά τον 2ο μ.Χ. αιώνα ξεκίνησε από τις στέπες της Κεντρικής Ασίας και εγκαταστάθηκε στην περιοχή  μεταξύ Εύξεινου Πόντου και Κασπίας Θάλασσας. Στην συνέχεια άρχισαν να μεταναστεύουν προς την Δύση και το 679 μ.Χ υπό τον Ασπαρούχ, πέρασαν τον Δούναβη και εισήλθαν στον χώρο που αργότερα θα πάρει το όνομα Βουλγαρία. Εκεί αναμίχθηκαν με τις σλαβικές ομάδες που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή νωρίτερα
Πρώτο αρχικό συμπέρασμα: Οι Πρωτοβούλγαροι δεν ήσαν Σλάβοι, αλλά αναμείχτηκαν με Σλάβους που ήσαν ήδη εγκατεστημένοι στις περιοχές όπου εισέβαλαν και έτσι διεμορφώθη ο τύπος του Βουλγάρου που γνωρίζουμε.
Οι Βυζαντινοί, κατά την πρώτη τους συνάντηση με τους πρωτοβουλγάρους, τους θεώρησαν «Σκύθες». Με την ονομασία αυτή τους συναντούμε σε περιγραφές ακόμα και του 10ου μ.Χ. αι. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα του Ιωάννου του Γεωμέτρου που περιγράφει τίς συμφορές των ελληνικών θεμάτων (Διοικητικών περιφερειών), από τους εισβολείς:
«Σκυθών (ΣΣ: Βουλγάρων) μεν πλήθος διατρέχουσι τας επαρχίας ταύτας απανταχού διασπειρόμενοι, ωσεί ήσαν εν τη ιδία αυτών πατρίδι. Πρόρριζον δ’ εκτέμνουσιν αυτής την ευγενή βλάστησιν ανδρών ακάμπτων και σιδηρών την φύσιν και το ξίφος θερίζει τας γενεάς των νηπίων. Και κρατούσι μεν ταύτα εν ταις αγκάλαις αυτών αι μητέρες, αλλ’ εξαρπάζουσιν αυτά οι πολέμιοι διά των βελών θανατούντες. Κόνις λεπτή νυν κείνται αι το πριν οχυρώταται πόλεις. Καί τά κτήνη νέμονται σήμερον το έδαφος, εν ώ άλλοτε άνθρωποι έζων. Ταύτα βλέπων οίμοι! πώς νυν θα παύσω δακρύων; ούτω πυρπολούνται οι αγροί ημών και αι πόλεις!».
Δεύτερο αρχικό συμπέρασμα: Επιβεβαίωση ότι οι πρωτοβούλγαροι δεν ήσαν Σλάβοι. Από την παραπάνω περιγραφή των πρωτοβουλγάρων, προκύπτει ότι επρόκειτο περί αιμοσταγών βαρβαρικών φύλων, αγνώστου αρχικής προελεύσεως και εθνικής ταυτότητος.
Το 681, το Βυζάντιο υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την ύπαρξη Βουλγαρικού βασιλείου σε εδάφη της αυτοκρατορίας, υπό τον χαγάνο Ασπαρούχ. Η αναγνώριση του κράτους αυτού, που είχε δημιουργηθεί στον χώρο μεταξύ του Δουνάβεως και της οροσειράς του Αίμου, με πρωτεύουσα την Πλίσκα, συνεπαγόταν συμμαχικές δεσμεύσεις από την πλευρά των Βουλγάρων, οι οποίοι όμως δεν τις τήρησαν. Οι επανειλημμένες επιθέσεις των Βουλγάρων ηγεμόνων (κυρίως επί Κρούμου) τον 8ο αι. παρενοχλούσαν τους πληθυσμούς στις βόρειες επαρχίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Το 811 μ.Χ. έχουμε σύγκρουση βυζαντινών στρατευμάτων και Βουλγάρων, στην μάχη της Πλίσκας. Σημαντικές πληροφορίες ιστορικού ενδιαφέροντος δίδονται από ανάγνωση της Στήλης της Πλίσκας, της πρώτης πρωτεύουσας των Βουλγάρων.  Η στήλη αυτή (ύψους 6,15μ και πλάτους 75 έως 54εκ) που είναι χαραγμένη στα ελληνικά το 822μ.Χ, αποδίδεται στον πρωτοβούλγαρο ηγεμόνα «Μέγα Χαν των Βουλγάρων» Ομουρτάγ, γιο του Κρούμου, απόγονου του Ασπαρούχ. Στην στήλη αυτή αναφέρονται τρεις εθνικές ομάδες στην περιοχή του πρώϊμου αυτού βουλγαρικού βασιλείου: Οι Έλληνες (ως Γραικοί), οι Σλάβοι και οι Βούλγαροι (Βουργάριοι/οροφύλακες).
 


  
Τρίτο αρχικό συμπέρασμα:
Διασταυρωμένη ιστορική επιβεβαίωση ότι, οι αγνώστου ταυτότητος πρωτοβούλγαροι και αργότερον καθιερωθέντες ως Βούλγαροι, ΔΕΝ ήσαν Σλάβοι!!!
Τέταρτο αρχικό συμπέρασμα:
Στις αρχές του 9ου αιώνος, η ιστορία καταγράφει τους Βούλγαρους εισβολείς στις ακρότατες περιοχές των σημερινών βορείων διπλωματικών ορίων της.
Και όμως! Οι πανσλαβιστές με την βοήθεια των Μεγάλων Ευρωπαϊκών κρατών που ηλέγχοντο από τους Ιλλουμινάτι, αφού υφάρπαξαν ελληνικά εδάφη (Ανατολική Ρωμυλία και τμήμα της Μακεδονίας μας), κατεσκεύασαν ένα νέο κράτος, στηριχθέν πάνω στον μύθο ότι, οι Βούλγαροι ήσαν Σλάβοι!!!
Με την μεταφορά πλήθους Ελλήνων και ελληνοφώνων αιχμαλώτων στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, διεδόθη η ελληνική γλώσσα καθώς και η χριστιανική θρησκεία. Επί Βόριδος Α΄, το 866 μ.Χ., οι Βούλγαροι ασπάστηκαν τον χριστιανισμό. Επί βασιλέως Συμεών (893-927), ο οποίος είχε ελληνική παιδεία, το βουλγαρικό κράτος έφτασε στην μέγιστη ακμή του. Ενέταξε στο κράτος του μεγάλο μέρος της τότε Ελληνικής αυτοκρατορίας, και προσπάθησε πολλές φορές να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι το τέλος του 9ου αιώνα, το κύρος της ελληνικής γλώσσας παραμένει αδιαμφισβήτητο στο νέο βουλγαρικό κράτος.
Στις επίσημες πρωτοβουλγαρικές επιγραφές χρησιμοποιείται κυρίως η ελληνική γλώσσα με χρήση σλαβονικών ή πρωτοβουλγαρικών λέξεων.
Οι Βυζαντινοί με τον Νικηφόρο Φωκά και με τον Ιωάννη Τσιμισκή, θα καταφέρουν να διαλύσουν το βουλγαρικό κράτος μετά τον θάνατο του Συμεών, όταν θα αρχίσουν οι εξεγέρσεις των υπόδουλων λαών.  Ο τελευταίος βασιλιάς των Βουλγάρων, ο Βόρις Β΄, θα μεταφερθεί στην Κωνσταντινούπολη και θα λάβει τον τίτλο του Μαγίστρου, επιβεβαιώνοντας έτσι την πλήρη απορρόφηση του βουλγαρικού κράτους από το Βυζάντιο.
Στην συνέχεια, τα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας θα ενταχθούν στο σερβικό κράτος, έως το 1340, οπότε καταλαμβάνονται από τους Οθωμανούς.
Δια της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου Κωνσταντινουπόλεως, 3 Μαρτίου 1878, την οποίαν προσυπέγραψε και η Γερμανία3 η Βουλγαρία ανακηρύσσεται σε μεγάλη αυτόνομη ηγεμονία περιλαμβάνουσα τις περιοχές από του Δουνάβεως μέχρι του Αιγαίου.
Οι συνομολογήσαντες την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, από αριστερά: Σαντουλάχ πασάς, Σαφβέτ Πασάς, Νικολάϊ Ιγνάτιεφ που υπογράφει και ο βοηθός, διπλωμάτης Νεντίλοφ.

Η εν λόγω συνθήκη είναι έργο του πανσλαβιστικού κομιτάτου της Χερσονήσου Αίμου, του οποίου προΐστατο  ο στρατηγός Ιγνάτιεφ,4 Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη και απέβλεπε στην εξυπηρέτηση των πολιτικών επιδιώξεων της Ρωσίας και στον βίαιον εκβουλγαρισμό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων της Χερσονήσου του Αίμου. 



Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, δεν υπήρχε ούτε είχε εκδηλωθεί  Βουλγαρική Εθνική συνείδηση, διότι τότε εδέσποζε η ενότητα όλων των λαών της Χερσονήσου του Αίμου, κάτω από την κοινή σκέπη της Μητέρας Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ως πνευματικά τέκνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Οι δυνάμεις του Συστήματος όμως, επεχείρησαν να αφυπνίσουν τον Βουλγαρικό εθνοφυλετισμό, άρχικώς με τους εξής «αφυπνιστές»:
-Τον αγιορείτη Μοναχό Παϊσιο Βελιτκόφσκυ (1722-1789), που συνέγραψε το βιβλίο «Ιστορία Σλοβενοβουλγαρική του λαού των Βουλγάρων, των Τσάρων και των Αγίων» – το οποίο τυπώθηκε και διαδόθηκε το 1844, με αρκετές μεταγενέστερες προσθαφαιρέσεις, με σκοπό να προσδώσει στους Βούλγαρους «Εθνική Συνείδηση».5
Την δεκαετία το 1980 το χειρόγραφο της «Σλαβοβουλγαρικής ιστορίας» εκλάπη από την Ιερά Μονή Ζωγράφου, όπου εφυλάσσετο. Επεστράφη τον Ιανουάριο του 1998.  


Τα ειδησεογραφικά πρακτορεία της Βουλγαρίας μετέδωσαν την είδηση ως εξής:
ΟΙ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΕΣ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΟΠΗ ΤΗΣ "ΙΣΤΟΡΙΑΣ" ΤΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ.
Την ευθύνη της παραδόσεως της "Ιστορίας" του Παϊσίου στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Σόφιας, το 1996, ανέλαβε ο πρώην αρχηγός των βουλγαρικών μυστικών υπηρεσιών, Μπρίγκο Ασπαρούχωφ, την 12/1/1998, στην εκπομπή "Εκιπ 4", της βουλγαρικής κρατικής τηλεοράσεως.
Υπενθυμίζεται ότι το σκάνδαλο με την "Ιστορία" του Παϊσίου ξέσπασε το 1991, όταν ο πρώην διευθυντής της εφορίας "Ζωγράφου", Πέταρ Μιτάνοφ, δήλωσε ότι το χειρόγραφο βρίσκεται στην Βουλγαρία. Το 1996 ανώνυμος άνδρας, άφησε το χειρόγραφο, τυλιγμένο σε μια εφημερίδα, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Σόφιας.
Από την γνωμάτευση εμπειρογνωμόνων, προέκυψε ότι πρόκειται για πρωτότυπο της "Ιστορίας".
Κατά την εφημερίδα, σήμερα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η "Ιστορία" του Παϊσίου εκλάπη από την βουλγαρική ασφάλεια με την συμβολή του επίσημου βουλγαρικού κράτους την δεκαετία του ΄80 και αργότερα μεταφέρθηκε στην Βουλγαρία για "εθνική εκμετάλλευση".



 Το χειρόγραφο του Παϊσίου, όμως, δεν εκλάπη από τις μυστικές υπηρεσίες της Βουλγαρίας, για «εθνική εκμετάλλευση», όπως ισχυρίστηκαν οι Βούλγαροι, αλλά για να το συγκρίνουν με τα αρχαιότερα αντίγραφα που είχαν στην διάθεσή τους προκειμένου να πληροφορηθούν:
.Εάν όντως ήταν το πρωτόπυπο του μοναχού Παϊσίου. και
.Ποιες είναι οι τυχόν «διαφορές» με τα αρχαιότερα αντίγραφα που είχαν στην διάθεσή τους. Και εάν υπήρχαν «διαφορές», να τις «τακτοποιήσουν» για να «αποκατασταθεί» η…ιστορική αλήθεια…
Οι Βούλγαροι γνωρίζουν ότι είχε χαλκευθεί και πλαστογραφηθεί μέρος του πρωτοτύπου κειμένου, με σκοπό να παρουσιασθούν οι Βούλγαροι ως δήθεν Σλάβοι και να αφυπνισθεί η υποτιθέμενη Σλαβική συνείδησή τους. Εκτιμάται ότι η δημοσιευθείσα ιστορία του Παϊσίου το 1844, ήτοι 55 έτη μετά τον θάνατόν του και 82 έτη από του πέρατος συγγραφής τους, περιέχει γεγονότα και απόψεις που δεν προέρχονται από την γραφίδα του Παϊσίου.
Θεωρείται απίθανο εάν όχι αδιανόητο, ο γέρων Παϊσιος που είχε στην διάθεσή του όλη την γραμματεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ήταν ενσυνείδητος Ορθόδοξος, να έγραψε κάτι εσκεμμένως, κατά των Ελλήνων, με σκοπό να προωθήσει τις πανσλαβιστικές ιδέες των Τσάρων!
-Τον Ρώσο πράκτορα και υπερεθνικιστή Γιούρι Βένελιν (Yuri Venelin) που προετοίμαζε το βιβλίο του, «Αρχαίοι και σύγχρονοι Βούλγαροι , και οι πολιτικές, εθνογραφικές, ιστορικές και θρησκευτικές σχέσεις με την Ρωσία. Οι Βούλγαροι στην βαλκανική χερσόνησο, οι εγκαταστάσεις τους, ο αριθμός και η γεωγραφική τους κατανομή» (1829).6  
-Τον Ρώσο πανσλαβιστή Γεώργιο Ιβάνοβιτς, με την «Ιστορία των παλαιών και νέων Βουλγάρων», την οποία εξέδωσε το 1846. Στο έργο εξήρε την σλαβική καταγωγή των Βουλγάρων, γενάρχες των οποίων ορίζονταν αυθαίρετα οι Όμηρος, Θουκυδίδης και Αλέξανδρος!!! Όπως ήταν φυσικό, η προπαγάνδα αυτή βρήκε πρόσφορο έδαφος μεταξύ του βουλγαρικού λαού, που ήταν χαμηλού πνευματικού επιπέδου. φθονώντας το γειτονικό -ή και σύνοικο σε πολλές περιπτώσεις — ελληνικό στοιχείο.
-Τους Έλληνες γενίτσαρους και πράκτορες των Ρώσων, αδελφούς Δημήτριο και Κωνσταντίνο Μιλαδίνη ή Μιλαντίνωφ.7
Ο σλαβολόγος καθηγητής Αιμ.Ταχιάος, βρήκε στα αυτοκρατορικά αρχεία της Αγίας Πετρούπολης και δημοσίευσε, επιστολή του Ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Ιγνάτιεφ, ο οποίος ζητούσε να καταβληθεί οικονομική ενίσχυση στην χήρα του Δημητρίου Μιλαντίνοφ, «διότι αυτός απέθανε στην υπηρεσία του αυτοκράτορα».
Οι εγκάθετοι ιστορικοί των Σκοπίων, σφετερισθέντες την ιστορία των γενιτσάρων-πρακτόρων αδελφών Μιλαντίνοφ, τους κατέγραψαν στην  ιστορία των Σκοπίων, ως αρχηγέτες της «Μακεδονικής» εθνικής συνειδήσεως και παιδείας, παρά το γεγονός ότι, έγραψαν στην «βουλγαρική γλώσσα», και θεωρούσαν τους εαυτούς τους «Βούλγαρους».8
Αυτοί είναι οι Σκοπιανοί ψευτομακεδόνες, πλαστογράφοι της Ιστορίας!
Το 1867 πραγματοποιήθηκε στη Μόσχα με ρωσική πρωτοβουλία ένα πανσλαβιστικό συνέδριο υπό τον τίτλο «εθνογραφικό σλαβικό συνέδριο». Σ’  αυτό συμμετείχαν εκατοντάδες αντιπρόσωποι και κατά την διάρκειά του, κυριάρχησε η μορφή του μεγάλου θεωρητικού του πανσλαβισμού Νικολάου Ιγνάτιεφ.
Ο νικηφόρος για την Ρωσία πόλεμος του 1877 εκτόξευσε τις προσδοκίες των απανταχού Σλάβων στα ύψη. Ο Μιχαήλ Ντοστογιέφσκι, επίσης σκληρός πανσλαβιστής, σημείωσε τότε:
«Κωνσταντινούπολη και Κεράτιος θα γίνουν πλέον δικά μας. Κέντρο της πανσλαβιστικής μας αυτοκρατορίας θα είναι η Κωνσταντινούπολη».
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σλαβολογικό συνέδριο της Μόσχας, η Κωνσταντινούπολη ανακηρύχθηκε «σλαβική πόλη», την οποία στο εξής όλοι οι Σλάβοι θα όφειλαν να αποκαλούν «Τσάριγκραντ».
Πολλοί συνέδεσαν — όχι άδικα — την απόσχιση της Βουλγαρικής Εκκλησίας και εν συνεχεία την πραξικοπηματική προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, με το συνέδριο της Μόσχας, εκλαμβάνοντας τις ενέργειες αυτές, ως συνέπεια της ραγδαίας ανόδου των πανσλαβιστικών ιδεωδών.
Οι Ρώσοι εμπνευστές της εκκλησιαστικής Εξαρχίας, αφού αποκόπτουν πνευματικά τους Βούλγαρους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τους προσδένουν φυλετικώς με τους Σλάβους, ενώ σύμφωνα με τους Εθνολόγους και τους Ιστορικούς, οι Βούλγαροι είναι λαός Τουρκο – Μογγολικής καταγωγής, συγγενείς των Ούννων. Όμως οι πολιτικές σκοπιμότητες και τα πολιτικά συμφέροντα, επισκιάζουν την ιστορική πραγματικότητα!
Έκτοτε οι Βούλγαροι, υπό την επιρροήν των Ρώσων, πριν ή γεννηθεί η Βουλγαρία, αργότερα με την εύνοιαν των Ιλλουμινάτι Γερμανών, μεταπολεμικώς των Ιουδαιομπολσεβίκων και Ιουδαιοσταλινικών, και σήμερον υπό την καθοδήγηση των Ιουδαιοκρατούμενων ΗΠΑ, μπολιάστηκαν με το δηλητήριο της Μεγάλης Βουλγαρίας, από τους ίδιους του ενέπνευσαν και ενισχύουν στους Σκιπετάρους με την ιδέα της Μεγάλης Αλβανίας και υποκινούν-χρηματοδοτούν τους Σκοπιανούς, για την «Μεγάλη Μακεδονία».
Ο Ιγνάτιεφ με τις ψευδείς αναφορές του και διαβάλλοντας τους Έλληνες, γενικά είχε παρασύρει και αυτόν ακόμα τον Τσάρο ώστε να του τηλεγραφεί προσωπικώς σε μορφή διαταγής: «Ουδεμίαν σπιθαμήν (γης) υπέρ του Βασιλείου της Ελλάδος».
Ο ίδιος ο Ιγνάντιεφ, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα του Λονδίνου "Ημερήσια Νέα", τον Μάιο του 1878, σε ερώτηση δημοσιογράφου γιατί παραγκωνίζεται τόσο πολύ το ελληνικό στοιχείο της περιοχής, απάντησε με χαρακτηριστική δόση κυνισμού και ιταμότητας:
«Επιχειρήσαμεν τον πόλεμον ουχί υπέρ των Ελλήνων, αλλά υπέρ των Βουλγάρων. Δεν είναι δυνατόν να χάνω πολύτιμον χρόνον εργαζόμενος υπέρ των Ελλήνων».
Στην διαμορφούμενη τότε ρωσική πολιτική με την έξαρση του Πανσλαβισμού, η τυχόν επέκταση του Βασιλείου της Ελλάδος, που τότε εκτεινόταν από το Ταίναρο μέχρι τον Σπερχειό ποταμό, φάνταζε ως ο επαπειλούμενος βρόχος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όπως αυτό διαφάνηκε από τους λόγους του Τσάρου Αλέξανδρου Β΄ προς τον Άγγλο-ιουδαίο πρέσβη Σεϋμόρ, στην Αγία Πετρούπολη το 1878 όπου δήλωνε μεταξύ άλλων:
«Δεν συμφέρει εις την Αυτοκρατορίαν (Ρωσία) να γίνει η Ελλάς ισχυρό κράτος. Ελληνικό Βασίλειο ισχυρό θα αποτελούσε σιδηρούν μοχλόν επί των μεσημβρινών πυλών της Ρωσίας. Η προέκτασις των ελληνικών ορίων, αν όχι μέχρι του Ευξείνου, τουλάχιστον μέχρι του Ελλησπόντου, αφαιρεί από την Ρωσίαν την ναυτικήν επικράτησιν και επ' αυτού ακόμη του Ευξείνου, και κατακλείει εντός της Μαύρης Θαλάσσης πάσαν προς την μεσημβρίαν τάσιν της Ρωσίας».
Συνέπεια αυτών ήταν η Συμφωνία Λονδίνου (1878), η σύγκλιση του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878), η Συνθήκη Κωνσταντινουπόλεως (1878) και βέβαια η Συνθήκη του Βερολίνου (1878) που ακολούθησαν. Σημειώνεται ότι μετά την συνομολόγηση της τελευταίας ο Τσάρος έθεσε υπό δυσμένεια τον Ν. Ιγνάντιεφ.



Ετυμολογία του ονόματος Βούλγαροι
Στην Χερσόνησο του Αίμου, το όνομα Βουργάριοι/Βουλγάριοι/Βούλγαροι, προϋπήρχε της ελεύσεως των ουραλοαλταϊκών  φύλων που αργότερα ονομάστηκαν Βούλγαροι.
Ο Πορφυρογέννητος, αναφέρει:
«...ἐγένετο δὲ ἡ τῶν βαρβάρων περαίωσις ἐπί τὸν Ἴστρον ποταμὸν εἰς τὰ τέλη τῆς βασιλείας Κωνσταντίνου τοῦ Πωγωνάτου (668-685), ὅτε καὶ τὸ ὄνομα αὐτῶν φανερὸν ἐγένετο. Πρότερον γὰρ Ὀνογουνδούρους αὐτοὺς ἐκάλουν».
Ο Πορφυρογέννητος δηλαδή μας λέει ότι, οι Βούλγαροι έλαβαν το όνομά τους μετά την διάβαση του Ίστρου και ότι πριν ονομάζονταν Ονογουνδούροι. Άρα οι μογγολοτάταροι Βούλγαροι δεν ονομάζονταν εξ αρχής Βούλγαροι, αλλά πήραν το όνομά τους όταν ήλθαν στην χερσόνησο του Αίμου. Αυτό σημαίνει ότι το όνομα Βούλγαροι δεν προέρχεται από τον Βόλγα ποταμό, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αλλά ότι υπήρχε πριν την έλευση των μογγολοτάταρων στα Βαλκάνια.
Αλλά τότε ποια είναι η προέλευση του ονόματος και πως καθιερώθηκε η ονομασία Βούλγαροι;
Την απάντηση σε αυτό μας την δίνει μια επιγραφή που βρέθηκε στο Τσακαρλάρ της Βουλγαρίας, μεταξύ Φιλιππουπόλεως και Τατάρ Παζαρτζίκ και βρίσκεται στο μουσείο της Σόφιας. Η επιγραφή αυτή χρονολογείται τον 3ο αιώνα μ.Χ. και είναι γραμμένη στην δημώδη Ελληνική. Από αυτή την επιγραφή μαθαίνουμε ότι ορισμένη κατηγορία στρατιωτών, οροφυλάκων σε φρούρια (Burgus = πύργος, μικρό φρούριο, εξ ου Burgarius = πυργοφύλακας, οριοφύλακας) των συνόρων και στις κατά της ληστείας οχυρωμένους σταθμούς του εσωτερικού, ονομάζονταν Βουργάριοι και Βούργαροι, εξ ου Βούλγαροι κατά την εναλλαγή των υγρών συμφώνων λ και ρ (πρβλ. αδερφός, αδελφός).
Διά της επιγραφής αυτής το 202 μ.Χ. (επί Σεπτημίου Σεβήρου και Καρακάλα) καλούνταν οι περίοικοι να προσέλθουν ως μέτοικοι προς ίδρυση εμπορικού σταθμού, με υπόσχεση προς τους προσερχομένους, ότι θα έχουν «μεγάλας δωρεάς, τουτέστιν πολειτικοῦ σείτου ἀνεισφορίαν, καὶ συντηρείας Βουργαρίων και φρουρῶν καὶ ἀγγαρειῶν ἄνεσιν», εξ ου προκύπτει ότι υπήρχε κατηγορία στρατιωτών, καλουμένων Βουργαρίων, τους οποίους υποχρεούνταν οι περίοικοι να συντηρούν και να υπηρετούν στο έργο τους, διά παροχής αγγαρειών, φυλάκων κ.λπ.
Επί Ρωμαίων και Βυζαντινών σύνορα και φρούρια (Burgi) υπήρχαν και στον Καύκασο και στην Τρανσυλβανία και στην Ραβέννα και στην Αφρική και αλλού. Σε όλα αυτά τα μέρη υπήρχαν Βουργάριοι (οριοφύλακες/οροφύλακες ή πυργοφύλακες), αλλά και στο εσωτερικό, όπως μαρτυρεί η επιγραφή του Τσακαρλάρ. Συνεπώς, οπουδήποτε γίνεται μνεία Βουλγάρων για τους προ του Ασπαρούχ χρόνους, δεν επρόκειτο περί συγγενών εθνικών Βουλγαρικών ομάδων, αλλά περί Βουργαρίων (Βουλγάρων) = οροφυλάκων.
Οι Βουργάριοι (Βουλγάριοι και Βούλγαροι) είτε προέρχονταν από αυτόχθονες είτε από μισθοφόρους βαρβάρους, πολλές φορές παρασύρονταν από επιδρομείς και ενεργούσαν κατά του κράτους. Άλλοτε, αν δεν πληρώνονταν, αποστατούσαν και προέβαιναν σε λεηλασίες. Δεν πρέπει συνεπώς να περιπλεκόμαστε, αν κάποιοι Βυζαντινοί χρονογράφοι του 6ου αιώνα ή και προγενέστεροι ή μεταγενέστεροι, αναφερόμενοι σε παλαιότερους χρόνους, μιλάνε περί Βουλγάρων και παρουσιάζουν τους Βούλγαρους (Βουργάριους) αυτούς να ενεργούν άλλοτε υπέρ του κράτους και άλλοτε κατά αυτού.9  
Πολλοί από τους Βουργαρίους, αν μάλιστα κατάγονταν από την περιοχή στην οποία υπηρετούσαν, απολυόμενοι μετά 20 ώς 25 έτη υπηρεσίας, εγκαθίσταντο επί τόπου σε γαίες χορηγούμενες σε αυτούς από το κράτος. Όπου συνέπιπτε να εγκατασταθούν πολλοί τέτοιοι απόστρατοι Βουργάριοι, μπορούσε να σταθεροποιηθεί σε αυτούς και στους απογόνους τους το όνομα αυτό του Βουργαρίου-Βουλγάρου.10
Πώς όμως συνδέθηκε το όνομα των ανθρώπων του Ασπαρούχ με το όνομα Βουργάριος-Βούλγαρος;
Οι άνθρωποι του Ασπαρούχ διαβαίνοντας τον Ίστρο και όντας ολιγάριθμοι (2 ώς 3 χιλιάδες το πολύ) παρέσυραν και συνενώθηκαν με τους Βουργαρίους της περιοχής, Σλάβους, Έλληνες κ.α., λαμβάνοντας έτσι και το όνομα. Γράφει ο στρατηγός Ξέρξης Λίβας(1899-1965):
«Ο Αυτοκράτορας (Κωνστ. ο Πωγωνάτος), όστις βεβαιωθείς ότι επρόκειτο περί του Ασπαρούχ, του οποίου και ο πατήρ (Κούβρατος) είχεν υπηρετήσει…το Βυζάντιον, προετίμησε τελικώς να τον αποδεχθή ως οροφύλακα (κατά την συνήθως τηρουμένην πολιτικήν επί των συνόρων), αντί να τον αποδιώξη και να τον έχει διαρκές ενόχλημα εκ των πέραν του Δουνάβεως ορμητηρίων του… Αποκλείεται ότι εγκατεστάθη δυναμικώς ο Ασπαρούχ εντεύθεν του Δουνάβεως και ότι το Βυζάντιον δεν ήτο εις θέσιν να τον αποβάλη».11  
Οι Βουργάριοι με τους οποίους ο Ασπαρούχ ενώθηκε στον Δούναβη ήταν κυρίως Έλληνες και σλαβικά φύλα, γράφει ο Ξέρξης Λίβας:
«Οι Βούλγαροι εκείνοι και ο Ασπαρούχ αυτός ούτος ενέπεσαν ευθύς εξ αρχής εις Ελληνικόν περιβάλλον (χωρίς να αποκλείεται και η εξ αρχής ύπαρξις μεταξύ αυτών Ελλήνων φυγάδων, ληστών και εγκληματιών), κατά μεγίστην δε πιθανότητα οι πρώτοι, αλλά και οι μετέπειτα πολιτικοί καθοδηγηταί και γραμματείς της οργανωθείσης νέας τάξεως ήσαν αποστάται Έλληνες ή Ελληνίζοντες και δέον να θεωρηθή ασφαλές, ότι εξελληνίσθη γλωσσικώς ολόκληρον το νεοπαγές συγκρότημα (εάν δεν ήτο εξ αρχής εν μέρει ελληνόγλωσσον), ως μαρτυρείται αδιαψεύστως από τας εις την τότε απλήν δημώδη Ελληνικήν Πρωτοβουλγαρικάς επιγραφάς του 9ου αιώνος, περί ων γίνεται λόγος εις Beschewliev, Die Protobulgarischen Inschriften, Sofia, 1934».12  
Επί του θέματος αυτού ο E. Darco γράφει:
«Είναι λίαν αξιοπαρατήρητη εδώ η εκτεταμένη χρήση (από τους Βούλγαρους) της Ελληνικής γλώσσας και γραφής όχι μόνο στα επίσημα αλλά και στα ιδιωτικά έγγραφα (Urkunden) επίσης…Η ευγενής γλώσσα (Kultursprache) των Βουλγάρων κατά τον 8ο/9ο αιώνα ήταν η Ελληνική δημώδης (Volkssprache) γλώσσα».13
Αυτά αποδεικνύουν ότι ο γλωσσικός εκσλαβισμός των αυτοχθόνων της τότε Βουλγαρίας δεν είχε ακόμα προχωρήσει πολύ και ότι προωθήθηκε αργότερα, όταν ο Βόρις ή Βορίσης Α’ (853-888) προσχώρησε στον Χριστιανισμό με τους υπηκόους του και επετράπησαν οι ιερουργίες στις Σλαβικές γλώσσες και ιδιώματα.
Ακόμη και η ίδρυση του Μακεδονικού Κομιτάτου των Βουλγάρων, τρομοκρατική - δολοφονική οργάνωση που τόσο βασάνισε τον Μακεδονικό Ελληνισμό κατά τα έτη 1900-1908, ήταν έμπνευση, που υλοποιήθηκε από τους βουλγαρίζοντες κρυπτο-ιουδαίους Γιόζεφ και Γιάγκοφ. Μεταγενέστερα, το 1905, η επανάσταση του «Ιλιντεν», στηρίχθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος, στην ενεργό συμμετοχή των Ιουδαίων, υπό την ηγεσία των αδελφών Καμχή.


Συνεχίζεται




1 Για την οικονομία της παρουσιάσεως του θέματος, ονομάζουμε πρωτοβουλγάρους, τους πρώτους αγνώστου φυλετικής ταυτότητος και καταγωγής, εισβολείς στην Χερσόνησο του Αίμου, υπό τον Ασπαρούχ, κατά τον 7ο μ. Χ. αιώνα, οι οποίοι πολύ αργότερα ονομάστηκαν Βούλγαροι.
2 Βλέπε στην παρ. Ετυμολογία του ονόματος «Βούλγαροι».
3 Η συνθήκη δια της οποίας τερματίστηκε ο 2ος ρωσοτουρκικός πόλεμος (Απρ. 1877- Ιαν. 1878), είναι μία αψευδής απόδειξη των πανσλαβιστικών προθέσεων της Ρωσίας καθ’ όσον ο Τσάρος είχε διατάξει προσωπικώς τον Ιγνάτιεφ: «Μηδεμίαν σπιθαμήν υπέρ της Ελλάδος»…Ο Ιγνάτιεφ, ο οποίος απεκλήθη τότε «πατήρ του ψεύδους και νεκροθάπτης του Ελληνισμού», κατά την υπογραφήν της συνθήκης δηλώνει στους Βουλγάρους:
« Και τώρα οι Έλληνες ας έλθουν κολυμπώντες εις την Κωνσταντινούπολιν».
 Ο Νικολάϊ Παύλοβιτς Ιγνάτιεφ (1832-1908) ήταν Ρώσος στρατηγός, διπλωμάτης και πολιτικός. Γιος του στρατηγού Παύλου Νικαλάιεβιτς Ιγνάτιεφ και βαφτισιμιός του τσάρου Νικολάου Α'. Υπήρξε ο κυριώτερος υποστηρικτής του ρωσικού πανσλαβισμού.                    
Τοποθετήθηκε πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη (1864) όπου και αναδείχθηκε ιδιαίτερα επηρεάζοντας τους πάντες και τα πάντα υπέρ της Ρωσίας, με οποιοδήποτε θεμιτό ή αθέμιτο μέσον. Οι ραδιουργίες του και οι συχνότατες επαφές του με τον Σουλτάνο Αμπντούλ Αζίζ και τους Μεγάλους Βεζίρηδες Μεχμέτ Εμίν Αλή Πασά και Μαχμούτ Νεντίμ Πασά, υπήρξαν τόσο πολύ έντονες και τακτικές που το σύνολο σχεδόν των πρεσβευτών της Κωνσταντινουπόλεως, να του προσδώσει σκωπτικά το παρωνύμιο του "υποσουλτάνου του Αμπντούλ Αζίζ", αποδίδοντας και τα ονόματα των Βεζίρηδων με κατάληξη -ωφ.
5 Η «Σλαβοβουλγαρική ιστορία» του Παϊσίου του Χιλιανδαρινού, η συγγραφή της οποίας τελείωσε το 1762 στη μονή Ζωγράφου στο Άγιο Όρος, είναι κάτι το μοναδικό στην ιστοριογραφία του 18 αιώνα. Η μοναδικότητά της αυτή είναι ακόμα μεγαλύτερη για την βουλγαρική λογοτεχνία, μια και μέχρι τότε, δεν υπήρχε μια ολοκληρωμένη ιστορική μελέτη για τη Βουλγαρία.
Η ιστορία του Παϊσίου χωρίζεται σε τρία μέρη: Στο «Περί Βουλγαρικού βασιλείου», «Περί Σλάβων διδασκάλων» και «Περί Βουλγάρων Αγίων».
6 Ο Βένελιν υποστήριζε ότι, «οι σημερινοί Βούλγαροι είναι Σλάβοι, το ίδιο όπως οι Ρώσοι, οι Πολωνοί, οι Τσέχοι, οι Κροάτες ,οι Σλοβένοι ,και οι Σέρβοι». Για την γεωγραφική τους κατανομή στα Βαλκάνια έγραφε ότι: « Ο πληθυσμός της Βουλγαρίας αποτελείται κυρίως από Βούλγαρος, ανάμεικτους, με Τούρκους, Βλάχους και Έλληνες, και το ίδιο συμβαίνει με τον πληθυσμό της Ρωμυλίας (Rumelia). Η Μακεδονία κατοικείται κυρίως από Βούλγαρους, ενώ υπάρχουν Τούρκοι και Έλληνες. Στην Αλβανία ζουν κυρίως Σκιπετάροι (Shquipetars) και Βούλγαροι, ενώ στην Θεσσαλία ζουν Βλάχοι, Βούλγαροι, Τούρκοι και Έλληνες. Για την κατάσταση, πιο νότια, δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία, αλλά γνωρίζουμε για εγκατάσταση Βουλγάρων στην Λιβαδειά, και για τους Βούλγαρος του Μωρέα , που ονομάζονται Μιλλιγγοί και Εζερίτες.
7 Η οικογένεια Κωνσταντίνου ή Μιλαδίνη , ήταν εγκατεστημένη στην Στρούγγα. Ο Δημήτριος Κωνσταντίνου ή Μιλαδίνης, γεννήθηκε το 1810. Ο πατέρας του Χρίστος, που έφτιαχνε κανάτια, ήταν Βλάχος με καταγωγή από την Μοσχόπολη. Το σόϊ των Κωνσταντίνου, μετά την καταστροφή της Μοσχοπόλεως, είχε μετακινηθεί βόρεια προς την μικρή Πρέσπα. Ο Χρίστος, είχε γεννηθεί στο Στέμπλεβο,(τώρα στην Αλβανία), το οποίο αποτελεί ακόμα και σήμερα στόχο βουλγαρικών επισκέψεων, ( σπηλαιολογική αποστολή 2007, και καταγραφή βουλγαρικών δημοτικών τραγουδιών). Η μητέρα του Δημητρίου Μιλαδίνη, Σουλτάνα, ήταν Ελληνίδα, κόρη παππά από το Μεγάροβο, κοντά στο Μοναστήρι.
Ο Δημήτριος, είχε αλλά 7 αδέλφια. Τον Αθανάσιο, τον Ματθαίο, τον Απόστολο, τον Ναούμ (άγιος προστάτης της Μοσχοπόλεως), την Άννα , την Χριστίνα, και τον Κωνσταντίνο, που γεννήθηκε το 1830, λίγο μετά το θάνατο του πατέρα του.
Επομένως, ο εικοσάχρονος Δημήτριος, που το 1829, τον είχαν πάρει οι μοναχοί του μοναστηριού του αγίου Ναούμ της Αχρίδας οικότροφο, για να τον κάνουν δάσκαλο της ελληνικής, είχε να μεγαλώσει 7 αδέλφια, και να παντρέψει δύο αδελφές.
Ο Δημήτριος, το 1830, δούλεψε σαν δάσκαλος στην Αχρίδα. Το 1832 τον βρίσκουμε στο Δυρράχιο, να κάνει τον έμπορο. Τον επόμενο χρόνο πήγε στα Γιάννενα, στην «Ζωσιμαία Σχολή», όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές του, ενώ παράλληλα εργαζόταν. Το 1836, ξαναγύρισε στην Αχρίδα, σαν κανονικός δάσκαλος, εφαρμόζοντας το πρόγραμμα που έμαθε στην «Ζωσιμαία Σχολή». Δίδασκε φιλοσοφία, αριθμητική, γεωγραφία, αρχαία ελληνικά, ελληνική λογοτεχνία, λατινικά και γαλλικά. Σαν δάσκαλος έγινε περιζήτητος, και το 1838, τον κάλεσαν πίσω στην Στρούγγα. Το 1840-42 δίδασκε στο Κιλκίς, αλλά συγκρούστηκε με τον δεσπότη και ξαναγύρισε στην Αχρίδα. Το 1844 συναντήθηκε με τον Βίκτορ Γκριγκόροβιτς και άλλαξε η ζωή του.
Πρώτα, στο πρόσωπο του Ρώσου καθηγητού, απέκτησε έναν ισχυρό χορηγό που βελτίωσε την ζωή του. Μετά «πείστηκε» από τον Γκριγκόροβιτς ότι ήταν Βούλγαρος. Μετά, μαζί με τον καθηγητή, έμαθε να γράφει στα Κυριλλικά τα «καθημερινά» σλαβικά που ήξερε.
Ο Δημήτριος, με την οικονομική «αρωγή» του Γκριγκόροβιτς, άρχισε να δανείζεται με τόκο, και έστειλε τον μικρό Κωνσταντίνο στην Ζωσιμαία Σχολή, στα Ιωάννινα, και στην συνέχεια στο πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά, η Ρωσία κράτησε την υπόσχεσή του Γκριγκόροβιτς και ο «μικρός» πήρε υποτροφία για σπουδές στο πανεπιστήμιο της Μόσχας.
Ο Κωνσταντίνος Μιλαδίνης στην Ρωσσία, σπούδασε σλαβική φιλολογία και άρχισε γράφει ποιηματάκια στα σλαβικά, όπως το, «η θλίψη για τον Νότο» (T'ga za jug) που πολύ αργότερα (1941), έγιναν η απαρχή της «μακεδονικής» λυρικής ποιήσεως.
Ο «ποιητής» Κωνσταντίνος αφού εκπαιδεύτηκε, κατέβηκε στην Μακεδονία, με αποστολή να συλλέξει μαζί με τον αδελφό του, αποδείξεις της βουλγαρικής κουλτούρας. Έτσι άρχισε η καταγραφή σλαβικών «βουλγαρικών » τραγουδιών, τα οποία τα αγόραζαν από διάφορους εγγραμμάτους σλαβόφωνους, που τά έγραφαν με ελληνικούς χαρακτήρες, και στην συνέχεια οι Μιλαντίνοφ, τά ξανάγραφαν κυριλλικά. 100 τραγούδια αγοράστηκαν αντί 100 φιορινών από τον Βασίλ Χολάκοβ. Η συλλογή με 660 δημοτικά τραγούδια τυπώθηκε στο Ζάγκρεμπ, το 1861,με χορηγό τον παπικό κρυπτο-Ιουδαίο, επίσκοπο Ζάγκρεμπ, Στροσμάγερ.
Ο Δημήτριος Μιλαδίνης, που είχε αλλάξει στο μεταξύ το όνομα του σε Μιλαντίνοφ, είχε εγκατασταθεί στον Περλεπέ, (Prilep) και ανέπτυσσε την προπαγάνδα του. Το 1856 προσπάθησε να εισαγάγει στο εκεί ελληνικό σχολείο την βουλγαρική γλώσσα. Το 1858-59 δίδασκε ξανά στο Κιλκίς (Koukoush), όπου το βουλγαρικό κίνημα είχε μεγάλη ανάπτυξη..Με πρωτοβουλία του Δημητρίου Μιλαντίνοφ, για να απαλλαγούν από το Πατριαρχείο, οι Βουλγαρόφρονες, συγκέντρωσαν υπογραφές στις 12 Ιουλίου 1859 και ζήτησαν από τον Πάπα Πίο τον 9ο , να υπαχθούν στην παπική εκκλησία, υπό τον όρο, η λειτουργία να γίνεται στα αρχαία σλαβικά, ο αρχιεπίσκοπος και οι παπάδες να είναι Βούλγαροι, και η βουλγαρική γλώσσα και το αλφάβητο να χρησιμοποιούνται στην εκπαίδευση των παιδιών.
Μετά από αυτό, οι Έλληνες του Κιλκίς , τον κατήγγειλαν στους Τούρκους, σαν Ρώσο πράκτορα. Ο Δημήτριος συνελήφθη και μεταφέρθηκε στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, όπου πέθανε από τύφο το 1862.
Ο Δημήτριος Μιλαντίνοφ , ενέταξε στο δίκτυο των Ρώσων πρακτόρων, και τον νεαρό Γρηγόριο Σταυρίδη, από την Στρούγγα, ο οποίος ήταν μαθητής του στην Αχρίδα, και στην συνέχεια σπούδασε στο πανεπιστήμιο Αθηνών, και μάλιστα βραβεύτηκε, στον Ράλλειο Ποιητικό Διαγωνισμό του 1860, για το επικό ποίημά του «Ο Αρματολός».
Ο Σταυρίδης μετά τον θάνατο του Δημητρίου Μιλαντίνοφ εγκαταστάθηκε στον Περλεπέ, μετονομάστηκε σε Grigor Prlicev και έγινε ένθερμος εχθρός της ελληνικής παιδείας και του πατριαρχείου.
Μαθήτρια Δημητρίου Μιλαντίνοφ ήταν και η Παρθενία Ζωγράφου (Partenija Zografski), όπως και ο Καστοριανός Ξενοφών Ζήσης, (Raiko Zhinzifov), που μεγάλωσε στο Βέλλες, (Βελησσός), και μετονομάστηκε από τον Μιλαντίνοφ, σε Ράϊκο, ενώ αργότερα από την Ρωσία, σαν έμπορος, έγινε από τους βασικούς χρηματοδότες της βουλγαρικής εθνικής κινήσεως.
Ο «μικρός» Μιλαντίνοφ, πληροφορήθηκε την σύλληψη του αδελφού του στο Βελιγράδι ενώ επέστρεφε από την Μόσχα, και επέστρεψε για να βοηθήσει στην απελευθέρωση του. Πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνελήφθη και φυλακίστηκε. Ο Κωνσταντίνος απαγχονίστηκε το 1862.
Πηγή: shatzaras.blogspot.com/10 Απρ. 2008.
8 shatzaras.blogspot.com/10 Απρ. 2008.
9 Ο Βυζαντινός χρονογράφος Μαλάλας, ο οποίος άκμασε στα τέλη του 6ου αιώνα γράφει (Βόννης, σελ. 97): «ἀπῆλθε μετὰ τῶν Ἀτρειδῶν ὁ αὐτὸς Ἀχιλλεὺς ἔχων ἴδιον στρατὸν τῶν λεγομένων Μυρμιδόνων τότε, νυνὶ δὲ λεγομένων Βουλγάρων» (= απήλθε με τους Ατρείδες ο ίδιος ο Αχιλλέας έχοντας ίδιον στρατό των λεγομένων τότε Μυρμιδόνων, τώρα λεγομένων Βουλγάρων). Αυτό το απόσπασμα δεν μπορεί να έχει νόημα, παρά μόνο αν θεωρήσουμε ότι διά των Βουλγάρων ο Μαλάλας εννοεί τους Βουργάριους. Επομένως γίνεται φανερό, ότι επρόκειτο περί εξ αυτοχθόνων Βουργαρίων του εσωτερικού, στη χώρα των παλαιών Μυρμηδόνων (Νοτιοανατολική Θεσσαλία) και ότι από τότε οι Βουργάριοι αυτοί ονομάζονταν και Βούλγαροι. Το γεγονός ότι στην περιοχή αυτή υπήρχαν φρούρια και φρουροί (Βουργάριοι) επιβεβαιώνεται από τον Προκόπιο (Β/Δ κστ’), ο οποίος γράφει: «Βασιλεὺς…ἐκέλευσε τοὺς ἐν Θερμοπύλαις φρουροὺς ἔς τε τὴν Ἰταλίαν πλεῖν κατὰ τάχος» (= Ο Βασιλιάς διέταξε τους φρουρούς στις Θερμοπύλες να πλεύσουν στην Ιταλία γρήγορα). Από αυτούς τους φρουρούς είχαν προφανώς προέλθει οι κατά τον Μαλάλα, Βούλγαροι (Βουργάριοι) της χώρας των Μυρμιδόνων.
10 Η έννοια του Βουλγάρου = Βουργαρίου (οροφύλακα), διαφαίνεται και μεταγενεστέρως. Ο Μιχαήλ Ατταλειάτης, αναφερόμενος στην εισβολή των Ούζων κατά τον 11ο αιώνα, που διέβησαν τον Ίστρο, και εν γνώσει συνεπώς των Βουλγάρων και της Βουλγαρίας του Ασπαρούχ, μιλά (εν Βόννης, σελ. 83) δια «τοὺς διακωλύοντας τὴν τούτων περαίωσιν Βουλγάρους καὶ λοιποὺς στρατιώτας».
Μας λέει δηλαδή ο Ατταλειάτης ότι οι Βούλγαροι και οι υπόλοιποι στρατιώτες εμπόδιζαν τους Ούζους να περάσουν. Υπονοεί λοιπόν ως Βουλγάρους κατηγορία στρατιωτών στα σύνορα, τους Βουργαρίους (οροφύλακες) και όχι τους μογγολοτάταρους Βουλγάρους.
Το Βουλγαρικό κράτος την εποχή που ζούσε ο Ασπαρούχ, αποτελούσε την οροφυλακή επί του Δουνάβεως. Υπό την ιδιότητα και το καθήκον του οροφύλακα-βουλγάρου των συνόρων του κάτω Δούναβη, αναγνωρίσθηκε ο Ασπαρούχ υπό των Βυζαντινών και υπό την έννοια της προς το Βυζάντιο υποτέλειάς του, υφίστατο το Βουλγαρικό κράτος μέχρι της υπό του Τσιμισκή καταλύσεώς του.
Αυτό αποδεικνύεται από την επιστολή (Κεδρηνός, Βόννης 2, σελ. 372) του Νικηφόρου Φωκά (963-969), ο οποίος «ἔγραψε Πέτρω τω Βουλγαρίας ἄρχοντι μὴ ἐᾶν τοὺς Τούρκους (=Ούγγρους) διαπερᾶν τὸν Ἴστρον καὶ τὰ Ρωμαίων λυμαίνεσθαι» (= έγραψε στον Πέτρο τον άρχοντα της Βουλγαρίας να μην αφήσει τους Ούγγρους να διαπεράσουν τον Ίστρο και να καταστρέψουν τα των Ρωμαίων), τον προσκαλούσε δηλαδή να συμμορφωθεί προς το καθήκον του οροφύλακα.
Ο Ζωναράς (Βόννης 3, σελ. 523) γράφει ότι μετά τη δολοφονία του Νικηφόρου ο διεκδικών τον θρόνο Καλόκυρος υποσχέθηκε προς τους κατέχοντες ήδη την Βουλγαρία Ρώσους του Σβιατοσλάβου, ότι «εἰ γὰρ βασιλεὺς Ρωμαίων ἀναρρηθήσομαι παρ’ ὑμῶν τῆς τε Βουλγάρων χώρας παραχωρήσω ὑμῖν» (= αν γίνω βασιλιάς των Ρωμαίων θα σας παραχωρήσω τη χώρα των Βουλγάρων), πράγμα το οποίο σημαίνει ότι η Βουλγαρία θεωρείτο τιμάριο που ανήκε στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
Το γεγονός ότι το Βουλγαρικό κράτος ήταν οροφυλακή και ανήκε στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, επιβεβαιώνεται και από τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (Βόννης 3, σελ. 154), ο οποίος γράφει:
«καὶ μέχρις αὐτοῦ τοῦ Βλαστημέρου μετὰ τῶν Σέρβλων εἰρηνικῶς διετέλουν οἱ Βούλγαροι…ἔχοντες δὲ δούλωσιν καὶὑποταγὴν εἰς τοὺς βασιλεῖς τῶν Ρωμαίων καὶεὐεργετούμενοι παρ’ αὐτῶν».  Οι Βούλγαροι δηλαδή ήταν στην υπηρεσία και είχαν υποταγεί στους αυτοκράτορες του Βυζαντίου και ευεργετούνταν από αυτούς, για την οροφυλακή. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβαίνει, αν το Βουλγαρικό κράτος αντιτίθετο προς το Βυζάντιο.
Ο Προκόπιος (Βόννης 1, σελ. 459) αναφερόμενος στα γεγονότα του 539 στην Αφρική, στην Καρχηδόνα, μνημονεύει τοπωνυμία «Βουργάων».
Στην αφήγηση των ίδιων γεγονότων ο Θεοφάνης (Βόννης 1, σελ. 312) μεταγενέστερα λέει «ἐν (ὄρει) Βουλγαρίωνι» και «ἐν τῶ ὄρει τῶν Βουλγαρίων». Χρησιμοποιούνται δηλαδή και οι δύο τύποι του ονόματος για το ίδιο πράγμα, κάτι το οποίο σημαίνει ότι το «Βούλγαρος» ήταν και είναι το ίδιο με το «Βουργάριος». Είναι φανερό ότι εδώ δεν πρόκειται περί Βουλγάρων συμπατριωτών του Ασπαρούχ, αλλά περί σχέσεως προς προϋπάρξαντες Βουργαρίους, φύλακες των φρουρίων στην περιοχή της Καρχηδόνας.
11 «Η Αιγηΐς, κοιτίς των Αρίων και του Ελληνισμού», έκδ. 1963, σελ. 263).
12 ενθ. ανωτ., σελ. 263-264)
13 Byzantinische Zeitschrift 32, σελ. 365-6.
Σχετικές πληροφορίες: E. Darko: INFLUENCES TOURANIENNES SUR L' EVOLUTION DE L' ART MILITAIRE DES GRECS, DES ROMAINS ET DES BYZANTINS, "Byzantion" 10, 1939 και
Darko E.: INFLUENCES TOURANIENNES SUR L' EVOLUTION DE L' ART MILITAIRE DES GRECS, DES ROMAINS ET DES BYZANTINES, "Byzantion" 12, 1937, ·Ó·Ù. 1964.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου